Πέρα Ορεινής

Image

Πέρα- Pera. Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, περί τα 19 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Λευκωσίας.

 

Τα Πέρα είναι κτισμένα κοντά στην ανατολική όχθη του ποταμού Πηδιά, σε μέσο υψόμετρο 380 μέτρων. Το υψόμετρο ποικίλλει στη διοικητική τους έκταση και κυμαίνεται μεταξύ 330 και 500 μέτρων. Το ψηλότερο σημείο του χωριού βρίσκεται κοντά στα νότιά του σύνορα στην τοποθεσία Αδκιακομούττη (504 μέτρα).

 

Γεωλογία

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες και ψαμμιτικές μάργες), οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου, οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (κρητίδες, μάργες και κερατόλιθοι), οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (εναλλασσόμενες στρώσεις κιμωλιών, μαργών και ψαμμιτών), τα αμμοχάλικα της Πλειστόκαινης περιόδου (Σύναγμα), οι αποθέσεις του σχηματισμού Πέρα Πεδίου (λεπτές στρώσεις από φαιόχωμα, ραδιολαρίτες, ραδιολαριτικούς πηλίτες και μπεντονίτες), και οι λάβες. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ερυθρογαίες, προσχωσιγενή εδάφη, ασβεστούχα και φαιοχώματα.

 

Κλίμα- καλλιέργειες

Τα Πέρα δέχονται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 380 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή τους καλλιεργούνται τα σιτηρά (κυρίως κριθάρι), τα νομευτικά φυτά, τα εσπεριδοειδή (λεμονιές, πορτοκαλιές και κλεμεντίνια), διάφορα φρουτόδεντρα (κυρίως καϊσιές, αλλά και συκιές, αχλαδιές και κυδωνιές), οι ελιές, τα όσπρια (λουβιά και κουκιά), τα λαχανικά (κυρίως πεπόνια) και λίγες αμυγδαλιές.

 

Συγκοινωνία- πληθυσμός

Τα Πέρα εξυπηρετούνται με ένα καλό συγκοινωνιακό δίκτυο. Στα βόρεια συνδέονται με το χωριό Ψημολόφου (περί τα 3,5 χμ.), στα βορειοανατολικά με το χωριό Κάτω Δευτερά (περί τα 7χμ.), στα βορειοδυτικά με το χωριό Επισκοπειόν (περί το 1,5 χμ.), και στα νότια με το χωριό Καμπιά (περί τα 3 χμ.).

 

Το χωριό γνώρισε σχεδόν συνεχή πληθυσμιακή αύξηση. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 452 
1891 481 
1901 499 
1911 547 
1921 571 
1931 606 
1946 621 
1960 648 
1973 624 
1976 842 
1982 861 
1992 940 
2001 1.018 
2011 1372
2021 1421

 

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, τα Πέρα δέχτηκαν αριθμό Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων από διάφορες περιοχές της κατεχόμενης Κύπρου. Στην περιοχή τους δημιουργήθηκαν, συνοικισμοί αυτοστέγασης εκτοπισμένων.

 

Βλέπε λήμμα: Πρόσφυγες

 

Ιστορικά στοιχεία

Το χωριό αυτό αναφέρεται, με την ίδια ονομασία, ήδη από την Αρχαιότητα, ως προάστιο της αρχαίας πόλης της Ταμασσού που εκτεινόταν στην περιοχή του χωριού Πολιτικόν. Αναφορά στο Πέρατον (Πέραν) απαντάται στον Βίο του αγίου Ηρακλειδίου, πρώτου επισκόπου Ταμασσού κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Διαβάζουμε στον Βίον:

 

...Ἡμῶν δέ ἐπιτελούντων τό ἔργον τοῦ θεοῦ μετά παντός τοῦ  ὄχλου καί τῆς ὑνῳδίας διαγομένης, παραγίνεταί τις [= ήλθε κάποιος] ἀπό προαστείου Περάτου τό καλούμενον...

 

Βλέπε λήμμα: Ταμασσός

 

Από άλλο χωρίον του Βίου του αγίου Ηρακλειδίου μαθαίνουμε ότι Περάται ἱερείς, δηλαδή ιερείς από το προάστιο Πέραν της Ταμασσού προσπάθησαν ανεπιτυχώς με δεήσεις στα είδωλα της Αρτέμιδος, του Απόλλωνος και της Αφροδίτης Γοργίας [= Γολγίας] να αναστήσουν ένα νεκρό προκειμένου ν' αντιμετωπίσουν την θαυματουργό δύναμη του αγίου Ηρακλειδίου. Από την αναφορά αυτή εξάγεται το συμπέρασμα ότι στο Πέραν λατρεύονταν κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα η Αφροδίτη, η Αρτεμις και ο Απόλλων που είχαν στο προάστιο αυτό της Ταμασσού ναούς και ιερατείο.

 

Βλέπε λήμμα: Γολγία

 

Σε άλλο πάλι σημείο του Βίου του αγίου Ηρακλειδίου αναφέρεται κάποια περίπτωση όπου Χριστιανοί κάτοικοι του προαστίου δεν μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό γιατί είχε κατέλθει ορμητικός:

 

... καί οὐκ ἐδύναντο οἱ  ἐν τῷ προαστείῳ Πέραν οἰκοῦντες δοῦλοι Θεοῦ... διελθεῖν διά τόν χειμάρρουν διά τό τοῦτον πολυκυμαίνεσθαι...

 

Ο αναφερόμενος χείμαρρος, που απέκοπτε τη συγκοινωνία μεταξύ του προαστίου Πέραν και της Ταμασσού, ήταν βέβαια ο Πεδιαίος (Πηδκιάς) του οποίου η κοίτη χωρίζει και σήμερα ακόμη το χωριό Πέρα από το Πολιτικόν (Ταμασσός).

 

Κι ακριβώς επειδή το προάστιο βρισκόταν πέραν του ποταμού, στην άλλη πλευρά του Πηδκιά, γι' αυτό κι ονομαζόταν Πέραν απ' όπου και η σημερινή ονομασία Πέρα. Το ίδιο παρατηρούμε ότι συνέβη και με την ονομασία προαστίου της Κωνσταντινουπόλεως, που βρισκόταν πέραν του Κερατίου κόλπου, και γι' αυτό ήταν γνωστό ως το Πέραν. Αλλά και στην Κύπρο υπάρχουν κι άλλα παρόμοια τοπωνύμια, όπως Πέρα Χωρκόν, Πέρα Πεδί κλπ. Το δε σημερινό χωριό Πολιτικόν, απέναντι από τα Πέρα, πήρε την ονομασία αυτή επειδή κτίστηκε στον χώρο της παλαιάς πολιτείας, δηλαδή της αρχαίας Ταμασσού.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έκταση του χωριού Πέρα ανήκε κατά την Αρχαιότητα στην πόλη και στο βασίλειο της Ταμασσού κι ήταν κατοικημένη από τότε. Εκτός δε από τις αρχαίες θεότητες που προαναφέρθηκαν (Άρτεμις, Αφροδίτη, Απόλλων) στο προάστιο Πέραν υφίστατο και άλλος ναός (και θεραπευτήριο) του θεού της ιατρικής Ασκληπιού. Αναφέρεται ότι τον ναό του Ασκληπιού γκρέμισε με θεία δύναμη ο δεύτερος επίσκοπος της Ταμασσού, ο άγιος Μνάσων.

 

Βλέπε λήμματα: Ασκληπιός και Άγιος Μνάσων

 

Πιστεύεται μάλιστα ότι ο ναός του Ασκληπιού (το Ασκληπιείον) βρισκόταν ακριβώς στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του χωριού η αφιερωμένη στην Παναγία Οδηγήτρια.

 

Το χωριό υφίστατο και κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια με την ίδια ακριβώς ονομασία, αναφέρεται δε από τον χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά σε σχέση προς δυο αγίους:

 

... Εἰς τήν Ταμασίαν, εἰς τά Πέρα, ὁ  ἅγιος Βασίλειος ἐπίσκοπος καί ὁ  ἃγιος Δημητριανόςπίσκοπος... (Χρονικόν, παρ. 32).

 

Τοπικοί άγιοι

Οι δυό αυτοί τοπικοί άγιοι, ο Βασίλειος και ο Δημητριανός, των οποίων οι τάφοι βρίσκονταν στα Πέρα κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά, είχαν διατελέσει επίσκοποι Ταμασσού. Στο όνομα του ενός απ' αυτούς, του αγίου Δημητριανού, υπάρχει ερειπωμένο ξωκλήσι στην κορφή λόφου κοντά στο χωριό. Φαίνεται ότι υπήρχε και ξωκλήσι αφιερωμένο στον άγιο Βασίλειο, όπως κι άλλο αφιερωμένο στον άγιο Μακεδόνιο που επίσης είχε διατελέσει επίσκοπος Ταμασσού. Τα ξωκλήσια αυτά δεν σώζονται σήμερα. Άλλα ξωκλήσια ήσαν αφιερωμένα στον άγιο Γεώργιο, στον άγιο Ανδρόνικο, στην αγία Βαρβάρα και στον Τίμιο Σταυρό. Η εκκλησία του χωριού, στο όνομα του αρχαγγέλου Μιχαήλ, κτίστηκε τον 17ο αιώνα κι ανακαινίστηκε το 1890.

 

Φέουδο κατά τη Φραγκοκρατία

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας τα Πέρα αποτελούσαν φέουδο. Δεν γνωρίζουμε όμως σε ποιες οικογένειες ευγενών ανήκαν, μέχρι τα χρόνια του βασιλιά Ιακώβου Β' (1460-1473) οπότε, κατά τον ντε Μας Λατρί, παραχωρήθηκε από τον Ιάκωβο στον ευγενή Ιάκωβο ντε Νόρες (της γνωστής μεγάλης οικογένειας των ντε Νόρες). Ο ντε Μας Λατρί αναφέρει το χωριό ως Ρères.

 

Τόσο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια όσο και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα Πέρα ανήκαν διοικητικά στο διαμέρισμα της Ορεινής. Η Ορεινή (εννοείται ορεινή περιοχή σε αντίθεση προς την πεδινή που ήταν η Μεσαορία) αναφέρεται ως γεωγραφική περιοχή της Κύπρου τουλάχιστον από την περίοδο της Φραγκοκρατίας (Λεόντιος Μαχαιράς) μέχρι και το τέλος της Αγγλοκρατίας. Σήμερα δεν βρίσκεται πλέον σε χρήση αλλά παραμένει ως τοπωνύμιο που συχνά συνοδεύει τα Πέρα τα οποία καθορίζονται ως Πέρα Ορεινής.

 

Τα Πέρα μνημονεύει και ο Φλώριος Βουστρώνιος ως οικισμό της περιοχής Ταμασίας (a Tamassia al casal Pera) σαν χώρο άσκησης των «Αλαμάνων» αγίων Βασιλείου και Δημητριανού. Ο Φλώριος δίνει επίσης μερικές πληροφορίες παρόμοιες με εκείνες του ντε Μας Λατρί, ότι το χωριό ανήκε στη μεγάλη οικογένεια ντε Νόρες, μαζί με τα χωριά Ανάγυια, Αγιούς και Στρογγυλό, και ότι ο Ιάκωβος Β΄ επαναβεβαίωσε την ιδιοκτησία, δίνοντάς τα στον Ιάκωβο ντε Νόρες.

 

Εκπαίδευση

Η εκπαίδευση στα Πέρα αρχίζει από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Σχολείο λειτούργησε γύρω στα 1861, με πρώτο δάσκαλο τον Ιωάννη Τζουβανάκη από τη Ζαγορά της Ηπείρου, αγωνιστή στο Μεσολόγγι, που αμειβόταν με 600 γρόσια τον χρόνο και διατροφή. Αναφέρεται ότι ασκούσε τους μαθητές του και «στα στρατιωτικά». Ο Τζουβανάκης είχε κατασκευάσει και δυο σημαίες από λευκό ύφασμα και στη μια είχε γράψει: «Αλληλοδιδακτική Σχολή Περάτων», ενώ στη δεύτερη: «Σχολή Περάτων, Πατρίς, Ελευθερία». Παραπονέθηκε ωστόσο ο Τούρκος μουδίρης της περιοχής κι ο Τζουβανάκης αναγκάστηκε ν' απαλείψει τις λέξεις «Πατρίς, Ελευθερία».

Ο Τζουβανάκης εργάστηκε με πολύ ζήλο, παρά τα 70 του χρόνια, κατά το 1861-62. Συκοφαντήθηκε όμως ως οπαδός του αιρετικού Καΐρη κι έφυγε, για να επιστρέψει λίγο αργότερα άρρωστος στα Πέρα όπου και πέθανε τελικά. Το 1863-64 ιδρύθηκε στα Πέρα, με δωρεά του Περατίτη Χατζηθεοδούλου Ανδρεάδη, εμπορευόμενου στην Αίγυπτο, η πρώτη κοινοτική σχολή, η Χατζηθεοδούλειος. Σ' αυτήν φοιτούσαν και παιδιά από τα κοντινά γύρω χωριά και λειτουργούσε ως αρρεναγωγείο. Αργότερα, το 1885, άλλος Περατίτης εμπορευόμενος στην Αίγυπτο, ο Νικόλας Χριστοφίδης, έκαμε νέα δωρεά με την οποία ιδρύθηκε δεύτερο σχολείο, το Χριστοφίδειον Παρθεναγωγείον. Οι δυο αυτοί δωρητές άφησαν και κληροδοτήματα προς συντήρηση των σχολείων. Με την εκποίηση μέρους των κληροδοτημάτων τους, αγοράστηκε έκταση γης στην οποία κτίστηκε το 1964 το σύγχρονο σχολείο των Περάτων ενώ καλύφθηκε και μέρος της δαπάνης για ίδρυση κοινοτικού νηπιαγωγείου. Τα κτίρια των δυο πρώτων σχολείων (Χατζηθεοδουλείου και Χριστοφιδείου) συντηρήθηκαν κι αναπαλαιώθηκαν και λειτουργούν το ένα ως τοπικό μουσείο λαϊκής τέχνης και το άλλο ως πολιτιστικό κέντρο.

 

Παραδοσιακά εργαστήρια

Παλαιότερα τα Πέρα ήσαν γνωστά και για τα διάφορα εργαστήριά τους, παραδοσιακών επαγγελμάτων, που εξυπηρετούσαν κι ολόκληρη την γύρω περιοχή: τσαγκαράδικα, πελεκανιά (= ξυλουργεία), κωμοδρομιά (=σιδηρουργεία), ραφτάδικα, καρεκλάδικα κ.α. Κατά δε την περίοδο της αγγλικής κατοχής, στο χωριό λειτούργησε περιφερειακός αστυνομικός σταθμός (μεταφέρθηκε στη Δευτερά κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. για λόγους ασφάλειας του σταθμού) και τοπικό περιφερειακό δικαστήριο (κωμοδικείο). Στο χωριό λειτούργησε επίσης ένα από τα πρώτα ταμιευτήρια, όπως και μια από τις πρώτες συνεργατικές εταιρείες.

 

Αρχαιότητες

Η περιοχή του χωριού έχει, βέβαια, αρχαιότητες που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της αρχαίας Ταμασσού, που χρονολογικά ξεκινούν τουλάχιστον από την εποχή του Χαλκού (Προϊστορικά χρόνια). Στην περιοχή δεν έχουν όμως γίνει μεγάλης εκτάσεως ανασκαφές.

 

Βλέπε λήμμα: Ταμασσός- αρχαιολογικός χώρος

 

Ωστόσο δεν απουσίασε ούτε από εδώ το (συνηθισμένο στην Κύπρο) φαινόμενο των τυχαίων ανακαλύψεων. Μια από τις σημαντικές τυχαίες αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην περιοχή ήταν ένα μεγάλο ορειχάλκινο άγαλμα του θεού Απόλλωνα, όπως σημειώνει κι ο Αθανάσιος Σακελλάριος (Τά Κυπριακά, Α', 1890, σσ. 216-217). Το υπερφυσικό άγαλμα βρέθηκε το 1836 από χωρικούς στα χωράφια που δυστυχώς το κατατεμάχισαν και το πώλησαν ως μέταλλο προς 5 γρόσια την οκά! Η κεφαλή μόνο του αγάλματος πωλήθηκε στον πρόξενο της Γαλλίας στη Λάρνακα Γιακουμέττο Ταρτίο ή ίσως σε άλλο ξένο και κατέληξε να ευρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Πρόκειται για την περίφημη κεφαλή του Απόλλωνος (γνωστή ως Chatsworth) του Βρετανικού Μουσείου, προερχόμενη από τον χώρο της αρχαίας Ταμασσού. Μια άλλη τοπική εκδοχή αναφέρει ότι τα υπόλοιπα τμήματα του αγάλματος χρησιμοποιήθηκαν για να κατασκευαστούν κουδούνια για πρόβατα.

 

Ανασκαφές στο Ιερό του Απόλλωνα, 2024

Πάνω από 100 βάσεις αγαλμάτων, αναθηματικά αντικείμενα καθώς και δύο βάσεις με επιγραφές αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές που έγιναν το 2024 από τα Πανεπιστήμια Φρανκφούρτης και Κιέλου/Βούρτσμπουργκ, στη θέση Φράγκισσα στα Πέρα Ορεινής.

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων του Υφυπουργείου Πολιτισμού ανακοινώνοντας την λήξη των ανασκαφών 2024 με διευθυντές τους Matthias Recke και Philipp Kobusch, αναφερει ότι όταν  ο Γερμανός αρχαιολόγος Ohnefalsch-Richter ξεκίνησε ανασκαφές στην κοιλάδα της Φράγκισσας το 1885, ανακάλυψε ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της εποχής του. Εντόπισε ένα πλούσιο αγροτικό ιερό του Απόλλωνα, το οποίο ανήκε στο αρχαίο βασίλειο της Ταμασσού. Το ιερό ήταν διακοσμημένο με πληθώρα αναθηματικών αγαλμάτων, κάποια κολοσσιαίων διαστάσεων. Καθώς ο Richter ανέσκαψε πλήρως το ιερό, συμπεριλαμβανομένων των βάσεων των αγαλμάτων και των τοίχων, μόλις ολοκληρώθηκε η έρευνά του, η θέση του ξεχάστηκε.

Τα κεφάλια αυτών των αγαλμάτων του 6ου-5ου αιώνα π.Χ. βρέθηκαν ήδη από το 1885. Τα αντίστοιχα σώματα βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των γερμανικών ανασκαφών στη Φράγκισσα το 2024.

Τώρα, σχεδόν 140 χρόνια αργότερα, το ιερό είναι και πάλι διαθέσιμο στη σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα. Από το 2021 μια ομάδα Γερμανών αρχαιολόγων από τα Πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και του Κιέλου/Βούρτσμπουργκ σκάβει ξανά στη Φράγκισσα. Αφού ο χώρος της ανασκαφής του 1885 εντοπίστηκε κατά την περσινή ανασκαφική περίοδο με ακρίβεια, φέτος ανασκάφηκε εκτενώς το ιερό. Αποκαλύφθηκαν σε μεγάλη έκταση οι τοίχοι της αφιερωματικής αυλής και πάνω από 100 βάσεις αγαλμάτων, ορισμένες από τις οποίες είχαν κολοσσιαίο μέγεθος.

Διαπιστώθηκε ότι στην επίχωση του 19ου αιώνα βρέθηκαν, όχι μόνο τα βάθρα των αναθηματικών αγαλμάτων, αλλά και τεράστιες ποσότητες θραυσμάτων αγαλμάτων. Προφανώς, το 1885, κατά τη βιασύνη εντοπισμού εντυπωσιακών ευρημάτων, αυτά δεν αναγνωρίστηκαν ως αντικείμενα. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, τα ευρήματα αυτά διευρύνουν ουσιαστικά τις γνώσεις μας για το ιερό. Πολλά μέλη από αγαλματίδια στο Κυπριακό Μουσείο και στο Royal Ontario Museum του Τορόντο μπορούν να συμπληρωθούν με τα τώρα ανευρεθέντα θραύσματα και έτσι να αποκατασταθεί η αρχική τους εμφάνιση. Έχουν επίσης τεκμηριωθεί εντελώς νέοι τύποι αγαλμάτων που ήταν προηγουμένως άγνωστοι στη Φράγκισσα. Για παράδειγμα, η ανακάλυψη ποδιών, σαφώς μεγαλύτερων από τις ανθρώπινες διαστάσεις, αποδεικνύει την ύπαρξη κολοσσιαίων ασβεστολιθικών ανδρικών μορφών από την Αρχαϊκή εποχή. Τέτοια κολοσσιαία αγάλματα ήταν προηγουμένως γνωστά από τη Φράγκισσα μόνο από τερακότα, συμπεριλαμβανομένου του περίφημου «Κολοσσού της Ταμασού», που εκτίθεται στο Κυπριακό Μουσείο. Έχουν επίσης βρεθεί αναθηματικά αντικείμενα, όπως μαρμάρινες γυάλινες χάντρες ή αιγυπτιακά φυλαχτά από φαγεντιανή, που δεν είχαν εντοπιστεί προηγουμένως στη θέση.

Η ανακάλυψη δύο βάσεων με επιγραφές είναι εντυπωσιακή. Η μία είναι χαραγμένη με διάφορους τοπικούς κυπροσυλλαβικούς χαρακτήρες, ενώ η άλλη, με ελληνικά γράμματα, αναφέρεται στους Πτολεμαίους, τους ηγεμόνες της Αιγύπτου που έλεγχαν και την Κύπρο την Ελληνιστική περίοδο. Ο εντοπισμός τους δείχνει ότι το ιερό έπαιζε σημαντικό ρόλο όχι μόνο στους αρχαϊκούς χρόνους (7ος και 6ος αιώνας π.Χ.), αλλά και μετά το τέλος των κυπριακών βασιλείων. Μάλιστα, ο ίδιος ο τόπος λατρείας υπέστη μια διακριτή φάση επέκτασης κατά αυτή την περίοδο. Δίπλα από την αίθουσα των αναθημάτων χτίστηκε μια μεγάλη περίστυλη αυλή, η οποία πιθανότατα χρησιμοποιείτο για συμπόσια.

Εκτός από αυτά τα νέα ευρήματα, τα οποία υπόσχονται να ρίξουν νέο φως στη λατρεία της θεότητας μέσω των αναθηματικών αγαλμάτων, δίνεται ξανά η δυνατότητα διερεύνησης της αρχιτεκτονικής του ιερού, η οποία είχε τεκμηριωθεί ανεπαρκώς από την Ohnefalsch-Richter. Προφανώς, η αυλή των αγαλμάτων είχε διάφορες φάσεις κατασκευής και χρήσης. Η περαιτέρω διερεύνηση των σωζόμενων καταλοίπων αναμένεται να προσφέρει σημαντικές και εκτεταμένες γνώσεις που θα βοηθήσουν στην ανασύσταση των τελετουργικών συμπεριφορών του παρελθόντος και θα επιτρέψουν να τις δούμε στο αρχικό τους χωρικό περιβάλλον.

 

 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

www.polignosi.com

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image