Κριναίος Παύλος

Ο ύπνος μιας μικρής εταίρας

Ο ΥΠΝΟΣ ΜΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΕΤΑΙΡΑΣ

 

Ὧ! μή χτυπᾶτε πιά, ἐρασταί, τήν πόρτα τῆς Ροδῆς,

τήν ὥρ' αὐτή πού εἰς τήν θερμήν ἀγκάλη τοῦ ἐρωμένου

τ' ὡραίου τῆς ὓπνου ἐδόθηκε στή μέθη τῆς σιωπῆς...

Ὧ! μή χτυπᾶτε πιά, ἑρασταί, τήν πόρτα τῆς Ροδῆς.

 

Κοιμᾶται τόσο ἀνάλαφρα καί τόσονπαλά         

μέ μιά ἱλαρή στήν ὂψη της πικρία φωτοχυμένη  

πού  ἡ πεταλούδα ἡ χνουδωτή τῆς παρθενιᾶς, δειλά

στό ἀκροανοιγμένο τῶν χειλιῶν μπουμπούκι, ἀπατημένη

θἂ 'ρθει νά πάρει τό ἄρωμα τῆς παιδικῆς πνοῆς.

Ὧ! μή χτυπᾶτε πιά, ἐρασταί, τήν πόρτα τῆς Ροδῆς.

Κοιμᾶται τόσο ἀνάλαφρα καί τόσο τρυφερά

π' ἀργά καί μόλις τό ἄγουρο τρεμοανασαίνει στῆθος,

στά χάδια τοῦ  ὕπνου καί τά ὠχρά τά βλέφαρα, κλειστά,

σά μαραμένα πέταλα ὑακίνθων, στά γλαρά

τά ὡραῖα της μάτια πού τραβοῦν τῶν ἐραστῶν τό πλῆθος.

 

Ὧ! μή χτυπᾶτε πιά, ἐρασταί, τήν πόρτα τῆς Ροδῆς.

 

ΠΑΥΛΟΣ ΚΡΙΝΑΙΟΣ