Κοντέας έπαυλη

Το τσιφλίκι της Κοντέας

Image

Η Κοντέα κι ιδιαίτερα το τσιφλίκι της Κοντέας, γνωστό ως έπαυλη της Κοντέας, συνδέονται άμεσα με τις προγραφές και τις σφαγές που έγιναν στην Κύπρο το 1821 και τις δημεύσεις περιουσιών που ακολούθησαν. Για το γεγονός αυτό έχουν διασωθεί αξιόλογες ιστορικές μαρτυρίες από την κατεχόμενη σήμερα Κοντέα. (Για την ύπαρξη της έπαυλης στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, βλέπε λήμμα Κοντέα).

 

Ως γνωστόν, μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας (1814) έγιναν προσπάθειες να μυηθούν σ' αυτή και να συμβάλουν στην επιτυχία των σκοπών της και οι Κύπριοι. Προς το σκοπό τούτο τον Απρίλιο του 1821 κατήλθε στην Κύπρο ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Θησεύς φέρνοντας μαζί του επαναστατικές προκηρύξεις και επιστολές, μερικές από τις οποίες έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι κατέβαλαν απεγνωσμένες προσπάθειες να τον συλλάβουν.

 

Πασάς της Κύπρου ήταν τότε ο Κουτσιούκ Μεχμέτ (Mehmed Silahshör — επωνομάσθη Kücük = μικρός ένεκα του μικρού αναστήματός του), ο οποίος ήθελε με κάθε τρόπο να ταπεινώσει τον αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους, που με τη δύναμη την οποία διέθεταν, χάρη στα προνόμια που τους παραχώρησε ο σουλτάνος, περιόριζαν τις εξουσίες του, και να προβεί σε δημεύσεις σημαντικών περιουσιών που ανήκαν στην Εκκλησία και σε ιδιώτες. Γι' αυτό πίστεψε πως με την ανακάλυψη των επαναστατικών προκηρύξεων έφθασε η κατάλληλη στιγμή για την εκπλήρωση των σχεδίων του. Την πραγματοποίηση των επιδιώξεών του πέτυχε πλήρως με τον απαγχονισμό του αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των τριών από τους τέσσερις μητροπολίτες καθώς και πολλών άλλων προκρίτων, ο αριθμός των οποίων σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες έφθασε τους 470 περίπου.

 

Τις σφαγές επισφράγισαν οι λεηλασίες, οι αρπαγές και οι δημεύσεις των κινητών και ακινήτων περιουσιών των θυμάτων και φυγάδων, οι οποίες έγιναν κατόπιν σουλτανικού διατάγματος, από ειδικό μουπασίρη. Το προϊόν αυτών των δημεύσεων εδόθη στον πλεονέκτη Κουτσιούκ Μεχμέτ προς όφελος του δημόσιου ταμείου για να καλύψει δήθεν τα έξοδα των στρατευμάτων που διετέθησαν για να κρατήσουν το νησί σε κατάσταση ηρεμίας.

 

Οι λεηλασίες, οι αρπαγές και οι δημεύσεις περιουσιών δεν περιορίστηκαν μόνο στους προγραφέντες και φονευθέντες, αλλά απεναντίας λεηλατήθηκαν, αρπάγηκαν και δημεύθηκαν επίσης οι περιουσίες των μητροπόλεων, των μοναστηριών και των εκκλησιών, τα ιερά άμφια και σκεύη, ο διάκοσμος των ιερών εικόνων και κάθε άλλο πράγμα αξίας. Εκτός από την κινητή περιουσία της Αρχιεπισκοπής, εδήμευσαν και το μετόχι της Αγκαστίνας καθώς και το μετόχι της Κοντέας, το οποίο απέφερε κάθε χρόνο τεράστια έσοδα.

 

Μεταξύ των κτημάτων που δημεύθηκαν βάσει του σουλτανικού διατάγματος ήταν και το τσιφλίκι της Κοντέας με το τρεχούμενο νερό του, που μαζί με άλλη σημαντική περιουσία η οποία δημεύθηκε, ανήκε στον Κυπριανό Παπασάββα.

 

Το τσιφλίκι της Κοντέας και η άλλη περιουσία του Κυπριανού Παπασάββα είχε αγοραστεί από τον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιωακείμ, ο οποίος το 1821 διαδέχτηκε τον εθνομάρτυρα Κυπριανό, έναντι του ποσού των 12.750 γροσιών. Τούτο επιβεβαιώθηκε και με σχετικό σουλτανικό φιρμάνι που εκδόθηκε το 1823 με σκοπό να διευκολύνει τη μεταβίβαση της εν λόγω περιουσίας επ' ονόματι του αρχιεπισκόπου Ιωακείμ. Το τσιφλίκι της Κοντέας απετελείτο από μια τεράστιας έκτασης και μεγάλης αξίας περιουσία, η οποία περιλάμβανε χωράφια με άφθονο τρεχούμενο νερό από δυο πηγές, περιβόλια, πρόβατα, βόδια, άλογα. Αργότερα, το τσιφλίκι της Κοντέας πουλήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ιωακείμ στην οικογένεια Λαπιέρ για 15.000 γρόσια. Το τσιφλίκι από τότε ανήκε στην πλούσια οικογένεια Λαπιέρ, της οποίας το όνομα συνδέθηκε επίσης άμεσα με τα δραματικά γεγονότα του 1821 στην Κύπρο. Ο Γεώργιος Λαπιέρ (1789-1846), διερμηνέας του γαλλικού προξενείου, κατάφερε να αποκτήσει τεράστια περιουσία εκμεταλλευόμενος τα γεγονότα και τις σφαγές του 1821.

 

Πάνω στο οικοδόμημα, που βρίσκεται μέσα στην έπαυλη της Κοντέας, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διαφωτιστική επιγραφή. Η επιγραφή αυτή, γραμμένη πάνω σε μαρμάρινη πλάκα τετράγωνου σχήματος, ήταν τοποθετημένη μέσα σε ξύλινο πλαίσιο  πάνω   στον  ξύλινο   στύλο,  ο οποίος βάσταζε την οροφή του προθαλάμου του ανωγείου οικήματος της έπαυλης. Η επιγραφή αυτή, γραμμένη με μαύρο μελάνι, είναι έμμετρη και αποτελείται από 12 δωδεκασύλλαβους στίχους ως ακολούθως:

 

Τερπνότητα Γῆς λιπαρᾶς κυοφόρου,

Βλέπε θεατά, πολλῶν χαρίτων γέμει.

Ροῦς γλυκύς πλείων ὑπέρ αὒλακα ρέει

Δροσεροῦ λειμῶνος ἐπίπεδον ἄρδει

Λιγυρός εὔκρατος ἀήρ ὦδε πνέει

Κοινήν δέ τέρψιν ὁ χῶρος οὗτος φέρει

Κοντέα ἔστι καί λέγεται δεόντως

Θάλλει γάρ φυτοῖς κήποιςλσεσι δένδροις

Μηδέν οὗσα πρότερον νῦν καλλωπίσθη

εὐτρεπισθεῖσα εἰς κάλλος τε καί θαμα

Παρά Χρυσάνθου Προέδρου Ταμασέων

ἐν ἔτει ΑΨΥΖ'  Ἀπριλίου Α' [1797].

 

Η επιγραφή εκτός από τις ενδιαφέρουσες ιστορικές πληροφορίες εξυμνεί τις φυσικές καλλονές, τα τρεχούμενα νερά, τον δροσερό αέρα, τους κήπους, τα δέντρα, τα δάση και την ευφορία του εδάφους της Κοντέας. Το περιεχόμενο του κειμένου της επιγραφής θα μπορούσε να αποδοθεί ως ακολούθως:

 

Την τερπνότητα της πλούσιας γόνιμης γης.

βλέπε θεατή, που είναι γεμάτη από πολλές ομορφιές,

τρέχει γλυκύ νερό περισσότερο από αυλάκι

του δροσερού λιβαδιού την πεδιάδα ποτίζει

εδώ ευχάριστος εύκρατος αέρας φυσά

ευχαρίστηση δε σ' όλους ο χώρος σκορπά

είναι η Κοντέα και σωστά φημίζεται

γιατί ανθούν στους κήπους φυτά και δέντρα στα δάση

ενώ δεν ήταν όμορφη πρώτα, τώρα εκαλλωπίσθη

εστολίσθη σε κάλλος και θαύμα

από τον Χρύσανθο, Πρόεδρο Ταμασέων

Την 1η Απριλίου του έτους 1797.

 

Η επιγραφή περιέχει διάφορα ενδιαφέροντα στοιχεία, που αναφέρονται στην ιστορία της Κοντέας. Παλαιότερα στην Κοντέα υπήρχε μετόχι της Αρχιεπισκοπής ή, κατά τη σωζόμενη παράδοση, μετόχι του Κύκκου, το οποίο αργότερα με ανταλλαγή περιήλθε στην κυριότητα της Αρχιεπισκοπής. Μέσα στον περίβολο του άλλοτε ακμαίου αυτού μετοχίου βρισκόταν και η αρχαία μικρή εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, που ανακαινίστηκε πλήρως το 1906. Από το αγοραπωλητήριο έγγραφο του αρχιεπισκόπου Ιωακείμ, που αναφέρεται στην έπαυλη, διαπιστώνεται ότι οι Τούρκοι κατά τις σφαγές του 1821 είχαν δημεύσει την έπαυλη και την επέστρεψαν αργότερα στην Εκκλησία της Κύπρου έναντι αδρού τιμήματος.

 

Στην επιγραφή γίνεται λόγος περί Χρυσάνθου, προέδρου των Ταμασέων. Πρόκειται για τον Χρύσανθο, τον ανεψιό του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, ο οποίος χειροτονήθηκε χωρεπίσκοπος στο θρόνο της Ταμασσού το 1791 και κατείχε αυτό το αξίωμα για δέκα χρόνια μέχρι το 1801, οπότε ανήλθε στον μητροπολιτικό θρόνο Κιτίου. Ο Χρύσανθος διωρίσθη χωρεπίσκοπος για να βοηθεί, στην πραγματικότητα όμως για να αντικαταστήσει τον ανάπηρο θείο του αρχιεπίσκοπο στα πολλαπλά καθήκοντα του αρχιεπισκοπικού θρόνου, στον οποίο υπαγόταν και η Κοντέα.

 

Στην προσπάθειά του να συντηρήσει στη μνήμη των Κοντεατών το κείμενο της επιγραφής η οποία είναι γνωστή στους κατοίκους του χωριού ως Ποίημα της Κοντέας, ο χαράκτης Χαμπής, με τη βοήθεια του συγχωριανού του Χαράλαμπου Δημοσθένους, ψάλτη, ο οποίος θυμόταν τους στίχους του ποιήματος, προέβη στην καλλιτεχνική της αναπαράσταση.

 

Όμως, ο Κοντεάτης χαράκτης Χαμπής, μετά τα τραγικά γεγονότα του Αυγούστου του 1974, των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, δεν περιορίστηκε στην απλή αναπαράσταση της επιγραφής. Τουναντίον προσπάθησε να απαθανατίσει πάνω σ' αυτήν ό,τι η μνήμη μπόρεσε να συγκρατήσει από την άλλοτε πανέμορφη και σήμερα κατεχόμενη Κοντέα, θυμίζοντας έτσι για πάντα στους Κοντεάτες την ταυτότητα και τις ρίζες τους.

 

Το ποίημα αυτό, όπως και τα τόσα άλλα που αναφέρονται στα κατεχόμενα εδάφη μας, συνδέονται άμεσα όχι μόνο με την ιστορία της Κοντέας και των περιοχών στις οποίες αναφέρονται, αλλά και της Κύπρου γενικότερα. Αυτά συνιστούν πολύτιμο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς των κατεχομένων εδαφών μας και γενικότερα της Κύπρου.

 

Μαρτυρία του Πρέσβη Πυρίσιη

Ο τέως πρεσβης στο Κυπριακό υπουργείο εξωτερικών Ανδρέας Πυρίσιης κατέθεσε τη δική του μαρτυρία που συνδέεται με την έπαυλη της Κοντέας: "Το 1969 υπηρετούσα στην Πρεσβεία μας στο Παρίσι. Μια μέρα παρουσιάστηκε μια ομάδα από 6- 7 άτομα και ζήτησαν να με δουν. Τους δέχτηκα και όταν ρώτησα τον λογο της επίσκεψης τους μου είπαν ότι θα ήθελαν να πιστοποιήσω την υπογραφή τους σε ένα πληρεξούσιο διότι θέλουν να πωλήσουν ένα κτήμα που η οικογένεια τους έχει κληρονομήσει στην Κύπρο. Ρώτησα που βρίσκεται το Κτήμα και μου απάντησαν στην Κοντέα. Το οικογενειακό τους όνομα ήταν Lapierre. Τους ανέφερα ότι ο πρώτος δάσκαλος μου στα Γαλλικά στο Λύκειο Λάρνακος ήταν Lapierre. Για αν μην τα πολυλογώ απεδείχθη ότι ο δάσκαλος μου ήταν συγγενής τους. Καταγόμενος από την Λύση ήξερα που ήταν το κτήμα των Λαπιέρηδων όπως αποκαλούσαν την περιουσία τους οι Λυσιώτες. Ο ένας από τους επισκέπτες μου ήταν Πρέσβης της Γαλλίας στο Πακιστάν. Αυτά εν συντομία.  Andreas Pirishis

 
 
Πηγή: 
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια