Απλικιού μεταλλείο

Image

Το μικρό χωριό Απλίκι, που κατέχει το βορειότερο άκρο της εύφορης κοιλάδας της Μαραθάσας και που συνορεύει με τη Λεύκα και με τα ξακουστά μεταλλεία του χαλκού στη Σκουριώτισσα, στο Μαυροβούνι και στη Φουκάσα, παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον και συνδέεται άμεσα με την ιστορική σημασία της χαλκοφόρας αυτής περιοχής του νησιού.

 

Το 1938 η Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία, στην προσπάθειά της να ανακαλύψει περισσότερα κοιτάσματα χαλκού στην περιοχή μεταξύ Σκουριώτισσας και Μαυροβουνίου, υπό την τεχνική καθοδήγηση του Αμερικανού μεταλλειολόγου Carl Allen επεξέτεινε τις έρευνές της στους δυο λόφους που βρίσκονται διαδοχικά στα βόρεια και στα νότια του Απλικιού. Οι εντατικές αυτές έρευνες είχαν ως αποτέλεσμα την ανακάλυψη ενός νέου μεταλλείου χαλκού στην πλαγιά του βόρειου λόφου και μερικών αρχαίων υπόγειων «γαλαριών», που χρονολογούνται στις αρχές των Ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων. Όλες οι σήραγγες οδηγούσαν στο χώρο του μεταλλείου, που πιστεύεται ότι βρισκόταν σε συνεχή χρήση μέχρι τις αρχές των Πρωτοχριστιανικών χρόνων. Η εκκαμίνευση και η γενική επεξεργασία του χαλκού φαίνεται ότι γινόταν σε ειδικό χώρο στους πρόποδες του λόφου κοντά στον ποταμό, όπου μέχρι σήμερα σώζεται μεγάλος σωρός από τα υπολείμματα της σκουριάς του επεξεργασμένου χαλκού.

 

Στο νότιο λόφο οι μεταλλειολογικές έρευνες αποδείχτηκαν άκαρπες αλλά έφεραν στο φως αρκετά θραύσματα από μεγάλους αποθηκευτικούς πίθους και μεγάλη ποσότητα άλλων κεραμεικών οστράκων της Τελευταίας εποχής του Χαλκού (1625-1050 π.Χ.). Το γεγονός αυτό οδήγησε το Τμήμα Αρχαιοτήτων αρχικά στην ανάληψη των σωστικών ανασκαφών στο χώρο των μεταλλειολογικών ερευνών και στη συνέχεια των συστηματικών ανασκαφών στην τοποθεσία Καράμαλλος, υπό τη διεύθυνση της Joan Du Plat Taylor. Με τις συστηματικές αυτές ανασκαφές αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα διαφόρων κατοικιών τετράγωνου σχήματος και αρκετών κυκλικών λάκκων, μέσου βάθους τριών μέτρων, που αποτελούν μικρό τμήμα μεγάλου συνοικισμού της Τελευταίας εποχής του Χαλκού. Το βόρειο μέρος των κατοικιών ήταν ολότελα λαξευτό στο φυσικό βράχωμα του λόφου και το υπόλοιπο κτιστό από αργούς λίθους και πλιθάρια. Όλα τα δάπεδα, ανεξαίρετα, ήταν κατασκευασμένα από κτυπητή γη και πάνω σ' αυτά βρέθηκαν αρκετά οικιακά εργαλεία και μεγάλη ποικιλία πήλινων αγγείων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν μερικά μυκηναϊκά κύπελλα και εκλεκτά δείγματα από δακτυλιόσχημες πρόχους και από κύπελλα και οινοχόες με λευκό επίχρισμα. Από τα οικιακά εργαλεία σημαντικά θεωρούνται μερικά δείγματα από πήλινες χοάνες και φυσητήρες και από λίθινους κόπανους και τριπτήρες, που αναμφίβολα αποτελούν μέρος του εργαστηριακού εξοπλισμού που χρησίμευε για την επεξεργασία του χαλκού. Η χρονολόγηση των κινητών ευρημάτων εντάσσεται μεταξύ του 1400 και του 1200 π.Χ. Παρόλο που στον συνοικισμό του Καράμαλλου δεν βρέθηκαν τα ίχνη γαλαριών και μεταλλείου χαλκού, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι κάτοικοί του προμηθεύονταν τον χαλκό από κάποιο άλλο γειτονικό μεταλλείο που ακόμη δεν έχει επισημανθεί και που πολύ πιθανό να αποτελεί άγνωστο τμήμα του ρωμαϊκού μεταλλείου, το οποίο επισημάνθηκε στο βόρειο λόφο του Απλικιού ή σ' ένα από τ' άλλα τρία γνωστά μεταλλεία της περιοχής Σκουριώτισσας.