Βαρνάβας απόστολος

Image

Ο Βαρνάβας ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς αποστόλους και, κατά την αρχαία παράδοση, ο κορυφαίος των Εβδομήκοντα. Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα και καταγόταν από εύπορη εβραϊκή οικογένεια της Κύπρου. Ειχε έναν αδελφό τον Αριστόβουλο. Θεωρείται ο ιδρυτής της Κυπριακής Εκκλησίας κι ο πρώτος της αρχιεπίσκοπος.

 

Όνομα: Το αρχικό του όνομα ήταν Ιωσής (Πράξεις Αποστόλων, 4.36), ή Ιωσήφ (αγ. Επιφάνιος, Κατά Αἰρέσεων, Α', β' 30.25), μετονομάσθηκε δε σε Βαρνάβα από τους αποστόλους, επειδή είχε συνδράμει οικονομικά το αποστολικό τους έργο. Το όνομα Βαρνάβας σημαίνει υιός παρακλήσεως (παρηγοριάς) (Πράξεις, 4.36), από τις λέξεις βάρ (=υιός) και νεβουά (=προφητεία, παράκλησις [παρηγοριά]).

 

Η ζωή του: Όπως συνάγεται από διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα, ο απόστολος Βαρνάβας ήταν Κύπριος (Κύπριος τῷ γένει, αναφέρεται στις Πράξεις, 4.36), αλλά Λευίτης. Όπως διευκρινίζει ο άγιος Επιφάνιος (Κατά Αἰρέσεων), επειδή ο Βαρνάβας ήταν Κύπριος τούτο δεν σημαίνει ότι δεν καταγόταν από το γένος του Λευί, από το οποίο καταγόταν και ο απόστολος Παύλος, ο οποίος ήταν από την Ταρσό. Και τούτο γιατί στα χρόνια του Αντιόχου του Επιφανούς και σ' άλλες εποχές, πολλοί αιχμάλωτοι είχαν μεταφερθεί σε άλλους τόπους όπου παρέμειναν, μακριά από τη δική τους πατρίδα. Όπως δε αναφέρει και ο Αλέξανδρος ο Μοναχός στο Ἐγκώμιον εἰς ἃγιον Βαρνάβαν τόν ἀπόστολον, αυτός καταγόταν από την ευλογημένη φυλή του Λευί, από την οποία κατάγονταν και οι μεγάλοι προφήτες Μωϋσής και Ααρών, η οικογένεια δε του Βαρνάβα καταγόταν από τον προφήτη Σαμουήλ. Οι πρόγονοι του Βαρνάβα αναγκάστηκαν, εξαιτίας των πολέμων, να μεταναστεύσουν στην Κυπρίων χώραν, όπου ζούσαν ειρηνικά και πολύ πλούσια, κι ήσαν αφοσιωμένοι στον Μωσαϊκό Νόμο. Ωστόσο η οικογένεια του Βαρνάβα διατηρούσε μεγάλη περιουσία και στα Ιεροσόλυμα, κοντά δε στην πόλη διέθετε μεγάλο αγρόκτημα. Το αγρόκτημα αυτό πωλήθηκε αργότερα από τον Βαρνάβα, όπως αναφέρεται στις Πράξεις, τα δε χρήματα που εισπράχθηκαν δόθηκαν στους αποστόλους.

 

Στα Ιεροσόλυμα ο Βαρνάβας συνάντησε τον Χριστό, όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος μοναχός στο Ἐγκώμιον, που τον είδε να κάνει εκεί θαύματα και «παράδοξα πράγματα» στο ναό. Αμέσως ο Βαρνάβας έπεσε στα πόδια του Ιησού και ζήτησε την ευλογία του.

 

Ο Βαρνάβας αμέσως μετέδωσε τη δική του πίστη στον Χριστό στη θεία του Μαρία, τη μητέρα του Ιωάννου (Μάρκου). Αναφέρεται πως ο τελευταίος ήταν ξάδελφος του Βαρνάβα, ενώ ο απόστολος Παύλος ονομάζει τον ευαγγελιστή Μάρκο ανεψιό του Βαρνάβα. Η συγγένεια του Βαρνάβα με τον Ιωάννη Μάρκο δικαιολογεί και τις μεταξύ τους στενές σχέσεις.

 

Στο σπίτι της μητέρας του Μάρκου, της Μαρίας (χήρας ίσως τότε) φιλοξενήθηκε ο Χριστός αρκετές φορές, μαζί με τους μαθητές του, εκεί δε συνέβησαν μερικά από τα σημαντικά γεγονότα του ευαγγελίου, όπως ο μυστικός δείπνος και η επιφοίτησις του Αγίου Πνεύματος. Η Μαρία, συγγενής του Βαρνάβα, διαδραμάτισε επίσης σπουδαίο ρόλο στη ζωή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας στα Ιεροσόλυμα.

 

Σύμφωνα προς το Ἐγκώμιόν του, ο Βαρνάβας ήταν συμφοιτητής του Παύλου στον Γαμαλιήλ, πράγμα που σημαίνει ότι οι δυο απόστολοι γνωρίζονταν από πριν. Η παράδοση αυτή δικαιολογεί τις μεταγενέστερες στενές τους σχέσεις.

 

Μετά τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ο Βαρνάβας ήταν μεταξύ των μαθητών που ανέπτυξαν σημαντική αποστολική δράση. Το γεγονός ότι στις Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μνημονεύεται μόνη η ενέργεια του Βαρνάβα να πωλήσει το κτήμα του και να διαθέσει τα χρήματα για το αποστολικό έργο, οδηγεί στην ερμηνεία ότι ο Βαρνάβας είχε πρωτοστατήσει στην οργάνωση του κοινοτικού βίου της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας.

 

Η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται στον θάνατο του αποστόλου Βαρνάβα. Όμως όλες οι μεταγενέστερες παραδόσεις συμφωνούν ότι μαρτύρησε στην Σαλαμίνα της Κύπρου, όπου και ετάφη.

 

Το αποστολικό του έργο: To αποστολικό έργο του Βαρνάβα, σύμφωνα προς την Καινή Διαθήκη, άρχισε μετά το λιθοβολισμό και θάνατο του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Η πρώτη αποστολή που ανετέθη σ' αυτόν ήταν να πάει από την Ιερουσαλήμ στην Αντιόχεια για διευκρίνιση της είδησης ότι εκεί μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι είχαν κηρύξει για πρώτη φορά τον χριστιανισμό σε Έλληνες. Η ανάθεση από τους αποστόλους αυτού του έργου στον Βαρνάβα δεν ήταν τυχαία αφού εκείνοι που είχαν διδάξει στην Αντιόχεια ήσαν κυρίως συμπατριώτες του Κύπριοι.

 

Η αποστολή του Βαρνάβα στην Αντιόχεια, όπως γίνεται συνήθως δεκτό, ήταν αποτέλεσμα αμφιβολιών των αποστόλων για το θεμιτό ή όχι του κηρύγματος της χριστιανικής διδασκαλίας στους Έλληνες. Ο Βαρνάβας πήγε στην Αντιόχεια και αφού ήλθε σε επαφή με τους εκεί πρώτους ελληνιστές Χριστιανούς, ενέκρινε τις ενέργειές τους. Η προθυμία μάλιστα με την οποία ενέκρινε την επέκταση του χριστιανικού κηρύγματος στην Αντιόχεια, ερμηνεύεται ως πράξη που φανερώνει την ευρύτητα πνεύματος του Βαρνάβα και ανάλογης προς αυτό αντίκρυσης από τον ίδιο του αποστολικού και χριστιανικού έργου, και ότι ο Βαρνάβας ανήκε στον κύκλο των ελληνιστών. Στην ευρεία αντίληψη του Βαρνάβα γίνεται δεκτό ότι οφείλεται και η μετέπειτα τόσο σημαντική αποστολική δράση του Παύλου, τον οποίο ο Βαρνάβας συνάντησε τότε στην Ταρσό και πήρε μαζί του στην Αντιόχεια. Ο Βαρνάβας επίσης ήταν εκείνος που έφερε σ' επαφή τον Παύλο με τους αποστόλους κι έπεισε τους τελευταίους να τον δεχθούν, εγκαταλείποντας τη δικαιολογημένη καχυποψία τους από την προγενέστερη αντιχριστιανική δράση του Παύλου. Στην Αντιόχεια, μεταξύ άλλων, οι Βαρνάβας και Παύλος συγκέντρωσαν χρήματα από έρανο μεταξύ των πρώτων Χριστιανών, που τα έστειλαν στη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, ενισχύοντάς την.

 

Στην Αντιόχεια ο Βαρνάβας ετέθη επικεφαλής ενός σημαντικού κύκλου «διδασκάλων και προφητών», στον οποίο ανήκαν ο Παύλος, ο Νίγερ, ο Λούκιος, ο Κυρηναίος, ο Μαναής και άλλοι. Τον Βαρνάβα ακολουθούσε επίσης και ο Ιωάννης Μάρκος. Εκεί στην Αντιόχεια αποφασίστηκε απ' αυτούς η επέκταση της χριστιανικής διδασκαλίας κι απ' εκεί άρχισαν τις αποστολικές τους περιοδείες οι Βαρνάβας και Παύλος. Στην Αντιόχεια τότε φαίνεται ότι εκχριστιανίστηκαν και ο Μνάσων* Ταμασσού και ο φίλος του Θεωνάς*, προφανώς και οι δυο Εβραίοι ελληνιστές, όπως και άλλοι Κύπριοι που κήρυξαν στην Αντιόχεια τότε. Το γεγονός ότι επελέγη πρώτη η Κύπρος, πατρίδα του Βαρνάβα, για την επέκταση του κηρύγματος των αποστόλων, καθώς και το ότι στις Πράξεις τῶν Ἀποστόλων το όνομα του Βαρνάβα αναφέρεται συχνότερα πρώτο, φανερώνουν ότι η πρωτοβουλία ανήκε μάλλον σ' αυτόν. Εξάλλου ότι ο Βαρνάβας εθεωρείτο ως ο αρχηγός της αποστολής, καταδεικνύεται και από την εντύπωση που σχημάτισαν οι ειδωλολάτρες της Λύστρας, οι οποίοι είδαν τον Βαρνάβα ως Δία, τον δε Παύλο ως Ερμή.

 

Από την Αντιόχεια οι δυο απόστολοι ήλθαν στην Κύπρο, περιόδευσαν δε το νησί από τη Σαλαμίνα μέχρι την Πάφο, κηρύττοντας τόσο σε Έλληνες όσο και σε Ιουδαίους. Στη συνέχεια, οι Βαρνάβας και Παύλος (χωρίς τον Μάρκο που δείλιασε κι απεχώρησε) περιόδευσαν την Παμφυλία (Πέργη, Αττάλεια), την Πισιδία (Αντιόχεια, Ικόνιον) και την Λυκαονία (Λύστρα, Δέρβη). Στα μέρη αυτά ίδρυσαν χριστιανικές κοινότητες, τις πρώτες σημαντικές έξω από την Παλαιστίνη, όχι χωρίς μεγάλες δυσκολίες που προέκυψαν κυρίως από την ισχυρή αντίδραση Ιουδαίων εμπόρων.

 

Με την επιστροφή τους στην Αντιόχεια, οι δυο απόστολοι αντιμετώπισαν το πρόβλημα που προέκυψε σχετικά με τον τρόπο εισδοχής των εθνικών στην χριστιανική Εκκλησία, κατά πόσο δηλαδή η εισδοχή τους θα έπρεπε να συνεπαγόταν και την τήρηση απ' αυτούς του Μωσαϊκού Νόμου, πράγμα που θα υποβίβαζε την χριστιανική διδασκαλία σε απλή αίρεση του ιουδαϊσμού. Στην αποστολική σύνοδο που ασχολήθηκε με το ζήτημα (47 ή 48 μ.Χ.), οι Βαρνάβας και Παύλος επέβαλαν τις δικές τους φιλελεύθερες απόψεις, σημαντικές για την εξάπλωση του χριστιανισμού, αν και λίγο αργότερα ο Βαρνάβας τήρησε για ένα διάστημα διαλλακτική στάση (ακολουθώντας το παράδειγμα του Πέτρου), με αποτέλεσμα να επικριθεί έντονα από τον Παύλο.

 

Ο Παύλος σχεδίασε τότε νέα επίσκεψή τους στις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, και ο Βαρνάβας πρότεινε να πάρουν μαζί τους και τον Ιωάννη Μάρκο. Ο Παύλος αρνήθηκε να συνεργαστεί με τον Μάρκο (γιατί ο τελευταίος τους είχε εγκαταλείψει κατά την πρώτη τους περιοδεία στην Παμφυλία), και έτσι οι δυο απόστολοι χώρισαν. Ο Παύλος συνέχισε μόνος το δικό του έργο, κι ο Βαρνάβας, συνοδευόμενος από τον Μάρκο, ήλθε ξανά στην Κύπρο.

 

Η δεύτερη επίσκεψη του Βαρνάβα στην Κύπρο είναι και η τελευταία σαφής γι' αυτόν αναφορά στην Καινή Διαθήκη. Μια ασαφής αναφορά στην Β' Προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου, ίσως σημαίνει και νέα, σύντομη συνεργασία του με τον Βαρνάβα περί το 56 μ.Χ.

 

Μεταγενέστερες αναφορές και παραδόσεις μιλούν για αποστολικό έργο του Βαρνάβα και δράση του στην Κύπρο, στην Αλεξάνδρεια, στο Μεδιόλανον και στη Ρώμη. Έτσι, μεταξύ άλλων, τα Κλημέντεια (4ος μ.Χ. αι.) μιλούν για δραστηριότητες του Βαρνάβα στη Ρώμη όταν ακόμη ο Χριστός βρισκόταν στη ζωή, καθώς και στην Αλεξάνδρεια. Επίσης το (αιρετικό) σύγγραμμα Περίοδοι καί μαρτύριον Βαρνάβα αναφέρεται στην δράση του αποστόλου στη Σαλαμίνα και περιγράφει το εκεί μαρτύριο του. Ο Ψευδοδωρόθεος (Κατάλογοι Αποστόλων) και ο Ψευδοϊερώνυμος (Ad Chromatium et Heliodorum) αναφέρονται και σε δραστηριότητα του Βαρνάβα στο Μεδιόλανον. Η Datiana Historia (9ος μ.Χ. αι.) αναφέρει ότι ο Βαρνάβας πήγε στη Ρώμη αμέσως μετά τον χωρισμό του από τον Παύλο (48 ή 49 μ.Χ.) και τον θεωρεί ως τον πρώτο που κήρυξε τον χριστιανισμό στην ίδια την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.

 

Συγγράμματα: Διάφορα συγγράμματα που κυκλοφόρησαν κατά την αρχαιότητα, απεδόθησαν στον απόστολο Βαρνάβα. Απ' αυτά το πιο σημαντικό είναι η λεγόμενη Ἐπιστολή Βαρνάβα, η οποία περιλαμβάνεται μεν μεταξύ των συγγραμμάτων των αποστολικών πατέρων, αλλά γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτό ότι δεν εγράφη από τον Βαρνάβα. Η επιστολή θεωρείται ότι εγράφη στην Αλεξάνδρεια μετά το 70 μ.Χ., δηλαδή 13 τουλάχιστον χρόνια μετά τον θάνατο του Βαρνάβα.

 

Μνημονεύεται επίσης στον κατάλογο του Γελασίου ένα απόκρυφο ευαγγέλιο, ως σύγγραμμα του αποστόλου Βαρνάβα, δεν έχει όμως διασωθεί και, εν πάση περιπτώσει, αποδίδεται σε αιρετικούς.

 

Κατά τον 15ο αιώνα παρουσιάστηκε ένα χειρόγραφο, που κυκλοφόρησε αργότερα στην ιταλική γλώσσα, ως μουσουλμανικό ευαγγέλιο του Βαρνάβα. Το σύγγραμμα τούτο, άγνωστου συγγραφέα, υποστηρίζει ότι ο αληθινός Μεσσίας ήταν ο Μωάμεθ κι ο Ιησούς ήταν ο πρόδρομός του.

 

Τέλος, ένα αμβροσιανό χειρόγραφο του 11ου αιώνα αναφέρει παλαιότερη παράδοση η οποία περιλαμβάνει και τον Βαρνάβα μεταξύ των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης. Μερικοί μελετητές, με βάση την παράδοση αυτή, απέδωσαν στον Βαρνάβα την Πρός Ἑβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου.

 

Μνήμη Βαρνάβα: Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος μοναχός (Ἐγκώμιον εἰς Βαρνάβαν, 4.46), ορίστηκε «ἡ ἒνδοξος μνήμη τοῦ τρισμακαρίου ἀποστόλου καί γενναίου μάρτυρος Βαρνάβα» να γιορτάζεται κάθε χρόνο: Στις 11 Ιουνίου σύμφωνα προς το ημερολόγιο των Ρωμαίων, στις 11 του Μεσωρούς κατά το ημερολόγιο των κατοίκων της Σαλαμίνος - Κωνσταντίας και στις 19 του Ηληθυπάτου κατά το ημερολόγιο των Παφίων.

 

Η μνήμη του αποστόλου Βαρνάβα γιορτάζεται σήμερα, τόσο κατά το ανατολικό όσο και κατά το δυτικό εορτολόγιο, στις 11 Ιουνίου. Ιδιαίτερα τιμάται ο απόστολος Βαρνάβας στην Κύπρο.

 

Βαρνάβα αποστόλου θρόνος: Ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου ονομάζεται, τιμητικά, και θρόνος του αποστόλου Βαρνάβα. Η ονομασία αυτή υποδηλώνει ότι ο απόστολος Βαρνάβας υπήρξε ο ιδρυτής της Κυπριακής Εκκλησίας (που για τον λόγο αυτό θεωρείται αποστολική και, συνεπώς, είναι και αυτοκέφαλη) και ο πρώτος της ιεράρχης.

 

Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image