Μαυρόπουλλος ή τζερκομούττας ή κόσσυφας και μαυρότζ΄ικλα

Image

Turdus merula. Οικογένεια: Turdidae. Είναι ο πολύ γνωστός και τακτικός χειμωνιάτικος επισκέπτης της Κύπρου, που έρχεται μαζί με τις τζ'ίκλες*, συνήθως μετά τα πρωτοβρόχια κατά τον Οκτώβριο, και φεύγει το Μάρτιο.

 

Ο αρσενικός έχει μαύρο βαθύ χρώμα, γι’ αυτό και είναι γνωστός σαν μαυρόπουλλος. Έχει ένα κύκλο πορτοκαλί γύρω από τα μάτια και πορτοκαλί ράμφος, απ' όπου πήρε και την άλλη του ονομασία τζ'ερκομούττας (που έχει δηλαδή μύτη στο χρώμα του τζ'ερκού = κεριού). Το χρώμα του θηλυκού είναι τελείως διαφορετικό από του αρσενικού, γι' αυτό και πολλοί στην Κύπρο τον εκλαμβάνουν ως άλλο είδος πουλιού και τον ονομάζουν μαυρότζ’ικλαν. Το άνω μέρος του κορμού και της ουράς είναι καφέ βαθύ προς το μαύρο, και το κάτω μέρος από τον λαιμό ως την ουρά καφέ με ευδιάκριτα κάθετα στίγματα, η δε μύτη είναι μαύρη.

 

Ο μαυρόπουλλος κάποτε απαντάται και με κάτασπρο χρώμα ۬ έχει φανεί και στην Κύπρο αρκετές φορές, ενώ πριν δύο δεκαετείες πιάστηκαν δυο στην περιοχή του Μαχαιρά. Το άσπρο χρώμα οφείλεται σε μια ασθένεια των φτερών, που ονομάζεται αλπινισμός, εμφανίζεται δε και σε άλλα είδη πουλιών, όπως στους στρούθους, στα περδίκια κ.ά., και μερικές φορές ακόμη και στον άνθρωπο. Ένας τέτοιος άσπρος μαυρόπουλλος σύγχυσε πιθανώς και τον αρχαίο φιλόσοφο Αριστοτέλη, ο οποίος τον εξέλαβε για άλλο είδος πουλιού (κόσσυφο) που εθεάθη μόνο στην Κυλλήνη της Αρκαδίας και τον περιγράφει: ὁ δέ ἕτερος ἔκλευκος, τό δέ μέγεθος ἴσος ἐκείνῳ καί ἡ φωνή παραπλήσια ἐκείνῳ·  ἔστι δ' οὖτος ἐv Κυλλήνῃ τῆς Ἀρκαδίας, ἄλλοθι δ' οὐδαμο.

 

Ακολουθώντας τα γραφόμενα και την περιγραφή του Αριστοτέλη, διάφοροι βιολόγοι μελετητές της ευρωπαϊκής πανίδας που επισκέφθηκαν κατά καιρούς την Ελλάδα και ειδικά την περιοχή της αρχαίας Κυλλήνης, πουθενά δεν συνάντησαν τον κόττυφο του Αριστοτέλη. Ο διάσημος βιολόγος δρ S. Sibthorp, που πήγε στην Ελλάδα κατά το τέλος του 1800 (έγραψε δε και το βιβλίο Flora Greaca), επισκέφθηκε και την περιοχή της Κυλλήνης, αλλά και αυτός πουθενά δεν βρήκε τον άσπρο κόττυφο۬ επειδή όμως εκεί συνάντησε τον νεροκόσσυφο (Cinclus cinclus) να πετά μεταξύ των βράχων των μικρών ποταμών στους πρόποδες των βουνών, έγραψε πως αυτός είναι ο άσπρος μαυρόπουλλος του Αριστοτέλη. Ο μόνος που έλυσε από τότε το πρόβλημα, ήταν ο πτηνολόγος Lindermayer, που υπευθύνως έγραψε πως επισκέφθηκε την περιοχή της Κυλλήνης στην Αρκαδία και δήλωσε ότι άσπροι ή albino μαυρόπουλλοι ευρίσκοντο στην περιοχή της Κυλλήνης.

 

Κτίζουν τη φωλιά τους σε θάμνους σε ύψος τριών - τεσσάρων μέτρων, και γεννούν τρία έως έξι αυγά. Τρέφονται με έντομα και φρούτα, εις δε την Κύπρο όπου διαχειμάζουν, τρέφονται με ελιές, δαφνελιές, μερσινόκοκκα, αντρούκλια, τριμίθια, σ'ίννους, σταφύλια, μανιτάρια κ.α. Το μέγεθός τους φθάνει τα 25 εκατοστόμετρα.

 

Από τους αρχαίους συγγραφείς ο Αριστοτέλης περιγράφει την αναπαραγωγή τους: δίς τίκτει καί κόττυφος ۬ τά μέν οὖν πρῶτα τοῦ κοττύφου ὑπό χειμῶνος ἀπόλλυτται, πρωϊαίτατα γάρ τίκτει τῶν ὀρνέωνπάντων, τόν δ' ὕστερον τόκον εἰς τέλος ἐκτρέφει. Περιγράφει επίσης πώς αλλάζουν τα φτερά και το χρώμα τους μέχρις ότου ενηλικιωθούν:... τῶν δ' ὀρνέων πολλά μεταβάλλουσι κατά τάς ὥρας καί τό χρῶμα καί τήν φωνήν, οἶον ὁ κόττυφος ἀντί μέλανος ξανθός  ۬ καί τήν φωνήν ἴσχει ἀλλοίαν ἐν μέν γάρ τῷ θέρει ᾂδει, τοῦ δέ χειμῶνος παταγεῖ καί φθέγγεται θορυβῶδες...

 

Ο Διονύσιος τους περιγράφει ως δύο είδη κοσσύφων, γιατί, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το χρώμα του αρσενικού διαφέρει από το θηλυκό: δύο δ' ἐστί γένη κοσσύφων καί οἱ μέν πάντη μέλανες, οἱ δέ κηρῷ τά χείλη προσεοικότες καί τῶν ἑτέρων μᾶλλον πρός τάς ᾠδάς ἐπιτήδει.