Γάτες Αγίου Νικολάου

Image

Το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στο Ακρωτήρι της Λεμεσού, ένα από τα αρχαιότερα της Κύπρου (που συντηρήθηκε τα τελευταία χρόνια) συνδέεται με εκτροφή γάτων. Οι γάτες εκτρέφονταν από τους μοναχούς και χρησιμοποιούνταν για την καταπολέμηση φαρμακερών ερπετών που, όπως φαίνεται, ήταν πάρα πολλά στην περιοχή. Εξαιτίας της εκτροφής γάτων, το μοναστήρι ήταν γνωστό ως μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Γάτων. Επίσης, το ίδιο το ακρωτήρι πήρε το όνομα ακρωτήρι Γάτα.

 

Οι γάτες που πολεμούν κι εξολοθρεύουν φαρμακερά ερπετά, συνδέονται στις κυπριακές παραδόσεις με ερήμωση του νησιού εξαιτίας πολύχρονης ανομβρίας που διάρκεσε 36 χρόνια, καθώς και με την επίσκεψη στην Κύπρο της αγίας Ελένης. Αν και σήμερα γίνεται δεκτό ότι η σύνδεση κάποιας μεγάλης φυσικής καταστροφής στο νησί και η εξάλειψη των συνεπειών της με την επίσκεψη της αγίας Ελένης και τα διάφορα υπ' αυτής αφιερώματα Τιμίου Ξύλου στην Κύπρο, αποτελεί μεταγενέστερη εκκλησιαστική ερμηνεία που δεν τεκμηριώνεται, ωστόσο η σύνδεση αυτή εξακολουθεί να επιζεί στις λαϊκές παραδόσεις.

 

Σύμφωνα προς αυτές, η αγία Ελένη όταν επεσκέφθη την Κύπρο μετά την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα, βρήκε το νησί έρημο γιατί οι κάτοικοί του το είχαν εγκαταλείψει ενώ η χλωρίδα και η πανίδα είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές, εξαιτίας της πολύχρονης ανομβρίας. Τα φαρμακερά ερπετά είχαν πολλαπλασιαστεί κι είχαν κατακλύσει την Κύπρο. Τότε η αγία Ελένη, εκτός των άλλων ευεργεσιών της προς την Κύπρο, έφερε στο νησί και πλήθος γάτων, που πολέμησαν και εξολόθρευσαν τα ερπετά.

 

Για το όλο θέμα σύνδεσης της αγίας Ελένης και της επίσκεψής της στο νησί με θεραπεία μακροχρόνιας φυσικής συμφοράς, γίνεται λόγος στο λήμμα Ελένη αγία. Εδώ αναφέρουμε ότι πραγματικά τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και τα μεσαιωνικά χρόνια, η Κύπρος ήταν γνωστή και για τα ερπετά της. Γι' αυτά κάνει λόγο ο Αριστοτέλης, στο σύγγραμμα του «Περί θαυμασίων ἀκουσμάτων». Μάλιστα ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε ένα είδος φιδιού δηλητηριώδους, που σημειώνει ότι ζει «ἐν Κουρίῳ τῆς Κύπρου», δηλαδή σε περιοχή που γειτνιάζει προς το μοναστήρι -εκτροφείο γάτων του Αγίου Νικολάου. Εξάλλου ο Νικαίνετος αποκαλεί την Κύπρο «ὀφιώδη», δηλαδή γεμάτη φίδια, όπως διασώζει ο Παρθένιος. Αλλά και ο Οβίδιος, στις «Μεταμορφώσεις» του, ονομάζει την Κύπρο «Ὀφιούσαν». Η φήμη λοιπόν της Κύπρου ως γεμάτης φαρμακερά ερπετά, φήμη που δεν ήταν εντελώς ανυπόστατη, υφίστατο από τα αρχαία χρόνια.

 

Ωστόσο η χρησιμοποίηση γάτων για την καταπολέμηση των ερπετών αυτών, αναφέρεται για πρώτη φορά μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 332/3 μ.Χ., οπότε κυβερνήτης της Κύπρου διορίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο ο Καλόκαιρος, με εντολή να συνδράμει στην ανόρθωση του νησιού. Σχετικά με την αποστολή στην Κύπρο του Καλόκαιρου, ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός («Ἱστορία χρονολογική...» 1788, σ. 22) αναφέρει: .... Ἐστάλη ὑπό τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τήν Νῆσον, διά νά τήν κατοίκησῃ, μετά τήν ἐπιστροφήν τῆς ἁγίας Ἑλένης ἀπό Ἱερουσαλήμ, ἓνας Δούκας ὀνόματι Καλόκαιρος. Βλέπων δέ αὐτός εἰς τήν Νῆσον ὃτι ἐπολυπλασιάσθησαν τόσον τά ὀφίδια, ὣστεποῦ οἱ  ἂνθρωποι καί τά ζῶα συνεχῶς ἐδαγκάνοντο καί ἀπέθνησκον, καί μάλιστα ὑπό τῆς λεγομένης κουφῆς, φαρμακερόν τῷ  ὃντι καί θανατηφόρον ὀφίδιον[...ἐστοχάσθη[...] ἓνα τρόπον διά νά ἀφανίσῃ εἰς αὐτά τά μέρη τοῦ  ἀκρωτηρίου τά πολλά ὀφίδια, ὃθεν ἒστειλεν εἰς τόν ἃγιον Νικόλαον τοῦ  ἀκρωτηρίου, μοναστήριον τῶν μοναχῶν Ρωμαίων ἐκ τῆς τάξεως τοῦ  ἁγίου Βασιλείου, ὡς χιλίους γάττους, καί γάττας, τῶν ὁποίων ἐδώρισε καί τήν τροφήν ἐξ' οἰκείων ἐξόδων. Λοιπόν, αὐγή καί βράδι ἐσυνήθισαν αὐτοί οἱ γάττοι, ἀκούοντες τόν κτύπον τῶν καμπάνων, νά συνάζονται εἰς κάποιας γούρνας ξυλίνας,νθα ἦτο τό φαγίν των, καί ἀφ ' οὗ  ἒτρωγαν, ἒτρεχον εἰς τά δάση καί ἐκυνήγουν τά ὀφίδια τό ἐπίλοιπον τῆς ἡμέρας....

 

Τα τάγματα αυτά των γάτων του μοναστηριού, που ρίχνονταν στη μάχη ενάντια στα φίδια με το σύνθημα των καμπάνων, ενέπνευσε και τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη να γράψει το γνωστό του ποίημα «Οι γάτες τ' ἃι Νικόλα», απόσπασμα από το οποίο παραθέτουμε:

 

....Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,

-σαράντα χρόνια αναβροχιά-

ρημάχτηκε όλο το νησί ˙

πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.

Μιλιούνια φίδια τούτο τ' ακρωτήρι,

χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου

και φαρμακερά.

Τό μοναστήρι τ' Άι - Νικόλα το είχαν τότε

Αγιοβασιλείτες καλόγεροι

κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια

κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή ˙

τους έσωσαν οι γάτες πού ανάθρεφαν.

Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα

και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.

Όλη μέρα χτυπιούνταν ως την ώρα

που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.

Απόδειπνα πάλι η καμπάνα

και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.

Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,

άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή,

την άλλη χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.

Έτσι με τέσσερις καμπάνες την ημέρα

πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.

Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες

ξολόθρεψαν τα φίδια μα στό τέλος

χαθήκανε˙ δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.

Ωσάν καράβι καταποντισμένο

τίποτε δεν άφησαν στον αφρό

μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.

Γραμμή!

Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες

παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα

το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.

Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι...

 

 

Εκτός από τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό («Ιστορία Χρονολογική...», Βενετία, 1788, σ. 22), τον θρύλο για τις γάτες του Αγίου Νικολάου αναφέρουν και πολλοί άλλοι, κατά πολύ προγενέστεροι του Κυπριανού. Ένας από αυτούς είναι και ο (Κύπριος) ιερωμένος του 16ου αιώνα Στέφανος Λουζινιανός (Estienne de Lusignan), από τον οποίο άντλησε και ο Γιώργος Σεφέρης για το γνωστό του ποίημα «Οι γάτες τ' άι-Νικόλα» (1969). Ο θρύλος αυτός απαντάται και στα κείμενα διαφόρων περιηγητών και ταξιδιωτών, που είχαν επισκεφθεί την Κύπρο σε διάφορες εποχές. Σε τέτοια κείμενα ο θρύλος απαντάται σε διάφορες παραλλαγές, άλλες αισιόδοξες (οι γάτες νικούνε τα φίδια) και άλλες απαισιόδοξες (οι γάτες πεθαίνουν τελικά από το δηλητήριο των ερπετών τα οποία σκότωναν). Ο Σεφέρης, λόγω και της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρα του, είχε υιοθετήσει την απαισιόδοξη άποψη.

 

Η αφήγηση ενός μεσαιωνικού επισκέπτη, του Ιταλού ιερωμένου Φραντζέσκο Σουριάνο (είχε επισκεφθεί την Κύπρο το 1484), θυμίζει εντονότατα το ποίημα του Σεφέρη το οποίο είχε γραφεί 485 ολόκληρα χρόνια αργότερα. Να το σχετικό απόσπασμα του Σουριάνο:

... Σ' αυτό λοιπόν το μέρος υπάρχει ένα ελληνικό μοναστήρι το οποίο εκτρέφει έναν ακαθόριστο αριθμό γάτων, που ευρίσκονται σε έναν ατελείωτο πόλεμο με τα φίδια. Είναι αξιοθαύμαστο πράγμα να βλέπεις όλους εκείνους [τους γάτους], διότι όλοι σχεδόν είναι ακρωτηριασμένοι από τα φίδια. Κάποιος γάτος έχασε την μύτη του, άλλος το αυτί του, άλλου το δέρμα είναι ξεσχισμένο, άλλος είναι κουτσός, ενός του λείπει το ένα μάτι... Και είναι πολύ παράξενο πράγμα, ότι κατά την ώρα του φαγητού, με το άκουσμα της καμπάνας, όλοι εκείνοι οι γάτοι που είναι σκορπισμένοι στα χωράφια, μαζεύονται στο μοναστήρι. Και όταν φάνε αρκετά και χορτάσουν, με το άκουσμα πάλι της καμπάνας όλοι οι γάτοι φεύγουν ξανά για τα χωράφια για να κυνηγήσουν φίδια...

(Α. Παυλίδης: «Η Κύπρος Ανά τους Αιώνες...», τόμος 1ος, 1993, σ. 219).

 

Ο επισκέπτης Χάνς Μπ. φον Έπτινγκεν, από την Ελβετία, που είχε περάσει από την Κύπρο το 1460, ομιλεί για 400 συνολικά γάτες που κυνηγούσαν φίδια, επέστρεφαν για φαγητό στο μοναστήρι όταν κτυπούσε η καμπάνα, και κατόπιν άρχιζαν πάλι το κυνήγι (Α. Παυλίδης, ό.π.π, σ. 169). Παρόμοια αναφέρει και ο επισκέπτης, κατά το 1470, Ούλριχ Μπρούνερ, Γερμανός ιερωμένος (Α. Παυλίδης, ό.π.π., σ. 173). Ο επισκέπτης, ευγενής από το Τυρόλο, Γκάουτενς φον Κίρκμπεργκ, που πέρασε από την Κύπρο το 1470, λέγει παρόμοια και ομιλεί για 300 γάτες. Ο Δομινικανός μοναχός Φέλιξ Φέιμπερ, που βρέθηκε στην Κύπρο το 1480-1483, δίνει στη δική του αναφορά και κάποιες αυθαίρετες εξηγήσεις ως προς τους λόγους ίδρυσης του μοναστηριού σε περιοχή γεμάτη από ερπετά: ...Πέρα από τη Λεμεσό βρίσκεται μια δασώδης περιοχή τόσο γεμάτη με ερπετά και επιβλαβή ζώα, ώστε κανένας δεν μπορεί να ζήσει εκεί. Εν πάση περιπτώσει, στο μέσον αυτού του δάσους μερικοί παλαιοί πατέρες έκτισαν ένα μοναστήρι, ώστε περιτριγυρισμένοι από ερπετά, να ήσαν λιγότερο εκτεθειμένοι σε επισκέψεις κοσμικών, που όπως είναι γνωστό ενοχλούν τους ευσεβείς μοναχούς. Αλλά από φόβο μήπως τα ερπετά ενοχλήσουν τους [ιδίους τους] τροφίμους του μοναστηριού, διατηρούν αριθμό από γάτες, που εκ φύσεως καταδιώκουν φίδια, ποντίκια, μικρά τρωκτικά και νυφίτσες, και δεν επιτρέπουν σ' αυτά να πλησιάσουν στα τείχη [του μοναστηριού]. Και ένας καθημερινός πόλεμος διεξάγεται ανάμεσα στις γάτες και τα φίδια, για να εκδιωχθούν τα τελευταία μακριά από τα τείχη. Τις νύκτες [οι γάτες] μένουν εντός [του μοναστηριού], και περιπλανώνται στους βοηθητικούς χώρους, μήπως κανένα ερπετό είναι κρυμμένο εκεί, αλλά κατά τη διάρκεια της ημέρας κυνηγούν στο δάσος,   και όταν έλθει η ώρα για το φαγητό τους, ο υπεύθυνος μοναχός χτυπά μια καμπάνα, στον ήχο της οποίας τρέχουν όλες στον χώρο όπου τις ταΐζουν... (Α. Παυλίδης, ό.π.π., σ. 214).

 

Ο Γάλλος ταξιδιώτης ντε Βιλλαμόντ, που πέρασε από την Κύπρο το 1589, γράφει για τον θρύλο όπως του τον αφηγήθηκαν, λέγοντας ότι τα φίδια ήσαν μέχρι και 7 πόδια μεγάλα, ασπρόμαυρα και πολύ χοντρά. Το μοναστήρι, προσθέτει, ήταν ερειπωμένο στις μέρες του και οι γάτοι του είχαν πεθάνει από πείνα (Α. Παυλίδης, ό.π.π., σ. 488). Ωστόσο ο Τζιρόλαμο Νταντίνι, που είχε έλθει στην Κύπρο το 1596- 7, μαρτυρεί ότι τότε υπήρχαν στο μοναστήρι και γάτοι που κυνηγούσαν φίδια και Βασιλειανοί μοναχοί. Πάντως το 1598 ο Τσέχος ευγενής Κρίστοφ Χάραντ βεβαιώνει την ερήμωση του μοναστηριού από θανατικό που έφεραν οι γάτοι οι οποίοι εκτρέφονταν σ' αυτό: ...Κάποια στιγμή είδαμε, κοντά στην ακτή, ένα μοναστήρι που φαινόταν να είναι εγκαταλειμμένο. Και για το μοναστήρι αυτό μας αφηγήθηκαν πως, πριν από καιρό, όταν υπήρχαν ακόμη σ' αυτό μοναχοί, στην περιοχή ολόγυρα υπήρχαν και πολλά ερπετά που αποτελούσαν κίνδυνο για τους ανθρώπους ˙ γι' αυτό οι μοναχοί εκπαίδευαν γάτες που το πρωί της κάθε ημέρας τις έστελναν να καταδιώκουν και να σκοτώνουν τα ερπετά· δεν τα έτρωγαν όμως, αλλά τα κυνηγούσαν, και το μεσημέρι, όταν κτυπούσε η καμπάνα, επέστρεφαν στο μοναστήρι όπου τις τάιζαν οι μοναχοί ˙ και πάλι επέστρεφαν το βράδυ. Έτσι ζούσαν εδώ εκείνοι οι μοναχοί. Όμως τελικά ήλθε θανατικό στο μοναστήρι και κάποιοι είπαν πως το έφεραν οι γάτες που είχαν μολυνθεί από τα ερπετά. Οι περισσότεροι από όσους ζούσαν εδώ, πέθαναν. Όσοι σώθηκαν, εγκατέλειψαν αυτό το μοναστήρι που παραμένει εγκαταλειμμένο μέχρι σήμερα... (Α. Παυλίδης, ό.π.π., τόμος 2ος, 1994, σ.534).

 

Στο ταξιδιωτικό του Χάραντ, που εξεδόθη για πρώτη φορά στην Πράγα το 1608, περιλαμβάνεται και ξυλογραφία που παρουσιάζει το μοναστήρι και τους γάτους του να κυνηγούν φίδια.

 

Ο Ερρίκος ντε Μποβώ, που επεσκέφθη την Κύπρο κατά τις αρχές του 17ου αιώνα, λέγει ότι δεν υπήρχαν τότε γάτοι στο μοναστήρι, αλλά σ' αυτό διέμεναν μερικοί Έλληνες μοναχοί. Ο δε Ρίτσαρντ Πόκοκ (1738) αναφέρει τον θρύλο των γάτων, που πολεμούσαν τα φίδια και επέστρεφαν όταν κτυπούσε η καμπάνα, αλλά θεωρεί γελοία την όλη ιστορία.

 

Προφανώς ο Πόκοκ (όπως και διάφοροι άλλοι) άκουσε μεν τον ζώντα ακόμη θρύλο αλλά δεν κατόρθωσε να διακρίνει τον συμβολισμό που κρυβόταν πίσω από αυτόν, και στον όλο πόλεμο των (εκπαιδευμένων και διατηρουμένων από την Εκκλησία) γάτων προς τα δηλητηριώδη και επικίνδυνα ερπετά — συμβολισμό που ωστόσο είδε πολύ αργότερα ο Γιώργος Σεφέρης. Διότι, τελικά, σημασία καμιά δεν έχει εάν η όλη ιστορία ήταν αληθινή ή όχι. Σημασία έχει το βαθύτερο περιεχόμενό της.

 

Σήμερα, οπότε το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Γάτων έχει επαναλειτουργήσει, ως γυναικείο πλέον, μπορεί ο επισκέπτης να δει στην αυλή και στους διαδρόμους και μέσα στον ναό και ολόγυρα, να κυκλοφορούν πολλές δεκάδες γάτοι. Οι μοναχές που διαμένουν εκεί, πιστές στην μακρά παράδοση, φροντίζουν με αγάπη αυτό τον τεράστιο αριθμό γάτων που, ύστερα από αιώνες, βρέθηκαν να ζουν και πάλι στο μοναστήρι.

 

Ο θρύλος για τις γάτες του Αγίου Νικολάου και των μαχών τους με τα φαρμακερά ερπετά, που βεβαίως ο Σεφέρης είδε με την καθαρά συμβολική του σημασία, υπήρχε και ήταν ευρύτατα διαδεδομένος κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και αργότερα και προφανώς έχει την αρχή του στα Βυζαντινά χρόνια. Πιθανότατα μάλιστα, να είχε δημιουργηθεί, με συμβολική σημασία, κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών (7ος – 10ος αιώνας).

           

Τον θρύλο αυτό άκουγαν από προφορικές διηγήσεις συχνά και οι κατά καιρούς ξένοι επισκέπτες της Κύπρου, αρκετοί δε τούτων αναφέρουν την ιστορία στα ταξιδιωτικά τους κείμενα. Τούτο αποδεικνύει την συνεχή ύπαρξη του θρύλου που επιβίωσε ανά τους αιώνες, μάλιστα πανομοιότυπος όπως τον παρέθεσε στο ποίημά του ο Γιώργος Σεφέρης.

 

Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image