Η Μαρία Κομνηνού ήταν πιο γνωστή ως η Δούκισσα της Κύπρου. Κάποιοι χρονογράφοι την αποκαλούν και η Πριγκίπισα χωρίς όνομα. Γεννήθηκε γύρω στο 1177 και ήταν κόρη του τελευταίου Βυζαντινού Κυβερνήτη Κύπρου Ισαάκιου Κομνηνού. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες αναφέρεται και ως Βεατρίκη. Μήτέρα της ήταν μια Αρμένισσα πριγκίπισσα το όνομα της οποίας δεν είναι γνωστό. Ήταν κόρη του πρίγκιπα Θωρού Β΄ της Αρμενίας και της Ισαβέλλας, κόρης του κόμη Ιωσήλινου Β΄ της Έδεσσας.
Η Μαρία ή Βεατρίκη ή Δούκισσα της Κύπρου έζησε μια περιπετειώδη ζωή ως όμηρος κοντά σε βασιλιάδες αλλά και ως ευγενής σε αυλές της Ευρώπης.
Στην αυλή του Βοημούνδου
Ήταν όμηρος στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας από το 1182 έως τουλάχιστον το 1184. Όταν ο πατέρας της Ισαάκιος Κομνηνός, τότε διοικητής της Κιλικίας και μετέπειτα Κυβερνήτης της Κύπρου (1182 -1191) είχε συλληφθεί από τον Αρμένιο Ρουμπέν των Ορέων της Κιλικίας ύστερα από επίθεσή του κατά του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου. Οταν ο Ρουμπέν τον πρόσφερε στον σουλτάνο, αλλά αυτός αρνήθηκε να τον παραλάβει, τον πρόσφερε στον Βοημούνδο Γ' της Αντιοχείας, που ζήτησε 60.000 βυζάντια ως λύτρα για να τον απελευθερώσει. Ο Ισαάκιος τότε απευθύνθηκε στους πλούσιους Κυπρίους, με τους οποίους πρέπει να είχε ήδη επικοινωνία, και τους ζήτησε τα λύτρα. Αυτοί του έστειλαν μόνο τα μισά, που τα πλήρωσε, αφήνοντας ως ενέχυρο για τα υπόλοιπα τον γιο του και την κόρη του Μαρία Κομνηνού.
Όταν ο Ισαάκιος ανεξαρτητοποιήθηκε από την Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός ως πρίγκιπας - άρχων της Κύπρου από τους προκρίτους του νησιού, ο Βοημούνδος του ζήτησε τα υπόλοιπα λύτρα. Ο Ισαάκιος αρνήθηκε να τα παραδώσει στους απεσταλμένους του Βοημούνδου και τα παρέδωσε αντί σ' αυτούς, στους Ναΐτες, που όμως τους τα άρπαξαν πειρατές καθώς τα μετέφεραν στον Βοημούνδο. Γι’ αυτό τα δυο παιδιά του Ισαακίου κρατήθηκαν ως όμηροι του Βοημούνδου Γ' ως την άλωση της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαντίν, οπότε και απελευθερώθηκαν στις 2 Οκτωβρίου 1187.
Ριχάρδος
Η Μαρία Κομνηνού αιχμαλωτίστηκε και το 1191 κατά τη διάρκεια του σύντομου πολέμου μεταξύ του πατέρα της και του βασιλιά Ριχάρδου Α΄ της Αγγλίας. Τότε ο ο Ριχάρδος κατέλαβε την Κύπρο και ο Ισάακιος φυλακίστηκε μέχρι το θάνατο του. Η Δούκισσα της Κύπρου Μαρία Κομνηνού έμεινε αιχμάλωτη των Άγγλων, μέχρι το 1194. Οι Άγγλοι σύμφωνα με τις μαρτυρίες της φέρθηκαν καλά. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους, την Ιταλία και τη Γαλλία. Μετά την απελευθέρωσή της, παρέμεινε στη Γαλλία. Το 1199 ή το 1200 παντρεύτηκε τον κόμη Ραϋμόνδο ΣΤ΄ της Τουλούζης, αποτελώντας την πέμπτη σύζυγό του. Χώρισαν στα τέλη του 1202 ή στις αρχές του 1203, οπότε παντρεύτηκε τον Τιερί της Φλάνδρας, ο οποίος προσπάθησε να διεκδικήσει την Κύπρο για λογαριασμό της. Μετά την αποτυχημένη αυτή επιχείρηση, το ζευγάρι πήγε στην Αρμενία της Κιλικίας. Η τύχη της στη συνέχεια είναι άγνωστη.
Αναφορές στο όνομα της
Η Δούκισσα της Κύπρου προσδιορίζεται στα σύγχρονα χρονικά και έγγραφα ως «κόρη του Ισαάκιου» (filia Isaaci) ή «κόρη του αυτοκράτορα της Κύπρου» (filia imperatoris [Cypri], fille de l'Empereor de Chypre). Τα χρονικά που καταγράφουν τον δεύτερο γάμο της δεν κατονομάζουν ούτε τον σύζυγό της, αν και η ταυτότητά του μπορεί να συναχθεί από τις πληροφορίες που δίνονται.
Ο Wipertus Rudt de Collenberg προτείνει ότι η κόρη του Ισαάκιου μπορεί να είναι η domicella (δεσποινίς) Beatrice που αναφέρεται πρώτη μεταξύ των γυναικών δικαιούχων της διαθήκης της Ιωάννας της Αγγλίας, βασίλισσας της Σικελίας και τέταρτης συζύγου του Raymond της Τουλούζης, το 1199. Έλαβε το μεγάλο ποσό των 200 μάρκων, ενώ οι άλλες κυρίες έλαβαν 140 μάρκα (Alice), 100 (Helysabeth), 60 (Philippa) και 15 (Malekakxa). Αυτή και η Αλίκη κληρονόμησαν επίσης δύο σεντούκια στο Βερντέν και το περιεχόμενό τους. Ο τίτλος domicella (υποκοριστικό του lady) υποδηλώνει ανύπαντρη κοπέλα ευγενούς καταγωγής. Το όνομα Βεατρίκη θα ήταν κατάλληλο για την κόρη του Ισαάκ, δεδομένου ότι και οι δύο προγιαγιάδες της από τη μητέρα της έφεραν το όνομα: η Βεατρίκη της Saone και η κόρη του κόμη Hugh του Rethel. Η προ-προ-προγιαγιά της, κόρη του Κωνσταντίνου Α΄ της Αρμενίας, ονομαζόταν επίσης Βεατρίκη.
Παιδική ηλικία
Η Μαρία Κομνηνού γεννήθηκε πιθανότατα το 1177 ή το 1178. Είχε έναν αδελφό, το όνομα του οποίου είναι επίσης άγνωστο. Οι γονείς της παντρεύτηκαν πιθανότατα το 1175 ή το 1176. Ο πατέρας της, Ισάακιος ο οποίος γεννήθηκε μεταξύ 1155 και 1160, είχε αρχικά διοριστεί κυβερνήτης της Κιλικίας (μεταξύ 1173 και 1175). Η μητέρα της, το όνομα της οποίας είναι επίσης άγνωστο, ήταν κόρη του πρίγκιπα Θωρού Β΄ της Αρμενίας και της Ισαβέλλας, κόρης του κόμη Ιωσήλινου Β΄ της Έδεσσας. Έτσι, η Δούκισσα της Κύπρου είχε συγγένεια με τις ηγετικές οικογένειες του Βυζαντίου και της Αρμενίας, καθώς και με μία από τις ηγετικές οικογένειες των σταυροφόρων του Οτρεμέρ.
Αφού ξέσπασαν μάχες μεταξύ του Βυζαντίου και της Αρμενίας, ο πατέρας της Ισαάκιος αιχμαλωτίστηκε. Αυτό συνέβη ίσως ήδη από το 1176, σίγουρα όμως από το 1180. Το 1182 παραδόθηκε στον πρίγκιπα Βοημόνδο Γ΄ της Αντιόχειας σε ανταλλαγή αιχμαλώτων. Έδωσε τα παιδιά του ως ομήρους στον Βοημόνδο προκειμένου να επιτύχει την απελευθέρωσή του. Όταν η τελική πληρωμή των υπόλοιπων 30.000 βυζαντινών κλάπηκε από πειρατές, αρνήθηκε να τα ξαναπληρώσει και έτσι η Μαρία και ο αδελφός της παρέμειναν όμηροι στην αυλή του πρίγκιπα της Αντιόχειας για άλλα δύο χρόνια. Η απελευθέρωσης τους έγινε πιθανότατα γύρω στο 1184, αλλά ο Ροζέρ του Χάουντεν το τοποθετεί γύρω στην εποχή της πτώσης της Ιερουσαλήμ το 1187.
Ο θάνατος του αδελφού της μεταξύ του 1187 και του 1191, άφησε τη Δούκισσα μοναδική κληρονόμο του πατέρα της. Σύμφωνα με τον Χάουντεν, ο Ισαάκιος σκότωσε τη γυναίκα του και στη συνέχεια τον γιο του, αλλά αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο. Η πρώτη του σύζυγος είχε πιθανότατα πεθάνει μέχρι το 1184 ή αλλιώς επέλεξε να παραμείνει στην πατρίδα της, οπότε θα είχε πάρει διαζύγιο. Μέχρι το 1191 ο Ισάακιος είχε ξαναπαντρευτεί μια νόθα κόρη του βασιλιά Γουλιέλμου Α΄ της Σικελίας.
Αγγλική αιχμαλωσία
Μεταξύ 1 και 22 Μαΐου 1191, ο Ισαάκιος Κομνηνός ενεπλάκη σε σύγκρουση με το αγγλικό απόσπασμα που έλαβε μέρος στην Τρίτη Σταυροφορία. Απείλησε τη Βερεγγάρια, την αρραβωνιαστικιά του βασιλιά Ριχάρδου Α΄ της Αγγλίας, και ο Ριχάρδος αποβίβασε αμέσως στρατεύματα και κατέλαβε τη Λεμεσό, ενώ ο Ισαάκιος υποχώρησε μετά από κάποιες αψιμαχίες. Στις 16 Μαΐου οι δύο τους συναντήθηκαν και ο Ριχάρδος απαίτησε από τον Ισαάκιο να καταβάλει αποζημίωση, να θέσει στη διάθεσή του μια μικτή δύναμη ιππικού και πεζικού και να παραδώσει την κόρη του και τη νέα του σύζυγο ως ομήρους. Σύμφωνα με τον Χάουντεν, ο Ριχάρδος θα μπορούσε να κανονίσει τον γάμο της κόρης του και σε αντάλλαγμα ο Ριχάρδος θα τον προίκιζε με την Κύπρο. Ο Ισαάκιος αρνήθηκε τους όρους αυτούς και υποχώρησε προς τα βόρεια. Ενώ ο Ριχάρδος βρισκόταν άρρωστος στη Λευκωσία, ο σύμμαχός του Γκυ του Λουζινιάν επιτέθηκε στο κάστρο της Κερύνειας «από ξηρά και θάλασσα» στις 21 Μαΐου, έχοντας μάθει ότι η κόρη του Ισαάκιου βρισκόταν εκεί. Σύμφωνα με τον Ροζέ του Χάουντεν και το Chronique d'Ernoul, που τοποθετούν τον Ριχάρδο στην Κερύνεια, η Δούκισσα, που ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών, βγήκε από το κάστρο, έπεσε στα πόδια του Ριχάρδου και παρέδωσε, τόσο τον εαυτό της, όσο και το φρούριο. Ο Ριχάρδος την έπιασε από το χέρι και τη βοήθησε να σηκωθεί στα πόδια της.
Σύμφωνα με το Itinerarium regis Ricardi, όταν έμαθε για την αιχμαλωσία της κόρης του ο Ισαάκιος απελπίστηκε «επειδή την αγαπούσε πολύ». Ο Ρότζερ του Χάουντεν είναι ακόμη πιο έντονος, γράφοντας ότι «την αγαπούσε [αυτήν] περισσότερο από κάθε άλλο πλάσμα». Δεν υπάρχει καμία βάση για τον ισχυρισμό του H. W. C. Davis ότι ο Ριχάρδος απείλησε να σκοτώσει την αιχμάλωτή του για να πείσει τον Ισαάκιο να παραδοθεί. Ο ποιητής Αμβρόσιος καταγράφει τη συγκινητική επανένωση πατέρα και κόρης στην αιχμαλωσία την 1η Ιουνίου 1191, όταν ο Ριχάρδος εγκατέλειψε την Κύπρο, παίρνοντας τους αιχμαλώτους του μαζί του στην Άκρα.
Το Chronica anonymi Laudunensis canonici περιγράφει την Μαρία Κομνηνού ως όμορφη (speciosa). Ο Ralph de Diceto θεώρησε μάλιστα απαραίτητο να καταδικάσει εκείνους που κατηγορούσαν τον Ριχάρδο για έλξη προς την αιχμάλωτή του. Σύμφωνα με το Itinerarium, ο Ριχάρδος την έβαλε «υπό κράτηση, για να μην την παρασύρουν» (in custodiam ne forte raperetur), πράγμα που υποδηλώνει φυσικό περιορισμό. Το Chronique d'Ernoul και το Histoire d'Eracles ισχυρίζονται ότι φυλακίστηκε στο Margat μαζί με τον πατέρα της, αλλά ο Ralph λέει ότι «διατηρήθηκε υπό τιμητική επιτήρηση στη βασιλική αίθουσα με τις δύο βασίλισσες», τη βασίλισσα του Ριχάρδου, Βερεγγάρια, και την αδελφή του Ιωάννα, χήρα βασίλισσα της Σικελίας. Ο Ambroise, σχολιάζοντας τη σύλληψή της, λέει επίσης ότι στάλθηκε στη βασίλισσα όχι για φύλαξη αλλά για την εκπαίδευσή της: Και η νεαρή κόρη του μια πολύ όμορφη κοπέλα με σπάνια ομορφιά.
Ο Ισαάκιος σύμφωνα με κάποιες αναφορές έχασε επαφή με την κόρη του στα τέλη του 1202 ή στις αρχές του 1203, όταν αυτή παντρεύτηκε τον Τιερί της Φλάνδρας, ο οποίος προσπάθησε να διεκδικήσει την Κύπρο για λογαριασμό της. Η επικρατούσα άποψη πάντως είναι ότι ο Ισάακιος πέθανε γύρω στο 1195. Μετά την αποτυχημένη αυτή επιχείρηση, το ζευγάρι πήγε στην Αρμενία της Κιλικίας. Η τύχη της στη συνέχεια είναι άγνωστη.
Πηγές: