Βοημούνδος Δ Bohemund

Πρίγκιπας Αντιοχείας -Τριπόλεως. Στα 1203 -1204, κατά την Δ' Σταυροφορία, ο Βοημούνδος βρισκόταν σε σύγκρουση με τον Λέοντα Β' της Αρμενίας για τη διαδοχή της Αντιοχείας. Σ' αυτή την έριδα αναμείχθηκαν μερικοί Σταυροφόροι, που είχαν φθάσει στην Άκρα με την ευθύνη και βοήθεια του Αμάλριχου Λουζινιανού, βασιλιά της Κύπρου (1194 -1205), όπως ο Ρενώ ντε Νταμπιέρ, υπέρ του Βοημούνδου μαζί με 80 ιππότες ˙ όλοι αποδεκατίστηκαν καθοδόν. Άλλοι, Φλαμανδοί υπό τον Ιωάννη ντε Νεσλέ τάχθηκαν με τον Λέοντα Β' και πολιόρκησαν την Αντιόχεια. Ό,τι τους ενδιέφερε ήταν ο πόλεμος, αδιάφορο εναντίον ποιου, μια και ο πόλεμος εναντίον των Σαρακηνών τους είχε απαγορευθεί. Στα 1218 ο Βοημούνδος νυμφεύθηκε την Μελισσάνθη, κόρη του Αμάλριχου Λουζινιανού.

 

Κατά την άφιξη του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β' στην Κύπρο στις 21.7.1228, με στόχο την εξάλειψη της επιρροής των Ιβελίνων από το νησί, ο Βοημούνδος Δ' έφθασε προς υποστήριξή του στην Αμμόχωστο με 60 ιππότες και μεγάλη δύναμη πεζικού και ιππέων. Ο Βοημούνδος συνάντησε τον αυτοκράτορα στο Πυρόι (Αύγουστος) καθώς αυτός από τη Λεμεσό με τον όμηρο βασιλιά Ερρίκο Α' Λουζινιανό βάδιζε προς τη Λευκωσία. Όταν ωστόσο ο Φρειδερίκος απέπλευσε από την Αμμόχωστο με προορισμό τη Συρία για τη σταυροφορία του, συνοδευόμενος υποχρεωτικά από τους Ιβελίνους, τον Ερρίκο και πολλούς Κυπρίους ευγενείς (που τον αναγνώριζαν ως κύριό τους και επικυρίαρχο φεουδαλικό, αλλά όχι ως αντιβασιλιά του βασιλείου της Κύπρου), ο Βοημούνδος δυσαρεστήθηκε με την απαίτηση του Φρειδερίκου ότι όλοι οι υποτελείς του (λίζιοι) στην Αντιόχεια και την Τρίπολη έπρεπε να ορκιστούν υποτέλεια σ' αυτόν. Η δυσαρέσκεια ξεκινούσε από το ότι η Αντιόχεια -Τρίπολη ήταν πριγκιπάτο ανεξάρτητο από το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, σύμμαχος του Φρειδερίκου και όχι υποτελές προς αυτόν κράτος. Για να διακόψει τις σχέσεις του με τον Φρειδερίκο, μετά την απαίτηση αυτή, ο Βοημούνδος Δ' υποκρίθηκε τον τρελό, έκανε τον βωβό και τον κουφό, και έτσι διέφυγε με ένα πλοίο του στη Συρία, όπου μόλις αποβιβάστηκε στη Νεφίν, στα νότια της Τριπόλεως, «θεραπεύθηκε»!

 

Κατά το 1232 στη διάρκεια του πολέμου των Ιβελίνων με τους αυτοκρατορικούς στη Συρία, έγινε προσπάθεια συνοικεσίου της Ισαβέλλας Λουζινιανής, αδελφής του βασιλιά Ερρίκου, με τον Ερρίκο Β', γιο του Βοημούνδου Δ'. Πρεσβεία από τους σερ Βάλιαν Ιβελίνο, Γουλιέλμο Βισκόντη και Φίλιππο ντε Νοβάρε εστάλη στην Τρίπολη για το σκοπό αυτό. Οι όροι του γάμου περιλάμβαναν την παροχή στον γαμβρό μεγάλων φεούδων στην Κύπρο, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική βοήθεια του Βοημούνδου προς το κόμμα των Ιβελίνων στον αντιαυτοκρατορικό αγώνα του, που αφορούσε και την Κύπρο. Όταν πληροφορήθηκε την αποχώρηση της στρατιωτικής δυνάμεως των Ιβελίνων που είχε μεταβεί στη Βηρυτό (προς ανακούφισή της από την πολιορκία των Λογγοβάρδων του Λοτάριου, αδελφού του Φιλαγκιέρι στρατάρχη του Φρειδερίκου), ο Βοημούνδος νομίζοντας ότι αυτή σήμαινε το τέλος των Ιβελίνων, δέχθηκε με ψυχρότητα την πρόταση. Μόνο αφού η υπόθεση των Ιβελίνων άρχισε να κερδίζει έδαφος, ο Βοημούνδος συγκατετέθη στην τέλεση του γάμου, του οποίου καρπός υπήρξε ο Ούγος Γ' Λουζινιανός, βασιλιάς της Κύπρου (1267 -1284), ο ιδρυτής της δεύτερης γαλλικής δυναστείας στην Κύπρο. Στο ενδιάμεσο μεταξύ δυσμένειας και εύνοιας, η πρεσβεία είχε στερηθεί την κατοικία που της είχαν δώσει οι Ναΐτες καθώς και άλλη που ζήτησε από τους Ιωαννίτες και άλλα μοναχικά τάγματα, διαμένοντας σε στάβλο μέσα σε άθλιες συνθήκες και ύβρεις των φιλοαυτοκρατορικών, που ενεθάρρυνε ο δίβουλος Βοημούνδος. Όμως υπέμεναν γιατί πίστευαν στην αναγκαιότητα του γάμου.

 

Την ίδια στάση τήρησε ο Βοημούνδος και έναντι δυο πλοίων των Γενουατών και των πληρωμάτων τους, που έφεραν την είδηση της εισβολής των αυτοκρατορικών υπό τον Φιλαγκιέρι από τη Συρία στην Κύπρο κατά τα μέσα του 1232 μετά τη μάχη του Καζάλ Ιμπέρτ, που την θεώρησε αρχή του τέλους των Ιβελίνων και της προστατευόμενής τους βασιλικής οικογένειας της Κύπρου. Τότε ο Βοημούνδος διέταξε τη σύλληψη των δυο πλοίων και των πληρωμάτων τους, τα οποία ο Βαλιάν Ιβελίνος με μυστικές συνεννοήσεις προσπαθούσε να προσελκύσει στην υπόθεση του και να τα χρησιμοποιήσει για μεταφορά στρατευμάτων στην Κύπρο, με αντάλλαγμα μεγάλα φέουδα.