Χαλουβάς

Image

Ανατολίτικο γλύκισμα (γλυτζ’ιστόν ή και γλυτζ'ιστικόν. όπως λέγονται όλα τα γλυκίσματα και ιδίως όσα κατασκευάζονται από τις οικοκυρές στα σπίτια). Στην Κύπρο ο χαλουβάς υπήρξε δημοφιλής για πάρα πολλά χρόνια, πιστεύεται δε ότι εισήχθη στο νησί από τα Μεσαιωνικά χρόνια. Βασικό συστατικό του είναι η λεγόμενη ρίζα του χαλουβά (ρίζα φυτού αυτοφυούς στην Ανατολία, Τουρκία, Συρία κ.α.). Ο τεχνίτης που τον κατασκευάζει λέγεται χαλουβατζ'ής (ο) και το εργαστήρι του λέγεται χαλουβατζ’ίτικον (το). Στην Ελλάδα το προϊόν αυτό είναι γνωστό ως χαλβάς. Η λέξη αυτή είναι τουρκική (helva). Στην Ελλάδα κατασκευάζονται διάφορα είδη χαλβά (μακεδονικός, μωραϊτικός, πολίτικος κλπ.).

 

Η παρασκευή του χαλουβά γίνεται ως εξής: Η ρίζα του χαλουβά αλέθεται και αλευροποιείται, όμως δεν περνά από την τατσ’ιάν [=ψιλό κόσκινο] όπως το αλεύρι (σήμερα υπάρχει στο εμπόριο έτοιμη αυτή η σκόνη). Στη συνέχεια βράζεται σε νερό μέχρι να γίνει παχύρρευστο υγρό. Αφού κουλιαστεί, αφήνεται να κρυώσει. Χωριστά βράζεται νερό με ζάχαρη και γλυκόζη, έτσι που γίνεται παχύρρευστο σιρόπι. Κατόπιν ενώνονται τα δυο παχύρρευστα υγρά σε ένα μεγάλο δοχείο (χαρτζί), προστίθεται δε ανάλογη ποσότητα από ταχίνι και καραμέλα. Αφού το μείγμα βράσει καλά (καταστηθεί), τοποθετείται σε ειδικά δοχεία (φόρμες) για να κρυώσει, οπότε ο χαλουβάς είναι έτοιμος. Συνήθως προστίθενται σ' αυτόν κούννες (φιστικιού, χαλεπιανών κλπ.).

 

Ο χαλουβάς είναι γλύκισμα νηστίσιμο και προτιμάται ιδιαίτερα κατά τις περιόδους των νηστειών. Είναι επίσης πολύ δημοφιλής κι απαραίτητος κατά τη Δευτέρα της Καθαράς. Σήμερα διάφορα είδη κατασκευάζονται από εργοστάσια και διατίθενται στο εμπόριο.

 

*Χαλουβάς λέγεται επίσης άλλο νόστιμο γλύκισμα που κατασκευάζεται τόσο από τις οικοκυρές στα σπίτια όσο και από τα ζαχαροπλαστεία. Είναι ο λεγόμενος σιμιδαλλένος χαλουβάς που κατασκευάζεται με αλεύρι ή ρυζάλευρο, σιμιδάλλι, λάδι ή βούτυρο, μέλι ή ζάχαρη, νερό. Προστίθενται καβουρδισμένες ή ξεφλουδισμένες αθασόκουννες (αμυγδαλόψιχες) και ψήνεται στον φούρνο. Υπάρχει νηστίσιμος (με σπορέλαιο αντί βούτυρο) και μη.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια