Αλτιπαρμάκκης

Image

Ένας από τους ποπαγιίτηδες = πολεμιστές, φρουρούς, είδος παραστρατιωτικής χωροφυλακής της Κύπρου, οι οποίοι στα 1804-1805 χρησιμοποιήθηκαν από τις αρχές, τουρκικές (κυβερνήτη) και ελληνικές (αρχιεπισκοπή) για την καταστολή του κινήματος των Τουρκοκυπρίων και προφανώς και Ελλήνων και κυρίως Λινοβάμβακων χωρικών εναντίον του δραγομάνου και των υπολοίπων αρχών. Οι χωρικοί ζητούσαν εξηγήσεις για την αύξηση της φορολογίας και τη σιτοδεία, κι ο δραγομάνος Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος, που αρνήθηκε να τους δείξει το σχετικό φιρμάνι, εξαναγκάστηκε να δραπετεύσει (αφού του έκαψαν το αρχοντικό, στις 10 Μαρτίου 1804) στην Κωνσταντινούπολη, απ' όπου έστειλε στρατιωτική δύναμη που συνενώθηκε με τις τοπικές στρατιωτικές και παραστρατιωτικές μονάδες, όπως οι ποπαγιίτηδες (baba -yigit) για να συντρίψει την αγροτική εξέγερση.

 

Ο Αλτιπαρμάκκης αναφέρεται στο κατάστιχο XXVI της Αρχιεπισκοπής, σ. 15, ότι έλαβε στις 7 Αυγούστου 1804 μισθό ή αμοιβή [=«έξοδα»] 6 γρόσια μαζί με τον «πεζιργιάν ογλού». Σύμφωνα προς χρονογραφικό σημείωμα (Κυπρ. Χρον., VIII, 1931, σ. 83) ο Αλτιπαρμάκκης καταγόταν από το χωριό Σίντα, από όπου κατάγονταν κι άλλοι ποπαγιίτηδες. Το όνομα αυτό, που σημαίνει Εξαδάκτυλος, είναι προφανώς επώνυμο. Στα 1806 ήταν χιλίαρχος (binbashi) στην Ταρσό της Κιλικίας, όπου φαίνεται ότι τον διόρισε ο ένας από τους δυο αρχηγούς των στρατευμάτων που έστειλε ο Κορνέσιος από τη Μικρά Ασία, ο Αμπιτίν πασάς* της Ταρσού. Κατά τα μέσα Μαΐου του 1806 ο Αλτιπαρμάκκης επιστρέφει στην Κύπρο κι αποβιβάζεται στην Καρπασία με σώμα 70 ενόπλων φελλάδων ξένων, με τους οποίους συνενώνονται κι άλλοι ζορπάδες από το Καρπάσιν, για να ηγηθεί των Τουρκοκυπρίων φανατικών που έπνεαν μένεα εναντίον των Ελλήνων και ιδίως των επισκόπων και του κλήρου για τα «δεινά» που είχαν προκαλέσει στους Τούρκους και Λινοβάμβακους στο διάστημα του αγροτικού κινήματος του 1804 -1805. Τα «δεινά» αυτά ήσαν τα μέτρα καταστολής του κινήματος, στα οποία μετείχαν και οι ποπαγιίτηδες όπως ο Αλτιπαρμάκκης, και περιλάμβαναν και αρκετούς φόνους επαναστατών· αυτούς περισσότερο έρχεται τώρα να εκδικηθεί ο προφανώς «ἀνανήψας ζορπᾶς» της Σίντας, που δυο χρόνια πριν δεχόταν τον μισθό της Εκκλησίας για να πολεμήσει για λογαριασμό της Εθναρχίας και για λογαριασμό των Τούρκων αγάδων και του Τούρκου κυβερνήτη. Τώρα, όμως, πιστεύει ή νομίζει πως ξέρει ότι οι σφαγμένοι Τούρκοι υπήρξαν θύματα των Ελλήνων, που έπεισαν και τους Τούρκους ηγέτες για την ανάγκη των αιματηρών μέτρων. Ίσως ο Αλτιπαρμάκκης αισθάνεται τώρα τύψεις για τη δράση του στα 1804-1805, ίσως επηρεάστηκε από άλλους φανατικούς Τούρκους. Οπωσδήποτε το τέλος του υπήρξε τραγικό, γιατί συνελήφθη από τις αρχές και τον έγδαραν ζωντανό. Οι αρχές, ελληνικές και τουρκικές, συνεργάζονταν ακόμη τότε στενά, παρά την έξαψη του φυλετικού μίσους με τα γεγονότα του 1804-1805, κι ο Αλτιπαρμάκκης απειλούσε και τους Έλληνες επισκόπους που ήθελε να τους σφάξει, και τους Τούρκους ηγέτες, αφού ήθελε να γίνει «κύριος τῆς Κύπρου», με πρόφαση την προστασία των Τουρκοκυπρίων κατά των Ελληνοκυπρίων. Την επιθυμία του Σιντιώτη αντάρτη θα ενίσχυσε το γεγονός ότι ο τότε κυβερνήτης της Κύπρου, ο Ελ Χάτζη Xουσεΐν εφέντης (Ιούλ. 1805 - Ιούλ. 1807) είχε σταλεί στην Κύπρο με ειδικές ενέργειες του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου στην Κωνσταντινούπολη, επομένως πρέπει να ήταν και σε κάποιο βαθμό φίλος ή όργανό του, ή να εθεωρείτο από τους Τούρκους όργανο του, διότι όφειλε τη θέση του σε εκείνον. Επομένως ο Αλτιπαρμάκκης μπορούσε «εύλογα» να επικαλεσθεί τον τρόπο διορισμού του Χουσεΐν ως απόδειξη της καταπίεσης των Τούρκων από τους Έλληνες, έστω και μέσω Τούρκων ενεργούμενών τους.

 

Η εκδορά του Αλτιπαρμάκκη σίγουρα δεν μαλάκωσε τα φυλετικά μίση, αλλά τα δυνάμωσε, κι ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στη σταδιακή πόλωση των δυο κοινοτήτων και στην ανάπτυξη της εθνοφυλετικής και θρησκευτικής αυτοσυνείδησής τους, και που έφεραν τις σφαγές του 1821 και τη μετέπειτα περαιτέρω διαφοροποίηση και αντιπαράταξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ως τις μέρες μας. Χωρίς να υπερβάλλουμε το επεισόδιο αυτό, δεν μπορούμε να το αντικρίσουμε ως μεμονωμένο, αλλά ως κρίκο μιας αλυσίδας όμοιων ακροτήτων που οδήγησαν στην εθνοφυλετική αποκρυστάλλωση των δυο κοινοτήτων, παρά τη συνεργασία και φιλία των αρχουσών και των αρχομένων τάξεών τους, αντιστοίχως, μεταξύ τους μέχρι πρόσφατα.