Πάροικοι

Image

Γνωστοί και ως δουλοπάροικοι, αποτελούσαν την πολυπληθέστερη αλλά και κατώτερη ταξικά κατηγορία των Κυπρίων κατά τη Βυζαντινή εποχή και τις εποχές της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας. Οι πάροικοι αποτελούσαν τη μάζα του κυπριακού λαού, με κάποιες καλύτερες συνθήκες ζωής και δικαιώματα κατά τα Βυζαντινά χρόνια, αλλά ουσιαστικά δούλοι κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας.

 

Κατά τα Βυζαντινά χρόνια, πάροικοι ήσαν οι γεωργοί και αγρότες που απασχολούνταν στα χωράφια και στα κτήματα που ανήκαν στους αριστοκράτες και στους φεουδάρχες. Είχαν όμως και αυτοί το δικαίωμα κατοχής γης, που δεν το είχαν κατά την ακολουθήσασα περίοδο της Φραγκοκρατίας. Στους παροίκους συχνά παρεχωρείτο γη από τους φεουδάρχες για καλλιέργεια και εκμετάλλευση, με αντάλλαγμα την παραχώρηση προς αυτούς προϊόντων που παράγονταν, αλλά και πληρωμή με εργασία των παροίκων και στα άλλα κτήματα των φεουδαρχών.

 

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, τέτοιες συνθήκες δεν υφίσταντο. Οι πάροικοι έγιναν δούλοι, στην υπηρεσία (καλύτερα στην ιδιοκτησία) του βασιλιά, των ευγενών-φεουδαρχών και των διαφόρων θρησκευτικών ταγμάτων. Ζούσαν στα χωριά τους (που ανήκαν στον βασιλιά ή στους ευγενείς ή στους Λατίνους κληρικούς) και στα τσιφλίκια, χωρίς δικαίωμα μετακινήσεως. Για οποιαδήποτε ενέργειά τους — ακόμη και για σύναψη γάμων — απαιτείτο η άδεια του αφέντη. Δεν είχαν καμιά ευκαιρία μόρφωσης ή κοινωνικής ανέλιξης. Συχνά επωλούντο ή ανταλλάσσοντο, σαν αντικείμενα αντί άνθρωποι. Βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας, ο αφέντης τους μπορούσε να τους επιβάλει οποιαδήποτε τιμωρία ή ποινή, εκτός από τον ακρωτηριασμό και τον θάνατο. Όταν όμως ερχόταν κι αυτός, τότε ποιος τολμούσε να καταγγείλει τον αφέντη;

 

Ωστόσο, τόσο κατά τα Βυζαντινά χρόνια όσο και αργότερα, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, οι πάροικοι είχαν το δικαίωμα να κατέχουν δικά τους ζώα — βασικά βόδια — που τα χρησιμοποιούσαν για τις γεωργικές εργασίες. Έτσι, ανάλογα προς τον αριθμό βοδιών που κατείχαν, οι πάροικοι διακρίνονταν στις ακόλουθες κατηγορίες:

 

α) ζευγαράτοι ή μονοζευγαράτοι, κάτοχοι ζεύγους βοδιών, στους οποίους παρεχωρούντο για καλλιέργεια 150 μόδια γης στη Βυζαντινή εποχή και 40 μόδια κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας.

 

β) βοϊδάτοι, κάτοχοι ενός μόνο βοδιού, με παραχώρηση 100 και 30 μοδιών γης στη Βυζαντινή εποχή και στην περίοδο της Φραγκοκρατίας αντιστοίχως.

 

γ) πεζοί, χωρίς καθόλου βόδια, με παραχώρηση 50 και 20 μοδιών γης στη Βυζαντινή εποχή και στην περίοδο της Φραγκοκρατίας αντιστοίχως.

 

Οι σκληρότατες συνθήκες εργασίας, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, η έλλειψη κάθε ευκαιρίας για πρόοδο, ο εξευτελισμός εξ αιτίας της μη υπάρξεως έστω και στοιχειωδών δικαιωμάτων, ήσαν παράγοντες χαρακτηριστικοί της τάξης των παροίκων κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, που τους οδήγησαν στα κατώτατα επίπεδα αμορφωσιάς και ανέχειας. Η τυραννία τους ήταν μισητή, αλλά δεν είχαν τρόπους αποτελεσματικής αντίδρασης. Όταν κάποτε, στα 1426, τους δόθηκε η ευκαιρία — με την εξέγερση του ρήγα Αλέξη* που προερχόταν από τη δική τους τάξη — συσπειρώθηκαν γύρω του κι επαναστάτησαν. Η επανάστασή τους κράτησε μήνες και τελικά κατεστάλη με βοήθεια προς τους ευγενείς και φεουδάρχες από την Ευρώπη.

 

Ένα φαινόμενο της περιόδου της Φραγκοκρατίας, ήσαν τα νόθα παιδιά που αποκτούσαν οι ωραιότερες από τις Κυπρίες γυναίκες πάροικους με τους αφέντες τους. Τα παιδιά τους ανήκαν και πάλι στην τάξη των παροίκων, είχαν όμως περισσότερο ανθρώπινες σχέσεις με τους αφέντες/πατεράδες τους. Εξάλλου, γυναίκες από την τάξη των παροίκων χρησιμοποιούνταν και ως παραμάνες που φρόντιζαν και μεγάλωναν τα παιδιά των ευγενών. Οι δυο αυτές καταστάσεις συνέτειναν στον σταδιακό εξελληνισμό αρκετών Φράγκων. Εάν μάλιστα δεχθούμε ότι οι Κυπρίες παραμάνες ανέτρεφαν τα παιδιά των Φράγκων τραγουδώντας τους κυπριακά τραγούδια, τότε ίσως μπορούμε να αιτιολογήσουμε και το γεγονός ότι σε γαλλικά μεσαιωνικά τραγούδια ανευρίσκονται και μελωδίες από μεσαιωνικά τραγούδια της Κύπρου, σύμφωνα προς επισήμανση του Ελβετού μουσικολόγου Samuel Baud-Bovy.

 

Πάντως, καθόλη την περίοδο της Φραγκοκρατίας η τάξη των παροίκων ήταν η κατώτερη και η πλέον εξευτελισμένη. Το ίδιο ίσχυε και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Ένας ξένος επισκέπτης, ο Tommaso Porcacchi, που επεσκέφθη την Κύπρο στα μέσα του 16ου αιώνα, γράφει ότι οι πάροικοι (parici) ήταν ένα είδος σκλάβων που ανήκαν για όλη τους τη ζωή στους κυρίους τους. Η τάξη τους, προσθέτει, χρονολογείται από την εποχή των Ελλήνων δουκών (=Βυζαντινά χρόνια) και οι Λατίνοι βρήκαν το έθιμο και το διατήρησαν. Σημειώνει ακόμη πως η τυραννία των αφεντάδων τους ήταν τόσο σκληρή, ώστε μερικοί (αφεντάδες) χωρίς ντροπή έφθαναν μέχρι του σημείου να ανταλλάσσουν τους πάροικούς τους με σκυλιά ή και άλλα ζώα (βλέπε Excerpta Cypria, p. 167).

 

Πολλές φορές αρκετοί πάροικοι συλλαμβάνονταν ως αιχμάλωτοι σε επιδρομές Σαρακηνών και άλλων στην Κύπρο. Τότε κανένας δεν γνοιαζόταν γι’ αυτούς, κι οδηγούντο στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, χωρίς καμιά απολύτως ελπίδα γυρισμού.

 

Λίγοι μόνο από την τάξη των παροίκων κατόρθωναν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και να ζήσουν κάπως πιο ανθρώπινα. Αυτοί ήσαν οι λεγόμενοι περπυριάριοι. Ελέγοντο έτσι, επειδή εξαγόραζαν κάποια δικαιώματα πληρώνοντας με νομίσματα της εποχής, τα υπέρπυρα. Ωστόσο ταξικά εθεωρούντο κι αυτοί πάροικοι αλλά μπορούσαν να καλλιεργούν δική τους γη. Πλήρωναν όμως φόρους κι είχαν ελάχιστα μόνο δικαιώματα. Απ' αυτούς, πάλι, όσοι κατόρθωναν να εξοικονομήσουν χρήματα ήταν δυνατό να μπορέσουν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, ν' αποκτήσουν δική τους γη και να ζήσουν κάπως πιο υποφερτά۬ αυτοί ελέγοντο λεύτεροι ή και φραγκομάτοι. Ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 157) αναφέρει μια περίπτωση χαρακτηριστική, επί ημερών του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α' (1359-1369): επειδή ο βασιλιάς είχε ανάγκη από χρήματα, έριξε τις τιμές (!) ώστε πολλοί περπυριάριοι να μπορέσουν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, κι εκείνη των οικογενειών τους, κι έτσι να μαζέψει χρήματα:

 

... ἐσυνγκατέβην ὁ ρήγας νά λευτερώσῃ  ἀπό τούς περπεριάριδες εἴ τις νά θελήσῃ, μέ τοιοῦτον, ὅτι νά δώση πασαεῖς διά τό κορμίν του καί διά τήν γυναῖκαν του καί διά τά παιδιά του τ' ἀνήλικα χιλιάδες β' [= 2.000] ἃσπρα τῆς Κύπρου [=νομίσματα] ۬ καί ἐσυμπάψαν πολλοί, διότι πᾶσα κεφάλιν ἐπλέρωννεν δυο πέρπυρα, ἕξι καί δεκάξι καί ἐλευθερώθησαν πολλοί, καί ἐσυμπίασεν [= συγκέντρωσε ο βασιλιάς] λογάριν πολλύν...

 

Αναφέρεται εδώ πως, για την απόκτηση ελευθερίας, οι τιμές είχαν ορισθεί σε 16 υπέρπυρα (για τους άντρες), 6 υπέρπυρα (για τις γυναίκες) και 2 υπέρπυρα (για κάθε ανήλικο παιδί).

 

Η μεγάλη τάξη των παροίκων, παρά το ότι οι ίδιοι δεν απολάμβαναν κανενός ωφελήματος, ήταν εκείνη που κρατούσε την οικονομία του τόπου, με σκληρή γεωργική εργασία.

 

(Βλέπε και λήμμα Φραγκοκρατία).