Η "Ελληνική Σχολή Σολέας" ιδρύθηκε το 1919 από τον εκπαιδευτικό Σωκράτη Γεωργιάδη και τον μητροπολίτη Κερύνιας, Μακάριο Β' στο χωριό Ευρύχου. Η ιδρυτική συνέλευση πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1919 με πρόεδρο το μητροπολίτη Κερύνιας, τον οποίο εκπροσωπούσε ο διάκονος του Ιάκωβος Αρνόπουλος. Γραμματείς ήταν οι Σωκράτης Γεωργιάδης, Γιαννακός Χ" Νικολάου και Λοίζος Ιερείδης. Η συνέλευση αυτή αποφάσισε την ίδρυση "Ελληνικής Σχολής". Επίσης, αποφάσισε να παραχωρηθεί μέρος της αυλής της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στην Ευρύχου για να κτιστεί το οίκημα όπου θα στεγαζόταν η Σχολή.
Στον ίδιο χρόνο χτίστηκε μια πτέρυγα έκτασης 120 μέτρων από δωρεές των κατοίκων και εθελοντική προσφορά. Λειτούργησε στην αρχή με τριάντα μαθητές, μεταξύ των οποίων ο Πλούταρχος Ευλογημένος από την Ευρύχου, ο Αλέξανδρος Πιπερίδης από τη Γαλατά και ο Χριστής Κυριακίδης από την Κακοπετριά, ο μετέπειτα μητροπολίτης Κερύνιας, Κυπριανός. Οι πρώτοι τριάντα μαθητές προέρχονταν από την Ευρύχου, τη Λινού, την Τεμπριά, τη Φλάσου την Κακοπετριά, τη Γαλάτα, τα Κατύδατα, τον Άγιο Γεώργιο, το Καλό Χωριό, την Κοράκου και τη Μόρφου.
Μερικοί από το πρώτο διδακτικό προσωπικό ήταν οι Σωκράτης Γεωργιάδης, Πέτρος Παπαπέτρου, Μιχαήλ Ζαννεττίδης, Ιάκωβος Αρνόπουλος και Αλκιβιάδης Χαραλάμπους. Η πρώτη Σχολική Εφορεία αποτελούνταν από τους Γιάννη Κινάνη, Σωκράτη Γεωργιάδη, Θεοχάρη Γαβριηλίδη, Φίλιππο Λοϊζου, Ευριπίδη Μαραθεύτη, Νικόλαο Καμένο και Χαράλαμπο Κόκκινο.
Το 1920 και το 1927 προστέθηκαν η δεύτερη και τρίτη τάξη αντίστοιχα αφού οι μαθητές αυξάνονταν συνεχώς. Μαθητές αυτή την περίοδο έστελναν και η Πέτρα, ο Οίκος, ο Μουτουλλάς, τα Σπήλια, Λεύκα και από το 1927 η Κυπερούντα. Το οίκημα ήταν πολύ πιο μικρό. Χωριζόταν με ξύλινα διαχωρίσματα και χρησιμοποιούνταν επίσης για τελετές και θεατρικές παραστάσεις.
Το 1927 με την προσθήκη τρίτης τάξης η Σχολή μετονομάστηκε σε "Πρακτική Ελληνική Σχολή" και αναβαθμίστηκε. Έτσι προστέθηκε και τετάρτη τάξη το 1932, για τη στέγαση της οποίας χρησιμοποιήθηκαν γειτονικά σπίτια. Οι μαθητές αποκτούσαν ικανοποιητική μόρφωση και με τις εξετάσεις Ordinary μπορούσαν να εργοδοτηθούν. Το 1950 η Σχολή ανακηρύχτηκε σε Κλασικό Γυμνάσιο. Αργότερα προστέθηκε η πέμπτη και έκτη τάξη.
Το 1953 έγινε η μεταστέγαση της Σχολής στο χώρο που βρίσκεται σήμερα. Η κατάθεση του θεμέλιου λίθου έγινε στις 22 Φεβρουαρίου 1953 από τον Μητροπολίτη Κυπριανό. Από τις 28 Ιουνίου 1955 με βασιλικό διάταγμα αναγνωρίστηκε ισότιμο με τα εξατάξια ελλαδικά Γυμνάσια. Το 1963 λειτούργησε στη Σχολή Τμήμα Πρακτικών Γνώσεων, το 1964 Τμήμα Φυσικών Επιστημών και το 1965 Τμήμα θετικών Επιστημών (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείο ΡΙΚ)
Το 1983 έγινε ο διαχωρισμός της Σχολής σε Γυμνάσιο και Λύκειο από τρεις τάξεις. Εκείνη τη χρονιά οι μαθητές ήταν συνολικά 784. Με την τουρκική εισβολή ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε στους 1000 λόγω της προσφυγοποίησης. Για την κάλυψη των διδακτικών αναγκών λειτούργησαν δύο περίοδοι φοίτησης, η πρωινή και η απογευματινή.
Το 1987 είχε αποφασιστεί από την κυβέρνηση η μεταφορά των μαθητών της Κυπερούντας στον Αγρό. Με αυτή την απόφαση όμως μειωνόταν δραματικά ο αριθμός των μαθητών της Σχολής γι' αυτό με κινητοποιήσεις της Σχολικής Εφορείας του Συνδέσμου Γονέων και των μαθητών έγινε κατορθωτό να γίνεται η εγγραφή των μαθητών από το Ποτάμι, τη Βυζακιά και το Νικητάρι στη Σολέα. Με την πάροδο των χρόνων ανεγέρθηκαν νέες αίθουσες, οι περισσότερες με δωρεές. Έτσι, η Σχολή πήρε τη σημερινή της μορφή.
Από την ίδρυση της η Σχολή μέχρι το 1960 δε δεχόταν καμία οικονομική βοήθεια και αυτό για να μένει ανεξάρτητη από την αγγλική κατοχή. Τα οικονομικά της έσοδα τα εξασφάλιζε από βοηθήματα εκκλησιών, τις εγγραφές και τα δίδακτρα των μαθητών τα οποία μέχρι το 1930 ήταν £1.10 για κάθε μαθητή το χρόνο. Παρόλη τη δύσκολη οικονομική της κατάσταση η Σχολή κρατήθηκε και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μόρφωση των κατοίκων της περιοχής.
Σημαντικότεροι ευεργέτες της Σχολής ήταν ο Σωκράτης Γεωργιάδης, ο Ξενοφώντας Κουμπαρίδης, ο "Μάστρε", Φίλιππος Λοϊζου και ο Γιάννης Κινάνης οι οποίοι διετέλεσαν ιδρυτές και πρόεδροι της Σχολικής Εφορείας.