Έλληνες Κύπριοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν από το νησί και να σωθούν από τις σφαγές του Ιουλίου του 1821, καθώς και άλλοι που ζούσαν εκτός Κύπρου από πριν, είχαν την πρωτοβουλία της ανάληψης διαφόρων προσπαθειών για απελευθέρωση της Κύπρου, ενώ ακόμη η επανάσταση στην Ελλάδα συνεχιζόταν.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1821 στη Μασσαλία τέθηκαν οι βάσεις για εκκίνηση των προσπάθειών μέσα από μια διακηρυξη των Κύπριων προκρίτων που διέφυγαν στο εξωτερικό μετά τις σφαγές της 9ης Ιουλίου 1821.
Συγκεκριμένα μια ομάδα Κυπρίων φυγάδων υπέγραψαν ένα έγγραφο, σίγουρα σε δύο αντίγραφα, ίσως και σε περισσότερα, όπου ξεκινούσαν με τα εξής:
Ἐπειδὴ ἡ τυραννικὴ διοίκησις τῶν τούρκων μετεβλήθη Ὁλοτελῶς εἰς ληστήαν, καὶ οὔτε ὁ εἰρηνικὸς ἡμῶν Βίος καὶ [η] πρὸς τοὺς σκληροὺς αὐτῶν νόμους Εὐπείθια, οὔτε πολιτικὴ φρόνησις, οὔτε ἀθωότης, οὔτε ταπείνοσις, οὔτε τὰ ὑπὲρ τὴν ἡμετέραν δύναμιν ἔξοδα, οὔτε πᾶν ἄλλο εἶδος θυσίας Ὅπερ διὰ τῶν προὐχώντων ἡμῶν ἐπροσφέραμεν Ἴσχυσαν νὰ ἐμποδίσουν τὰς ἄχρι θανάτου καταδρομὰς ἡμῶν τῶν ἐν Κύπρῳ Χριστιανῶν, ἀλλὰ χωρὶς τινὸς ἠθικῆς ἢ λόγου προφάσεως κατέσφαξαν, Ὅσους ἐξ ἡμῶν ἔβαλον εἰς τὸ χέρι χριστιανούς, μηδὲν εὐλαβούμενοι οὐδὲ τῶν αἰδεσήμων ἱερέων, οὐδὲ τῶν Σεβασμίων Ἀρχιερέων, οὐδ αὐτοῦ τοῦ μακαριωτάτου ἡμῶν πατρὸς καὶ δεσπότου, ἀλλ αὐτοὺς μὲν κατέσφαξαν, τοὺς δὲ Ἱεροὺς ἡμῶν Ναοὺς καὶ Οἴκους ἄλλους μὲν ἐρήμωσαν ἄλλους δὲ κατέκαυσαν, δίδωντας εἰς ἀρπαγὴν τὰ τέκνα ἡμῶν καὶ Γυναίκας, Βιάζωντας αὐτὰ νὰ ἐναγκαλισθῶσι τὴν ἀνόσιον αὐτῶν θρησκείαν, καὶ ἄλλα ὅσα τραγικὰ καὶ ἀποτρόπαια Βαρβαρικὴ δύναμις καταχρᾶται, Ὅπου δὲν εὑρίσκει ἀνθίστασιν. Διὰ τὰς φρικτὰς αὐτὰς ἀδικίας καὶ δι ὅσας ἄλλας πρὸ αὐτῶν Εἰ καὶ μετριωτέρας ἀλλὰ συνεχεῖς ὑπὸ τῶν τυράννων αὐτῶν ὑπεφέραμεν, Νομίζομεν ἐνώπιον Θεοῦ, καὶ ἀνθρώπων, ὅτι ἔχομεν κάθε δίκαιον, νὰ μὴν γνωρίζωμεν πλέον διὰ διοίκησιν, τοὺς αἱμοβόρους τούτους ληστάς, ἀλλὰ συμφώνως μὲ τοὺς λοιποὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν Ἕλληνας θέλομεν προσπαθήσει τὴν Ἐλευθερίαν τῆς εἰρηνικῆς ἡμῶν, πάλαι μὲν Μακαρίας, ἤδη δὲ τρισαθλίας Νήσου Κύπρου.
Στη συνέχεια, οι υπογράφοντες Κύπριοι, κληρικοί και λαϊκοί, ανέθεταν στον Νικόλαο Θησέα να τους εκπροσωπήσει στην Ευρώπη, ἵvα πράξῃ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, vo΅ί΅oυ διoικήσεως καὶ εὐταξίας τῆς Κύπρου, Ὅσα κατὰ τὰς περιστάσεις κρίvει ἀvαγκαῖα καὶ ὠφέλη΅α, κατὰ τὰς ὑποσχέσεις καὶ Ὅρκους οὓς ἐλάβα΅εv παρ αὐτοῦ.
Πρόκειται για ένα σημαντικό έγγραφο, που ουσιαστικά σηματοδοτεί τη γέννηση του εθνικού κινήματος της Κύπρου και πιστοποιεί την επίδραση της Ελληνικής Επανάστασης. Το μοναδικό σωζόμενο αντίγραφο της Διακήρυξης φυλάσσεται στη Συλλογή του Κοινωφελούς Ιδρύματος Σύλβιας Ιωάννου και χάρη στη γενναιοδωρία του Ιδρύματος έχει τυπωθεί ομοιότυπο αντίγραφο του χειρογράφου και συνοδευτικό τεύχος με επεξηγηματικά κείμενα που μοιράστηκε δωρεάν στα σχολεία της Κύπρου για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Δυο προσπάθειες
Στη συνέχεια αναλήφθηκαν δύο κύριες προσπάθειες για απελεύθερωση της Κύπρου.
Η πρώτη προσπάθεια ξεκίνησε μετά τη διακηρυξη της 6ης Δεκεμβρίου την οποία υπέγραψαν μεταξύ άλλων, ο έξαρχος Ιωαννίκιος (αρχιεπίσκοπος Κύπρου αργότερα), ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος (Θεοφύλακτος) Θησεύς, συγγενής του εκτελεσθέντος ήδη αρχιεπισκόπου Κυπριανού και γιος του επίσης εκτελεσθέντος Χατζησάββα Θησέως από τον Στρόβολο, ο Τρεμιθούντος Σπυρίδων, ο Νικόλαος Θησεύς, αδελφός του Θεοφίλου και γνωστός αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης την οποία υποβοήθησε και με διάφορους άλλους τρόπους, και άλλοι. Η διακήρυξη όπως ήδη λέχθηκε εξουσιοδότησε τον Νικόλαο Θησέα να ενεργεί ως πληρεξούσιος και να προβεί σε όποιες νομίζει καλύτερες ενέργειες για νά ἑτοιμάσῃ δύναμιν στρατιωτικήν καί κινηθῇ κατά τῶν ἐχθρῶν...
» Βλέπε έγγραφο Επιστολή Κυπρίων
Βέβαια η απόφαση αυτή για αγώνα συμφώνως μέ τούς λοιπούς ἀδελφούς ἡμῶν Ἓλληνας (όπως αναφερόταν στην προκήρυξη) είχε παρθεί πολύ αργά, μακριά από την Κύπρο, και όταν ήδη η Κύπρος είχε υποκύψει αιμόφυρτη εξαιτίας των σφαγών του Ιουλίου και πριν καν σηκώσει κεφάλι. Γνωρίζοντας την πικρή αυτή αλήθεια ο Νικόλαος Θησεύς μαζί με τον έξαρχο Ιωαννίκιο και τον αρχιμανδρίτη Θεόφιλο πήγαν στο Λονδίνο όπου κατέβαλαν πολλές προσπάθειες για συγκρότηση μισθοφορικού εκστρατευτικού σώματος που θα αποστελλόταν πια απ' έξω για να συνεγείρει την Κύπρο! Στην αγγλική πρωτεύουσα οι Κύπριοι ήλθαν σε επαφή με τον εκεί ευρισκόμενο στρατηγό ντε Βιντζ. Ο τελευταίος, που καταγόταν από το Μαυροβούνιο, είχε άλλοτε σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός του Ναπολέοντος και είχε φήμη γενναίου στρατιωτικού. Ο στρατηγός είχε επιλεγεί και είχε, πιθανότατα, αποδεχθεί να ηγηθεί του εκστρατευτικού σώματος που θα αποστελλόταν στην Κύπρο αφού θα κατέβαινε πρώτα στην επαναστατημένη ήδη Ελλάδα. Όπως προκύπτει μάλιστα από έγγραφο του λογίου Κ. Πολυχρονιάδη που διέμενε στην Πίζα της Ιταλίας, στην όλη προσπάθεια είχε δοθεί δημοσιότητα. Γράφει ο Πολυχρονιάδης:... ἀνεγνώσαμεν εἰς τάς ἐφημερίδας, ὃτι στρατηγός τις Μαυροβουνιώτης, ὑπηρετήσας ποτέ τόν Ναπολέοντα καί εὑρισκόμενος ἢδη εἰς Λονδῖνον, προσκαλεῖ ἀξιωματικούς καί στρατιώτας, διά νά κατεβῇ εἰς τήν Ἑλλάδα με 2.000...
Η όλη προσπάθεια συγκρότησης, συντήρησης αποστολής του εκ 2.000 ανδρών εκστρατευτικού σώματος, απαιτούσε τεράστιες δαπάνες. Κατεβλήθησαν έτσι διάφορες προσπάθειες για σύναψη του τεραστίου για την εποχή δανείου 800.000 λιρών από την αγγλική χρηματαγορά. Στις προσπάθειες αναμείχθηκε και ένας ’γγλος, κάποιος Πήκοκ (Peacock) που παρουσιαζόταν ως φιλέλληνας και που πήγε μάλιστα και στην Ελλάδα για να εξασφαλίσει από εκεί εξουσιοδότηση για τη σύναψη του δανείου το οποίο θα δινόταν με βαρύτατες εγγυήσεις. Το όλο θέμα συζητιόταν μέχρι και το 1824, όμως η ελληνική κυβέρνηση (η οποία διαπραγματευόταν ήδη υψηλά δάνεια για τις δικές της ανάγκες) αδυνατούσε να δώσει εγγυήσεις. Φαίνεται ακόμη ότι στην όλη υπόθεση εξασφάλισης του κυπριακού δανείου είχαν αναμειχθεί και επιτήδειοι κερδοσκόποι. Το δάνειο, εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε και η όλη προσπάθεια ματαιώθηκε. Σημαντικό κέντρο συλλογής εράνων, ίππων, εφοδίων και εθελοντών για αποστολή στην αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν το γραφείο των Θησέων στη Μασσαλία, όπως έδειξαν αρχειακές έρευνες (βλ. Κ.Π. Κύρρη, «Νέαι Εἰδήσεις καί Ἀνέκδοτα Ἒγγραφα περί Κυπριανοῦ Θησέως, Νικολάου Θησέως καί τοῦ πατρός αὐτῶν Οἰκονόμου Παπᾶ Σάββα», Ἐπετηρίς τοῦ Κ.Ε.Ε., XI, Λευκωσία, 1981 - 1982, σσ. 427 - 481).
Η δεύτερη
Η δεύτερη προσπάθεια κατεβλήθη στην ίδια την επαναστατημένη Ελλάδα, από ομάδα Κυπρίων που βρίσκονταν στο Ναύπλιο και οι οποίοι αρκετές φορές πίεσαν την ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει επιχείρηση απελευθέρωσης της ιδιαίτερής τους πατρίδας. Μεταξύ των Κυπρίων αυτών ήταν ο Κυπριανός Θησεύς, αδελφός των προαναφερθέντων Νικολάου και Θεοφίλου Θησέως, ο Χαράλαμπος Μάλης, σημαντική και δραστήρια προσωπικότητα μεταξύ των εις Ελλάδα Κυπρίων, ο Κυπρίδημος Γεωργιάδης, ο Γεώργιος Δ. Οικονομίδης, ο Δημήτριος Οικονομίδης και ο Κυπριανός Βικέντιος.
Το 1824 - 1825 η ομάδα αυτή των Κυπρίων εργαζόταν για να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να στρέψει την προσοχή και τις προσπάθειές της και στην Κύπρο, υπέβαλε δε αρκετά υπομνήματα. Η ελληνική κυβέρνηση όμως απέρριψε τελικά το σχέδιό τους γιατί θεώρησε μια τέτοια επιχείρηση ως παράτολμη, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία ο πόλεμος στην ίδια την Ελλάδα μαινόταν.
» Βλέπε Κύπρος Ενωτικό Κίνημα
Η προσπάθεια συνδυάστηκε με άλλο σχέδιο για υποκίνηση εξεγέρσεως στο Λίβανο! Προς τούτο μάλιστα, είχε σταλεί αποστολή στον Λίβανο για διερεύνηση των προθέσεων των Λιβανίων. Η αποστολή είχε επαφές και με τους Κυπρίους ιεράρχες που είχαν διαδεχθεί εκείνους που αντικατέστησαν τους σφαγιασθέντες κατά το 1821, δηλαδή τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και τους επισκόπους Πάφου Πανάρετο, Κιτίου Λεόντιο και Κυρηνείας Χαράλαμπο. Η αποστολή, την οποία αποτελούσαν ο μητροπολίτης Ευδοκιάδος Γρηγόριος και ο Κύπριος Χαράλαμπος Μάλης, είχε εφοδιαστεί με γράμματα προς τους Κυπρίους ιεράρχες, από τους οποίους εζητείτο η συνδρομή της Κυπριακής Εκκλησίας για την επιτυχία του κινήματος στο Λίβανο, το οποίο, όπως αναφέρεται στα γράμματα, δέν θέλει συντελέσει ὀλίγον καί εἰς τήν εὐτυχῆ ἀποκατάστασιν τῆς Κύπρου.
Τελικά όμως η επιχείρηση στον Λίβανο δεν έγινε επίσημα αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση. Διάφοροι οπλαρχηγοί όμως, και ιδίως ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης, ο Χατζημιχάλης Ταηλάνος και ο Νικόλαος Κριεζώτης, ανέλαβαν να υλοποιήσουν με δική τους πρωτοβουλία το εκστρατευτικό σχέδιο στον Λίβανο και στην Κύπρο. Ο Χαράλαμπος Μάλης και άλλοι Κύπριοι διαφώνησαν, γιατί δεν ευνοούσαν την ανάληψη ενός τέτοιου αγώνα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και υποστήριξη της κυβέρνησης. ’λλοι Κύπριοι, όπως ο Βικέντιος, υποστήριξαν την πρωτοβουλία των οπλαρχηγών. Η αποστολή πραγματοποιήθηκε (με 2.000 άνδρες και 14 πλοία) τον Μάρτιο του 1826. Όχι μόνο απέτυχε οικτρά, αλλά τόσο στον Λίβανο όσο και στην Κύπρο το εκστρατευτικό σώμα διέπραξε ληστείες και λεηλασίες προτού επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στην ίδια την Κύπρο, δεν φαίνεται να είχε σημειωθεί οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια καθ' όλο το διάστημα από τον Ιούλιο του 1821 μέχρι και το τέλος της ελληνικής επανάστασης, εκτός από την θρυλούμενη εξέγερση του Πέτρου στην Πάφο, και την διανομή επαναστατικών προκηρύξεων από τον Θεοφύλακτο Θησέα στη Λευκωσία και αλλού, που μαρτυρείται και από την Ενάτη Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη και άλλες πηγές. Αυτή φαίνεται ότι συνδυάστηκε με απόκρυψη πυρομαχικών (κυρίως πυρίτιδας) στη Φανερωμένη από τον Λεόντιο ιερέα Φανερωμένης, και συνέβαλε στην αιματηρή επέμβαση του Κουτσιούκ Μεχμέτ. Πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι τα δυο τουλάχιστον από τα τρία επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν στο νησί το 1833, ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό, επακόλουθα της ελληνικής επανάστασης. Του ενός, και του πιο σοβαρού κινήματος, ηγήθηκε ο Νικόλαος Θησεύς που είχε όμως και διασυνδέσεις με το γαλλικό προξενείο της Λάρνακας και με τον ίδιο τον Γάλλο πρόξενο Μποττύ που ήταν φίλος του. Του δευτέρου κινήματος, ηγέτης ήταν ο καλόγερος Ιωαννίκιος από την Καρπασία, ο οποίος είχε μαζί του και μικρό αριθμό Αλβανών. Πιστεύεται ότι ο Ιωαννίκιος είχε, σε κάποιο στάδιο, μετάσχει και στην ελληνική επανάσταση ή, τουλάχιστον, είχε εμπνευστεί από αυτήν. Το τρίτο κίνημα που εκδηλώθηκε στην Πάφο υπό τον Γκιαούρ Ιμάμη, φαίνεται ότι είχε καθοδήγηση και υποστήριξη από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ ’λι ο οποίος είχε βλέψεις επί της Κύπρου.
Πηγές: