Βαρβάρα αγία και Κύπρος

Image

Η αγία Βαρβάρα η μεγαλομάρτυς (μνήμη 4 Δεκεμβρίου) έζησε πιθανότατα τον 3ο αιώνα, ήταν μοναχοκόρη του Διοσκόρου, πλούσιου εθνικού, ασπάστηκε το Χριστιανισμό σε νεαρή ηλικία, καταγγέλθηκε από τον πατέρα της, βασανίστηκε, διαπομπεύθηκε και τελικά αποκεφαλίστηκε. Είναι προστάτιδα των παιδιών, προστάτιδα του Πυροβολικού και ιδιαίτερα δημοφιλής σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και στην Κύπρο. Η αγία Βαρβάρα υπήρξε μία από τις πλέον τιμώμενες αγίες στην Κύπρο ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια, όπως μαρτυρείται και από την ερειπωμένη και άλλοτε διακοσμημένη με τοιχογραφίες βασιλική του 8ου αιώνα που φέρει το όνομά της και βρίσκεται κοντά στο χωριό Κορόβια, στην Καρπασία. Προς τιμήν της αφιερώθηκαν επίσης αρκετοί ναοί, μερικοί από τους οποίους είναι οι κυρίως ναοί χωριών, όπου η αγία θεωρείται η προστάτιδα των κατοίκων, όπως στην Αγία Βαρβάρα, στο Καϊμακλί και στον Οίκο της επαρχίας Λευκωσίας, στην Αγία Βαρβάρα, την Άρμου και τη Σαλαμιού της επαρχίας Πάφου, καθώς και στο Ζακάκι της Λεμεσού. Από τους ναούς αυτούς ιδιαίτερο ναοδομικό και εικονογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο, που βρίσκονται στα χωριά Σωτήρα και Περιστερώνα. Ο μεν ναός της Σωτήρας έχει οξυκόρυφη καμάρα, περίθυρο και γωνιαίες υδρορροές, χαρακτηριστικά δείγματα υστερογοτθικού ρυθμού, και ανάγεται στα τέλη του 14ου ή τις αρχές του 15ου αιώνα. Ο δε ναός στην Περιστερώνα διασώζει τοιχογραφίες στο νότιο τοίχο και την αψίδα, που χρονολογούνται στον 16ο αιώνα όπου τοποθετείται και η ανέγερσή του.

 

Εκκλησίες αφιερωμένες στην αγία Βαρβάρα, μερικές ερειπωμένες, υπάρχουν επίσης στα χωριά Αργάκα, Αχέλεια, Χρυσοχού, Αμαργέτη, Ανώγυρα, Γουδί, Κοίλη, Λεμώνα, Πέγεια, Πόλη Χρυσοχούς, Στατός και Στρουμπί της επαρχίας Πάφου. Επίσης στα χωριά Αγρολάδου (17ος αιώνας), Απλίκι, Γαληνή, Κάμπος, Λουτρός, Λουρουτζίνα και Πάνω Πύργος της επαρχίας Λευκωσίας, στο Κοιλάνι και στον Άγιο Τύχωνα της επαρχίας Λεμεσού, στην Τόχνη της επαρχίας Λάρνακας, στην Ακανθού (19ος αιώνας), Άγιον Ανδρόνικο, Άχνα, Πυργά, Τρίκωμο, Φρέναρος, Κώμη Κεπήρ και Παραλίμνι της επαρχίας Αμμοχώστου, στην Κερύνεια, τη Λάπηθο και αλλού. Απαντώνται δε και περισσότερα από 40 τοπωνύμια, προφανώς χώροι όπου σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν ξωκλήσια αφιερωμένα στην αγία.

           

Στην αγία Βαρβάρα είναι αφιερωμένα και τα καθολικά δύο μοναστηριών, το ένα στους πρόποδες του Σταυροβουνιού και το άλλο στα βόρεια του χωριού Αργάκα στην επαρχία Πάφου. Το πρώτο είναι μετόχιο του Σταυροβουνιού και διασώζει τοιχογραφίες των οποίων η τελευταία συντήρηση και ο καθαρισμός βοήθησαν στη χρονολόγησή τους στον 16ο αιώνα, οπότε είχε ανεγερθεί και ο ναός. Το δεύτερο ήταν μετόχιο του Παναγίου Τάφου. Σώθηκαν η εκκλησία του, που ανακαινίστηκε κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς και μερικά των μοναστηριακών κτισμάτων, των αρχών του 20ού αιώνα. Μαρτυρίες γεροντότερων αναφέρουν ότι η παλαιότερη εκκλησία ήταν κατάγραφη και συνδεόταν την περίοδο της Φραγκοκρατίας με τους Φράγκους κατακτητές του νησιού. Σύμφωνα με τοπική παράδοση, που κατέγραψε ο λόγιος Λοϊζος Φιλίππου, ο ηγούμενος του μετοχίου, αγιοταφίτης ιερομόναχος Σωφρόνιος, πρώην ιμάμης στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, όπως ο ίδιος δημόσια εξομολογήθηκε τη νύκτα της Ανάστασης του έτους 1821, μαρτύρησε τον Ιούλιο του έτους εκείνου κατά τη διάρκεια των μεγάλων σφαγών που διέταξε ο Τούρκος διοικητής της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ.

           

Η αγάπη των Κυπρίων προς την αγία Βαρβάρα φαίνεται και από το ότι δύο χωριά φέρουν το όνομά της.

           

Ειδική πτυχή των σχέσεων της αγίας Βαρβάρας με την Κύπρο αποτελούν οι απεικονίσεις της σε τοιχογραφίες ναών του νησιού, από τον 12ο έως τον 16ο αιώνα, καθώς και σε φορητές εικόνες ιδίως των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Δεικνύουν τη μεγάλη αγάπη του λαού προς τη θαυματουργό αγία και προστάτιδά του «από τα δεινά της ευλογιάς» και τη «θεραπεύτρια των οφθαλμών» του. Τέτοιες τοιχογραφίες εντοπίζονται στους ναούς Παναγίας Αμασγού (12ος αιώνας), Παναγίας Μουτουλλά (1280), Αγίου Γεωργίου Σακκά στη Γιαλούσα (13ος αιώνας), Παναγίας στην Έμπα (13ος αιώνας), Αρχαγγέλου Μιχαήλ ή Θεοτόκου στη Γαλάτα (1514), Αγίου Σωζομένου επίσης στη Γαλάτα (1513), Αγίου Ανδρονίκου στον Καλοπαναγιώτη (16ος αιώνας) και Τιμίου Σταυρού στον Παλιόμυλο (16ος αιώνας). Από τις φορητές εικόνες αναφέρονται αυτές του έτους 1776 στο ναό της Αγίας Βαρβάρας στο Ζακάκι (που ανήκουν στον χρωστήρα ενός των πιο αντιπροσωπευτικών εκπροσώπων της Σχολής της μονής του Αγίου Ηρακλειδίου, του αγιογράφου Λεοντίου) και άλλη του έτους 1797 στο ναό της Αγίας Βαρβάρας στο χωριό Άρμου.

           

Στην Κύπρο διαφυλάκτηκαν επίσης λείψανα της αγίας Βαρβάρας. Η παλαιότερη αναφορά σε ύπαρξη λειψάνου της στο νησί γίνεται από τον Τσέχο περιηγητή Όλντριχ Πρέφατ το 1546, ο οποίος σημείωσε στο οδοιπορικό του ότι σε παρεκκλήσι της μονής των Φραγκισκανών στη Λευκωσία είχε δεί μεταξύ άλλων και «ένα οστούν της αγίας Βαρβάρας». Λείψανα της αγίας υπάρχουν στο μετόχιο της Αγίας Βαρβάρας της μονής Σταυροβουνίου, επίσης στις μονές Κύκκου, Μαχαιρά, Τροοδίτισσας, Χρυσορροϊάτισσας και Αποστόλου Ανδρέα, καθώς και στους ναούς των χωριών Γιόλου και Ζακάκι.

           

Ένας άλλος τομέας της αγάπης των Κυπρίων προς την αγία είναι εκείνος των λαϊκών δοξασιών και παραδόσεων. Όπως αναφέρει ο Γερμανός ιππότης Κόνραντ Γκρούνεμπεργκ, που επεσκέφθη την Κύπρο το 1486, καθ΄ οδόν προς τους Αγίους Τόπους, στο νησί υπήρχε λαϊκή παράδοση για μαρτύριο της αγίας στην Κωνσταντία (Σαλαμίνα), γεγονός που ερμηνεύεται ως έκφραση της επιθυμίας των τότε αφηγητών του για κυπριακή καταγωγή της, όπως συνέβαινε και στις διηγήσεις για την αγία Αικατερίνη, την αγία Μαύρη και άλλους αγίους.

           

Σύμφωνα προς τον πρωτοπόρο λαογράφο Ξενοφώντα Φαρμακίδη, οι κάτοικοι του νησιού αποκαλούσαν τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου «Νικολοβάρβαρα» (όπως και σήμερα οι παλαιότεροι) από τις γιορτές της αγίας Βαρβάρας στις 4 του μηνός και του αγίου Νικολάου στις 6. Από διάφορες άλλες πηγές είναι γνωστό ότι τη μέρα της γιορτής της αγίας πολλοί Κύπριοι τιμούσαν τη μνήμη της παρασκευάζοντας κόλλυβα και ζυμώνοντας πίττες, που τις έψηναν στη «σάτζ΄η» και είχαν διάφορα ονόματα, όπως «βαρβαρόπιττες» και «τρυπητές».

           

Στην Κύπρο, όπως και στην Ελλάδα, η αγία Βαρβάρα τιμόταν και ως προστάτιδα κατά της επιδημίας της ευλογιάς, ειδικότερα για τα παιδιά, γι’ αυτό και ήσαν άφθονα τα τάματα προς αυτήν. Ο λόγιος γιατρός Νεοκλής Κυριαζής κατέγραψε λαϊκή διήγηση που αιτιολογούσε την επίκληση της αγίας για την ασθένεια αυτή από το γεγονός ότι η ίδια η αγία Βαρβάρα ήταν εκπληκτικής ωραιότητας, γι’ αυτό και θαυμαζόταν από όλους, με αποτέλεσμα να παρακαλούσε το Θεό να προσβληθεί από ευλογιά ώστε να αλλοιωθεί το πρόσωπό της και να μην ενοχλείται από τους θαυμαστές της. Σημειώνει ακόμη ότι πιστευόταν από το λαό πως είχε ιαματική δύναμη για τις παθήσεις των οφθαλμών, γι’ αυτό και πολλοί προσέτρεχαν στη χάρη της για να ζητήσουν μεσιτεία της αγίας για θεραπεία τους.

           

Ο Βρεττανός έφορος αρχαιοτήτων το 1918 Τζώρτζ Τζέφρυ αναφέρει επίσης ότι οι χωρικοί επικαλούντο την αγία για προστασία των καλλιεργειών τους από το χαλάζι και τις καταιγίδες που συνοδεύονταν από βροντές. Τούτο σχετίζεται πιθανότατα με τον κεραυνό που, όπως μαρτυρείται στον «Βίο» της, κατέπεσε και κατακεραύνωσε τον ειδωλολάτρη πατέρα της Διόσκορο, ο οποίος πρωτοστάτησε στο μαρτύριο και τον θάνατό της. Η αγία θεωρείται επίσης προστάτιδα των μεταλλωρύχων, γι’ αυτό και στο συνοικισμό του μεταλλείου στο Μιτσερό κτίστηκε μικρή εκκλησία αφιερωμένη στην αγία, ενώ υπήρχε και προσκυνητάρι στο μεταλλείο της Καλαβασού. Προφανώς η ανάδειξη της αγίας σε προστάτιδα της εργατικής αυτής τάξης έγινε κατά μίμηση φαινομένου στη Δύση, όπου η αγία θεωρείται φύλακας των εργατών ορυχείων, των χαλκουργών και άλλων. Στην Κύπρο η αγία τιμάται πανηγυρικά και ως προστάτιδα του Πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς από την ίδρυσή της το 1964. Στην Ελλάδα η αγία τιμάται για τον ίδιο λόγο από τις 4 Δεκεμβρίου του 1829, επί κυβερνητείας Ιωάννη Καποδίστρια.