Μελισσόχορτον

Image

Με την ονομασία αυτή απαντώνται στην Κύπρο τρία γένη φυτών, που είναι διαφορετικά από το φυτό μέλισσα* ή μελισσοβότανον, που επίσης αυτοφύεται στην Κύπρο κι απαντάται και με την ονομασία

μελισσόχορτον.

 

1. Μελισσόχορτον ή βοϊδόγλωσσον: Έχιον κοινώς μαννούδιν. Επιστημονική ονομασία: Echium sp. Οικογένεια: Βοραγινιδών (Boraginaceae).

 

Πρόκειται για φυτό που το γένος του περιλαμβάνει περί τα 20 είδη (στην Κύπρο απαντώνται 8 είδη). Είναι φυτά ποώδη και φρυγανώδη. Το έχιον είναι γνωστό από την Αρχαιότητα κι αναφέρεται με την ονομασία αυτή από τον Διοσκουρίδη. Είναι ζιζάνιο, αλλά μελιγόνο και μελισσοτροφικό, απ’ όπου και η ονομασία του.

 

To Echium italicum, ένα των ειδών που απαντώνται στην Κύπρο, έχει ωραιότατο πυραμοειδές σχήμα που θυμίζει χριστουγεννιάτικο δέντρο. Φθάνει σε ύcος σχεδόν μέχρι το ένα μέτρο. Από το στέλεχος του φυτού αναπτύσσονται ακτινωτά τα ανθοφόρα «κλαδάκια» του. Ανθίζει την άνοιξη. Απαντάται κυρίως στην επαρχία Λεμεσού, στις άκρες των δρόμων και σε χωράφια, ιδίως στην περιοχή Πλατρών και Μαλιάς.

 

Τα υπόλοιπα που απαντώνται στην Κύπρο, είναι:

 

  1. Echium augustifolium
  2. Echium halacsyi
  3. Echium elegans
  4. Echium rawolfii
  5. Echium plantagineum
  6. Echium diffusum
  7. Echium vulgare

 

Το τελευταίο αυτό είδος, Εχιον το κοινόν (Echium vulgare, αγγλική ανομασία: Viper's buglos), είναι και το περισσότερο συνηθισμένο. Είναι μονοετές, διετές ή πολυετές, χνουδωτό, όπως και άλλα της ίδιας οικογένειας και δίνει άνθη σε πυκνές ταξιανθίες με ωραία χρώματα, μπλε, λιλά ή και κόκκινα. Αυτοφύεται σε λοφοπλαγιές, στις άκρες δρόμων και σε ξηρά χωράφια από τα παράλια μέχρι τα ημιορεινά.

 

Αρκετά κοινό έιναι και το είδος  Echium augustifolium, που είναι επίσης φυτό χνουδωτό, με άνθη κόκκινα - λιλά, όμως χαμηλό, έρπον, απαντάται δε σε παράλιες περιοχές, στις άκρες δρόμων και σε πλαγιές μαζί με άλλη χαμηλή βλάστηση.

 

2. Μελισσόχορτον ή μόγλωσσον ή μουχλούτζ΄ιν: Άγχουσα, κοινώς βούγλωσσον και αλκάννα. Στην Κύπρο απαντάται και με τις ονομασίες γλώσσα του σσ'ύλλου, μουδόγλωσσο και βουδόγλωσσο. Επιστημονική ονομασία: Anchusa. Οικογένεια: Βοραγινιδών (Boraginaceae). Αγγλική ονομασία: Alkanet.

 

Το γένος περιλαμβάνει περί τα 30 είδη, τα περισσότερα ιθαγενή των μεσογειακών χωρών. Πρόκειται για φυτά ποώδη, διετή ή πολυετή, με τραχιά φύλλα και άνθη μελιγόνα, απ’ όπου και η ονομασία μελισσόχορτον. Μερικά είδη είναι φαρμακευτικά. Μερικά ήσαν γνωστά από την Αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει τρία είδη, με τις ονομασίες άγχουσα πρώτη, άγχουσα δευτέρα και άγχουσα τρίτη.

 

Στην Κύπρο αυτοφύονται τα ακόλουθα είδη:

 

  1. Anchusa undulata ssp. hybrida
  2. Anchusa italica
  3. Anchusa strigosa
  4. Anchusa aegyptiaca
  5. Anchusa humilis
  6. Anchusa azurea

 

Περισσότερο κοινό είναι το είδος Anchusa undulata, υποείδος hybrida. Πρόκειται για φυτό διετές ή και πολυετές που φθάνει σε ύψος και πέραν του μισού μέτρου. Έχει κεντρικό βλαστό, συχνά είναι πολύκλαδο, με τρίχωμα στους βλαστούς και στα φύλλα. Ανθίζει μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου και δίνει άνθη χρώματος σκούρου μπλε, βιολετί ή και κόκκινου. Ο καρπός είναι τετραπλός σπόρος. Απαντάται από τα παράλια μέχρι και τα ορεινά (υψόμετρο 1.440 μέτρων). Φύεται σε ακαλλιέργητα μέρη, στις όχθες χωραφιών, στις άκρες δρόμων, ακόμη και σε αμμώδη εδάφη.

 

Το είδος Anchusa azurea, τοπικά γνωστό και με τις ονομασίες μόγλωσσον ή και βούγλωσσον, φθάνει σε ύψος το ενάμισι μέτρο. Ο βλαστός είναι κλαδωτός με τρίχωμα. Τα φύλλα είναι μακρύτερα της βάσης και μικρότερα τα ψηλότερα. Ανθίζει μεταξύ Μαρτίου και Μαίου και τα άνθη του είναι χρώματος φωτεινού μπλε. Είναι αρκετά κοινό φυτό, αφού μάλιστα ευδοκιμεί από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και τα ορεινά (υψόμετρο μέχρι και τα 1.400 μέτρα περίπου. Απαντάται τόσο σε καλλιεργημένους αγρούς όσο και σε ακαλλιέργητους, καθώς και στις άκρες δρόμων.

 

Πολύ συγγενικά είναι και τα υπόλοιπα είδη, εκ των οποίων το είδος Anchusa strigosa δίνει πιο ανοιχτόχρωμα άνθη. Είναι φυτά περίπου του ιδίου ύψους με τα προηγούμενα, δηλαδή μεταξύ του μισού και του ενός μέτρου περίπου, και ανθίζουν την ίδια περίοδο.

 

3. Μελισσόχορτον ή βρωμόχορτον: Λέγεται και κουλουμπάκκας. Ηλιοτρόπιον, κοινώς μπαμπακίτης. Επιστημονική ονομασία: Heliotropium europaeum. Οικογένεια: Βοραγινιδών (Boraginaceae). Αγγλική ονομασία: Heliotrope.

 

Φυτό γνωστό από την Αρχαιότητα, αναφερόμενο από τους Θεόφραστο και Διοσκουρίδη. Το γένος του περιλαμβάνει περί τα 100 είδη, τα περισσότερα ιθαγενή των θερμών χωρών. Είναι φυτά ποώδη, ετήσια ή πολυετή, φρυγανώδη και θαμνώδη, πολλά μελιγόνα και μερικά κοσμητικά.

 

Το είδος Heliotropium europaeum αυτοφύεται σε διάφορα μέρη της Κύπρου, ιδίως γύρω από τη Λευκωσία και στην περιοχή Χρυσοχούς. Φθάνει σε ύψος μέχρι και 60 εκατοστόμετρα περίπου. Ανθίζει μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου. Δίνει πολλά άσπρα λουλούδια σε περίεργους σχηματισμούς. Τα φύλλα του είναι καρδιόσχημα. Εκτός από μελισσοτροφικό είναι και φαρμακευτικό.

 

Αρκετά κοινό είναι επίσης το είδος Heliotropium hirsutissimum, της αυτής οικογένειας των Βοραγινιδών. Πρόκειται για ετήσιο χαμηλό φυτό, συνήθως απλωτό, που μπορεί ωστόσο να φθάσει σε ύψος μέχρι και το μισό μέτρο. Απαντάται παντού στο νησί, από τα παράλια μέχρι τα ορεινά (υψόμετρο μέχρι και τα 1.400 μέτρα). Έχει βλαστούς τριχωτούς, φύλλα ωοειδή ελλειπτικά, κι ανθίζει μεταξύ Μαΐου και Νοεμβρίου. Δίνει άνθη διαταγμένα κατά μήκος των βλαστών, που συνήθως έχουν σχήμα καμπυλωτό στο άνω μέρος τους. Τα άνθη, επάλληλα, σε μεγάλο αριθμό, είναι μικρού μεγέθους, άσπρου χρώματος, με κίτρινο στο κέντρο. Ο καρπός είναι μικροί σπόροι.

 

Στην Κύπρο απαντώνται επίσης τα ακόλουθα είδη της ίδιας οικογένειας:

 

  1. Heliotropium tenuiflorum (υποείδος του Η. europaeum)
  2. Heliotropium villosum
  3. Heliotropium supinum

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image