Φάσσα

Image

Columba palumbus. Οικογένεια: Columbidae.  Ένα από τα πολύ γνωστά σε όλους τους Κυπρίους, ιδίως στους κυνηγούς, άγρια πουλιά κυνηγίου. Το κυνήγι της φάσσας είναι πολύ δημοφιλές και το κρέας της εύγευστο. Είναι το μεγαλύτερο της οικογένειας των Περιστεροειδών (Columbidae) που απαντάται στον ευρωπαϊκό χώρο και το μέγεθός της φθάνει τα 40 εκατοστόμετρα. Το χρώμα της, ως επί το πλείστον, είναι ανοικτό γκρίζο, με πλατιά άσπρη ταινία στις φτερούγες που είναι πολύ εμφανής όταν πετά. Ο λαιμός έχει πράσινο μεταλλικό χρώμα, με δυο άσπρες κηλίδες δεξιά και αριστερά του λαιμού, στο δε τέλος της ουράς υπάρχει πλατιά σκούρα ταινία.

 

Είναι πουλί ενδημικό. Ωστόσο πολλές φάσσες έρχονται στην Κύπρο και από τις γειτονικές χώρες, για να διαχειμάσουν. Φωλιάζουν στα δάση και σε ψηλά δέντρα, γεννούν δε δυο αυγά. Τρέφονται με σπόρους, συνήθως ψυχανθών, αλλά αρέσκονται πολύ και στα βελανίδια που μαζεύουν από το έδαφος ۠ μόλις όμως αρχίσουν να ανθίζουν οι αμυγδαλιές, προτιμούν τους ανθούς τους (προτού αυτοί ανοίξουν), με αποτέλεσμα να προξενούνται πολλές καταστροφές. Κάποτε στον πρόλοβο μιας φάσσας, που χτυπήθηκε από κυνηγό στον Άγιο Γεώργιο του Καυκάλλου, βρέθηκαν 35 ανθοί αμυγδαλιάς.

 

Η φάσσα είναι πολύ έξυπνη και καχύποπτη, έχει οξεία όραση και πετά πολύ ψηλά για ν' αποφεύγει τους κυνηγούς, γι’ αυτό υπάρχει και η λαϊκή παροιμία: Φοάται η φάσσα τον Θεόν τζ'ι ο κουτσαγγάς τον τοίχον (κουτσαγγάς ήταν ο αγγειοπλάστης που κουβαλούσε τα αγγεία του φορτωμένα σε γαϊδούρι για να τα πουλήσει και φοβόταν μήπως το ζώο του τριφτεί σε κανένα τοίχο και του τα σπάσει).

 

 

Ο Όμηρος αναφέρει την φάσσαν μόνο στη σύνθετη λέξη φασσοφόνος, όταν περιγράφει ένα μεγάλο αρπακτικό που κυνηγούσε τις φάσσες.

 

Αρχαίοι συγγραφείς την ονομάζουν φάσσαν και φάτταν και την περιγράφουν. Μεταξύ άλλων ο Αριστοτέλης γράφει: ...μέγιστον τῶν περιστεροειδῶν ἡ φάττα ἐστί, ἀλέκτορος τό μέγεθος ἔχει, χρῶμα δέ σπόδιον. Αλλού, όμως, αναφέροντας φάττας, φαίνεται ότι εννοούσε τις οικιακές εξημερωμένες περιστερές, γιατί τις περιγράφει: ...διαγνῶσαι δ' οὐ ράδιον τήν θήλειαν καί τόν ἄρρενα, ἀλλ' ἥ τοῖς ἐντός ζῶσι δ' αἱ φάτται πολύν χρόνον ۠ καί γάρ εἴκοσιν ἔτη καί πέντε καί τριάκοντα ὠμμέναι εἰσίν, ἔνιαι δέ καί τετταράκοντα ἔτη.

 

Στις περιοχές όπου φωλιάζουν οι φάσσες υπήρχε από τα αρχαιότατα χρόνια και εξακολουθεί να υπάρχει η συνήθεια να πιάνουν οι βοσκοί και οι ξυλοκόποι, που τριγύριζαν στα δάση, τα μικρά της φάσσας (τα φασσούδκια) και να τα δωρίζουν στα παιδιά για να παίζουν ή για να τα μεγαλώσουν, κάτι που αναφέρει και ο Θεόκριτος.

 

Δεν είναι προστατευόμενα πουλιά, γιατί δεν κινδυνεύουν να εξαλειφθούν, και τα περισσότερα φωλιάζουν στο απαγορευμένο για το κυνήγι δάσος της Πάφου.