Κωνσταντίνος αρχιεπίσκοπος

Όνομα δυο Ορθοδόξων αρχιεπισκόπων της Κύπρου, που και οι δυο έζησαν και έδρασαν κατά τα Βυζαντινά χρόνια και, πιο συγκεκριμένα, κατά τον 7ο και 8ο μ.Χ. αιώνα.

 

Κωνσταντίνος Α΄:   Άγνωστος μέχρι πρόσφατα, είναι ο υπ’ αριθμόν 16 στον κατάλογο των Κυπρίων Ορθοδόξων αρχιεπισκόπων της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας και δεν περιλαμβάνεται σε άλλους αντίστοιχους καταλόγους. Δεν υπάρχουν πληροφορίες γύρω από το πρόσωπό του, όμως η ύπαρξή του μαρτυρείται από έξι συνολικά σφραγίδες του που έχουν βρεθεί. Ήταν, πιθανότατα, επικεφαλής των Κυπρίων ιεραρχών της εποχής του, κατέχοντας τον θρόνο της (αρχι)επισκοπής Κωνσταντίας. Η αρχιεπισκοπεία του τοποθετείται χρονολογικά στον 7ο μ.Χ. αιώνα, πιθανώς περί τα μέσα αυτού.

 

Κωνσταντίνος Β΄: Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο υπ’ αριθμόν 27 του καταλόγου των Κυπρίων Ορθοδόξων αρχιεπισκόπων της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας, τον οποίο ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ περιλαμβάνει μεταξύ των αγίων της Κύπρου (αρχ. Μακαρίου Γ΄, Κύπρος, ἡ Ἁγία Νῆσος, 1968, σ. 32).

 

Ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνος έζησε κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα, όπου χρονικά τοποθετείται και η περίοδος της αρχιεπισκοπείας του, που δεν ξέρουμε πότε ακριβώς άρχισε και πότε τερματίστηκε. Το 787 πάντως, επικεφαλής εξαμελούς κυπριακής αντιπροσωπείας, ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνος μετείχε στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο της οποίας προσυπέγραψε και τα πρακτικά. Η σύνοδος είχε πραγματοποιηθεί στη Νίκαια και ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνος είχε διαδραματίσει σοβαρό ρόλο σ’ αυτήν, επειδή αρκετά συχνά αναφέρεται να παίρνει τον λόγο, σύμφωνα προς τα πρακτικά της. Σε μερικές, μάλιστα, περιπτώσεις δίνει και κάποιες πληροφορίες για την Κύπρο και την πρωτεύουσά της Κωνσταντία που ήταν και η έδρα του. Ο αρχιεπίσκοπος χαρακτηρίζει, μάλιστα, τον εαυτό του ως επίσκοπο Κωνσταντίας στα πρακτικά που προσυπογράφει, μεταξύ δε των συμμετασχόντων αρχιερέων κατείχε την 8η θέση, μετά τον Εφέσου Ιωάννη.

 

Η σύνοδος είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το τεράστιο ζήτημα των αγίων εικόνων, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται και ως εικονολατρική (βλέπε και λήμμα εικονολατρία και εικονομαχία). Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόεδρος της συνόδου ήταν ο Κύπριος την καταγωγή πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος* (784-806), ενώ υποκινητής της ήταν ο πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κι επίσης Κύπριος την καταγωγή, Παύλος* (780-784).

 

Στη σύνοδο ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κωνσταντίνος υποστήριξε τη λατρεία των αγίων εικόνων, φρόντισε δε να προσκομίσει και αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της θαυματουργού ιδιότητος μερικών απ’ αυτές. Ο ίδιος περιέγραψε ένα «θαύμα» που είχε συμβεί στην έδρα του (την Κωνσταντία), όπου ένας ζευγολάτης είχε τυφλωθεί επειδή είχε καταστρέψει τον οφθαλμό της Παναγίας σε μια εικόνα της. Αφηγήθηκε επίσης άλλο «θαύμα» που συνέβη στην πόλη του Κιτίου, όπου κάποιος κάρφωσε μια βελόνα στο μέτωπο της Παναγίας, σε μια εικόνα της, κι αισθάνθηκε ο ίδιος πονοκέφαλο που δεν πέρασε παρά μόνο όταν αφαίρεσε τη βελόνα. Το δεύτερο αυτό περιστατικό επιβεβαίωσε κι ο παρευρισκόμενος επίσκοπος Κιτίου Θεόδωρος* (βλέπε Mansi Concil, XII, p. 994).

 

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο Κωνσταντίας Κωνσταντίνος υπήρξε ο εισηγητής μιας προτάσεως που έγινε τελικά αποδεκτή κι επεκράτησε ως αρχή, ότι οι εικόνες πρέπει να είναι αντικείμενα σεβασμού και όχι λατρείας. Η εισήγηση αυτή υπήρξε αξιόλογη συμβολή της Κυπριακής Εκκλησίας στη λήψη μιας αποφάσεως που έθεσε τελικά τέρμα στο σοβαρό ζήτημα των εικόνων το οποίο είχε διχάσει την αυτοκρατορία κι εκτός από εκκλησιαστικές είχε και πολιτικοοικονομικές επιπτώσεις.

 

Στην ίδια σύνοδο, ο Κύπριος αρχιεπίσκοπος επικαλέσθηκε τήν ἀγαθήν μαρτυρίαν υπέρ των αγίων εικόνων, του Κυπρίου ιεράρχη Λεοντίου*, επισκόπου Νεαπόλεως (Λεμεσού), που άκμασε επί αυτοκράτορος Μαυρικίου (582-602). Οι απολογίες μάλιστα του Λεοντίου, κατά των Ιουδαίων και υπέρ των αγίων εικόνων, είχαν διαβαστεί στη σύνοδο. Βεβαίωσε επίσης τη σύνοδο ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνος, ότι το έθιμο της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων υφίστατο συνεχώς στην Κύπρο από την εποχή του αγίου Επιφανίου Κωνσταντίας, η βεβαίωση του δε αυτή έγινε ως απάντηση σε μια θέση των εικονομάχων, που προέβαλλαν μια επιστολή του αγίου Επιφανίου κατά της προσκυνήσεως των εικόνων.

 

Ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806-815) παρατηρεί σχετικά με το θέμα, πως ούτε ο πατριάρχης Παύλος ούτε ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνος, ἄνδρες σοφοί καί ἐλλόγιμοι και γνώστες των δογμάτων του αγίου Επιφανίου, μαρτύρησαν ότι άκουσαν ή διάβασαν ποτέ για εικονομαχικές ιδέες του, που απορρίπτονται εξάλλου και από τον μεγάλο αριθμό εικόνων της Κυπριακής Εκκλησίας.