Εικονολατρία και εικονομαχία

Image

Η λατρεία των εικόνων, αντίθετα απ’ ό,τι συνήθως πιστεύεται, φαίνεται ότι είχε αρχίσει να επιβάλλεται από τον 4ο αι. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α' απαγόρευσε την ειδωλολατρία με διάταγμα του στις 24 Φεβρουαρίου 391. Στο πλαίσιο αυτό παύει και η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων που είχαν ξεκινήσει το 776 π.Χ. 

 

Ουσιώδης σχετική μαρτυρία παρέχεται από τον Βίον του Κωνσταντίας Επιφανίου (Migne, Patrologia Graeca, τόμ. 41) και άλλες πηγές, κατά τις οποίες ο Επιφάνιος, στα 392 μ. Χ. στην Παλαιστίνη, τάχθηκε κατά της χρήσεως εικόνων στους ναούς σε συζητήσεις με τον Ιωάννη, επίσκοπο Ιεροσολύμων, ενώ ο Ιωάννης στα 392 και ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας στα 381 τον κατηγορούσαν ως δεχόμενο τον ανθρωπομορφισμό σχετικά με τον Θεό. Φαίνεται ότι ο Επιφάνιος είχε υποστεί εξέλιξη στις σχετικές αντιλήψεις του, και πάντως στην ακμή της εικονομαχίας οι εικονολάτρες ιεράρχες, όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός και ο πατριάρχης Νικηφόρος δεν δέχονταν ότι ο Επιφάνιος ήταν εικονομάχος, φέρνοντας ως απόδειξη τη σταθερή διακόσμηση των εκκλησιών της Κύπρου με εικόνες ως την εποχή τους. Πράγμα που βέβαια δεν αποδεικνύει την άποψή τους, διότι η εικονολατρία στην Κύπρο μπορεί να άρχισε μετά τον Επιφάνιο (πέθανε το 403). Η εικονολατρία κυριάρχησε πάντως στη Βυζαντινή αυτοκρατορία οριστικά κατά τον 6ο αι., κι αυτό προκάλεσε στις αρχές του 8ου αι. την σκληρή αντίδραση των αντιπάλων της εικονομάχων, που έγινε η αρχή της εικονομαχίας.

 

Η εικονομαχική αντίληψη κυριαρχούσε βασικά στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, που είχαν έλθει σε επαφή με τον μουσουλμανικό κόσμο, ο οποίος σφοδρά αντιτίθεται στην απεικόνιση του Θεού, όπως και η Ιουδαϊκή θρησκεία, και από μιαν άποψη και ο Μονοφυσιτισμός, ο Παυλικιανισμός και άλλες αιρέσεις. Δεν αποκλείεται μάλιστα η παραδιδόμενη αντιεικονική δραστηριότητα του Επιφανίου να σχετίζεται με την εβραϊκή καταγωγή του, δηλαδή να ήταν κατάλοιπό της.

 

Από το 726 ο αυτοκράτορας Λέων Γ' ο «Ίσαυρος» ή μάλλον Σύρος (από την Γερμανίκεια), τέως στρατηγός στη Μικρά Ασία, για πρώτη φορά τάχθηκε ανοικτά κατά της λατρείας των εικόνων με ομιλίες στην Αγία Σοφία και αλλού, κατά παράκληση των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας. Στα 730 ο Λέων εξέδωσε ἔδικτον (διάταγμα) καταστροφής των εικόνων και συγκάλεσε στις 17 Ιανουαρίου σύνοδο κληρικολαϊκή (silentium) που επικύρωσε το ἒδικτον, αφού ο αυτοκράτορας καθαίρεσε τον πατριάρχη Γερμανό και τον αντικατέστησε με τον Αναστάσιο. Η τιμωρητική επιδρομή των Αράβων στην τότε ουδέτερη Κύπρο στα 726 μπορεί να σχετίζεται προς κάποια επέμβαση του Λέοντος στο νησί για να επιβάλει την εικονομαχία, που στην Κύπρο δεν κέρδισε ποτέ έδαφος, κι αυτό πιθανώς σε συνδυασμό προς προσπάθειές του να στρατιωτικοποιήσει το νησί μυστικά, εκμεταλλευόμενος τη δύναμη και αίγλη που είχε κερδίσει με τη συντριπτική νίκη του κατά των Αράβων πολιορκητών της Κωνσταντινουπόλεως (Σεπτ. 717 - 15 Αυγ. 718). Η προσπάθεια επιβολής της εικονομαχίας στο νησί στο διάστημα 726 - 743 και κυρίως 730 - 743 φαίνεται πιο πιθανή ερμηνεία της νέας αραβικής επιδρομής στην Κύπρο στα 743. Αν και οι Άραβες ήταν εικονομάχοι, και είχαν ήδη επιβάλει επίσημα την εικονομαχία στο χαλιφάτο αρκετά χρόνια προ της ενάρξεως της ιδίας κινήσεως στο Βυζάντιο, κάθε βυζαντινή παρέμβαση στα κυπριακά πράγματα μπορούσε να εκληφθεί από τους Άραβες ως στρατιωτική και πολιτική παραβίαση των συνθηκών ουδετερότητας του 654 ή 688, που ανανεώθηκαν στα 698 ή μάλλον στα 705, έστω κι αν ήταν - πράγμα απίθανο - αποκλειστικά θεολογική - εκκλησιαστική. Για την επιδρομή όμως που διέταξε ο χαλίφης Βαλίντ Β΄, στα 743, έχουμε, πέραν της πιο πάνω υποθέσεως, την βάσιμη, σχεδόν βέβαιη, υπόθεση ότι οι Κύπριοι υποστήριξαν τον εικονολάτρη σφετεριστή του αυτοκρατορικού θρόνου Αρτάβασδο, στρατηγό του Αρμενιακού θέματος, και πριν και του Οψικίου, γαμπρό του Λέοντος Γ', στο κίνημά του κατά του τελευταίου στα 742 - 743. Όταν ο Κωνσταντίνος Ε', γιος του Λέοντος, συνέτριψε τον σφετεριστή στις 2 Νοεμβρίου 743, η νίκη του, ως εικονομάχου, πιθανώς θεωρήθηκε εγγύηση επιστροφής της Κύπρου στο καθεστώς ουδετερότητας, και γι’ αυτό οι Κύπριοι αιχμάλωτοι της επιδρομής του 743 επεστράφησαν στην πατρίδα τους από τον χαλίφη Γιεζίντ Γ΄ στα 744. Η εικονομαχία έληξε στις 18 Φεβρουαρίου 842 με τη  Θεοδώρα, σύζυγο του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου να επιβάλλει την αποκατάσταση της προσκύνησης των ιερών εικόνων. 

 

Η εικονολατρική στάση των Κυπρίων: Η κατά κανόνα εικονολατρική στάση των Κυπρίων δεν ήταν η μόνη παρόμοια στάση στην Ανατολή, όπου υπό αραβική κατοχή και όντας στην υπηρεσία των Ομεϋαδών χαλιφών ο διάσημος Ελληνο - Σύρος θεολόγος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (750 κ.ε.) υποστήριξε σθεναρά τις εικόνες, ενώ στη Μικρά Ασία το ίδιο είχαν πράξει προηγουμένως οι μητροπολίτες Θωμάς Κλαυδιουπόλεως και Κωνσταντίνος Νακολείας. Η Ανατολή έδωσε στο Βυζάντιο μερικά, όχι τα μόνα, κίνητρα και εναύσματα για την γέννηση της εικονομαχίας, όπως παράλληλα σε μεγάλο βαθμό επηρέασε το πνεύμα του νομικού εγχειριδίου Ἐκλογή του Λέοντος Γ' (726), που συμπλήρωσε ο γιος του Κωνσταντίνος Ε', και του Γεωργικοῦ Νόμου του Λέοντος Γ', χαρακτηριζομένων από φιλανθρωπία και προστασία των πτωχών κατωτέρων τάξεων, ισότητα όλων έναντι των νόμων, και ακόμη και αφαίρεση από τους πλουσίους των χρειωδών εκείνων που θα ικανοποιούσαν τις ανάγκες των πτωχών. Εικονομαχία και προοδευτική νομοθεσία συμβαδίζουν χρονικά και είναι βέβαιο ότι εκπηγάζουν από την ίδια κοινωνική φιλοσοφία, στην οποία η συμβολή της Κύπρου δεν είναι γνωστή, αλλά δεν φαίνεται να ήταν σημαντική, λόγω της εικονοφιλίας που επικρατούσε στο νησί. Πάντως οι ασσίζες* του φραγκικού βασιλείου της Κύπρου περιέχουν στοιχεία από τον Γεωργικόν Νόμον, τις Νοβέλλες του Ιουστινιανού και το Πρόχειρον, αλλά όχι από την Ἐκλογήν.

 

Η εικονοκλαστική σύνοδος του 754: Στην εικονοκλαστική σύνοδο του 754 επί Κωνσταντίνου Ε΄ (741 - 775) καταδικάστηκαν ο Γεώργιος ο Κύπριος, μοναχός (όχι αρχιεπίσκοπος όπως νομίζουν μερικοί) και ο Ιωάννης Δαμασκηνός για τις εικονολατρικές τους αντιλήψεις (βλ. του πρώτου το κείμενο Νομοθεσία Γέροντος περί τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, έκδ. Melioranskij). Ο Γεώργιος, μετά μοναστικό βίο αρκετών χρόνων στην Κύπρο, έζησε στο όρος Ταύρος της Κιλικίας από 750 - 754, οπότε συνελήφθη γιατί από εκεί διέδιδε τις ιδέες του, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και βασανίστηκε από ανθρώπους του Κωνσταντίνου Ε΄. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός επιβεβαιώνει την εικονοφιλία των Κυπρίων σε δυο διατριβές του, αν και στη δεύτερη αναφέρεται σε προσπάθειες ἀνατροπῆς θολερᾶς της εικονολατρίας της από κάποιους (τινάς), που ἀντεπανέστησαν καί τήν Χριστοῦ διετάραξαν ποίμνην (Patrol. Gr., 94, 1305, πρβλ. 1257). Η αποτυχία των Κυπρίων εικονομάχων τεκμηριώνεται και από τον Βίον το Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου, που πέθανε στα 767 και που αναφέρει την Κύπρο ως ένα από τα τρία μέρη της αυτοκρατορίας που δεν προσχώρησαν στην εικονομαχία. Τα άλλα δυο ήσαν ο Εύξεινος Πόντος (και η Κριμαία), και η Συρία - Παλαιστίνη, όλα όπως και η Κύπρος ακραίες περιοχές: η δεύτερη υπό αραβική κατοχή, η Κύπρος υπό καθεστώς ουδετερότητας και η Κριμαία για πολλούς λόγους εκτός του ελέγχου της Κωνσταντινουπόλεως (Patrol. Gr., 100, 1117). Γι’ αυτό και στις τρεις αυτές περιοχές, όπως και στη Ρώμη, συνέρρεαν χιλιάδες πρόσφυγες εικονολάτρες μοναχοί (και λαϊκοί) τόσο από τις αραβοκρατούμενες περιοχές όσο και από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, διωκόμενοι για τις ιδέες τους. Το ουδέτερο καθεστώς της Κύπρου δεν φαίνεται να ήταν εμπόδιο στη συρροή αυτή, μάλλον την ευνοούσε, μια και καμιά από τις δυο υπερδυνάμεις της εποχής, το Βυζάντιο και οι  Άραβες, δεν φαίνεται να ενοχλούνταν από αυτή τη συρροή εφόσον γινόταν παθητικά και δεν είχε στρατιωτικό και πολιτικό χαρακτήρα.

 

Στα 770 ο στρατηγός Μιχαήλ Λαχανοδράκων, σ’ εφαρμογή της πολιτικής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε' για διωγμό των εικονοδούλων μοναχών και μοναστριών, τους μάζεψε όλους από το Θρακήσιον θέμα στην Έφεσο και τους προειδοποίησε ότι αν δεν αλλάξουν στάση και νυμφευθούν μεταξύ τους υπακούοντας στον αυτοκράτορα, θα τους τύφλωνε και θα τους εξαπέστελλε στην Κύπρο, πράγμα που έγινε για πολλούς από αυτούς. Αυτό συνδυαζόμενο προς την βεβαία είδηση του Θεοφάνη ότι στα 773 ο Βυζαντινός εκπροσώπου (= διοικητής) στην Κύπρο Λαχερβάφος συνελήφθη από Άραβες επιδρομείς στα 773, αποδεικνύει ότι τότε η Κύπρος ήταν υπό βυζαντινή κυριαρχία, τουλάχιστον κατά μέγα μέρος, όπου αντί της τοπικής αυτοδιοικήσεως και παράλληλα προς αυτήν, είχε σταλεί και αξιωματούχος από την Κωνσταντινούπολη.

 

Η στάση της Εκκλησίας της Κύπρου: Χαρακτηριστικό της στάσεως της Εκκλησίας της Κύπρου τότε, είναι το γεγονός ότι: στην μεν εικονομαχική σύνοδο της Ιέρειας (που πραγματοποιήθηκε το 754) δεν εκπροσωπήθηκε ούτε με ένα έστω μέλος της η Εκκλησία της Κύπρου∙ αντιθέτως στην εικονοφιλική έβδομη Οικουμενική Σύνοδο (που πραγματοποιήθηκε το 787 στη Νίκαια), η Εκκλησία της Κύπρου συμμετείχε με πολυπληθή μάλιστα αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον τότε αρχιεπίσκοπο, τον Κωνσταντίας Κωνσταντίνον. Τα άλλα μέλη της αντιπροσωπείας στη σύνοδο του 787 ήταν οι επίσκοποι: Σόλων Ευστάθιος, Χύτρων Σπυρίδων, Κιτίου Θεόδωρος, Αμαθούντος Αλέξανδρος, Τρεμιθούντος Γεώργιος και, τέλος, κάποιος Κάλλιστος που μνημονεύεται ως ηγούμενος κάποιων μη κατονομαζομένων κυπριακών μοναστηριών. Ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνος, που φαίνεται ότι ήταν βαθύς γνώστης τόσο της βιβλικής, όσο και της πατερικής διδασκαλίας, είχε παρέμβει και ομιλήσει αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των εργασιών της συνόδου και, το πιο σημαντικό, υπήρξε ο εισηγητής μιας πρότασης που έγινε αποδεκτή από τη σύνοδο και επεκράτησε ως αρχή: ότι οι εικόνες πρέπει να είναι αντικείμενα σεβασμού και όχι λατρείας. Η εισήγηση αυτή υπήρξε αξιόλογη κυπριακή συμβολή στη λήψη των τελικών αποφάσεων της συνόδου του 787, που έθεσαν τέρμα στη μεγάλη έριδα - έστω και προσωρινά, αφού η έριδα αναβίωσε 26 χρόνια αργότερα, το 813.

 

Ας σημειωθεί επίσης η συμβολή του Κυπρίου την καταγωγή πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλου (Δ') (780-784), με του οποίου την προτροπή η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία συγκάλεσε την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο. Της συνόδου εκείνης είχε προεδρεύσει ο διάδοχος του Παύλου, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος (784-806). Και οι δύο αυτοί Κύπριοι ιεράρχες, Παύλος και Ταράσιος, συγκαταλέγονται μεταξύ των αγίων της Ορθόδοξης (Ανατολικής) Εκκλησίας, μάλιστα ο Ταράσιος τιμάται και από τη Δυτική Εκκλησία (ημέρα μνήμης του η 25η Φεβρουαρίου). Μία άλλη σημαντική εκκλησιαστική μορφή της περιόδου ήταν ο Γεώργιος ο Κύπριος που είχε αναθεματιστεί από τη σύνοδο της Ιέρειας για τις εικονοφιλικές του αντιλήψεις, αλλά αποκαταστάθηκε από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο∙ κατά μερικούς μελετητές, ταυτίζεται προς τον όσιο Γεώργιο τον Kύπριο του οποίου την μνήμη τιμά η Εκκλησία την 31η Δεκεμβρίου.

 

Ο Κωνσταντίνος στη σύνοδο αυτή περιέγραψε «θαύμα» που είχε συμβεί στην Κωνσταντία, όταν Κύπριος ζευγαλάτης τυφλώθηκε γιατί ἐξώρυξε τόν ὁφθαλμόν τῆς εἰκόνος [της Θεοτόκου] τόν δεξιόν σε εὐκτήριον οἶκον όπου είχε εισέλθει καθώς αροτριούσε, και άλλο θαύμα στο Κίτιον, όπου κάποιος σκέπασε με βήλον στις 15 Αυγούστου την εικόνα της Θεοτόκου με καρφί που έμπηξε στο μέτωπό της, και έπαθε πονοκέφαλο, που πέρασε μόνο όταν αφαίρεσε το καρφί. Αυτό το βεβαίωσε ο παρών επίσκοπος Κιτίου. Και τα δυο «θαύματα» μαρτυρούν βαθιά πίστη των Κυπρίων στις εικόνες. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806 - 815) παρατηρεί ότι ούτε ο Παύλος (πατριάρχης) ούτε ο Κωνσταντίνος (Κωνσταντίας), ἂνδρες σοφοί καί ἐλλόγιμοι, γνώστες των δογμάτων του Επιφανίου, μαρτύρησαν ότι άκουσαν ή διάβασαν ποτέ για εικονομαχικές ιδέες του, που εξάλλου απορρίπτονται και από τον μεγάλο αριθμό εικόνων της Κυπριακής Εκκλησίας (Patrol. Gr., 100, 837). Αυτό το επαναλαμβάνει τρεις φορές με παρόμοια λόγια. Η Ἐπιστολή τῶν τριῶν πατριαρχῶν, που στάληκε στα 836 προς τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, αναφέρει επεισόδιο τοξεύσεως ψηφιδωτής εικόνας της Θεοτόκου από Άραβα σε ναό στο νότιο τμήμα της Κύπρου, με αποτέλεσμα να τρέξει αίμα από την «πληγή» στο γόνατό της ἒνθα ὁ σωτήρ ἐγκόλπιος κάθηται. Πρόκειται προφανώς για την Παναγία Κανακαρία, στη Λυθράγκωμη, που από κακή γεωγραφική ενημέρωση την τοποθετεί στα νότια αντί στα ανατολικά. Πάντως η ίδια ιστορία, αλλά με Τούρκο αντί Άραβα, λέγεται ως σήμερα για την Κανακαρία, μετά προφανή μετατροπή της εθνικότητας του βέβηλου. Παρόμοια ιστορία παραδίδει ο Δαμασκηνός Θεσσαλονίκης, του 16ου αι.

 

Η επιβίωση, πάντως, των προεικονομαχικών μωσαϊκών Κανακαρίας και Αγγελόκτιστης στο Κίτι, καθώς και άλλων προεικονομαχικής ζωγραφικής, όπως στην Αγία Μαύρα Κερύνειας, στην Αγία Σολομωνή Κάτω Πάφου και ίσως και αλλού, αποτελούν σημαντικά τεκμήρια ότι η Κύπρος δεν γνώρισε τουλάχιστον δυνατό εικονομαχικό κίνημα με ιδεολογικούς εκπροσώπους που να κατείχαν δύναμη και εξουσία ώστε να εξαλείψουν τα εικονολατρικά δημιουργήματα, καλλιτεχνικά και άλλα. Η τελική αποκατάσταση των εικόνων, που θεωρήθηκε νίκη της Ορθοδοξίας στα 843, βρήκε την Κύπρο απόλυτα σύμφωνη, παρ’ όλο που αγνοούμε τον συγκεκριμένο ρόλο της στα γεγονότα του 843.

 

Καταφυγή εικονόφιλων στην Κύπρο: Έχουμε διάφορες ενδεικτικές μαρτυρίες για καταφυγή και συρροή στην Κύπρο μοναχών και άλλων, από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, κατά τα χρόνια της εικονομαχίας. Στον Βίο του αγίου Ρωμανού του Νεομάρτυρος (πέθανε το 780), γίνεται λόγος και για πέντε μοναχούς καταγόμενους από διάφορα μέρη, που είχαν εξοριστεί στην Κύπρο. Επίσης, στον Βίον και Μαρτύριον του αγίου Στεφάνου του Νέου (πέθανε το 766/767), αναφέρεται ότι η Κύπρος, ο Πόντος και η Ρώμη ήταν χώροι καταφυγής εικονοφίλων που διώκονταν από την Κωνσταντινούπολη. Στην δε Ακολουθίαν του αγίου ιερομάρτυρος Θεράποντος, αναφέρεται ότι αυτός ήταν επίσκοπος στην «χώρα των Αλαμανών» (;) από όπου εκδιώχθηκε επειδή υποστήριζε την τιμητική προσκύνηση των εικόνων κατέφυγε (μέσω Ιερουσαλήμ) στην Κύπρο, όπου και έγινε επίσκοπος σε μια παραθαλάσσια πόλη που δεν κατονομάζεται, όπου τελικά σκοτώθηκε μέσα στον ναό κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής των Αράβων (τιμάται στις 14 Οκτωβρίου).

 

Πέραν αυτών, και άλλων ακόμη αναφορών στις γραπτές πηγές, με καταφυγή εικονόφιλων στην Κύπρο σχετίζονται και πολλές παραδόσεις που ομιλούν για θαυματουργό μεταφορά στο νησί αγίων εικόνων ή και λειψάνων αγίων ή και άλλων εκκλησιαστικών πολυτίμων κειμηλίων. Θα πρέπει να θεωρηθεί ότι όλα αυτά ήσαν αντικείμενα που έφερναν μαζί τους, από τα μοναστήρια τους, οι διάφοροι φυγάδες εικονόφιλοι μοναχοί που κατέφευγαν στην Κύπρο. Η εικόνα της Παναγίας της Χρυσορροϊάτισσας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η εικόνα αυτή θεωρείται ως μία από τις 70 που είχε ζωγραφίσει ο απόστολος Λουκάς. Άλλες 4 από τις 70 αναφέρεται ότι είχαν επίσης μεταφερθεί στην Κύπρο από φυγάδες μοναχούς, στα χρόνια της εικονομαχίας. Αργότερα ιδρύθηκαν αντίστοιχα μοναστήρια όπου και τοποθετήθηκαν οι πέντε αυτές εικόνες. Και ήταν τα μοναστήρια: του Μεγάλου Αγρού (δεν σώζεται, ευρισκόταν στην περιοχή όπου υπάρχει σήμερα το μεγάλο χωριό Αγρός), της Παναγίας του Μαχαιρά, της Παναγίας Τροοδίτισσας, της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας και της Παναγίας του Άρακος - όλα στην οροσειρά του Τροόδους. Ειδικότερα το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού ιδρύθηκε από 40 μοναχούς που είχαν φύγει από την Κύζικο στα χρόνια της εικονομαχίας και είχαν καταφύγει στην Κύπρο. Τα υπόλοιπα τέσσερα μοναστήρια ιδρύθηκαν αργότερα. Ωστόσο, το πλήθος των φυγάδων εικονοφίλων μοναχών που κατέφευγαν στην Κύπρο, θα πρέπει να είχε ιδρύσει, στα χρόνια της εικονομαχίας, και πολλά άλλα μοναστήρια σε πολλά μέρη της Κύπρου, μεγαλύτερα ή μικρότερα ∙ εξ αυτών, διάφορα δεν επιβίωσαν, ενώ αρκετά από όσα μας είναι σήμερα γνωστά και των οποίων όμως δεν γνωρίζουμε την ιστορία και τον χρόνο ίδρυσης, θα πρέπει να είχαν ιδρυθεί τότε.

 

Ας σημειωθεί επίσης ότι, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 9ου αιώνα, στην Κύπρο συνέρρευσαν και πλήθη μοναχών αλλά και λαϊκών από τη Συρία και την Παλαιστίνη, λόγω των διωγμών των εκεί Χριστιανών από τους Άραβες, όπως μαρτυρεί ο Θεοφάνης στην «Χρονογραφίαν» του. Σε τέτοιες όμως περιπτώσεις, τα μεγάλα προσφυγικά «κύματα» περνούσαν απλώς από την Κύπρο. Και βεβαίως στο νησί παρέμεναν και εγκαθίσταντο αρκετοί, ενώ πολλοί συνέχιζαν τον δρόμο τους για αλλού.

 

Όλες αυτές οι αφίξεις κληρικών στην Κύπρο (ιεραρχών, αλλά και μοναχών) που οφείλονταν είτε στους διωγμούς των εικονοφίλων στα εδάφη της αυτοκρατορίας είτε στους διωγμούς των Χριστιανών γενικά στα εδάφη των Αράβων, και η εγκατάστασή τους σε διάφορα μέρη σε ολόκληρη την Κύπρο, γέννησαν προφανώς και τον θρύλο, αργότερα, περί των 300 πατέρων που έφθασαν από την «γήν της επαγγελίας», τον οποίο θρύλο διασώζει ο Κύπριος χρονικογράφος του 15ου αιώνα Λεόντιος Μαχαιράς. Πρόκειται για τους 300 ξένους αγίους της Κύπρου που, αστήρικτα, επεκράτησε να ονομάζονται «Αλαμάνοι».

 

Η συρροή στην Κύπρο πολλών μοναχών και άλλων εικονοφίλων κληρικών κατά την περίοδο της εικονομαχίας, όπως και η μεταφορά από αυτούς στο νησί πολλών ιερών και πολυτίμων κειμηλίων, συνέβαλε προφανώς σημαντικά τόσο στην ενίσχυση της Εκκλησίας της Κύπρου (και την παγίωση των εικονοφιλικών της θέσεων) όσο και στην ενίσχυση της θρησκευτικότητας ολόκληρου του κυπριακού λαού. Και επίσης, ήδη από τον 9ο αιώνα, η Κύπρος έγινε γνωστή και ως αξιόλογη χώρα για προσκυνηματικές επισκέψεις πιστών από πολλά μέρη. Στον Βίον του αγίου Κωνσταντίνου του εξ Ιουδαίων (που είχε ο ίδιος επισκεφθεί την Κύπρο μεταξύ του 835 και του 845), αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι στο νησί βρίσκονταν τα λείψανα πολλών αγίων, όπως και πολλές ιερές εικόνες, που ετύγχαναν μεγάλου σεβασμού τόσο από τους ιδίους τους Κυπρίους όσο και από πολλούς ξένους. Παρόμοια περίπου αναφέρονται και στον Βίον αγίου Πέτρου του εν τη Ατρώα της Βιθυνίας, ο οποίος είχε επανειλημμένα επισκεφθεί την Κύπρο νωρίς τον 9ο αιώνα∙ σε μία μάλιστα επίσκεψή του παρέμεινε στην Κύπρο για δέκα μήνες, που τους πέρασε περιοδεύοντας, προκειμένου να προσκυνήσει τα πολλά άγια κειμήλια που υπήρχαν παντού στο νησί.

 

Η Κύπρος σε καθεστώς "ουδετερότητας": Η οξύτατη έριδα περί της λατρείας των ιερών εικόνων, που συγκλόνισε ολόκληρη τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και είχε τεράστιες γι’ αυτήν συνέπειες, κράτησε περισσότερο από έναν αιώνα: από το 726 μέχρι το 843 (α' περίοδος), και ύστερα από ένα ενδιάμεσο διάστημα «ηρεμίας», από το 787 μέχρι το 813. Όλη αυτή την περίοδο, η Κύπρος «απολάμβανε» ενός καθεστώτος «ουδετερότητας», ύστερα από προγενέστερες συμφωνίες μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής, δηλαδή των Βυζαντινών και των Αράβων. Ουσιαστικά η Κύπρος εθεωρείτο τότε ως χώρος «ανεξάρτητος», ή μάλλον «ουδέτερος», παρά το ότι αυτή του η «ουδετερότητα» συχνά παραβιαζόταν και από τους μεν και από τους δε. Εν τούτοις, φαίνεται ότι αυτό ακριβώς το καθεστώς της «ουδετερότητας» δεν επέτρεψε στους Βυζαντινούς να θέσουν σε εφαρμογή και στην Κύπρο τα σχετικά επίσημα διατάγματα εναντίον των ιερών εικόνων και αυστηρότατης τιμωρίας εκείνων που είτε εξακολουθούσαν να λατρεύουν και να τιμούν τις εικόνες, είτε εξακολουθούσαν να ζωγραφίζουν εικόνες. Έτσι, αφενός η πάγια εικονολατρική θέση των ιδίων των Κυπρίων, αφετέρου δε η μη εφαρμογή στο νησί  των αυστηρότατων κατά των εικονόφιλων διωγμών από το επίσημο κράτος, κατέστησαν την Κύπρο τόπο καταφυγής πολλών εικονόφιλων, μοναχών και άλλων, που διέφυγαν από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας και ιδίως από περιοχές της Μικράς Ασίας.

 

Η βαθιά, έως σήμερα, θρησκευτικότητα των Κυπρίων, το πλήθος των εκκλησιών, των ξωκκλησιών και των μοναστηριών, τα άπειρα αγιολογικά τοπωνύμια, ο μεγάλος αριθμός των αγίων της Κυπριακής Εκκλησίας, είναι αποτελέσματα της ακλόνητης προσήλωσης των Κυπρίων στην Ορθοδοξία. Για διάφορους λόγους, πολλά των πολυτίμων ιερών κειμηλίων δεν υπάρχουν σήμερα, έχουν χαθεί ή καταστραφεί ή μεταφερθεί σε χρόνους δύσκολους εκτός Κύπρου. Όμως η σταθερή προσήλωση των Κυπρίων στην Ορθοδοξία παραμένει, ως ένα δε μεγάλο βαθμό είχε βοηθηθεί, εμπλουτισθεί και ενισχυθεί κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας.

 

Κ. Π. ΚΥΡΡΗΣ

Α.ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Φώτο Γκάλερι

Image