Συτζιά

Image

Συκή η κοινή. Επιστημονική ονομασία: Ficus carica. Οικογένεια: Μορεοειδών (τάξη: Κνιδωδών). Πασίγνωστο από την Αρχαιότητα φυλλοβόλο μεγάλο και μακρόβιο δέντρο, που απαντάται σε πάρα πολλές ποικιλίες. Το γένος περιλαμβάνει πάνω από 600 είδη, τα περισσότερα ιθαγενή των τροπικών χωρών. Η κοινή συκή ή καρική (αγγλική ονομασία: Fig tree) είναι ιθαγενής των παραμεσογείων χωρών και της Μικράς Ασίας. Έχει φύλλα παλαμοειδή, πεντάλοβα, μεγάλα και βαθιού πράσινου χρώματος. Καρποί της είναι τα πασίγνωστα σύκα, πολλών ποικιλιών.

 

Γνωστή και από την εποχή του Ομήρου, η κοινή συκή εθεωρείτο, στην ελληνική μυθολογία, ως το δέντρο στο οποίο μεταμορφώθηκε ο Τιτάνας Συκεύς από τη μητέρα του (την Γη), για να σωθεί από την καταδίωξη του Διός. Σε άγρια κατάσταση το δέντρο απαντάται σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες, περιλαμβανομένης της Κύπρου. Κατ' άλλη αρχαία παράδοση, η συκή εμφανίστηκε αρχικά στην Αττική, όπως και η ελιά (Αιλιανός, Ποικ. Ἱστορία, 3.38). Το δέντρο αναφέρουν επίσης αρκετοί άλλοι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς (Όμηρος, Ηρόδοτος, Παυσανίας κ.α.). Άλλη πάλι αρχαία παράδοση αναφέρει ότι η συκή αποτελούσε εύρημα του Διονύσου. Κατά την Αρχαιότητα απαγορευόταν η εξαγωγή σύκων από την Αττική, οι δε παραβάτες ονομάζονταν συκοφάνται, κατά τον Αθήναιο.

 

Από τις παραμεσόγειες χώρες η συκή μεταφέρθηκε και καλλιεργήθηκε και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, λόγω των καρπών της που αποτελούν εξαίρετο εμπορεύσιμο προϊόν, και που τρώγονται τόσο φρέσκα όσο και αποξηραμμένα, τα λεγόμενα στην Κύπρο παστόσυκα.

 

Η συκή εκαλλιεργείτο και στην Κύπρο από τα αρχαία χρόνια, όμως η κυπρία συκή την οποία αναφέρει ο Θεόφραστος δεν είναι η συκή αλλά η συκομουριά. Ωστόσο ο Πλίνιος (Naturalis Historia, 14, 16) αναφέρει τα κυπριακά σύκα, γράφοντας ότι απ' αυτά κατασκεύαζαν εκλεκτό ξίδι. Ο Αθήναιος, επίσης, αναφέρει ένα είδος συκῆς ὁλονθοφόρου (αγριοσυκιάς) που απαντάτο στην Ελλάδα, στην Κιλικία της Μικράς Ασίας και στην Κύπρο. Πάντως φαίνεται ότι τα κυπριακά σύκα δεν ήσαν τόσο σπουδαία όσο άλλων περιοχών. Πολύ αργότερα εισήχθησαν στο νησί εκλεκτές ποικιλίες που καλλιεργήθηκαν, όπως για παράδειγμα οι σμυρνέικες.

 

Οι διάφορες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Κύπρο είναι γνωστές με διάφορα τοπικά ονόματα, ανάλογα προς το είδος, τα χαρακτηριστικά ή και τον τόπο καλλιέργειάς τους: Άρκα ή αρσενιτζ'ή, ασπρούδα, βάρτιτζ'η, γλυκοσυτζ'ιά, εγγλεζούδα, κότσ'ινη, κοτσ'ινούδα, Λεμεσιανή, Λευκαρίτιτζ'η, Λυσιώτιτζ'η, ματεούρκα, μακρονούριτζ'η, όξινη, περτικόστομη, παπαντζ'ελίσιμη, ροέττα, σησαμωτή, σ'ειμωνιάτιτζ'η, Σμυραίϊντζ'η, Σολιάτιτζ'η, Τηλλυρ'ίσιμη, κλπ. Συνολικά πάνω από 35 διαφορετικές ποικιλίες απαντώνται στην Κύπρο, όπου σήμερα καλλιεργούνται συνολικά γύρω στις 2.000 σκάλες με συκιές (στις ελεύθερες περιοχές του νησιού) με ετήσια παραγωγή γύρω στους 1.500 τόνους. Τα σύκα είναι γνωστά επίσης με ανάλογες προς τα δέντρα τοπικές ονομασίες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, όπως και αρκετές άλλες (λ.χ. κούτσινα, βαζανάτα, αντελούνικα, μαυρούδκια, ασπρούδκια, κοτσ΄ινούδκια, βάρτικα, όξινα κλπ.). Τα μεγάλου μεγέθους ώριμα σύκα λέγονται μαντζ'ίλες (οι), ενώ τα άγουρα λέγονται κούτσατζ'οι (οι) και αντιστοίχως, στον ενικό, μαντζ'ίλα (η) και κούτσακος (ο). Γνωστότατο δέντρο συκής ήταν ένα γιγάντιο δέντρο στον Κάτω Πύργο με έκταση των κλάδων του περίπου 3.600 τετραγωνικά πόδια και παραγωγή σύκων γύρω στους 2 τόνους.

 

Στην Κύπρο οι χωρικοί συνήθιζαν να εκβιάζουν την ωρίμανση των σύκων με επάλειψή τους με λάδι. Καλύτερα κυπριακά σύκα θεωρούνται τα λεγόμενα αντελούνικα, που παράγονται στην περιοχή της Τηλλυρίας, κι είναι άσπρα.

 

Εκτός από τα φρέσκα σύκα, στην Κύπρο γινόταν και γίνεται και αποξήρανσή τους (παστόσυκα), ενώ κατασκευαζόταν και η λεγόμενη συκόπιττα, που τρωγόταν ιδίως τον χειμώνα. Μερικά είδη σύκων γίνονται και γλυκό. Η κατασκευή παστών σύκων και είδους συκόπιττας γινόταν και κατά την Αρχαιότητα (αντίστοιχα τα καπύρια σύκα και η παλάθη των αρχαίων Ελλήνων). Η συκόπιττα κατασκευαζόταν στην Κύπρο σε παλαιότερες εποχές ως εξής: τα σύκα κόβονταν και ζυμώνονταν καλά ώστε αποτελούσαν ομοιογενή μάζα۠ απ' αυτήν πλάθονταν οι πίττες (βάρους περίπου μισής οκάς η κάθε μια) που καλύπτονταν στη συνέχεια εξωτερικά με αλεύρι και ετοποθετούντο στον ήλιο για να στεγνώσουν· έτσι μπορούσαν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα (το αλεύρι εξασφάλιζε στεγανότητα) και τρώγονταν ιδίως τον χειμώνα, αφού κόβονταν όπως το ψωμί. Ήταν δε θρεπτικότατες. 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image