Μάριον

Ιστορία της πόλης

Image

Η ιστορία της πόλης του Μαρίου γίνεται περισσότερο σαφής από την Κυπρο-Αρχαϊκή εποχή και ύστερα (725-475 π.Χ.), αν και, όπως ανεφέρθη και πιο πάνω, η πόλη δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των δέκα κυπριακών βασιλείων που αναγράφονται στο «πρίσμα» του Εσσαρχαδώνος του 673/2 π.Χ. Τούτο δεν είναι παράδοξο, γιατί οπωσδήποτε το Μάριον δεν φαίνεται να ήταν τόσο αρχαίο βασίλειο όπως άλλα κυπριακά (λ.χ. Πάφος, Σαλαμίς, Κίτιον). Δεν μπορούμε, βέβαια, να γνωρίζουμε πότε ακριβώς η πόλη του Μαρίου έγινε χωριστό κι αυτόνομο βασίλειο, αφού δεν υπάρχουν οι σχετικές πληροφορίες. Οι περιορισμένες ως σήμερα ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή, συνεχίζονται και αναμένεται να ρίξουν περισσότερο φως στην πορεία της πόλης στο μέλλον. Από τις επιγραφικές/ νομισματικές μαρτυρίες που ώς τώρα υπάρχουν, γνωρίζουμε τα ονόματα μερικών βασιλιάδων του Μαρίου, του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα μόνο. Είναι οι ακόλουθοι:

 

1. Δόξανδρος (περίπου 499-470 π.Χ.).

 

2. Σασμάς (περίπου 470-450 π.Χ.). Γιος και διάδοχος του προηγουμένου, όπως μαρτυρείται από συλλαβική επιγραφή επί νομίσματός του: Σασμᾶος Δοξά(ν)δρω Μαριεύς.

 

3. Στασίοικος Α ' (περίπου 449 π.Χ. —;). Μαρτυρείται κι αυτός από συλλαβική επιγραφή επί νομίσματος: ΒασιλFος ΣτασιFοίκω.

 

4. Τιμόχαρις (Α ';) (τέλη 5ου π.Χ. αιώνα). Στον θησαυρό από το ανάκτορο του Βουνιού βρέθηκαν συνολικά 133 νομίσματα που φέρουν την επιγραφή: Βασιλῆος ΤιμοχάριFος (συλλαβική), αλλά και: ΒασιλFος ΤιμοχάριFος Μαριεύς. Δεν υπάρχουν όμως γι' αυτόν πληροφορίες στα φιλολογικά κείμενα.

 

4α. Τιμόχαρις Β'; (4ος π.Χ. αιώνας). Μαρτυρείται από επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή Λίμνης και αναφέρει: ΒασιλFος Τιμοχάριjος [μί;]. Η συλλαβική αυτή επιγραφή θεωρήθηκε νεότερη των νομισμάτων του Τιμοχάριος Α' και εξεφράσθη η άποψη ότι ίσως ανήκει σε άλλο βασιλιά με το ίδιο όνομα.

 

5. Στασίοικος Β' (περίπου 330-312 π.Χ.). Μαρτυρείται επίσης από συλλαβική επιγραφή επί νομίσματος, που αναφέρει: Στασιοίκῳ Μαριεύς. Ήταν ο τελευταίος βασιλιάς του Μαρίου και βασίλευσε μέχρι το 312 π.Χ., όταν ο Πτολεμαίος κατήργησε τα κυπριακά βασίλεια και διέλυσε ειδικά το Μάριον (βλέπε πιο κάτω).

 

Τα ονόματα των βασιλιάδων του Μαρίου είναι ελληνικά, αν και για εκείνο του Σασμά έγιναν πολλές υποθέσεις. Μερικοί επιστήμονες τον θεώρησαν ως Φοίνικα (Gjerstad, Masson κ.α., αν και ο πρώτος παραδέχεται ότι το όνομα ίσως δεν είναι σημιτικής προελεύσεως). Αναφέρεται ωστόσο σαφώς στην επιγραφή ότι ήταν γιος του Δοξάνδρου. του οποίου το όνομα ήταν ελληνικό. Ο Κ. Χατζηιωάννου (ΑΚΕΠ , Δβ', αρ. 4), γράφει ότι το φοινικικό όνομα Σασμάς είχε πολιτογραφηθεί ελληνικό στην Κύπρο κι είχε μάλιστα καταστεί δημοφιλές και απορρίπτει κατηγορηματικά και με επιχειρήματα την άποψη ότι ο βασιλιάς αυτός ήταν Φοίνικας. Δεν υπάρχει, εξάλλου, καμιά ένδειξη ότι το Μάριον απετέλεσε ποτέ πόλη με κυρίαρχο το φοινικικό στοιχείο.

 

Αντίθετα, στις αρχαίες φιλολογικές πηγές, η πόλη μνημονεύεται σαφώς ως ελληνική. Ο Σκύλαξ, στο έργο του Περίπλους, γράφει:

 

... Κατά δέ Κιλικίαν ἐστί νῆσος Κύπρος, καί πόλεις ἐν αὐτῇ αἵδε- Σαλαμίς Ἑλληνίς, λιμένα ἔχουσα κλειστόν χειμερινῶν, Καρπάσεια, Κερύνεια, Λήπηθις [= Λάπηθος] Φοινίκων, Σόλοι (καί αὕτη λιμένα ἔχει χειμερινόν), Μάριον Ἑλληνίς, Ἀμαθοῦς (αὐτόχθονές εἰσιν)  ۬۬αὖται πᾶσαι λιμένας ἔχουσαι ἐρήμους. Εἰσί δέ καί ἄλλαι πόλεις ἐν Μεσογείᾳ βάρβαροι...

 

Ενώ λοιπόν ο Σκύλαξ για μερικές πόλεις της Κύπρου αναφέρει ότι τελούσαν υπό την κυριαρχία των Φοινίκων, ενώ η Αμαθούς ήταν ετεοκυπριακή (αυτόχθονες) κι ενώ άλλες στο εσωτερικό του νησιού ήσαν βάρβαροι (= μη ελληνικές), ειδικά για το Μάριον και για τη Σαλαμίνα αναφέρει ότι ήσαν πόλεις ελληνικές.

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Σκύλαξ (μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα) αναφέρει ότι το Μάριον και οι άλλες πόλεις της Κύπρου που μνημονεύει, είχαν λιμένας ἐρήμους. Δεν γνωρίζουμε πόσο ορθό είναι το σχόλιό του αυτό, κι αν είναι, γιατί τα λιμάνια των περισσοτέρων πόλεων του νησιού ήσαν τότε έρημα; Εάν τούτο συνέβαινε, πιθανώς οι αιτίες ήσαν ποικίλες: άλλα ίσως έπαθαν ζημιές από πολεμικές περιπέτειες (πόλεμοι του Ευαγόρα Α' κατά μερικών πόλεων), άλλα από φυσικές αιτίες (όπως προσχώσεις) κλπ.

 

Το Μάριον, ευρισκόμενο σε μια από τις ωραιότερες περιοχές της Κύπρου, στον κόλπο της Χρυσοχούς, είχε κοντά του και ασφαλώς μέσα στα διοικητικά του όρια τα μεταλλεία της περιοχής και, ίσως, ολόκληρο τον Ακάμα. Το βασίλειο του Μαρίου θα πρέπει να είχε και εύφορη ενδοχώρα, αν και θα πρέπει κάπως να ασφυκτιούσε, ευρισκόμενο ανάμεσα σε δυο άλλα φημισμένα κυπριακά βασίλεια, εκείνα της Πάφου και των Σόλων. Οι σχέσεις του Μαρίου προς την Ελλάδα εξηγούνται από το γεγονός ότι, γεωγραφικά, ευρισκόταν στο μέρος εκείνο της Κύπρου όπου πρώτα προσέγγιζαν τα ερχόμενα από τα δυτικά (δηλαδή από τον ελλαδικό χώρο) καράβια.

 

Αν και δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές στις φιλολογικές πηγές, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το Μάριον — πόλη ελληνική — είχε πάρει μέρος στην υπό τον Ονήσιλο της Σαλαμίνος επανάσταση του 499 π.Χ. κατά των Περσών και τούτο, επειδή αναφέρεται ότι στην επανάσταση εκείνη — που έγινε παράλληλα και σε συνεργασία με την επανάσταση των Ιώνων — είχαν πάρει μέρος όλα τα βασίλεια του νησιού πλην εκείνου της Αμαθούντος. Συνεπώς, θα πρέπει να είχε επαναστατήσει και το Μάριον (ίσως υπό την αρχηγία του βασιλιά του Δοξάνδρου;). Μετά την ήττα, ο Δόξανδρος θα πρέπει να απεδέχθη την περσική κυριαρχία, όπως κι ο διάδοχος και γιος του Σασμάς, και να έγιναν περσόφιλοι, αφού έτσι μπόρεσαν να διατηρήσουν τον θρόνο τους. Εξάλλου αρκετοί Κύπριοι βασιλιάδες συμμάχησαν τότε με τους Πέρσες προκειμένου να σώσουν τους θρόνους τους και να κρατηθούν στην εξουσία۬ αναγκάστηκαν μάλιστα να ενισχύσουν και στρατιωτικά τους Πέρσες, όπως στην εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδος αυτή ακριβώς την εποχή (480 π.Χ.).Ίσως δε και αυτό το όνομα Σασμᾶς να εκφράζει το «κλίμα» της εποχής αυτής.

 

Λίγα χρόνια αργότερα συνέβη η μεγάλη εκστρατεία του Αθηναίου Κίμωνος γι' απελευθέρωση της Κύπρου από τον περσικό ζυγό. Πλέοντας με τον ισχυρό του στόλο προς την Κύπρο, ο Κίμων* προσέγγισε πρώτο το Μάριον που το χτύπησε και το κατέλαβε το 450-449 π.Χ. Η χρονολογία αυτή συμπίπτει περίπου (χωρίς απόλυτη βεβαιότητα) με το τέλος της βασιλείας του Σασμά στο Μάριον και την ανάληψη της εξουσίας από τον Στασίοικο Α'. Έτσι έγινε από διάφορους η υπόθεση ότι ίσως ο Κίμων εξεθρόνισε τον περσόφιλο Σασμά και στη θέση του όρισε ως νέο βασιλιά του Μαρίου τον φιλέλληνα Στασίοικο. Τούτο όμως δεν μπορεί ν' αποδειχθεί. Ο Διόδωρος Σικελιώτης, που αναφέρει την απελευθέρωση του Μαρίου από τον Αθηναίο στρατηγό, δεν λέγει τίποτε για αντικατάσταση του βασιλιά της πόλης.

 

Είναι σημαντικό ότι κατά την περίοδο μετά την αποτυχία της κυπριακής επανάστασης του 499 π.Χ., το Μάριον διά του φιλοπέρση βασιλιά του Δοξάνδρου και του διαδόχου του Σασμά, επεξέτεινε την κυριαρχία του, κατά κάποιο τρόπο, και επί του γειτονικού βασιλείου των Σόλων. Οι Σόλοι, που είχαν πολιορκηθεί από τους Πέρσες για μήνες κι είχαν αντέξει αρκετά, όταν τελικά υπέκυψαν τιμωρήθηκαν σκληρά από τους Πέρσες. Για να εποπτεύουν την πόλη οι Πέρσες, την έθεσαν υπό κάποιου είδους «κηδεμονία» και ως «κηδεμόνα» όρισαν το βασίλειο του Μαρίου. Τότε είχε κτιστεί και το γνωστό ανάκτορο στο Βουνίν*, πάνω σε λόφο σε κοντινή απόσταση δυτικά των Σόλων, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του βασιλιά του Μαρίου. Πιστεύεται ότι βασικός ρόλος του ανακτόρου αυτού ήταν να εποπτεύει την πόλη των Σόλων.

 

Ο Κίμων, αφού απελευθέρωσε κι άλλες κυπριακές πόλεις (Πάφο, Σαλαμίνα και Σόλους, όπως τραγουδά ο Αισχύλος στην τραγωδία του Πέρσαι), τελικά πέθανε από επιδημία ενώ πολιορκούσε το Κίτιον. Μετά τον θάνατό του, ο αθηναϊκός στόλος απεχώρησε και η Κύπρος παρέμεινε και πάλι υπό περσική κυριαρχία. Φαίνεται όμως ότι δεν επανήλθε στο καθεστώς που ίσχυσε μετά την επανάσταση του 499 π.Χ. Τουλάχιστον σ' ό,τι αφορούσε το Μάριον, ο νέος του βασιλιάς Στασίοικος Α', είτε τοποθετήθηκε στον θρόνο από τον Κίμωνα είτε όχι, διατήρησε τον θρόνο και μάλιστα και τα φιλελληνικά του αισθήματα, που αντικατοπτρίζονται στις αλλαγές στο ανάκτορο του Βουνιού: το ανάκτορο είχε κτιστεί αρχικά σε ανατολικό ρυθμό, αλλά τώρα έγιναν στα κεντρικά του διαμερίσματα σημαντικές αρχιτεκτονικές αλλαγές που του έδωσαν νέα μορφή, σε ρυθμό καθαρά ελληνικό (μυκηναϊκό).

 

Η στενότερη ακόμη σχέση που αναπτύσσεται τώρα μεταξύ της περιοχής Μαρίου-Σόλων με τον ελλαδικό χώρο, φαίνεται από τα πολλά αρχαιολογικά ευρήματα και, ως ένα βαθμό, οφείλεται στις πυκνές εμπορικές σχέσεις της μεταλλοφόρου αυτής περιοχής της Κύπρου με την κυρίως Ελλάδα. Από τάφους του Μαρίου προέρχονται πολλά αττικά αγγεία, ενώ επιτύμβιες στήλες είναι κατασκευασμένες από πεντελικό μάρμαρο. Οι παραστάσεις σε τέτοιες στήλες φανερώνουν μεγάλες επιδράσεις από την Αττική, ενώ γενικότερα στη γλυπτική κυριαρχούν οι ελληνικοί ρυθμοί. Οι εμπορικές σχέσεις του Μαρίου με την Αττική ήσαν αρκετά σημαντικές και παροικία Μαριέων εμπόρων ζούσε κι εργαζόταν στην περιοχή των Αθηνών.

 

Η επόμενη φορά κατά την οποία το βασίλειο του Μαρίου αναφέρεται στις πηγές ως σοβαρά αναμεμειγμένο στα περί την Κύπρο πολιτικοστρατιωτικά πράγματα, είναι κατά τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν είναι γνωστό ποια στάση τήρησε το Μάριον έναντι του Αλεξάνδρου, μπορούμε όμως να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι δεν ήταν διαφορετική από εκείνην των άλλων κυπριακών βασιλείων: όταν, δηλαδή, ο Αλέξανδρος προήλασε προς την Ανατολή, και μετά τις πρώτες θεαματικές επιτυχίες του, τα κυπριακά βασίλεια αποκήρυξαν την περσική κυριαρχία κι ετέθησαν απερίφραστα παρά το πλευρό του. Μάλιστα ως ένα βαθμό, ο Αλέξανδρος βοηθήθηκε στρατιωτικά από τους Κυπρίους, ιδίως με ναυτικές ενισχύσεις. Με τη στάση τους αυτή, οι Κύπριοι βασιλιάδες εξασφάλισαν τη φιλία του Αλεξάνδρου και την παραμονή στους θρόνους τους.

 

Όμως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) η Κύπρος βρέθηκε, μοιραία, μπλεγμένη στις έριδες και διαμάχες των διαδόχων του στην περιοχή, ιδίως στη διαμάχη μεταξύ του Πτολεμαίου Α' και του Αντιγόνου (ο πρώτος είχε πάρει την Αίγυπτο κατά τον διαχωρισμό των κτήσεων του Αλεξάνδρου και ο δεύτερος τη Συρία) που και οι δυο διεκδικούσαν την επί της Κύπρου κυριαρχία. Τότε τρία κυπριακά βασίλεια ετάχθησαν αρχικά υπέρ του Αντιγόνου: τα βασίλεια του Μαρίου, του Κιτίου και της Λαπήθου-Κερύνειας. Αντίθετα, άλλα τέσσερα κυπριακά βασίλεια, Σαλαμίνος, Σόλων, Πάφου και Αμαθούντος, συμμάχησαν με τον Πτολεμαίο (Αρριανός, Τά μετά Ἀλέξανδρον). Τα φιλικά προς τον Πτολεμαίο βασίλεια, ενώνοντας τις δυνάμεις τους υπό τον βασιλιά της Σαλαμίνος Νικοκρέοντα, πολιόρκησαν την Κερύνεια και τη Λάπηθο που τις ανάγκασαν να παραδοθούν, ενώ το Κίτιον πολορκήθηκε επίσης, χωρίς ωστόσο και να νικηθεί. Σ' ό,τι αφορούσε το βασίλειο του Μαρίου, προσεγγίσθηκε ο τότε βασιλιάς του Στασίοικος Β' που επείσθη να υποστηρίξει και αυτός τον Πτολεμαίο: ... οἱ περί Σέλευκον Κερυνίαν μέν καί Λάπηθον ἐξεπολιόρκησαν, Στασίοικον δέ τόν βασιλέα τῶν Μαριέων προσαγαγόμενοι [=έφεραν με το μέρος τους] τόν Ἀμαθουσίων δυνάστην ἠνάγκασαν ὅμηρα δοῦναι, τήν δέ τῶν Κιτιέων πόλιν οὐ δυνάμενοι προσαγαγέσθαι συνεχῶς ἐπολιόρκουν πάσῃ τῇ δυνάμει (Διόδ. Σικελιώτης, 19.62, 6).

 

Ο Αρριανός δίνει την πληροφορία ότι είχε πολιορκηθεί τότε και το Μάριον, με δυνάμεις του Νικοκρέοντος, βασιλιά της Σαλαμίνος, και τους ὑπ' αὐτῷ γενομένους βασιλιάδες Πασικράτη των Σόλων, Νικοκλή της Πάφου και Ανδροκλή της Αμαθούντος, μάλιστα με πολύ ισχυρές δυνάμεις που περιελάμβαναν και ναυτικό από 200 περίπου καράβια!

 

Όταν τελικά η πλάστιγγα έκλινε προς το μέρος του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α', κι όταν έχασαν την Κύπρο ο Αντίγονος κι ο γιος του Δημήτριος ο Πολιορκητής, εγνώσθη ωστόσο (312 π.Χ.) ότι μερικοί Κύπριοι βασιλιάδες (ο Στασίοικος του Μαρίου, ο Πράξιππος της Λαπήθου - Κερύνειας και ο Πυγμαλίων [Πουμιάθων] του Κιτίου) εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε μυστική επαφή με τον Αντίγονο. Τότε ο Πτολεμαίος έπλευσε με στρατιωτική δύναμη από την Αίγυπτο στην Κύπρο ἐπί τούς ἀπειθοῦντας τῶν βασιλέων. Και τον μεν Πουμιάθωνα του Κιτίου εκτέλεσε, ενώ συνέλαβε τους άλλους δυο, τον Στασίοικο και τον Πράξιππο (Διόδωρος Σικελιώτης, 19.79,4). Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς και πόσο σοβαρά παράπονα είχε ο Πτολεμαίος ιδιαίτερα κατά της πόλεως του Μαρίου, η οποία δέχθηκε αυστηρότατη τιμωρία: ο Πτολεμαίος κατέσκαψε, δηλαδή γκρέμισε ολοκληρωτικά την πόλη του Μαρίου, τους δε κατοίκους της μετέφερε στην Πάφο (Διόδωρος, ό.π.π.). Σκοπός, δηλαδή, του Πτολεμαίου ήταν να εξαφανίσει εντελώς την πόλη αυτή από τον χάρτη.

 

Ταυτόχρονα ο Πτολεμαίος κατήργησε τον θεσμό των βασιλείων και διόρισε τον μέχρι τότε βασιλιά της Σαλαμίνος Νικοκρέοντα ως στρατηγόν (= κυβερνήτη) ολόκληρης της Κύπρου. Η αλλαγή αυτή ήταν πολύ σημαντική επειδή από εδώ και μπρος δεν θα υφίσταντο πλέον τα πολλά κι ανεξάρτητα βασίλεια αλλά ολόκληρο το νησί θα άρχιζε ν' αναπτύσσεται πια ως ενιαίο σύνολο, αν και η κάθε μεγάλη πόλη εξακολούθησε να έχει κάποια αυτονομία μέσω νέων και πιο δημοκρατικών θεσμών, όπως η βουλή και ο δήμος.

 

Μετά τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη η πόλη του Μαρίου από τον Πτολεμαίο Α' το 312 π.Χ., θα παραμείνει για λίγο έρημη κι εγκαταλελειμμένη. Σύντομα ωστόσο θα ξανακτιστεί, επί Πτολεμαίου Β' Φιλαδέλφου, ως νέα όμως πόλη, χωρίς να είναι βασίλειο, και με νέα ονομασία: Αρσινόη (προς τιμήν της Αρσινόης Β '* Φιλαδέλφου).

 

Η νέα πόλη Αρσινόη θα αναπτυχθεί και πάλι, κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, θα συνεχίσει δε την πορεία της μέχρι το τέλος της Αρχαιότητας και αργότερα, κατά τα Πρωτο-βυζαντινά χρόνια, θ' αποτελέσει μάλιστα και έδρα μιας από τις πρώτες επισκοπές του νησιού, μετά τη διάδοση του Χριστιανισμού κατά τα μέσα του 1ου αιώνα. Η ζωή της πόλης φαίνεται ότι συνεχίστηκε μέχρι και την εποχή των αραβικών επιδρομών (7ος-10ος αιώνας), που την έπληξαν κι αυτήν, όπως κι όλες τις άλλες παραλιακές πόλεις του νησιού.

 

Με την ονομασία Αρσινόη η πόλη αναφέρεται τόσο σε αρχαίες όσο και σε μεσαιωνικές φιλολογικές πηγές. Διάδοχός της υπήρξε η σημερινή Πόλη, γνωστή ως Πόλη Χρυσοχούς.

 

Για ιστορικά στοιχεία κατά τα μεσαιωνικά και νεότερα χρόνια, βλέπε στο λήμμα Πόλη (Χρυσοχούς).

 

 

 

Άλλες γενικές πληροφορίες

 

Διάφοροι παλαιότεροι ερευνητές και μελετητές, του 19ου βασικά αιώνα, αλλά και προγενέστεροι όπως ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (18ος αιώνας), θεώρησαν ότι το αρχαίο Μάριον βρισκόταν σε παράκτια περιοχή μεταξύ Κιτίου (Λάρνακας) και Αμαθούντος (Παλιάς Λεμεσού), συγκεκριμένα δε στην τοποθεσία όπου βρίσκεται το χωριό Μαρίν. Βασίστηκαν στην ομοιότητα των ονομασιών Μάριον και Μαρίν και σε μια αναφορά του Διόδωρου Σικελιώτη που την ερμήνευσαν αυθαίρετα (βλέπε λήμμα Μαρίν).

 

Ότι όμως το Μάριον-Αρσινόη βρισκόταν στην περιοχή όπου η Πόλη Χρυσοχούς, μαρτυρείται επαρκώς από αρχαίους συγγραφείς, εκτός βέβαια από τα αρχαιολογικά ευρήματα.

 

Ο Στέφανος Βυζάντιος δίνει τη σαφή μαρτυρία ότι η Αρσινόη ήταν το πρώην Μάριον:

 

Ἀρσινόη... ἡ πρότερον Μάριον λεγομένη ۬ τό ἐθνικόν [των κατοίκων της] Ἀρσινοΐτης καί Ἀρσινοεύς.

 

Επίσης ο ίδιος συγγραφέας πιο κάτω, στη λέξη Μάριον, δίνει την πληροφορία:

 

Μάριον, πόλις Κύπρου,   μετονομασθεῖσα Ἀρσινόη, ἀπό Μαριέως ὁ πολίτης Μαριεύς...

 

Ο δε Στράβων, τοποθετώντας γεωγραφικά την Αρσινόη, γράφει:

... εἶθ' ὁ  Ἀκάμας ἐστί μετά Πάφον εἶτα πρός ἕω μετά τόν Ἀκάμαντα πλοῦς εἰς Ἀρσινόην πόλιν καί τό τοῦ Διός ἄλσος- εἶτα Σόλοι πόλις λιμένα ἔχουσα...

 

Ο Στράβων είναι σαφής: παραπλέοντας τις ακτές της Κύπρου, μετά την Πάφο βρίσκεται ο Ακάμας και μετά τον Ακάμα, πλέοντας προς τα ανατολικά, βρίσκεται η Αρσινόη και το ιερό άλσος του Διός, κι έπειτα βρίσκεται η πόλη των Σόλων. Δηλαδή η Αρσινόη ορθά τοποθετείται μεταξύ Ακάμα και Σόλων.

 

Αλλά και ο ανώνυμος γεωγράφος του έργου Σταδιασμός, ήτοι Περίπλους της Μεγάλης Θαλάσσης (4ος μ.Χ. αιώνας), συνδυάζει το Μάριον με τον γειτονικό Ακάμαντα αλλά γράφει επίσης ότι από τον Ακάμαντα, έχοντας στα δεξιά την Κύπρο (δηλαδή πλέοντας προς τ' ανατολικά), μέχρι την Αρσινόη η απόσταση είναι 70 στάδια (= κάτι λιγότερο από 13 χιλιόμετρα). Προσθέτει δε ότι η Αρσινόη πόλις ἐστί λιμένα ἔχει ἔρημον· χειμάζει βορέου.

 

Την Αρσινόη αναφέρουν επίσης ο Ιεροκλής στο έργο του Συνέκδημος (6ος μ.Χ. αιώνας), ο Γεώργιος ο Κύπριος στο έργο του Περιγραφή τοῦ   Ἀνατολικοῦ  Ῥωμαϊκοῦ κράτους (6ος/ 7ος μ.Χ. αιώνας), κι ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο έργο του Περί Θεμάτων (10ος μ.Χ. αιώνας).

 

Στο Μάριον-Αρσινόη ετιμάτο ιδιαίτερα, μεταξύ των ελληνικών θεοτήτων, ο Ζευς, σύμφωνα προς τη μαρτυρία του Στράβωνος ότι εκεί υπήρχε ιερό άλσος του Διός. Κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, ασφαλώς θα πρέπει να υπήρχε και ναός της θεοποιημένης βασίλισσας Αρσινόης Β', αφού η πόλη έφερε και το όνομά της.

 

Κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, η Αρσινόη απετέλεσε χωριστή επισκοπική έδρα και περιφέρεια, γνωρίζουμε δε τα ονόματα μερικών από τους επισκόπους της: του Αρίστωνος (τέλη 3ου/ αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα), του Νίκωνος και του Αρκαδίου (των αρχών του 5ου αιώνα), του Νικολάου (πιθανώς του 4ου αιώνα ή ενωρίτερον), του Προεχίου (των μέσων του 5ου αιώνα) και του Φωτεινού (του β' μισού του 5ου αιώνα).

 

Η επισκοπή Αρσινόης ήταν μια από τις Ορθόδοξες επισκοπές που καταργήθηκαν από τους Λατίνους τον 13ο αιώνα. Τότε, είχε μεταφερθεί στην Αρσινόη η εκτοπισθείσα Ορθόδοξη έδρα της Πάφου.