Λαγιάρντ σερ Ώστεν Χένρυ Sir Austen Henry Layard

Image

Άγγλος πολιτικός και διπλωμάτης. Γεννήθηκε το 1817 και πέθανε το 1894. Προτού ενταχθεί στη διπλωματική υπηρεσία της χώρας του ασχολήθηκε με την αρχαιολογία και έγινε διάσημος με την ανακάλυψη και ανασκαφή της αρχαίας ασσυριακής πόλης Νινευή μεταξύ των ετών 1845-47 και 1849-51. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών του τα δημοσίευσε το 1853 στο έργο του Nineveh and Babylon.

 

Από το 1851 και μετά ο Λαγιάρντ ασχολήθηκε με την πολιτική. Στην αρχή εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό τον Πάλμερστον και στη συνέχεια υπηρέτησε σαν υφυπουργός Εξωτερικών το 1852 και κατά την τελευταία κυβέρνηση του Πάλμερστον (1858-1865). Υπηρέτησε επίσης σαν διευθυντής του τμήματος δημοσίων έργων στην κυβέρνηση του Γλάδστωνος και το 1868 διορίστηκε πρεσβευτής της Αγγλίας στη Μαδρίτη.

 

Παρόλο ότι ανήκε στο κόμμα των Φιλελευθέρων, διαφωνούσε με την πολιτική του Γλάδστωνος στο Ανατολικό ζήτημα και ιδιαίτερα με τη σφοδρή κριτική του εναντίον της Τουρκίας για τις σφαγές που διέπραξαν οι Τούρκοι στο Βατάκ της Βουλγαρίας το 1876. Περισσότερο συμφωνούσε με τις θέσεις του συντηρητικού πρωθυπουργού Ντισραέλι πάνω στο Ανατολικό ζήτημα, που απέβλεπαν στην υποστήριξη της Τουρκίας. Έτσι, όταν στις 30 Μαρτίου 1877 μετετέθη από τη Μαδρίτη σαν πρεσβευτής της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη, σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη κρίση του Ανατολικού ζητήματος, συνέβαλε στη διαμόρφωση της ανατολικής πολιτικής του Ντισραέλι με την οποία επιδιωκόταν η εξασφάλιση των αγγλικών συμφερόντων στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τη Μέση Ανατολή.

 

Όταν κηρύχτηκε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-78 η κυβέρνηση του Ντισραέλι παρακολουθούσε με μεγάλη ανησυχία την προέλαση των Ρώσων, αλλά δεν μπορούσε να παράσχει αποτελεσματική βοήθεια στην Τουρκία, επειδή η αγγλική κοινή γνώμη μετά τις επικρίσεις του Γλάδστωνος για τις τουρκικές βαρβαρότητες στη Βουλγαρία, δεν ευνοούσε την ενίσχυση της Τουρκίας. Όταν όμως η Ρωσία νίκησε την Τουρκία και της επέβαλε τους βαρείς όρους της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, στην Αγγλία έγινε περισσότερο συνειδητός ο ρωσικός κίνδυνος για τα αγγλικά αυτοκρατορικά συμφέροντα. Οι Ρώσοι βρίσκονταν στα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως, θα μπορούσαν δε οποτεδήποτε ήθελαν να καταλάβουν τα στενά του Βοσπόρου, που για την Αγγλία αποτελούσαν το κλειδί της Μεσογείου. Από τις περιοχές εξάλλου που κατέκτησαν στον Καύκασο, θα μπορούσαν να προελάσουν προς τον Περσικό κόλπο ή τη διώρυγα του Σουέζ και να αποκόψουν τους δρόμους επικοινωνίας της Αγγλίας με την πιο σπουδαία αποικία της αυτοκρατορίας τους, τις Ινδίες.

 

Η αναζήτηση εκ μέρους των Άγγλων μιας περιοχής ή ενός νησιού σε επίκαιρη στρατηγική θέση, από την οποία να μπορούν με στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις να ανακόψουν μια τέτοια καταστρεπτική για τα συμφέροντά τους εξέλιξη, οδήγησε στην επιλογή της Κύπρου σαν του κατάλληλου νησιού για να μετατραπεί σε αγγλική στρατιωτική και ναυτική βάση. Η επιλογή της Κύπρου έγινε από Άγγλους στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες που εξέτασαν πάρα πολλά σημεία και περιοχές από τα στενά του Βοσπόρου μέχρι και τα νησιά του Αιγαίου, τη Μέση Ανατολή και τον Περσικό κόλπο.

 

Ο Λαγιάρντ σ’ όλο το διάστημα της βαλκανικής κρίσης, είχεν επισημάνει στην κυβέρνησή του τη σημασία της ασιατικής Τουρκίας για την προστασία των στρατηγικών μεσανατολικών οδών προς τις Ινδίες και την ανάγκη ενίσχυσής της με μεταρρυθμίσεις που θα εισάγονταν με αγγλική πρωτοβουλία και υλική βοήθεια, ώστε η Τουρκία να καταστεί ικανή να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε μελλοντική ρωσική απόπειρα προέλασης προς νότον. Διαφωνούσε όμως με εκείνους που πίστευαν ότι η Κύπρος ήταν το καταλληλότερο μέρος για τους σκοπούς που την είχαν επιλέξει. Έχοντας γνωρίσει από τα νεανικά του χρόνια τη Μεσοποταμία, όπως και την ίδια την ασιατική Τουρκία, πίστευε πως κάποια πόλη ή περιοχή στις εκβολές του ποταμού Τίγρη προσφερόταν περισσότερο σαν στρατηγική βάση.

 

Ο διορισμός του Salisbury σαν υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας στα τέλη Μαρτίου του 1878 είχε σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω διαμόρφωση και εφαρμογή της πολιτικής του Ντισραέλι που απέβλεπε στην αντικατάσταση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου με μιαν άλλη που θα συμφωνείτο από όλες τις δυνάμεις τις ενδιαφερόμενες για την τύχη των ευρωπαϊκών εδαφών της Τουρκίας. Ταυτόχρονα η πολιτική εκείνη προνοούσε τη μυστική διαπραγμάτευση και σύναψη μιας αμυντικής συμμαχίας μεταξύ Αγγλίας - Τουρκίας, με την οποία τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Αγγλίας στις ασιατικές περιοχές της Τουρκίας θα προστατεύονταν.

 

Ο Λαγιάρντ είχεν αρκετήν ευχέρεια να επικοινωνεί με τους Τούρκους επισήμους και με τον ίδιο τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β΄ (1876-1909). Εκμεταλλευόμενος τις πολύ δύσκολες στιγμές που περνούσε η Πύλη και ο πανικοβλημένος από τις δυσμενείς εξελίξεις σουλτάνος, δεν δυσκολεύτηκε να διαπραγματευθεί τη συμφωνία με την οποία η Αγγλία καταλάμβανε την Κύπρο υπό τύπο προσωρινής κατοχής. Η συμφωνία αυτή, που είναι γνωστή σαν Αγγλοτουρκική Σύμβαση, υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Ιουνίου 1878 από τον Λαγιάρντ και τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Σαφβέτ πασά. Με τη συμφωνία αυτή η Αγγλία υποσχόταν ότι θα βοηθούσε την Τουρκία σε περίπτωση οποιασδήποτε μελλοντικής απόπειρας της Ρωσίας να καταλάβει τις ασιατικές κτήσεις του σουλτάνου. Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια αυτή ο σουλτάνος υποσχόταν ότι θα εισήγε μεταρρυθμίσεις στην κυβέρνησή του και για την προστασία των Χριστιανών και άλλων υπηκόων του. Η Αγγλία καταλάμβανε την Κύπρο, για να μπορέσει να κάμει τις αναγκαίες προετοιμασίες ώστε να είναι σε θέση να εκτελέσει την υποχρέωση που αναλάμβανε για προστασία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 

Με την ιστορική αυτή συμφωνία της 4ης Ιουνίου 1878, ο μακρόχρονος τουρκικός ζυγός των Κυπρίων τερματίστηκε, όχι όμως και πολλά από τα δεινά της Τουρκοκρατίας. Με τους όρους της συμπληρωματικής συνθήκης, που υπογράφτηκε από τον Λαγιάρντ και τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών την 1η Ιουλίου 1878, και που είναι γνωστή ως «Προσθήκη» στη Σύμβαση, η Αγγλία συμφωνούσε ανάμεσα σ’ άλλα να πληρώνει στην Πύλη το ετήσιο πλεόνασμα των προσόδων, αφού θα αφαιρούνταν τα έξοδα της διοίκησης. Το ποσό αυτό, που υπολογιζόταν κατ’ αρχήν στα 22.936 πουγγιά, οριζόταν ότι θα επαληθευόταν αργότερα. Ο όρος αυτός αποδείχτηκε ο πιο επώδυνος για τους Κυπρίους και καθυστέρησε σοβαρά την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του νησιού για πολλά χρόνια. Ακόμη ένας όρος που είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες ήταν εκείνος, σύμφωνα με τον οποίο η αγγλική κατοχή της Κύπρου θα διαρκούσε όσο η Ρωσία θα διατηρούσε τα εδάφη που είχε καταλάβει στον Καύκασο. Ο όρος αυτός προκαλούσε πολλή ανησυχία στους Κυπρίους (μέχρι το 1914, οπότε η Κύπρος προσαρτήθηκε από την Αγγλία) για ενδεχόμενη επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία και στους ξένους που με την αγγλική κατοχή επιθυμούσαν να κάμουν επενδύσεις κεφαλαίων στην Κύπρο. Και οι δυο όροι είχαν προταθεί από την Αγγλία, για να δίνεται η εντύπωση ότι η Αγγλία δεν αποσπούσε έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τη στιγμή μάλιστα που τόσο αντιδρούσε στην εκ μέρους της Ρωσίας αφαίρεση επαρχιών της Τουρκίας.

 

Δυο ακόμη επιπρόσθετες συμφωνίες που σχετίζονταν με την Κύπρο υπέγραψε ο Λαγιάρντ στην Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη, που ονομάστηκε Επιπρόσθετο Άρθρο, υπογράφτηκε στις 14 Αυγούστου 1878. Μ’ αυτήν η Πύλη εκχωρούσε στην Αγγλία για την περίοδο της κατοχής το δικαίωμα να θεσπίζει νόμους, να κάμνει συμβάσεις και να ρυθμίζει τις εμπορικές και προξενικές υποθέσεις της Κύπρου ανεξάρτητα από τον έλεγχο της Πύλης. Η δεύτερη υπογράφτηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1879 και μ’ αυτήν όλα τα δικαιώματα που είχαν επιφυλαχθεί στο άρθρο 4 της «Προσθήκης» και που αφορούσαν περιουσία, εισοδήματα και δικαιώματα της οθωμανικής κυβέρνησης, εξαγοράζονταν με την πληρωμή ετήσιας αποζημίωσης ύψους £5.000.

 

Η προσπάθεια της κυβέρνησης του Ντισραέλι να εφαρμόσει την ανατολική της πολιτική μέσα από την αγγλοτουρκική σύμβαση της 4 Ιουνίου 1878, πολύ γρήγορα προκάλεσε αμφιβολίες στον σουλτάνο για τις αγγλικές προθέσεις σχετικά με τη χώρα του. Ο φόβος του μήπως η Αγγλία μετατρέψει την αυτοκρατορία του σε αγγλικό προτεκτοράτο με πρόσχημα την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων, οδήγησε πολύ γρήγορα στην εγκατάλειψη των προγραμμάτων μεταρρύθμισης της τουρκικής διοίκησης. Στην Κύπρο πάντως κατά την περίοδο 1878-1880 οι δυο πρώτοι Άγγλοι κυβερνήτες έχοντας σαν γνώμονα τις γενικές γραμμές της μεσανατολικής πολιτικής του Ντισραέλι, προσπάθησαν να εισαγάγουν ορισμένες βελτιώσεις στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα, και όχι να το αντικαταστήσουν με το αγγλικό, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί η πείρα που θα αποκτάτο στην Κύπρο για την εισαγωγή ανάλογων μεταρρυθμίσεων και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η προσπάθειά τους αυτή τους οδήγησε στην άλλοτε φανερή και άλλοτε συγκαλυμμένη υποβάθμιση του ρόλου και των πόθων των Ελλήνων κατοίκων του νησιού, που αποτελούσαν τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού και στη διατήρηση των οθωμανικών θεσμών, που λόγω της διαφθοράς της οθωμανικής διοίκησης επικρίνονταν συνεχώς όχι μόνον από τους Έλληνες κατοίκους του νησιού, αλλά και από όλους τους ξένους πρεσβευτές και προξένους στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Πολύ γρήγορα όμως, τον Απρίλιο του 1880, με την άνοδο του φιλελεύθερου και φιλέλληνα Άγγλου πολιτικού Γλάδστωνος στην εξουσία, το πρόγραμμα του Ντισραέλι τόσο στην Τουρκία, όσο και στην Κύπρο τροποποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό και τελικά εγκαταλείφθηκε. Ο Λαγιάρντ με την άνοδο του Γλάδστωνος ζήτησε άδεια αποχώρησης από τη θέση του πρεσβευτή της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη και αποχώρησε οριστικά από τη διπλωματική υπηρεσία της χώρας του.