Ασκούπα

Δέρμα νεαρού προβάτου που στα χωριά της Κύπρου σε παλαιότερες εποχές παραγεμιζόταν με ξερό χόρτα ή άχυρα και εχρησιμοποιείτο ως κάθισμα, κυρίως για τα παιδιά. Κάποτε εχρησιμοποιείτο και σαν προσκεφάλι. Η λ. ίσως προέρχεται από την αρχ. ασκός.