Κύπρος Ιστορία

Οθωμανοκρατία - Αγγλοκρατία

Image

Η Οθωμανική της Κύπρου, η Οθωμανοκρατία, διήρκεσε άλλους τρεις και πλέον αιώνες (από το 1570/71 μέχρι το 1878), κάλυψε δηλαδή τους πρώτους τρεις αιώνες των Νέων και Νεότερων χρόνων της κυπριακής Ιστορίας.

 

Η κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς, και η προσάρτησή του στην Οθωμανική αυτοκρατορία, επέφερε ριζικές αλλαγές στην Κύπρο. Κατ' αρχάς, οι Λατίνοι, περιλαμβανομένης και της Λατινικής Εκκλησίας της Κύπρου, εκδιώχθηκαν προς το συμφέρον του ντόπιου πληθυσμού. Η Ορθόδοξη Κυπριακή Εκκλησία όχι μόνο αποκατέστησε τα δικαιώματά της αλλά και μπόρεσε να επαναφέρει τις τέσσερις επισκοπικές της έδρες στις πόλεις (την αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία, ενώ οι υπόλοιπες τρεις ήσαν οι έδρες Πάφου, Κιτίου και Κερύνειας), σύντομα δε κατέστη και πάλι η επίσημη Εκκλησία του νησιού που, αργότερα, θα της αναγνωριζόταν από τους Τούρκους και η εθναρχική της ιδιότητα. Οι καθεδρικοί ναοί των Λατίνων, κτίσματα λαμπρής γοτθικής αρχιτεκτονικής, όπως οι ναοί της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία και του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο, καθώς και άλλες εκκλησίες, μετατράπηκαν σε τζαμιά με τις απαραίτητες αλλαγές (όπως η προσθήκη μιναρέδων). Ο ντόπιος ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου, που υπολογίστηκε ότι ανερχόταν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση σε 150.000 περίπου, αναμφίβολα περιήλθε τότε σε καλύτερη θέση παρά κατά τις δυο προηγούμενες περιόδους (Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας). Υπό το νέο καθεστώς οι Έλληνες του νησιού μπορούσαν τώρα τουλάχιστον να έχουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας και να είναι κύριοι κτηματικών περιουσιών, όμως έναντι καταβολής φόρων, που, συνήθως, ήσαν και πάλι υπέρογκοι.

 

Διοικητικά η Κύπρος υπήχθη στη δικαιοδοσία του μεγάλου βεζύρη ο οποίος και διόριζε τον γενικό διοικητή ή κυβερνήτη (πασά) του νησιού. Ο κυβερνήτης υποβοηθείτο    στο έργο του από τοπικούς ανώτερους και κατώτερους διοικητικούς υπαλλήλους.   Έδρα της διοίκησης ήταν η πρωτεύουσα Λευκωσία και το νησί διαιρέθηκε σε διαμερίσματα (κατηλλίκια) των οποίων ο αριθμός ήταν διάφορος κατά καιρούς, κυμαινόμενος από 14 σε 17 (βλέπε λήμμα κατηλλίκι). Επίσης, για τη διοικητική δομή και άλλες πληροφορίες, βλέπε λεπτομερέστερα στο λήμμα  Οθωμανοκρατία).

 

Μια νέα επίσης εξέλιξη, που ήταν σημαντική και που διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις και στην όλη ιστορική πορεία του νησιού, ήταν η εγκατάσταση σ' αυτό Τούρκων κατοίκων που θα δημιουργούσαν, μαζί με τους Χριστιανούς που είχαν εξαναγκαστεί κατά καιρούς να εξισλαμισθούν, μια σοβαρή μειονότητα που σταδιακά θ' αναγνωριζόταν ως κοινότητα (αν και αριθμητικά αποτελούσε πάντοτε μειοψηφία κάτω του 20%). Συνήθως οι Τούρκοι αυτοί εγκαθίσταντο σε ελληνικά χωριά που γίνονταν έτσι τώρα μεικτά. Αρκετά απ' αυτά σταδιακά έγιναν πλήρως τουρκικά, ενώ νέα, καθαρά τουρκικά χωριά, δεν είχαν ιδρυθεί παρά ελάχιστα. Μέχρι σήμερα υπάρχουν στην Κύπρο και τα τρία είδη χωριών, από εθνογραφικής απόψεως, δηλαδή τα αμιγή ελληνικά, τα αμιγή τουρκικά και τα μεικτά. Ο διαχωρισμός που επήλθε βίαια με την τουρκική εισβολή του 1974, διαφοροποίησε την κατάσταση αυτή.

 

Κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατοχής του νησιού έγιναν μερικές προσπάθειες, κατευθυνόμενες από την Ευρώπη, για υποκίνηση του ντόπιου πληθυσμού σε εξέγερση προς εκδίωξη των νέων κατακτητών, που δεν είχαν όμως αποτέλεσμα. Αργότερα οι Κύπριοι, κυρίως με πρωτοβουλία της Εκκλησίας, επανειλημμένα απευθύνθηκαν σε Χριστιανούς ηγεμόνες της Ευρώπης (όπως εκείνους της Ισπανίας, της Σαβοΐας και της Νεαπόλεως) για παροχή βοήθειας προς απελευθέρωση της Κύπρου, χωρίς όμως να εύρουν ανταπόκριση.

 

Αν και ο ντόπιος πληθυσμός απέκτησε τώρα κάποια δικαιώματα, ωστόσο η όλη κατάσταση στο νησί δεν σημείωσε βελτίωση, συνέβη μάλιστα το αντίθετο. Το νέο καθεστώς, ενώ εκχώρησε κάποιες ελευθερίες στους Κυπρίους, γενικά δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για την ανάπτυξη του τόπου, ενώ ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την εκμετάλλευσή του. Κύρια χαρακτηριστικά της διοίκησης (με ελάχιστες εξαιρέσεις προοδευτικών Τούρκων κυβερνητών), ήταν η κακή ή και ανίκανη άσκηση της εξουσίας, η αυθαίρετη απονομή δικαιοσύνης, η αδιαφορία, η καταπίεση, η υπέρογκη επιβολή φορολογίας και η απουσία εκτέλεσης οποιωνδήποτε αναπτυξιακών έργων (είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας, δηλαδή το 1878, είχε κατασκευαστεί στην Κύπρο ένας μόνο δρόμος, εκείνος που ένωνε τη Λευκωσία με τη Λάρνακα. Κι αυτού η κατασκευή στοίχισε στον λαό επανειλημμένες όσο και υπερβολικές κάθε φορά φορολογικές επιβαρύνσεις). Η κατάσταση αυτή, συνδυαζόμενη και με δυο άλλα στοιχεία, αφενός τη νέα ανατολίτικη νοοτροπία της κλειστής κοινωνίας κι αφετέρου τις θεομηνίες (όπως η πανώλης, η επιδρομή ακρίδων, η ανομβρία κλπ.), οδήγησαν σταδιακά ολόκληρη την Κύπρο σε κατάσταση πλήρους παρακμής. Τελικά η οικονομική εξαθλίωση σήμαινε και πολιτιστική και γενικότερη κατάπτωση, κατά την οποία ολόκληρος σχεδόν ο λαός ήταν αμόρφωτος και αναλφάβητος, οιοσδήποτε δε γνώριζε τα στοιχειώδη (ανάγνωση και γραφή) αποτελούσε σπάνιο είδος ανθρώπου. Κατ' ακολουθίαν, δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για παροχή έστω και στοιχειωδών υπηρεσιών σε βασικούς τομείς όπως για παράδειγμα η παιδεία, η υγεία κ.α. Ιδίως από τον 18ο αιώνα κ.ε. το ζήτημα της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως επωμιζόταν η Εκκλησία που λειτουργούσε σχολές σε εκκλησίες και σε μοναστήρια και που αργότερα ίδρυσε σχολές και στις πόλεις. Στα χωριά, κυρίως, η κατάσταση ήταν ακόμη πιο τραγική και τα παιδιά μπορούσαν να διδαχθούν ελάχιστα πράγματα εάν και όταν οι ιερείς ήσαν σε θέση να διδάξουν. Στον τομέα της υγείας διαδραμάτισαν ρόλο και πάλι τα μοναστήρια στα οποία καλόγεροι ασχολούνταν και με γιατροσόφια, γενικότερα δε ασκείτο συνήθως η εμπειρική ιατρική από τσαρλατάνους, και πολύ σπάνια από ανθρώπους που είχαν κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις. Έτσι στις περιπτώσεις επιδημιών, ο λαός αποδεκατιζόταν με γοργό ρυθμό.

 

Η εθναρχική ιδιότητα της Κυπριακής Εκκλησίας αναγνωρίστηκε από τους Τούρκους στα μέσα του 17ου αιώνα, επίσημα δε, με έκδοση φιρμανίου, το 1754 επί αρχιεπισκοπείας του Φιλοθέου. Εφαρμόστηκε δηλαδή έτσι και στην Κύπρο η γενικότερη πολιτική των Τούρκων έναντι ολόκληρου του υπόδουλου Ελληνισμού, σύμφωνα προς την οποία οι θρησκευτικοί αρχηγοί αναγνωρίζονταν μεν ως εθνικοί εκπρόσωποι και ηγέτες του λαού, αλλά επιφορτίζονταν ταυτόχρονα και με διοικητικές ευθύνες και ευθύνες είσπραξης των φόρων. Αναγκασμένοι να ενεργούν και ως φοροεισπράκτορες, κι επειδή η φορολογία ήταν βαρύτατη, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες αρκετές φορές καθίσταντο μισητοί στον λαό. Άλλες πάλι φορές, όντας υπόλογοι έναντι των τουρκικών αρχών, έθεταν σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια τη ζωή τους σε περιπτώσεις ταραχών ή στάσεων. Γίνεται φανερό ότι υπό τις συνθήκες αυτές οι αρχιεπίσκοποι και οι λοιποί θρησκευτικοί ηγέτες διαδραμάτιζαν ένα σοβαρό όσο και περίεργο και δύσκολο, σε μερικές δε περιπτώσεις και επικίνδυνο, ρόλο. Αφ' ετέρου, πάλι, η γενικότερη κρατική αδιαφορία αλλά και η όχι ασυνήθιστη ανεντιμότητα στην άσκηση της εξουσίας, δημιουργούσε ένα κλίμα πρόσφορο και για τους τοπικούς ιεράρχες και άλλους της ανώτερης τάξης για κακή διαχείριση, αυθαιρεσίες και ατομικό πλουτισμό ή ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών. Για τον λόγο αυτό, σ' όλη σχεδόν την περίοδο της Τουρκοκρατίας, απαντώνται Κύπριοι ιεράρχες που επετέλεσαν σοβαρό και αξιόλογο έργο, απαντώνται όμως και άλλοι που φάνηκαν πολύ κατώτεροι των περιστάσεων.

 

Η καταπίεση, αλλά και η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και η επιβολή δυσβάστακτης φορολογίας, οδήγησαν σε αρκετές περιπτώσεις τον λαό σε εξεγέρσεις. Συνήθως μάλιστα σε τέτοιες κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα ταραχές, συμμετείχαν τόσο Έλληνες όσο και Τούρκοι και Λινοβάμβακοι. Οι Λινοβάμβακοι ήσαν οι Κρυπτοχριστιανοί, άνθρωποι που για να αποφύγουν την υπερβολική καταπίεση κάθε είδους και να τυγχάνουν κάποιας καλύτερης μεταχείρισης, φανερά ασπάζονταν δήθεν τον Μωαμεθανισμό κι εκτουρκίζονταν, παρέμεναν δε Χριστιανοί στα κρυφά.   Όμως πολλοί απόγονοι τέτοιων Κρυπτοχριστιανών τελικά εκτουρκίζονταν πλήρως.

 

Ένας άλλος σημαντικός θεσμός που εγκαθιδρύθηκε και στην Κύπρο επί Τουρκοκρατίας ήταν ο θεσμός του μεγάλου δραγομάνου, του επίσημου μεταφραστή, αξίωμα που κατέληξε να συνεπάγεται και σημαντική πολιτική δύναμη. Για τον θεσμό αυτό βλέπε λήμμα δραγομάνος.

 

Σ' ό,τι αφορά τις διάφορες εξεγέρσεις της περιόδου των τριών αιώνων της Τουρκοκρατίας, γίνεται αναφορά στο λήμμα επαναστάσεις Κυπρίων, λεπτομερέστερη δε στο λήμμα Τουρκοκρατία καθώς και στα ειδικά λήμματα για τους πρωταγωνιστές της κάθε μιας απ' αυτές. Συνεπώς εδώ περιοριζόμαστε στην απλή απαρίθμηση των κυριοτέρων: Κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, οπότε είχαμε προσπάθειες κινημάτων για απελευθέρωση, οι κυριότερες απ' αυτές ήσαν εκείνες του Πέτρου Αβεντάνιου, του Βίκτωρος Ζεμπετού και του Φραγκίσκου Ακκίδα. Αργότερα σημειώνονται διάφορες μη εθνικού χαρακτήρα εξεγέρσεις, όπως η προσπάθεια του Μεχμέτ αγά Βογιατζίογλου στα 1683-1690,   μια άλλη εξέγερση κυρίως Λινοβαμβάκων γύρω στα 1700 (σύμφωνα προς ανέκδοτη βρετανική πηγή), και το κίνημα με τη συμμετοχή Τούρκων, Χριστιανών και Λινοβαμβάκων υπό τον διοικητή της Κερύνειας Χαλίλ αγά το 1765-66. Ένα άλλο, ανεπαρκώς γνωστό, κίνημα με συμμετοχή κυρίως χωρικών, σημειώθηκε το 1799, ενώ το επόμενο στο οποίο και πάλι συμμετείχαν Τούρκοι, Χριστιανοί και Λινοβάμβακοι χωρικοί, συνέβη το 1804 και στρεφόταν τόσο κατά των τουρκικών αρχών όσο και κατά των Ελλήνων ηγετών και κυρίως του γνωστού δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Για την καταστολή του τελευταίου αυτού κινήματος πρωταγωνιστικό ρόλο διεδραμάτισε ο οικονόμος της Αρχιεπισκοπής Κυπριανός, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος και εθνομάρτυρας.

 

Παρά το ότι υπήρξε επαφή κι έγιναν κάποιες διαβουλεύσεις, ωστόσο για λόγους διάφορους (που εκτίθενται στο λήμμα ελληνική επανάσταση και Κύπρος) οι Έλληνες της Κύπρου δεν κατόρθωσαν να ακολουθήσουν τη μεγάλη απελευθερωτική προσπάθεια του έθνους το 1821. Σημειώθηκαν μεμονωμένα επεισόδια χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αλλά δεν αποφεύχθηκε η συμφορά που εκδηλώθηκε με εκτεταμένες σφαγές και λεηλασίες τον Ιούλιο του 1821. Εντούτοις πολλοί Κύπριοι συμμετείχαν εθελοντικά στην ελληνική επανάσταση αφού μετέβησαν, είτε από την Κύπρο είτε από άλλα μέρη όπου βρίσκονταν, στην Ελλάδα όπου κι αγωνίστηκαν υπό τις διαταγές των γνωστών οπλαρχηγών του αγώνα. Όμως αμέσως μετά την απελευθέρωση τμήματος του ελληνικού χώρου και τη σύσταση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, ετέθη πλέον και για τους Έλληνες της Κύπρου επιτακτικά το ζήτημα της απελευθέρωσης και της Κύπρου, ενώ το αίτημα για ένωσή της με την Ελλάδα άρχισε να προβάλλεται από την πρώτη στιγμή (βλέπε λήμμα ένωσις).

 

Κι ακριβώς μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, τα επόμενα (και τελευταία) τρία σύγχρονα κινήματα, που συνέβησαν το 1833, παρά το ότι είχαν και κοινωνικό χαρακτήρα (δυσβάστακτη φορολογία), αποτελούσαν και προσπάθεια απελευθερωτική. Των τριών αυτών κινημάτων είχαν ηγηθεί ο στρατιωτικός Νικόλαος Θησεύς (Λάρνακα, Σταυροβούνι), ο καλόγερος Ιωαννίκιος (Καρπασία) και ο Λινοβάμβακος Γκιαούρ Ιμάμης (επαρχία Πάφου). Ο πρώτος από τους τρεις, και πιθανότατα κι ο δεύτερος, είχαν πιο πριν αγωνιστεί στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ο τρίτος είχε υποκινηθεί από τον Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, που είχε βλέψεις κι επί της Κύπρου κι επί της Κρήτης.

 

Η τελευταία περίοδος της Τουρκοκρατίας βρήκε την Κύπρο ολόκληρη σε πλήρη εξαθλίωση. Από τις πόλεις, η μεν Λευκωσία εξακολουθούσε να είναι πρωτεύουσα, η δε Λάρνακα ήταν εκείνη που μπορούσε να θεωρηθεί ως η πιο σημαντική εξαιτίας της εκεί παρουσίας των ξένων διπλωματικών αποστολών (κουσουλάτα). Τα κουσουλάτα (προξενεία) ήσαν εκείνα τα σώματα που σε πολλές περιπτώσεις έθεταν με τις επεμβάσεις τους κάποιο φρένο στις συνεχείς αυθαιρεσίες και ακρότητες της διοίκησης του νησιού. Οι λοιπές πόλεις είχαν καταντήσει τελείως ασήμαντες, ενώ η ύπαιθρος ήταν πλήρως παραμελημένη και άθλια. Σημαντικές ωστόσο στάθηκαν κατά την τελευταία αυτή περίοδο της Τουρκοκρατίας οι προσπάθειες της Εκκλησίας στον τομέα της εκπαίδευσης, με την ίδρυση και λειτουργία διαφόρων σχολών (βλέπε λήμμα εκπαίδευση).

 

Κάτω από τέτοιες τραγικές συνθήκες, η Κύπρος αιφνίδια απέκτησε και πάλι επαφή με την περισσότερο ανεπτυγμένη Ευρώπη, γεγονός πολύ σημαντικό για την πάρα πέρα πορεία του τόπου. Η αλλαγή ήλθε το 1878 με την εκχώρηση της Κύπρου από την Τουρκία στη Μεγάλη Βρετανία.

 

Η επόμενη, συνεπώς, περίοδος της νεότερης ιστορίας της Κύπρου είναι η περίοδος της Αγγλοκρατίας που κράτησε 82 χρόνια (από το 1878 μέχρι το 1960). Τα 82 αυτά χρόνια, παρά το ότι ήσαν και πάλι χρόνια ξένης κατοχής και εκμετάλλευσης, στάθηκαν εν τούτοις πολύ σημαντικά γιατί στην ουσία απετέλεσαν περίοδο κατά την οποία το νησί επανενώθηκε με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, πράγμα που είχε ευεργετικά αποτελέσματα. Δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι οι προηγούμενοι τρεις αιώνες ήταν περίοδος εντελώς σκοτεινή (τουλάχιστον από πολιτιστικής απόψεως) και εντελώς αρνητική (από κοινωνικοοικονομικής και αναπτυξιακής απόψεως), η αντίθεση μεταξύ του προηγούμενου και του νέου κατακτητή ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι από τον πρώτο κιόλας χρόνο της αγγλικής κατοχής λειτούργησε στην Κύπρο τυπογραφείο και κατέστη επιτρεπτό να εκδοθεί η πρώτη εφημερίδα, είναι ενδεικτικό της νέας φάσης και της νέας νοοτροπίας. Η Κύπρος, έστω και με τεράστια καθυστέρηση, μπορούσε τώρα ν' ακολουθήσει με γοργότερο ρυθμό τον πολιτισμό.

 

Η αλλαγή επήλθε ύστερα από συμφωνία μεταξύ του σουλτάνου και της βρετανικής κυβέρνησης, βάσει της οποίας η Οθωμανική αυτοκρατορία εκχωρούσε την Κύπρο στη Βρετανία «για να κατέχεται και να διοικείται απ' αυτήν». Η συμφωνία αυτή εντασσόταν στο γενικότερο πλαίσιο των βρετανοτουρκικών σχέσεων, σε σχέση και με τις γενικότερες εξελίξεις. Η άφιξη των πρώτων Βρετανών στρατιωτικών στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1878, έγινε χωρίς επεισόδια. Η αλλαγή του κατακτητή επήλθε ομαλά. Μάλιστα οι Έλληνες του νησιού, με επικεφαλής την Εκκλησία, υποδέχθηκαν με χαρά τους Βρετανούς και τη νέα διοίκηση, που ήταν χριστιανική και που την είδαν ως το πρώτο βήμα για την εκπλήρωση του εθνικού πόθου τους, δηλαδή για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Διαψεύστηκαν.

 

Από την αρχή οι Βρετανοί επέφεραν ουσιαστικές αλλαγές τόσο στο όλο διοικητικό σύστημα και την κρατική μηχανή, όσο και σε άλλους ζωτικούς τομείς όπως η οικονομία, η απονομή της δικαιοσύνης κλπ. Έθεσαν επίσης προτεραιότητες για ανάπτυξη του νησιού και αναβάθμιση του κοινωνικού, γενικά, επιπέδου. Άρχισαν σύντομα να κατασκευάζονται διάφορα έργα υποδομής, ενώ οργανώθηκαν και οι διάφορες υπηρεσίες, όπως στους τομείς της υγείας, της γεωργίας, της κτηνοτροφίας κ.α. Τον τομέα της εκπαίδευσης εξακολουθούσε πεισματικά να τον ελέγχει η Εκκλησία, η οποία και κατόρθωσε να διατηρήσει την ευθύνη ως ένα μεγάλο βαθμό ολόκληρη την περίοδο της Αγγλοκρατίας (τουλάχιστον σ' ό,τι αφορούσε τη μέση εκπαίδευση).

 

Μεταξύ των αναπτυξιακών έργων υποδομής που άρχισαν από νωρίς να γίνονται ήταν η επέκταση και βελτίωση των λιμανιών (που εξυπηρετούσαν, εξάλλου, και τα ίδια τα βρετανικά συμφέροντα), η σχεδίαση και κατασκευή οδικού δικτύου, η προώθηση αποξηραντικών έργων όπου υπήρχαν ελώδεις περιοχές που αποτελούσαν εστίες μόλυνσης, η προστασία των δασών, λίγο αργότερα δε εισήχθη ο ηλεκτρισμός κι άρχισε ο σταδιακός ηλεκτροφωτισμός διαφόρων περιοχών, οργανώθηκε σύγχρονο και πιο υγιεινό δίκτυο υδατοπρομήθειας, δημιουργήθηκε τηλεφωνική υπηρεσία, άρχισαν να κατασκευάζονται οι πρώτοι υδατοφράκτες και, σύντομα, άρχισαν να λειτουργούν και οι πρώτες μικρές βιομηχανίες, παράλληλα προς τη λειτουργία των μεταλλείων.

 

Τα πολιτικά γεγονότα της περιόδου καθώς και άλλες λεπτομέρειες, δίνονται στο λήμμα Αγγλοκρατία καθώς και στα λήμματα για τους ύπατους αρμοστές, τους κυβερνήτες και τις άλλες προσωπικότητες της εποχής. Έτσι, εδώ περιοριζόμαστε και πάλι στο να παραθέσουμε πολύ συνοπτικά τα κυριότερα γεγονότα.

 

Αρχικά η Κύπρος διοικείτο από Βρετανό αξιωματούχο, διοριζόμενο από το Λονδίνο, που έφερε τον τίτλο του ύπατου αρμοστή, κι υποβοηθείτο στο έργο του από άλλους διοικητικούς υπαλλήλους που ήσαν επίσης Βρετανοί. Έδρα της διοίκησης παρέμεινε η Λευκωσία. Το νησί ήταν διαχωρισμένο σε έξι επαρχίες (όσες και σήμερα), που κάθε μια είχε τον δικό της Βρετανό διοικητή. Τα πράγματα, κατά την πρώτη περίοδο της αγγλικής κατοχής, ήσαν συγκεχυμένα επειδή το νησί κατεχόταν τώρα μεν από τη Βρετανία αλλά τυπικά παρέμενε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι κάτοικοί του εξακολουθούσαν να θεωρούνται Τούρκοι υπήκοοι.

 

Η φορολογία συνέχισε να είναι υψηλή, επιπλέον δε η Κύπρος ήταν αναγκασμένη να καταβάλλει ένα τεράστιο ποσόν κάθε χρόνο, ως ενοίκιο προς τον σουλτάνο (αν και το ποσόν αυτό δεν κατέληγε στα σουλτανικά ταμεία αλλά κατεκρατείτο για αποπληρωμή τουρκικών χρεών). Το ποσόν αυτό καταργήθηκε αργότερα, ύστερα από πολλές προσπάθειες. Η κατάσταση διαφοροποιήθηκε κατά την εποχή του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, όταν η Τουρκία ετάχθη με το μέρος της Γερμανίας και κατά της Βρετανίας. Το Λονδίνο βρήκε τότε την ευκαιρία να προσαρτήσει την Κύπρο, γεγονός που έγινε δεκτό με ικανοποίηση από αρκετούς Κυπρίους οι οποίοι θεώρησαν ότι έτσι η Κύπρος θα απαλλασσόταν οριστικά από τους Τούρκους. Μάλιστα κατά τις παραμονές του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου η Βρετανία πρότεινε να εκχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα κι ως αντάλλαγμα να της παραχωρηθούν στρατιωτικές διευκολύνσεις στην Κεφαλληνία και η Ελλάδα να πολεμήσει με το μέρος των Βρετανών. Η πρόταση έγινε αποδεκτή από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που ηττήθηκε όμως τότε πολιτικά. Η διάδοχος ελληνική κυβέρνηση δεν απεδέχθη την πρόταση αυτή. Όταν όμως λίγο αργότερα η Ελλάδα αναγκάστηκε να εισέλθει στον πόλεμο, στο πλευρό των    Άγγλων, η πρότασή τους είχε πλέον αποσυρθεί. Τόσο στους Βαλκανικούς πολέμους όσο και στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, πολλοί Κύπριοι πολέμησαν εθελοντικά. Στους Βαλκανικούς μάλιστα (1912-13) όσο και σε προηγούμενους, η συμμετοχή τους προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις εκ μέρους της Τουρκίας, γιατί οι Κύπριοι εθελοντές ήσαν ακόμη τότε Τούρκοι υπήκοοι.

 

Κατά την περίοδο από τον πρώτο μέχρι τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, σημειώθηκε νέα έξαρση του εθνικιστικού κινήματος των Ελλήνων του νησιού, που έντονα άρχισαν να προβάλλουν το παλαιό αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα. Η συμμετοχή τους στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο τους έδινε το δικαίωμα να ελπίζουν ότι αγωνίζονταν και για τη δική τους ελευθερία. Επανειλημμένα διαβήματα έγιναν και πρεσβείες εστάλησαν στη βρετανική πρωτεύουσα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η διάψευση των ελπίδων τους ήλθε κατά την περίοδο της διασκέψεως του Παρισιού για την ειρήνη (αμέσως μετά τη λήξη του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου), όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος έθεσε και το ζήτημα της Κύπρου αλλά ανακοίνωσε ο ίδιος στους εκπροσώπους των Κυπρίων ότι δεν είχε βρει ανταπόκριση.

 

Εκτός τούτου, μερικά μόνο χρόνια αργότερα, το 1925, η Βρετανία προχώρησε ένα ακόμη βήμα με το να ανακηρύξει την Κύπρο σε αποικία του στέμματος, πράγμα που ξεσήκωσε τεράστιες κυπριακές διαμαρτυρίες. Το ενωτικό αίτημα των Ελλήνων του νησιού άρχισε από τη στιγμή αυτή να γίνεται μαχητικό, και το κίνημα που σημειώθηκε τον Οκτώβριο του 1931 ήταν μια δυναμική του έκφραση. Το κίνημα του Οκτωβρίου, γνωστό στη νεότερη ιστορία του νησιού ως Οκτωβριανά (βλέπε σχετικό λήμμα), κατεστάλη από τους Βρετανούς οι οποίοι επέβαλαν, στη συνέχεια, ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς, που παρέμεινε γνωστό με την ονομασία Παλμεροκρατία (από το όνομα του κυβερνήτη Πάλμερ). Η περίοδος της Παλμεροκρατίας διάρκεσε μέχρι και τα χρόνια του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, και πάλι με το μέρος των Βρετανών, καθώς και οι υποσχέσεις των Βρετανών ότι με τη συμμετοχή τους οι Κύπριοι θα πολεμούσαν και για τη δική τους ελευθερία, έσπρωξαν και πάλι πολλούς Κυπρίους να καταταγούν εθελοντικά και να πολεμήσουν σε διάφορα πεδία, στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική.

 

Μετά το τέλος του πολέμου, οι ελπίδες και πάλι διαψεύστηκαν. Στην επιμονή των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού με την Ελλάδα, οι Βρετανοί πρότειναν την εισαγωγή περισσότερο φιλελεύθερου συντάγματος, υποσχόμενοι αυτονομία σε μεταγενέστερο στάδιο. Αλλά επίσης, μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, αναδιοργανώθηκε η εθναρχούσα Εκκλησία της Κύπρου που ηγήθηκε τώρα ενός ακόμη πιο πεισματικού ενωτικού αγώνα. Το ενωτικό δημοψήφισμα στις 15 Ιανουαρίου 1950 απέδειξε ότι όλοι οι Έλληνες κάτοικοι του νησιού (που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του) τάσσονταν υπέρ της ενώσεως με την Ελλάδα. Η ίδια η Ελλάδα, ευρισκόμενη σε πολύ μειονεκτική θέση κι εξαρτώμενη σχεδόν πλήρως από τους Βρετανούς, ιδίως μετά την τεράστια πληγή εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει αποτελεσματικά τις ενωτικές προσπάθειες των Ελλήνων Κυπρίων.

 

Από το 1950 και ύστερα, όταν στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου ανήλθε ο Μακάριος Γ' (1950-1977), ο ενωτικός αγώνας μεθοδεύθηκε και οι πιέσεις προς τις διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις εντάθηκαν. Έτσι το 1954 έγινε η πρώτη ελληνική προσφυγή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, με αίτημα την αυτοδιάθεση των Κυπρίων. Η προσφυγή αυτή εξουδετερώθηκε εύκολα από τους Βρετανούς, όπως και η δεύτερη, που έγινε τον επόμενο χρόνο. Τον επόμενο όμως χρόνο, το 1955, ήδη ξέσπασε στην Κύπρο και ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας, υπό την ηγεσία του Κυπρίου την καταγωγή αλλά τέως αξιωματικού του ελληνικού στρατού Γεωργίου Γρίβα.

 

Το τέλος του 1955 άρχισαν συνομιλίες μεταξύ του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Άγγλου κυβερνήτη στρατάρχη Χάρτιγκ, που κατέληξαν όμως σε αδιέξοδο στις αρχές του 1956. Έτσι τον Μάρτιο του χρόνου αυτού ο Μακάριος εστάλη σε εξορία στις νήσους των Σεϋχελλών, στη μέση του Ινδικού ωκεανού, ενώ οι συγκρούσεις στην Κύπρο εντάθηκαν.

 

Μια προσπάθεια των Βρετανών να επιβάλουν και πάλι ένα νέο σύνταγμα (με την αποστολή του λόρδου Ράντκλιφ) απέτυχε. Η Ελλάδα συνέχισε να προσφεύγει στα Ηνωμένα Έθνη και οι Έλληνες Κύπριοι πρόσφεραν το αίμα τους καθημερινά. Η αγγλική διπλωματία, προκειμένου να εξουδετερώσει το κίνημα των Ελλήνων της Κύπρου, ξεσήκωσε τους Τούρκους του νησιού ενώ ταυτόχρονα και η ίδια η Τουρκία άρχισε να προβάλλει επιτακτικά απαιτήσεις. Τον Μάρτιο του 1957 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος απελευθερώθηκε από τον τόπο της εξορίας του, αλλά του απαγορεύθηκε η επιστροφή στην Κύπρο. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ενώ στο νησί ο ένοπλος αγώνας συνεχιζόταν. Οι Βρετανοί πρόβαλαν τότε ως λύση στο Κυπριακό το διχοτομικό σχέδιο Μακμίλλαν (από το όνομα του τότε Άγγλου πρωθυπουργού), ενώ η Τουρκία κατέληξε πλέον να αποτελεί βασικό ενδιαφερόμενο μέρος για οποιαδήποτε ρύθμιση του ζητήματος.

 

Τελικά η λύση ήλθε όχι με ελληνοαγγλικό διάλογο αλλά, περιέργως, με ελληνοτουρκικό διάλογο (συμφωνίες Ζυρίχης, νωρίς το 1959), κατά τη διάρκεια του οποίου η κρατούσα δύναμη, δηλαδή η Βρετανία, δεν πήρε μέρος. Η ελληνική απόφαση για διάλογο με την Τουρκία προς εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό, ήταν εκείνη που επισφράγισε την τελεσίδικη, πλέον, ανάμειξη της Τουρκίας στο θέμα, και μάλιστα ως ισότιμου μέρους, παρά το ότι οι Τουρκοκύπριοι των οποίων τα συμφέροντα ισχυριζόταν ότι εξυπηρετούσε αποτελούσαν σχεδόν αμελητέα μειοψηφία (της τάξεως του 18% περίπου). Η λύση προνοούσε ανεξαρτησία για την Κύπρο, δυστυχώς με πολλές δεσμεύσεις, και με εγγυήτριες τις τρεις χώρες που είχαν συμφέροντα στο νησί, δηλαδή την Αγγλία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Λίγες μόνο μέρες αργότερα, και χωρίς επαρκή χρόνο για δεύτερες και ίσως καλύτερες σκέψεις, οι συμφωνίες της Ζυρίχης επικυρώθηκαν στο Λονδίνο και από τους Βρετανούς και από τους εκπροσώπους των Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου. Ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας τερματίστηκε στο νησί, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέστρεψε, ενώ ο Γεώργιος Γρίβας συμφωνήθηκε ν' αποσυρθεί στην ελληνική πρωτεύουσα. Ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος κατά την οποία έγινε η σύσταση του νέου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας (εκλεγόμενος από τους Έλληνες του νησιού) ανεδείχθη ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Πρώτος αντιπρόεδρος (εκλεγόμενος από τους Τούρκους του νησιού) ανεδείχθη ο Φαζίλ Κουτσιούκ. Η μεταβατική περίοδος, που άρχισε τον Μάρτιο του 1959, τερματίστηκε στις 16 Αυγούστου του 1960. Κατά την ημέρα αυτή ο τελευταίος Άγγλος κυβερνήτης σερ Χιου Φουτ παρέδωσε την εξουσία στους Κυπρίους και έγινε η επίσημη εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image