Κιόρ Αχμέτ πασάς

Image

Τούρκος πασάς των δυο ουρών, μπεηλέρμπεης στο σαντζάκι του Τεκκέ στη Μικρά Ασία, ο οποίος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην κατάπνιξη της εξέγερσης του Χαλήλ στην Κύπρο κατά τα χρόνια 1765 και 1766.

 

Η εξέγερση του Χαλήλ (Τούρκος φρούραρχος της Κερύνειας) είχε σαν αιτία την επιβολή μιας έκτακτης φορολογίας σαν αποζημίωσης για τη διαρπαγή του κυβερνητικού ταμείου κατά τη διάρκεια της δολοφονίας του άπληστου κυβερνήτη (μουχασίλη) της Κύπρου Τζηλ Οσμάν από Έλληνες και Τούρκους στις 25 Οκτωβρίου / 5 Δεκεμβρίου 1764. Οι Έλληνες δέχτηκαν να πληρώσουν τη φορολογία που τους επιβλήθηκε, αλλά οι Τούρκοι αντέδρασαν και εξεγέρθηκαν εναντίον της τοπικής κυβέρνησης, οδηγώντας έτσι την Κύπρο σε μια μεγάλη αναστάτωση που κράτησε δυο χρόνια.

 

Τα γεγονότα που συνετέλεσαν στην εξέγερση του Χαλήλ άρχισαν με το διορισμό του Τζηλ Οσμάν σαν κυβερνήτη της Κύπρου τον Ιούλιο του 1764. Ο Τζηλ Οσμάν είχε εξασφαλίσει το διορισμό του με μεγάλες δωροδοκίες, γι’ αυτό μόλις έφθασε στην Κύπρο επέβαλε μια πολύ βαρειά φορολογία 40 έως 47 γροσιών (οι πηγές δεν συμφωνούν με το ακριβές ποσό) για κάθε Χριστιανό και το μισό του ποσού αυτού για κάθε Μουσουλμάνο, για να καλύψει τα έξοδα του διορισμού του και επί πλέον να πλουτίσει. Μέσα στους πρώτους πέντε μήνες του διορισμού του με αυθαιρεσίες και υπερβολικές απαιτήσεις είχε μαζέψει άλλες 350.000 γρόσια. Υπήρχε γενική δυσφορία στην Κύπρο και ύστερα από διαβήματα των αρχιερέων προς την Πύλη, έφθασε στο νησί ένας απεσταλμένος που έφερε οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες το ποσό που θα εισέπρατταν από τους Χριστιανούς θα ήταν 20 1/2 γρόσια και το μισό από τους Μουσουλμάνους και ότι όσα ποσά είχαν εισπραχθεί πέραν των οριζομένων αυτών ποσών έπρεπε να επιστραφούν. Ο Τζηλ Οσμάν βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και στις 25 Οκτωβρίου/ 5 Δεκεμβρίου 1764 αποπειράθηκε να δολοφονήσει στο σεράγιο τόσο τους αρχιερείς, τους οποίους θεωρούσε υπεύθυνους για την καταγγελία των ενεργειών του στην Πύλη, όσο και τους αγάδες, τους οποίους θεωρούσε συνυπεύθυνους, καθώς και τον απεσταλμένο της Πύλης. Τους κάλεσε στο υπερώο του σεραγίου, το οποίο είχε καταστήσει ετοιμόρροπο με το κόψιμο των στύλων που το συγκρατούσαν, για να παραστούν στην ανάγνωση των διαταγών της Πύλης. Σε κάποια στιγμή άνθρωποι δικοί του τράβηξαν με σκοινιά τους στύλους και το υπερώο κατέρρευσε, προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στους παριστάμενους, που βρέθηκαν μέσα στα χαλάσματα. Η απόπειρα του κυβερνήτη απέτυχε, γιατί μόνο 4-5 άτομα τραυματίστηκαν σοβαρά. Όταν ο κόσμος πληροφορήθηκε τα διατρέξαντα, Έλληνες και Τούρκοι όρμησαν στο σεράγιο, σκότωσαν τον Τζηλ Οσμάν και 18 άνδρες του, διάρπαξαν τα χρήματα του κυβερνητικού ταμείου και λεηλάτησαν το κτίριο.

 

Η κατάσταση ήταν πολύ δραματική και για να αποφευχθούν όσο ήταν δυνατό οι χειρότερες συνέπειες, Τούρκοι και Έλληνες αποφάσισαν να υποβάλουν έκθεση στην Πύλη, στην οποία να περιγράφουν τα γεγονότα και να εξηγούν ότι αίτιος για ό,τι έγινε ήταν ο Τζηλ Οσμάν με τις αυθαιρεσίες του. Η Πύλη, όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα έστειλε ένα νέο κυβερνήτη, τον Χαφίζ εφέντη, και μια εξεταστική επιτροπή. Η επιτροπή αποφάσισε να επισκευαστεί το σεράγιο με έξοδα των Κυπρίων, να πληρωθεί η τιμή για το αίμα του Τζηλ Οσμάν και των ανδρών που σκοτώθηκαν στις οικογένειές τους, και να πληρωθούν από τους Κυπρίους τα χρήματα που διαρπάχθηκαν από το κυβερνητικό ταμείο, και που υπολογίστηκαν στα 1.000 πουγγιά, δηλαδή στις 500.000 γρόσια! Για το τελευταίο αποφασίστηκε να επιβληθεί μια έκτακτη φορολογία από 14 γρόσια για κάθε Έλληνα και από 7 γρόσια για κάθε Τούρκο. Οι Έλληνες, παρά τις δυσκολίες τους και παρά το γεγονός ότι το ποσό γι’ αυτούς ήταν μεγαλύτερο, αποφάσισαν να πληρώσουν. Οι Τούρκοι όμως αντέδρασαν και αρνήθηκαν να πληρώσουν.

 

Πρώτη επαναστατική ενέργεια ήταν η κατάληψη στις 25 Μαρτίου/5 Απριλίου 1765, από 300 Τούρκους, των μύλων της Κυθρέας και η παρεμπόδιση αποστολής αλευριού στη Λευκωσία. Ο κυβερνήτης Χαφίζ προσπάθησε να συμβιβαστεί με τους επαναστάτες, αλλά δεν έπαψε τις προσπάθειές του για είσπραξη της φορολογίας. Οι αντιδράσεις τότε εκ μέρους των Τούρκων συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια του πανηγυριού του Αγίου Παντελεήμονος στη Μύρτου (27 Ιουλίου/7 Αυγούστου 1765) οι πρωταγωνιστές της αντίδρασης αναγόρευσαν σαν αρχηγό τους τον φρούραρχο του κάστρου της Κερύνειας Χαλήλ, στον οποίο υποσχέθηκαν πως θα τον έκαμναν κυβερνήτη του νησιού.

 

Από τη στιγμή αυτή η επανάσταση άρχισε να απλώνεται σ' όλο το νησί. Οι επαναστάτες με τις απειλές τους, αλλά και με τις διακηρύξεις τους ότι αγωνίζονταν για την άρση της επιβολής μιας άδικης φορολογίας προς τους Τούρκους, άρχισαν να πληθύνονται και έφθασαν τις 3.000 στην αρχή και τις 5.000 προς το τέλος της εξέγερσής τους. Η εξουσία της κυβέρνησης εκτός της Λευκωσίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ο Χαλήλ κατέλαβε κι αυτός τους μύλους της Κυθρέας και αξίωσε από τους αγάδες και τους αρχιερείς να στείλουν επιστολές στην Πύλη ζητώντας να του δοθεί το αξίωμα του κυβερνήτη. Η αξίωσή του αυτή δεν έγινε δεκτή. Αντίθετα ο αρχιεπίσκοπος Παΐσιος μαζί με τους επισκόπους της Κερύνειας και της Πάφου έφυγαν κρυφά στις 18/29 Αυγούστου για την Κωνσταντινούπολη, όπου εξέθεσαν την κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο, κατάσταση ανασφάλειας, αναστάτωσης και χειροτέρευσης των οικονομικών συνθηκών. Στο μεταξύ ο Χαλήλ τον Ιανουάριο του 1766 πολιόρκησε και βομβάρδισε τη Λευκωσία.

 

Η Πύλη αποφάσισε να στείλει μια μικρή αρχικά δύναμη στην Κύπρο από δυο πολεμικά πλοία και 150 άνδρες υπό τον Ιμπραήμ μπέη και ένα νέο κυβερνήτη, τον Σουλεϊμάν εφέντη. Οι οδηγίες που είχαν ήταν να χρησιμοποιήσουν το δόλο και την απάτη μάλλον παρά τη βία εναντίον του Χαλήλ. Μαζί τους επέστρεψαν και οι Έλληνες αρχιερείς. Τόσο ο Ιμπραήμ και ο Σουλεϊμάν, όσο και οι αρχιερείς απευθύνθηκαν στον Χαλήλ σαν στο νέο κυβερνήτη της Κύπρου κι αυτός πείσθηκε ότι η Πύλη τον είχε αναγνωρίσει σαν κυβερνήτη του νησιού. Γι’ αυτό έλυσε την πολιορκία της Λευκωσίας και αποσύρθηκε στην Κερύνεια. Αλλά στις 1/12 Ιουνίου 1766 αντιλήφθηκε την απάτη και ξανάρχισε την πολιορκία της Λευκωσίας.

 

Ο Σουλεϊμάν, αφού είδε την κατάσταση που επικρατούσε, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να επιβληθεί στον Χαλήλ με τις δυνάμεις που διέθετε. Γι’ αυτό απευθύνθηκε στην Πύλη και ζήτησε ενισχύσεις. Τότε εστάλησαν στην Κύπρο ο Κιόρ Αχμέτ πασάς με 2.000 άνδρες και 500 άλογα σε 16 πλοία, ο κυβερνήτης της Σελεύκειας στην Καραμανία Γκεργκέλογλου με 200 άνδρες και ο πειρατής Τζαφέρ μπέης με 200 άνδρες σε 4 πλοία. Πρώτος έφθασε ο Τζαφέρ μπέης στις 26 Μαΐου/6 Ιουνίου στη Λάρνακα, αλλά την επομένη έπλευσε προς την Αμμόχωστο και από εκεί προς την Κερύνεια. Στις 16/27 Ιουνίου έφθασε στον όρμο της Λάρνακας ο Κιόρ Αχμέτ και την ίδια μέρα ο Γκεργκέλογλου αποβιβάστηκε με τους άνδρες του στην Αμμόχωστο, στην περιοχή της οποίας οι άνδρες του διέπραξαν όλων των ειδών τα κακουργήματα εις βάρος του πληθυσμού. Ο Κιόρ Αχμέτ τους διέταξε να ενωθούν μαζί του στη Λάρνακα. Από εκεί ο Κιόρ Αχμέτ, στις 21 Ιουνίου/2 Ιουλίου, επικεφαλής μιας δύναμης από 2.700 άνδρες, βάδισε προς τη Λευκωσία εναντίον του Χαλήλ που πολιορκούσε την πόλη με 5.000 άνδρες. Όταν ακούστηκε στο στρατόπεδο του Χαλήλ η είδηση ότι οι δυνάμεις του Κιόρ Αχμέτ βάδιζαν προς τη Λευκωσία, ο στρατός του Χαλήλ διαλύθηκε και μόνο 200 άνδρες έμειναν μαζί του. Μ' αυτούς κατέφυγε ο Χαλήλ στο τελευταίο προπύργιο της αντίστασής του, στο κάστρο της Κερύνειας.

 

Ο Κιόρ Αχμέτ έφθασε στην Κερύνεια στις 17/28 Ιουλίου 1766 και πολιόρκησε στενά και από τη ξηρά και από τη θάλασσα το κάστρο. Όταν η κατάσταση των πολιορκουμένων άρχισε να χειροτερεύει από την έλλειψη τροφίμων, ο Μελεκή μπέης, ο καπετάνιος του καραβιού που είχε φέρει τον Κιόρ Αχμέτ στην Κύπρο, έπεισε τον Χαλήλ να καταφύγει στο πλοίο του στις 3/14 Αυγούστου,   υποσχόμενος ότι θα τον προστατεύσει. Τον παρέδωσε όμως στον Κιόρ Αχμέτ, ο οποίος τον αποκεφάλισε στις 8/19 Αυγούστου. Το κάστρο παραδόθηκε και οι 200 άνδρες του Χαλήλ εκτελέστηκαν όλοι. Τα κεφάλια όλων αυτών καθώς και του Χαλήλ εστάλησαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο σουλτάνος τον Σεπτέμβριο του 1766 απένειμε στον Κιόρ Αχμέτ ακόμη μια ουρά και του ανέθεσε τη διοίκηση του πασαλικιού του Ικονίου, για το οποίο αναχώρησε από την Κερύνεια στις 19/30 Οκτωβρίου, αφού εκπλήρωσε με επιτυχία την αποστολή του στην Κύπρο.