Σπυριδάκις Κωνσταντίνος

«Ο πατέρας μου Κωνσταντίνος Σπυριδάκις»

Image

Ο Ανδρέας Σπυριδάκις σκιαγραφεί το πορτρέτο του πρώτου Υπουργού Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας, με φόντο γεγονότα που καθόρισαν τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου.

 

Ο Κωνσταντίνος Σπυριδάκις δεν σημάδεψε απλώς το εκπαιδευτικό γίγνεσθαι του νησιού, αλλά μια ολόκληρη εποχή. Αποτέλεσε μια εμβληματική φυσιογνωμία της νεότερης Ιστορίας. Θεμελιωτής της ελληνικής παιδείας, Γυμνασιάρχης στο Παγκύπριο Γυμνάσιο (1936-1960), εθναρχικός σύμβουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης, πρώτος Υπουργός Παιδείας και ιδρυτής της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, του Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κύπρου, του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, της ΟΕΛΜΕΚ. Με αφορμή τη Μέρα των Γραμμάτων και την επανέκδοση του έργου «Άπαντα Κωνσταντίνου Σπυριδάκι: Μελέται, Διαλέξεις, Λόγοι, Άρθρα» ο πρωτότοκος γιος του μοιράζεται σκέψεις και αναμνήσεις.

 

Στα 16 τελείωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο και στα 20 κιόλας χρόνια του είχε γίνει καθηγητής. Στα 28 μετέβη στο Βερολίνο για μετεκπαίδευση. Ο καθηγητής του, ο σπουδαίος κλασικιστής Βέρνερ Γιέγκερ, πρότεινε να μείνει για καθηγεσία. Ήταν η εποχή που ο Χίτλερ είχε ήδη ανέλθει στην εξουσία. Ο πατέρας μου απάντησε ότι έχει χρέος να επιστρέψει στην Κύπρο για να υπηρετήσει την πατρίδα του, όπως τον είχε προτρέψει ο δικός του πατέρας. Ο Γερμανός καθηγητής του είπε: «εδώ σας ανοίγεται μια λεωφόρος κι εσείς προτιμάτε το μονοπάτι!». 

 

Του άρεσε η φύση, οι επιστήμες, οι τέχνες, η μουσική. Η μητέρα μου έπαιζε πιάνο και συχνά την άκουγε καθώς έγραφε τα άρθρα του. Ήταν αυστηρός και στην ιδιωτική του ζωή. Τον θυμάμαι να έρχεται το μεσημέρι από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, να γευματίζει, να ξεκουράζεται για μισή ώρα και μετά να κλείνεται στο γραφείο του ή, πιο συχνά, να επιστρέφει αμέσως στο σχολείο. Μέναμε στην οδό Αγίας Ελένης, που ήταν σχετικά κοντά. Έφευγε γύρω στις 3μ.μ. με τα πόδια κι έμενε ακόμη τέσσερις ώρες στο γραφείο για τις συγγραφικές και άλλες αναζητήσεις και τις τόσες υποχρεώσεις του. Είτε βρισκόταν στο σπίτι, είτε στη δουλειά ήταν μόνιμα κλεισμένος στο γραφείο του. Αυτοκίνητο δεν είχαμε. Ο πατέρας μου δεν οδηγούσε. Αυτοκίνητο –μαζί με οδηγό- χρησιμοποίησε μόνο όταν πια έγινε Υπουργός.

 

Η ελλαδική καταγωγή του αναμφισβήτητα επηρέασε την κοσμοθεωρία του. Ο παππούς μου, Σπυρίδων Σπυριδάκης κατάγεται από το Μακρίνο Ζαγοροχωρίων. Το κεφάλι του πατέρα μου είχε ηπειρώτικη κατατομή. Στο σπίτι δεν μιλούσαμε την κυπριακή διάλεκτο, αλλά την ελληνική δημοτική γλώσσα. Ο ίδιος δεν μιλούσε ποτέ τη διάλεκτο στις συναναστροφές του. Δεν την περιφρονούσε, απλώς θεωρούσε ότι η εποχή επέβαλλε να μάθουμε να μιλάμε καλά ελληνικά. Επέμενε ότι οι απόφοιτοι των γυμνασίων έπρεπε να είναι άψογοι χειριστές της ελληνικής γλώσσας. Γι’ αυτό αγωνίστηκε. Και γι’ αυτό οι απόφοιτοι μέχρι το 1960 μιλούσαν τόσο καλά ελληνικά. Σπουδάζαμε τη γλώσσα τότε. Ένας απόφοιτος γυμνασίου εκείνης της εποχής μιλούσε καλύτερα ελληνικά από έναν σημερινό απόφοιτο πανεπιστημίου φιλολογικής κατεύθυνσης.

 

Η δημόσια εικόνα του δεν απείχε από τη συμπεριφορά του στην ιδιωτική του ζωή. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Αναπόφευκτα, νιώθαμε ένα δέος. Θυμάμαι μια μέρα που ο τότε γενικός πρόξενος της Ελλάδας, Ανδρέας Παππάς, στενός φίλος του πατέρα μου, μ’ έπιασε και μου είπε: «εσείς τα παιδιά έχετε μια πολύ βαριά κληρονομιά». Δεν μιλούσε πολύ. Μάς δίδασκε με τη συμπεριφορά του. Σε θέματα πειθαρχίας εκτός σπιτιού ήταν πολύ αυστηρός. Θυμάμαι μια φορά, λίγο πριν πάω στο γυμνάσιο, που επρόκειτο να πάμε στη γιορτή των Ανθεστηρίων. Με προειδοποίησε: «όταν φτάσουμε δεν θα ζητήσεις τίποτε κι ούτε θα δεχτείς τίποτε.» Εκεί, ο Ανδρέας Παππάς με ρώτησε τι θέλω να φάω κι εγώ απάντησα «ριζόγαλο με γλισταρκά». Ο πατέρας θύμωσε κι όταν πήγαμε σπίτι έκοψε ένα λεπτό κλαδί από τη συκιά και μου τις έβρεξε πίσω στα πόδια όπως ήμουν με το κοντό παντελονάκι. Αυτές, βέβαια, είναι μέθοδοι πειθαρχίας που σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένες για δασκάλους και γονείς.

 

Έγινα δικηγόρος γιατί αυτή ήταν η τάση της εποχής, στην αυγή της ανεξαρτησίας. Όμως, έπρεπε να είχα γίνει ιστορικός. Μου άρεσε πολύ και ήμουν αριστούχος και είναι κρίμα που δεν ακολούθησα εκείνον τον δρόμο. Ο πατέρας μου δεν επενέβη καθόλου στην επιλογή μου. Ούτε και στην επιλογή του κατά έξι χρόνια μικρότερου αδερφού μου, του Φιλόκυπρου, που έγινε γιατρός και σήμερα μένει μόνιμα στην Αθήνα. Το μόνο που είπε ήταν ότι είμαι άριστος στην ιστορία και θα ήταν κρίμα να με χάσει η εκπαίδευση. Πάντως, όλες οι μελέτες που έκανα είχαν ως βάση την ιστορία κι είχα ιδιαίτερη αδυναμία στον Ελευθέριο Βενιζέλο.

 

Περισσότερο η μητέρα παρακολουθούσε τις μαθητικές μας υποχρεώσεις παρά ο πατέρας μου, κατά τα γυμνασιακά μας χρόνια. Μόνο στο τέλος, όταν επρόκειτο να δώσω απολυτήριες εξετάσεις, είπε «έλα, να δω τι ξέρεις». Καθίσαμε κι ένιωσα ότι είχα να κάνω με καθηγητή. Μετά από πολλές ερωτήσεις, μού είπε ότι είμαι αστοιχείωτος, ότι πρέπει να καθίσω να τα μάθω κι ότι δεν θα μου τα μάθει αυτός. Δεν απαιτούσε κάτι περισσότερο ή λιγότερο από αυτά που απαιτούσε από τους υπόλοιπους μαθητές.  

 

Θα τον είχα καθηγητή στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, αλλά τότε διορίστηκε πρόεδρος της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης. Τα προηγούμενα χρόνια ερχόταν καμιά φορά στις τάξεις να παρακολουθήσει το μάθημα. Για να είμαι ειλικρινής, ευχόμουν να μη με ρωτήσει κάτι. Μια φορά, στην Γ' Γυμνασίου, με ρώτησε και σάστισα. Μπροστά στους μαθητές με αποκάλεσε αδιάβαστο. Ήθελε να αποφύγει κάθε υπόνοια ότι με διαχωρίζει από τους υπόλοιπους μαθητές. Ποτέ δεν έμπαινα στο γραφείο του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Τον περίμενα απ’ έξω για να πάμε μαζί στο σπίτι. Υποθέτω ότι αυτή η συμπεριφορά ήταν δίκαιη, αλλά λιγάκι καταπιεστική για ένα παιδί. Ήμουν πιο δεμένος με τη μητέρα μου. Ο πατέρας είχε απαιτήσεις από εμάς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μας αγαπούσε. Στο γυμνάσιο υπέφερα, γιατί ήταν σαφές ότι έπρεπε να είμαι τύπος και υπογραμμός στη συμπεριφορά και τις υποχρεώσεις μου. Ήμουν ο γιος του γυμνασιάρχη κι έπρεπε να ήμουν υπόδειγμα. 

 

Το 1955 είχε διαφωνήσει με την έναρξη ένοπλου αγώνα. Όταν πήγα στην Α’ Γυμνασίου είδα τους τοίχους του σχολείου γεμάτους συνθήματα: «ο γυμνασιάρχης εκτός μάχης», «ο γυμνασιάρχης προδότης» κ.λπ. Πίστευε ότι η Κύπρος θα απελευθερωθεί όπως όλες οι αποικίες. Κι ότι δεν θα ήταν ωφέλιμο να συγκρουστούμε με τους Άγγλους. Τον Σεπτέμβριο του 1954 τοποθετήθηκε δημόσια λέγοντας ότι δεν πιστεύει πως υπάρχουν δυνατότητες επιτυχίας σε περίπτωση κήρυξης ένοπλου αγώνα. Και πρόσθεσε το εξής: «Αφ' ης στιγμής η Τουρκία συνειδητοποιήσει τη σημασία της Κύπρου θα αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στη λύση του Κυπριακού ζητήματος». Αυτό περιλαμβάνεται στον τρίτο τόμο των Απάντων του, σε άρθρο με τίτλο «Η κυπριακή τραγωδία».

 

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης. Πίστευε ότι η Κύπρος δεν έχει άλλη επιλογή από αυτή του έθνους. Επέμενε σ’ αυτό ακόμη και την περίοδο μετά την ανεξαρτησία, όταν μεσουρανούσαν οι «ανεξαρτησιόπληκτοι» όπως τους έλεγε, αυτοί που είχαν εμβολιαστεί από τη μόδα του ανεξάρτητου κράτους. Με την έναρξη του αγώνα το 1955, ο Μακάριος, ο οποίος ήταν μαθητής του, τον κάλεσε και τον ρώτησε αν πιστεύει ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο θα λυνόταν το θέμα. Ο πατέρας μου απάντησε: «Μακαριώτατε, θα περάσουν πολλοί Σεπτέμβριοι και το κυπριακό δεν θα λυθεί, ειδικά τώρα που άνοιξε ο ασκός του Αιόλου». Πίστευε ακράδαντα ότι δεν έπρεπε να προκληθούν οι Άγγλοι. Όταν κάποια στιγμή οι αποικιοκράτες τον συνέλαβαν, ο Χάρντινγκ του είπε: «Εσείς έπρεπε να είστε ο ηγέτης του κυπριακού λαού». «Έναν ηγέτη έχουμε κι αυτός είναι ο Εθνάρχης Μακάριος» τον αποστόμωσε ο πατέρας μου.

 

Πάντως, κατά τη διάρκεια του αγώνα σε όλα τα άρθρα του καταφερόταν εναντίον των Βρετανών. Διατήρησε την άποψή του μέχρι το τέλος της ζωής του, αλλά δεν πολέμησε τον αγώνα της ΕΟΚΑ, ούτε τον καταδίκασε. Στάθηκε δίπλα στους αγωνιστές, παρά τις διαφωνίες του. Όταν έγινε η 1η Απριλίου 1955, εγώ ήμουν 11 χρονών. Πήγα ενθουσιασμένος να τον βρω. Και μου είπε το εξής που διατηρώ μέχρι σήμερα: «Ο αγώνας αυτός θα είναι ο ενταφιασμός της Ένωσης». Εκείνο που είχε γράψει το 1954 για την Τουρκία αποδείχτηκε προφητικό.

 

Ένιωθε ότι το κακό θα ερχόταν. Διαισθανόταν ότι οι εξελίξεις και οι επιλογές σε Ελλάδα και Κύπρο θα οδηγούσαν σε ανώμαλες καταστάσεις. Όταν ήμουν μικρός, πηγαίναμε τα καλοκαίρια στο σπίτι μιας θείας μου στην Κερύνεια. Τον θυμάμαι να κάθεται στο ημίφως, πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Μια φορά με φώναξε και μου είπε: «Βλέπεις εκείνα τα φώτα στο βάθος της θάλασσας; Είναι τουρκικά πλοία. Να θυμάσαι ότι μια μέρα από ’δώ θα γίνει η απόβαση». Ήταν το 1963. Η υπόθεση της Ένωσης είχε ήδη εκφυλιστεί. Το 1974 την είδε να ενταφιάζεται οριστικά. 

 

Ο ελληνικός χαρακτήρας της Κύπρου αποτελούσε βασικό άξονα της εκπαιδευτικής του πολιτικής ως γυμνασιάρχη. Πρόταξε την ελληνοκεντρική ιδέα γιατί πίστευε ότι μόνο μέσω της εκπαίδευσης θα μπορέσει η Κύπρος να επιβιώσει και να προκόψει. Με το έργο του, προετοίμασε τη νεολαία για τον ένοπλο αγώνα. Άθελά του, ίσως. Όταν έγινε πολιτικός προϊστάμενος στην παιδεία, έφερε Έλληνες καθηγητές από ελληνικά πανεπιστήμια, όπως τον Παπανούτσο και τον Θεοδωρακόπουλο για να μετεκπαιδεύσουν τους εκπαιδευτικούς. Έθεσε τις βάσεις για το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και οραματίστηκε τη δημιουργία πανεπιστημίου στην Κύπρο ως μέρος μιας πανελλήνιας στεφάνης που θα ξεκινούσε από τον Έβρο.

 

Τα δημόσια αξιώματα τον έφθειραν και τον πίκραναν, όπως διαπίστωσε και ο αείμνηστος Βάσος Καραγιώργης, που ήταν μαθητής του και αργότερα φίλος του. Όταν ανέλαβε αξιώματα, άρχισε να υφίσταται επιθέσεις για την πολιτική που επιθυμούσε να εφαρμόσει. Υποψιαζόταν ότι η πολεμική εκκινούσε από το περιβάλλον του Μακαρίου. Από τους «ανεξαρτησιόπληκτους». Δεν ήταν συνηθισμένος στις πολιτικές ίντριγκες. Τον πολεμούσαν υπουργοί της κυβέρνησης όπως ο Ρένος Σολομίδης, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, η Στέλα Σουλιώτη. Ο Τάσσος μετανόησε, όπως ο ίδιος μου εκμυστηρεύτηκε. Όταν τον συνάντησα το 2003 μού είπε: «Κάναμε λάθος. Ήμαστε μιτσιοί και δεν καταλαβαίναμε τι εννοούσε ο Σπυριδάκις όταν μιλούσε για κλασική παιδεία».

 

Αποχώρησε πικραμένος το 1970, μετά από δέκα χρόνια. Ζήτησε από τον Μακάριο, όταν εκείνος του ανακοίνωσε ότι θα τον αντικαταστήσει, να του δώσει ακόμη τρεις μήνες ώστε να θέσει τα θεμέλια του πανεπιστημίου. Του απάντησε ότι δεν έχει σημασία ποιος θα βάλει τα θεμέλια κι ότι το πανεπιστήμιο θα προχωρήσει άμεσα. Τελικά, πέρασαν ακόμη είκοσι χρόνια. Πρόλαβε να θέσει κάποιες αρχές, αλλά δεν πρόλαβε να το δει να υλοποιείται. Πέθανε το 1976. Την τελευταία του μέρα ως υπουργός, στις 30 Ιουνίου 1970, ψηφίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο η ταύτιση της κυπριακής με την ελλαδική εκπαίδευση. Ήταν περήφανος γι’ αυτή την εξέλιξη. 

 

Μου έλεγε ότι έπαιρνε συνεχώς ραβασάκια από τον Μακάριο και άλλους για διάφορα θέματα και χατήρια. Δεν ανεχόταν το ρουσφέτι και δεν ήθελε να κάνει χατήρια σε κανέναν. Προέκυψε ένα μείζον ζήτημα με την Ουρανία Κοκκίνου η οποία είχε διαμαρτυρηθεί στα σκαλοπάτια του Υπουργείου στον πατέρα μου καθώς έβγαινε, σχετικά με την απόρριψη μετακίνησης του μαθητή ανιψιού της σε σχολείο της αρεσκείας του, ενάντια στον κανονισμό. Ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος. Ο Μακάριος τον ρώτησε: «Κι αν διαταχτείτε;» «Τότε θα πρέπει να βρείτε άλλον Υπουργόν να εκτελέσει τη διαταγή». Λίγο καιρό μετά, τον αντικατέστησε.

 

Για τη Χούντα πίστευε ότι ήταν θέμα χρόνου να πέσει. Το 1964 είχε πάει επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα όταν Υφυπουργός Παιδείας ήταν ο Λουκής Ακρίτας και Πρωθυπουργός και Υπουργός Παιδείας ο Γεώργιος Παπανδρέου. Στη συνάντησή τους δεν συζήτησαν τελικά εκπαιδευτικά θέματα. Όπως μου μετέφερε αργότερα ο πατέρας μου, ο Γεώργιος Παπανδρέου του είπε το εξής: «Εμείς εργαζόμαστε για την Ένωση κι αυτός -εννοώντας τον Μακάριο- με τους μπράβους του μας την τορπιλίζει». Ήταν η εποχή του Σχεδίου Άτσεσον που έλεγαν ότι είναι σαν να σου δίνουν μια πολυκατοικία και να σου ζητούν να νοικιάσεις το ρετιρέ. Μετά την εισβολή, ο πατέρας μου παρατηρούσε: αν όλα εκείνα ίσχυαν, δεν είναι χειρότερη η σημερινή κατάσταση; 

 

Υπέφερε από αρθριτική πολυμυαλγία, ήδη από το 1965. Έπαιζε ρόλο η ψυχολογία. Οι γιατροί έλεγαν ότι δεν πρέπει να στεναχωριέται. Αλλά πώς να μη στεναχωριέται όταν έβλεπε το όραμα μιας ζωής να γίνεται θρύψαλα; Τελικά, τα χάπια που έπαιρνε για την πολυμυαλγία προκάλεσαν σκλήρυνση των κυψελίδων των πνευμόνων. Ένιωθε το τέλος του. Δύο μέρες πριν πεθάνει είπε στη μητέρα μου ότι του παρουσιάστηκε σε όνειρο με τη μορφή Χριστού ο Όιστραχ, τον οποίο είχε παρακολουθήσει λίγο καιρό πριν στην Αθήνα να διευθύνει μια ορχήστρα, και του είπε ότι σε δύο μέρες θα πεθάνει. Ο Μακάριος προέστη της κηδείας, αλλά υπήρχε μια ψυχρότητα στην τελετή, γιατί η μητέρα μου ήταν θυμωμένη μαζί του. Μετά τον θάνατό του, ο Μακάριος δημιούργησε το Ίδρυμα Υποτροφιών Κωνσταντίνου Σπυριδάκι που υπάρχει μέχρι σήμερα.

 

Η μητέρα μου η Θάλεια ήταν του γένους Κισσονέργη, ανιψιά του ζωγράφου. Γνωρίστηκαν με συνοικέσιο, με τη μεσολάβηση μιας θείας μου. Ήταν πολύ καλή η σχέση τους. Τήρησε απόλυτα το πένθος όταν απεβίωσε ο πατέρας μου. Περιόρισε την κοινωνική της παρουσία και ακολουθούσε όλα τα έθιμα για σχεδόν 40 χρόνια. Πέθανε το 2015 σε ηλικία 103 ετών. Στα 100 της περπατούσε σαν να ήταν 60 ετών. Κι είχε πλήρη διαύγεια. Πέθανε από ατύχημα. Προσπάθησε να διορθώσει τη θέση μιας καρέκλας στο σαλόνι, έπεσε κι έσπασε το ισχίο της. 

 

Αν μου πρότειναν να αναλάβω το Υπουργείο Παιδείας θα αρνιόμουν. Δεν θα μπορούσα να είμαι στο συγκεκριμένο υπουργείο όπου είχε θητεύσει ο πατέρας μου. Το ενδεχόμενο αυτό προέκυψε το 2003. Ήμουν παλιότερα μέλος στο πολιτικό γραφείο της ΕΔΕΚ. Ο ίδιος ο Τάσσος μου εκμυστηρεύτηκε ότι με πρότεινε για Υπουργό Παιδείας, αλλά προέκυψαν ενστάσεις από το κόμμα επειδή προτίμησαν την υπουργοποίηση πιο προβεβλημένων στελεχών. Η τότε ηγεσία της ΕΔΕΚ αρνήθηκε ότι αυτό συνέβη, αλλά ένιωσα θιγμένος και αποχώρησα. Δεν νομίζω ότι είπε ψέματα ο Τάσσος. Στις βουλευτικές του 2006 κατέβηκα υποψήφιος με τις Νέες Δυνάμεις του ΑΚΕΛ.

 

Τα «Άπαντα Κωνσταντίνου Σπυριδάκι: Μελέται, Διαλέξεις, Λόγοι, Άρθρα» είναι ένα ιστορικής σημασίας έργο. Η πρώτη έκδοση είχε εξαντληθεί λίγο πριν το 1974. Η επανέκδοσή του πρόσφατα από το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών και τις εκδόσεις Εν Τύποις κατέστη δυνατή σε μεγάλο βαθμό χάρη στο προσωπικό ενδιαφέρον του νυν Υπουργού Παιδείας, Πρόδρομου Προδρόμου. Πλέον διερευνώ τις δυνατότητες επανέκδοσης του πολύκροτου, επίσης εξαντλημένου έργου «Ιστορία της Αρχαίας Κύπρου». Ο πατέρας μου το τελείωσε αυτό λίγο πριν πεθάνει. Πέθανε με τα χειρόγραφα στο χέρι. Τελικά, πρωτοεκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα από την Ακαδημία Αθηνών.

 

 

Πηγή:

  1. Η συνέντευξη στον Γιώργο Σαββινίδη. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 01 Φεβρουαρίου 2022.