Παναγίας Οδηγήτριας ναός

Το γνωστό Μπετεστάν στην κατεχόμενη Λευκωσία

Image

Ο ναός της Παναγίας Οδηγήτριας βρίσκεται δίπλα από το ναό της αγίας Σοφίας στην κατεχόμενη Λευκωσία. Το κτίριο σήμερα είναι γνωστό ως «Μπετεστάν» (Bedestan), τούρκικη λέξη και σημαίνει στεγασμένη αγορά.Όταν η Κύπρος βρισκόταν υπό την κατοχή των Οθωμανών το κτίριο λειτουργούσε ως αγορά κυρίως υφαντών ενώ για κάποιο διάστημα στο κτίριο αποθηκευόταν σιτάρι. 

Στο χώρο που βρίσκεται σήμερα υπήρχε βυζαντική βασιλική του 6ου αιώνα, όπως ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1937. Η βασιλική αυτή ξανακτίστηκε και ανακαινίστηκε τον 12ο αιώνα από τους Λουζινιανούς. Επι Φραγκοκρατίας επιδιορθώθηκε ξανά κατά τον 14ο αιώνα και τον 15ο αιώνα κατασκευάστηκε η βόρεια πρόσοψη με την πλούσια διακοσμημένη γοτθική πύλη και το θόλο του κυρίως ναοού. Επι Ενετοκρατίας λειτουργούσε ως ελληνορθόδοξος καθεδρικός ναός.

Το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας από του Οθωμανούς (1570).

 

Βλέπε λήμμα: Η άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς

 

Αρχιτεκτονική

Αποτελείται κυρίως από έναν συνδυασμό βυζαντινής και γοτθικής αρχιτεκτονικής, η τελευταία προστέθηκε από τους Λουζινιανούς, αλλά ενσωματώνει και στοιχεία αναγεννησιακού γαλλικού, βενετσιάνικου και ισπανικού αρχιτεκτονικού ύφους. Χρησιμοποιεί ένα διασταυρωμένο δομικό ύφος και διάταξη που ανήκει στην βυζαντινή περίοδο αλλά ενσωματώνει έναν σηκό με υψηλή οροφή που ανήκει στο γοτθικό ύφος. Το νότιο διπλό κλίτος είναι κατάλοιπο της βυζαντινής εκκλησίας και το μεσαίο τμήμα είναι το αρχαιότερο τμήμα του κτηρίου. Το βόρειο εξωτερικό τμήμα του ναού έχει τις πιο περίτεχνες διακοσμήσεις και τοιχοποιΐες. Αυτή η πρόσοψη βρίσκεται απέναντι από τις μπροστινές καμάρες της Αγίας Σοφίας (τζαμί Σελιμιγιέ).   Η είσοδος περνάει μέσα από μια περίτεχνη γοτθική πύλη, που περιλαμβάνει στοιχεία της αναγεννησιακής ιταλικής αρχιτεκτονικής. Οικόσημα βρίσκονται και στις δυο πλευρές της εισόδου. Στην πρόσοψη της εισόδου περιλαμβάνονται επίσης πολλά αγαλματίδια ζώων.

 

Ο ναός αυτός είναι ένας ιδιόρρυθμος φραγκοβυζαντινός αρχιτεκτονικός τύπος, που συνδυάζει τη γοτθική βασιλική με τον βυζαντινό τρούλο. Στα πολυγωνικά κιονόκρανα των δύο ανατολικών στηλών, οι οποίες υποβαστάζουν τον τρούλο, παριστάνονται δύο χέρια τα οποία ευλογούν κατά τον ορθόδοξο τρόπο και το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Η κύρια είσοδος του ναού, με το σκαλιστό κλιμακωτό υπέρθυρο, φέρει ανάγλυφες παραστάσεις ενός αρχιερέως και έξι οικοσήμων ιταλικής τεχνοτροπίας με ενετικά και εραλδικά εμβλήματα, τα οποία μαρτυρούν χρονολόγηση ανακαίνισής του, στις αρχές της βενετικής κυριαρχίας στην Κύπρο.

 

Βλέπε λήμμα: Βενετοκρατία

 

Μαρτυρίες επισκεπτών

Την ίδια περίπου εποχή δύο περιηγητές, ο Pierre Mesenge το 1507 και ο Jacques le Saige το 1518, μας πληροφορούν ότι ο ναός αυτός της Παναγίας ήταν ο καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων. Ο χρονογράφος, επίσης, Estienne de Lusignan αναφέρει το επίθετο Χρυσοδεή(σ)τρια για την Παναγία, στο όνομα της οποίας ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος. Οι γνώμες των ειδικών διίστανται σχετικά με τις χρονολογίες των διαφόρων τμημάτων του ναού.

Ο ναός, είναι γνωστός ως Άγιος Νικόλαος, εσφαλμένη σαφώς άποψη, η οποία έχει επικρατήσει και διαιωνίζεται εδώ και περισσότερο από δύο αιώνες. Η ταύτιση του αρχιερέα, στο υπέρθυρο, με τον Άγιο Νικόλαο είχε γίνει από τον Giovanni Mariti, όταν περί το 1769 είχε επισκεφθεί το μνημείο. Την ίδια άποψη στήριξε κατά το 1840 και ο Γάλλος ιστορικός της περιόδου της φραγκοκρατίας στην Κύπρο Louis de Mas Latrie και αργότερα ο σημαντικότερος μελετητής των γοτθικών μνημείων της Κύπρου Camille Enlart. Θεωρήθηκε ότι ο ναός ανήκε στον Άγιο Νικόλαο, γιατί πίστεψαν ότι επρόκειτο για την εκκλησία της Μονής του Τάγματος του Αγίου Θωμά του Canterbury.

 

Κατά την τουρκοκρατία χρησίμευσε ως αγορά, γι΄ αυτό και είναι γνωστή ευρέως ως Bedestan και, αργότερα επί αγγλοκρατίας, ως σιταποθήκη. Ο de Bruyn το 1700 είχε επισκεφθεί το ναό, όταν ήταν αγορά, και τον περιέγραψε. Επίσης, στο χάρτη της Λευκωσίας του Herbert Horatio Kitchener, του  1881, το μνημείο αναφέρεται ως Άγιος Νικόλαος. Καμία πηγή έως σήμερα δεν έχει επιβεβαιώσει τη σχέση του Αγίου Νικολάου με τον εν λόγω ναό, αν και απ΄ όλους αναφέρεται ως Άγιος Νικόλαος ή Bedestan. Το πιο σημαντικό παραμένει ότι ανασκαφές που έγιναν κάτω από την αψίδα του ιερού έφεραν στο φως τα ερείπια μιας παλαιάς βυζαντινής εκκλησίας και το γεγονός αυτό, ασφαλώς, παρέχει στοιχεία ώστε να αναθεωρήσουμε την ιστορία του σημαντικού αυτού μνημείου, το οποίο είναι γοτθικού ρυθμού με ένα τρούλο στο κέντρο και που φαίνεται ότι έχει υποστεί μετατροπές. Η ιστορία του ναού ανάγεται στον 5ο αιώνα, σύμφωνα με τα πορίσματα των ανασκαφών, και πρέπει να ξαναοικοδομήθηκε κατά τον 13ο αιώνα.

 

Παλαιότερη μνεία για το ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας απαντά ήδη σε ελληνικό χειρόγραφο του 12ου αιώνα, που διασώζεται στο Παρίσι. Η συγκεκριμένη είδηση βρίσκεται σημειωμένη στο περιθώριο του χειρογράφου με ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 1389 και μαρτυρεί ότι ο σπουδαίος ναός της Παναγίας της Οδηγήτριας υφίστατο και ανήκε στους ορθοδόξους. Η σημείωση αφορά στο θάνατο και στην ταφή του ιατρού Πεσέρ, ο οποίος είχε ταφεί στην εκκλησία της Οδηγήτριας. «… ετελεύτησεν γιατρός ο Πεσέρ και ετάφη εις την Οδηγήτρια… ». Επίσης και σε άλλες σημειώσεις στο ίδιο χειρόγραφο γίνονται αναφορές στον εν λόγω ναό. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι, στις 3 Φεβρουαρίου 1390, έγινε η χειροτονία στο ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας του παπά Κωνσταντίνου Ξηρού και, στις 13 Φεβρουαρίου 1395, έγινε η ταφή της Μαρίας, συζύγου του Ιωάννη του Φιλλομάτη, θυρωρού (πουρτάρη) του ιδίου ναού. Επιπρόσθετα, στην Παναγία την Οδηγήτρια τάφηκε, στις 9 Δεκεμβρίου του 1395, ο παπά Βασίλης Αρμενόπουλλος και, στις 28 Νοεμβρίου του 1402, ετάφη ο Γεώργιος Ορκομασιάτης. Αναφορά για το ναό γίνεται και σε χειρόγραφη σημείωση του έτους 1516, στην οποία αναφέρεται ως ναός της υπεραγίας Θεοτόκου της καθολικής Λευκωσίας, της Χρυσωδηγήτριας ή και ως ναός της καθολικής Οδηγήτριας.

Στο υπέρθυρο της κεντρικής πύλης του ναού υπάρχει ανάγλυφο, το οποίο παριστάνει την Κοίμηση της Θεοτόκου, και το οποίο πιστεύεται ότι ανήκει στον 15ο αιώνα. Ο καθεδρικός αυτός ναός των Ορθοδόξων, αναφέρεται και στον γνωστό Θρήνο της Κύπρου, στον οποίο καταγράφεται η κατάκτηση της μεγαλονήσου από τους Τούρκους. Τα στοιχεία τα οποία έχει αποθησαυρίσει η ερευνήρια- ιστορικός Νάσα Παταπίου στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας και αναφέρονται στο ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η Παναγία η Οδηγήτρια, υπήρξε ο μητροπολιτικός ναός των Ορθοδόξων.

 

Στην ανέκδοτη έκθεση για την Κύπρο του Βενετού τοποτηρητή Silvestro Minio, της οποίας περίληψη έχει δημοσιευθεί στα Ημερολόγια του Marino Sanudo και η οποία φέρει ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1530, αναφέρονται τα εξής σχετικά. Στην πόλη της Λευκωσίας, γράφει ο τοποτηρητής, υπάρχουν εκκλησίες και μοναστήρια, τόσο λατινικά όσο και ελληνικά, με πολλά εισοδήματα και τα οποία λειτουργούνται. Σπουδαιότεροι ναοί είναι ο καθεδρικός των Λατίνων της Αγίας Σοφίας και ο καθεδρικός των Ελλήνων η Αγία Οδηγήτρια, η οποία σημειώνεται κατά παραφθοράν ως Αγία Editria (episcopato greco qual e Santa Editria). Ο Φραγκίσκος Bragadin υπηρέτησε ως τοποτηρητής Κύπρου από τον Απρίλιο του 1529 έως τα τέλη του 1531 και η ανέκδοτη έκθεσή του φέρει χρονολογία 8 Νοεμβρίου 1531. Στην έκθεση αυτή αναφέρει ρητώς ότι η εκκλησία της ελληνικής επισκοπής είναι η Αγία Οδηγήτρια, ονομασία η οποία απαντά στο χειρόγραφο επακριβώς ως Santa Odigritia.

 

Ανεκτίμητης αξίας μαρτυρία για το ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας περιέχεται στη διαθήκη του Ευγενίου Συγκλητικού, ορθόδοξου το θρήσκευμα και πρώτου κόμη Rochas. Η διαθήκη συντάχθηκε το 1538 στη Βενετία και το ίδιο το κείμενό της περιέχει πλούσια στοιχεία για τη Λευκωσία και, κυρίως, για εκκλησίες, κατοικίες, ακόμη και πλατείες, οι οποίες κατεδαφίστηκαν το 1567, κατά την οικοδόμηση της νέας οχύρωσης της πρωτεύουσας. Για τον εν λόγω ναό, ο οποίος αναφέρεται στη συγκεκριμένη πηγή ως καθεδρικός, η διαθήκη μάς αποκαλύπτει ότι υπήρχε σ΄ αυτόν Scuola Greca, αποκαλούμενη της Αγίας Οδηγήτριας. Η ύπαρξη εδώ της Scuola Greca πρέπει να ερμηνευθεί ως Ορθόδοξη Θρησκευτική Αδελφότητα της Αγίας Οδηγήτριας, της οποίας φαίνεται ότι ο Ευγένιος Συγκλητικός, ως οικονομικά εύρωστος, ήταν μέλος. Ο διαθέτης άφηνε 12 δουκάτα ετησίως και εις το διηνεκές, για να δαπανώνται υπέρ της ιδίας της Αδελφότητας. Ο Ευγένιος Συγκλητικός, επίσης, κληροδοτούσε, μετά θάνατον, τις τρεις χρυσοΰφαντες ενδυμασίες του (veste d΄oro) σε τρεις μονές, από μία στην κάθε μία: στο μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού στη Βενετία, στη μονή του Αγίου Μάμαντος Μόρφου και στο ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας στη Λευκωσία (Sancta Oditria di Nicossia).

 

Ο συντάκτης του Θρήνου της Κύπρου, λίγο μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους, σημειώνει: « … Αρχίνησαν τες εκκλησιές να τες καταχαλούσιν / και όσες τους εφάνησαν, μετζίτια τες κρατούσιν, / ΄Κλησίαν της Αγιάς Σοφιάς, οπού ΄τονε ρηγάτον / Αγίαν Κατερίναν τε, οπού ΄ταν πισκοπάτον, / της Ελεούσης εκκλησιάν, οπού ΄τουνε κοντά των / κι άλλην της Οδηγήτριας, οπού ΄ν΄ καθολικάτον / όλες τες εκρατήσασιν διά να μετανοιάζουν / και τον πικρόν τους λαλαγμόν μέσα να αλαλάζουν…».

 

Λεόντιος Μαχαιράς

Σημαντική είδηση για την ιστορία του ναού είναι η αναφορά του χρονογράφου μας Λεοντίου Μαχαιρά για την Παναγία την Οδηγήτρια, όταν οι Σαρακηνοί επέδραμαν εναντίον της Κύπρου. Αν και δεν μνημονεύεται από τον Μαχαιρά χρονολογία, πρέπει χωρίς αμφιβολία να αναφέρεται στο έτος 1426, όταν οι Μαμελούκοι εισέβαλαν στην Κύπρο και μετά την ήττα του Φράγκου βασιλιά, στη μάχη της Χοιροκοιτίας, επέβαλαν φόρο υποτέλειας στο βασίλειο. Όπως σημειώνει: «… οι Σαρακηνοί ηύραν εις την Οδηγήτριαν το κοιμητήριν του αγίου Τριφυλλίου, και ανοίξαν το και ηύραν τον άγιο του θεού σωστόν και εκόψαν την κεφαλήν του και επήραν την ώδε όπου είνε η λότζα του βισκούντη, και επίασα να τον κάψουν». Η πληροφορία αυτή,  ενισχύει και συνηγορεί στα όσα έφεραν στο φως οι ανασκαφές, στο Bedestan, για την ύπαρξη μιας παλαιότατης βυζαντινής εκκλησίας. Το γεγονός ότι ο \’Αγιος Τριφύλλιος, μαθητής του Αγίου Σπυρίδωνος και επίσκοπος Λεδρών, είχε ταφεί στην Αγία Οδηγήτρια, δεν μπορεί παρά να αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο της μακραίωνης ιστορίας του ναού.

 

Ανακαίνιση και σημερινή χρήση

Κατά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963 το Μπετεστάν περιήλθε στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας και για πολλά χρόνια έμεινε κλειστο. Από τον Ιούνιο 2004 έως το 2009, το UNDP PFF ανέλαβε να ανακαινίσει το κτίριο με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το  Evkaf. Το έργο αποκατάστασης πραγματοποιήθηκε από το ITABC Institute of CNR. Κατά την διάρκεια της ανακαίνισης, οι τοίχοι του κτηρίου καθαρίστηκαν και οι θόλοι ενισχύθηκαν χρησιμοποιώντας παραδοσιακά οικοδομικά υλικά και τεχνικές. Με την ολοκλήρωση της ανακαίνισης, το κτίριο άνοιξε ως πολιτιστικό κέντρο στις 9 Δεκεμβρίου 2009, οπόταν και απονεμήθηκε στο έργο το βραβείο Europa Nostra για την κατηγορία της Έρευνας.

 

Πηγές

*Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

*Νάσα Παταπίου- Ιστορικός-Ερευνήτρια Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου ΠΟΛΙΤΗΣ – 11/07/2010, Σελίδα: 73

 

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image