Αυγουστινιανών Μοναστήρι, Λευκωσία

Image

Το Τάγμα των Αυγουστινιανών είχε ένα τουλάχιστον μοναστήρι στη Λευκωσία, που σύμφωνα με τον μεσαιωνικό περιηγητή Felix Faber (1580), βρισκόταν στο μέσο φυτειών ζαχαροκάλαμου και περιείχε τη σορό του αγιασμένου Γερμανού ευγενούς John Montfort. (Αργότερα ο Στέφανος Λουζινιανός έγραψε ότι η σορός του Montfort βρισκόταν στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας του Beaulieu, του Τάγματος των Κιστερκιανών που πήρε και το όνομά του).

 

Πρώτος ο ντε Μας Λατρί ταύτισε το τέμενος Ομεριέ, στο νότιο τμήμα της παλαιάς Λευκωσίας μεταξύ των προμαχώνων Costanza και Podocataro, με την εκκλησία της Αγίας Μαρίας του μοναστηριού των Αυγουστινιανών. Βασίστηκε, όπως και οι κατοπινοί μελετητές, σε δυο ταφόπετρες με ονόματα μοναχών του Τάγματος των Αυγουστινιανών. Οι ταφόπετρες αυτές βρίσκονταν στο πάτωμα του τεμένους μέχρι το 1940, ανάμεσα σε 150 περίπου άλλα τεμάχια ταφόπετρων, μέρος των οποίων βρίσκεται σήμερα στις συλλογές του Τμήματος Αρχαιοτήτων.

 

Κατά τον 17ο αιώνα υπήρχε ακόμη ερειπωμένο μοναστήρι. Σήμερα, εκτός από το κτίριο του ναού, σώζεται στη βορειοανατολική πλευρά του τοίχος με πόρτα σε αναγεννησιακό ρυθμό, που θεωρείται ότι ανήκε στα μοναστηριακά κτίρια. Κατά τον Καμίλ Ανλάρ πρέπει να ήταν εκεί ο ξενώνας που είχε κτίσει ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Κύπρου Guillaume Goneme, μετά το 1469. Το κτίριο αυτό σωζόταν ερειπωμένο μέχρι το ύψος του δεύτερου ορόφου κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Η σωζόμενη εκκλησία χρονολογείται στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Αποτελείται από ένα κλίτος διαστάσεων 41X11 μέτρων περίπου και αρχικά καλυπτόταν με σταυροθόλια. Στα ανατολικά υπάρχει τρίπλευρη αψίδα και στα δυτικά νάρθηκας με 3 τόξα στην πρόσοψη. Το κεντρικό τόξο είναι μεγαλύτερο από τα άλλα, που διατηρούν όμως το ίδιο ύψος χάρις σε μια κάθετη προέκταση της βάσης τους πάνω από τις κολόνες. Στα βόρεια της αψίδας υπάρχει παρεκκλήσι, διαστάσεων 10X6 μέτρων με οκτάγωνο πυργίσκο στη βορειοδυτική γωνιά και στρογγυλή σκάλα η οποία χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην προσθήκη από τους Τούρκους του μιναρέ. Συνδεόταν με την εκκλησία με μεγάλο τοξωτό άνοιγμα που οι Τούρκοι αντικατέστησαν με άλλο μικρότερο.

 

Η αρχιτεκτονική του κτιρίου είναι γενικά πολύ απλή, με βαρίες εξωτερικές όψεις που φέρουν αντηρίδες και 7 ψηλά ορθογώνια παράθυρα. Ξεχωρίζει η αψιδωτή είσοδος στον δυτικό τοίχο, που φέρει αξιόλογο γλυπτό διάκοσμο. Το οξυκόρυφο τόξο της στηρίζεται σε συμπλέγματα κολονίσκων και κάθετων λωρίδων φυτικού διακόσμου.

 

Η εκκλησία πρέπει να είχε αρχικά ύψος περί τα 15 μέτρα και ήταν ένα από τα πιο επιβλητικά κτίρια της παλαιάς Λευκωσίας. Το άνω μέρος της, μέχρι το μέσο περίπου του ύψους των παραθύρων, καταστράφηκε, κατά πάσαν πιθανότητα από τους κανονιοβολισμούς των Τούρκων κατά την πολιορκία της Λευκωσίας το 1570. Αργότερα οι Τούρκοι συμπλήρωσαν τους τοίχους και κάλυψαν το κτίριο και τον προθάλαμο με ξύλινη στέγη. Το εσωτερικό της εκκλησίας καλύφθηκε με γύψο, ενώ εξωτερικά προστέθηκε ο μιναρές στη βόρεια πλευρά.

 

Ονομάστηκε τέμενος Ομεριέ από τους Τούρκους, μετά την πτώση της Λευκωσίας, προς τιμήν του προφήτη Ομάρ, που, κατά την τουρκική παράδοση, επισκέφθηκε τη Λευκωσία καθ’ οδόν προς την Αίγυπτο, και διανυκτέρευσε στον νάρθηκα ερειπωμένης εκκλησίας. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Μουσταφά ταύτισε την εκκλησία της παράδοσης με εκείνη των Αυγουστινιανών, που τροποποιήθηκε κατάλληλα για να λειτουργεί ως τέμενος.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image