Διομολογήσεις

Image

Διομολογήσεις, οι (capitulations)/ πληθ. του αρχαϊκ. διομολόγησις, η < διομολογία/= συμβάσεις με τις οποίες ρυθμίζονταν άλλοτε, κυρίως στις μουσουλμανικές χώρες, τα δικαιώματα και τα προνόμια ξένων υπηκόων Χριστιανών που έμεναν σ' αυτές. Από την άποψη του διεθνούς δικαίου οι διομολογήσεις αποτελούν διεθνείς συμβάσεις με τις οποίες ένα κράτος δέχεται να παραχωρήσει εξαιρετικά προνόμια στους υπηκόους άλλου κράτους οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφός του.

 

Οι διομολογήσεις υπήρχαν από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ήδη από τον 9ο αιώνα πρώτη η Αμάλφη και μετά απ' αυτήν η Βενετία πέτυχαν να τους παραχωρηθούν ειδικά προνόμια στο Βυζάντιο, τα οποία αργότερα ανανεώθηκαν και επεκτάθηκαν. Ιδιαίτερα μεγάλη επιτυχία είχε η Βενετία η οποία με τη διομολόγηση του 1199 πέτυχε να αναγνωριστεί, για πρώτη φορά επίσημα, στον πρόξενό της που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη δικαστική δικαιοδοσία επί των Βενετών πολιτών που ζούσαν στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Έκτοτε, τα προνόμια αυτά, μέχρι την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (1453) παραχωρήθηκαν και σε μερικά άλλα κράτη (Γένουα, Φλωρεντία, κ.ά.).

 

Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους η Γένουα (1453), η Βενετία (1454) και η Φλωρεντία (1464), πέτυχαν τη συνομολόγηση διομολογήσεων με τους Τούρκους που φάνηκαν διατεθειμένοι ν' αναγνωρίσουν στους υπηκόους των χωρών αυτών τα δικαιώματα ειδικής προστασίας τα οποία είχαν αποκτήσει προηγουμένως από το Βυζάντιο. Το 16ο αιώνα και συγκεκριμένα από το 1535 οι διομολογήσεις γενικεύτηκαν μεταξύ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ως πρώτη αναφέρεται η συνθήκη φιλίας και εμπορίου που υπεγράφη μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Γαλλίας. Η συνθήκη αυτή, απετελείτο από 16 άρθρα και κατά βάθος ήταν συνθήκη συμμαχίας μεταξύ του Φραγκίσκου Α' και του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α', του Μεγαλοπρεπούς, και στρεφόταν εναντίον των φιλόδοξων σχεδίων του Καρόλου Ε΄. Με τη συνθήκη αυτή παραχωρούνταν στους πολίτες και στους προστατευόμενους της Γαλλίας ελευθερία στην άσκηση εμπορίου και άλλες διευκολύνσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης αυτής οι υπήκοοι και οι προστατευόμενοι της Γαλλίας θα τελούσαν υπό την εξουσία των Γάλλων προξένων και θα διέπονταν από τους γαλλικούς νόμους. Νέα διομολόγηση μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Γαλλίας υπεγράφη στις 18 Οκτωβρίου 1569 από το σουλτάνο Σελίμ Β' και τον πρεσβευτή του Καρόλου Θ'. Η σπουδαιότερη και πιο πλήρης από τις διομολογήσεις που υπογράφτηκαν μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Γαλλίας ήταν εκείνη της 28ης Μαΐου 1740, που απετελείτο από 85 συνολικά άρθρα, υπεγράφη μεταξύ του Λουδοβίκου ΙΕ' και του σουλτάνου Μαχμούτ Α' και κατέστησε υποχρεωτικές τις διατάξεις που αναφέρονταν στις διομολογήσεις.

 

Οι γαλλικές διομολογήσεις χρησίμευαν ως γενικό πρότυπο βάσει του οποίου συνομολογήθηκαν ύστερα απ' αυτές οι διομολογήσεις μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και άλλων χωρών: της Βενετίας (1545), Αγγλίας (1580), Ολλανδίας (1609), Κάτω Χωρών (1613), Αυστρίας (1615), Σουηδίας (1737), Πρωσσίας (1761), Ισπανίας (1782), Ρωσίας (1783), Ηνωμένων Πολιτειών (1830) και Βελγίου (1838). Σύμφωνα με τις διομολογήσεις αυτές οι πρόξενοι των μεγάλων δυνάμεων ανέλαβαν δικαστικές αρμοδιότητες πάνω σε αστικές, εμπορικές και ποινικές υποθέσεις των υπηκόων τους που ζούσαν στα οθωμανικά εδάφη με βάση την αρχή της προσωπικότητας του νόμου.

 

Εκτός από την Οθωμανική αυτοκρατορία το καθεστώς των διομολογήσεων εφαρμόστηκε στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στην Ινδοκίνα, στην Περσία, στη Συρία, στο Μαρόκο, στην Αίγυπτο κ.α.

 

Διομολογήσεις στην Κύπρο: Το καθεστώς των διομολογήσεων ίσχυε και στην Κύπρο για πολλούς αιώνες. Η αρχή του ανάγεται στην περίοδο της Φραγκοκρατίας. Με την μεταποιητική και την εμπορική δραστηριότητα που αναπτυσσόταν στην Κύπρο κατά την περίοδο αυτή ασχολούνταν παρείσακτοι, κυρίως ξένοι τεχνίτες και έμποροι από τη Γένουα, την Πίζα, τη Βενετία, τη Μασσαλία και τις άλλες ναυτικές Δημοκρατίες της Ευρώπης, στους οποίους οι βασιλιάδες της δυναστείας των Λουζινιανών παραχωρούσαν διομολογήσεις και προνόμια και μ' αυτό τον τρόπο ενθάρρυναν την εγκατάστασή τους στην Κύπρο, καθώς και Αρμένιοι, Σύροι και Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί στο νησί από πολύ νωρίτερα. Μεταξύ των εμπόρων υπήρχαν και Κύπριοι, αλλά ο αριθμός τους ήταν πολύ μικρός.

 

Μεταξύ των προνομιούχων εμπόρων την πρώτη θέση κατείχαν οι Γενουάτες. Η πρώτη ευκαιρία για να επιτύχουν την παραχώρηση εμπορικών προνομίων στην Κύπρο δόθηκε στους Γενουάτες την εποχή του θανάτου του βασιλιά Ούγου Α', όταν το νησί βρισκόταν κάτω από τη διακυβέρνηση του Φιλίππου Ιβελίνου, θείου της χήρας βασίλισσας Αλίκης. Η βασίλισσα μετά το θάνατο του συζύγου της αναγκάστηκε ν' αναθέσει στο θείο της Ιβελίνο τη διοίκηση του βασιλείου εν ονόματί της, μέχρι την ενηλικίωση του γιου της Ερρίκου Α'. Τον Ιούλιο του 1218 οι Γενουάτες πέτυχαν την έκδοση βασιλικού διατάγματος με το οποίο παραχωρούνταν σ' αυτούς οι πρώτες στα χρόνια της Φραγκοκρατίας διομολογήσεις στην Κύπρο. Με βάση το διάταγμα που αναφέραμε -που ήταν και η πρώτη πράξη του βασιλικού επιτρόπου- παραχωρούνταν στους Γενουάτες: α) το προνόμιο της ατελούς εισαγωγής και εξαγωγής εμπορευμάτων, β) δυο εκτάσεις γης, η μια στην Αμμόχωστο και η άλλη στη Λεμεσό, πάνω στις οποίες τους δινόταν το δικαίωμα να ανεγείρουν κτίρια και οικοδομήματα και γ) προστασία για τα ναυάγια και το δικαίωμα να δικάζονται από τον πρόξενο της Γένουας για όλες τις αστικές και ποινικές υποθέσεις, με εξαίρεση μόνο τα εγκλήματα εσχάτης προδοσίας, κλοπής και φόνου.

 

Το 1232 οι Γενουάτες έμποροι σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που πρόσφεραν στα κυπριακά στρατεύματα, μισθώνοντας τα πλοία τους κατά τη διάρκεια των μαχών που διεξήχθησαν εναντίον των δυνάμεων του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκου Β' και των συμμάχων του, ζήτησαν και επέτυχαν την επέκταση των προνομίων που έλαβαν το 1218. Οι νέες αυτές παραχωρήσεις επικυρώθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου 1233, μετά την ευτυχή για τους Κυπρίους λήξη του πολέμου και την απαλλαγή του νησιού από τη γερμανική κατοχή σε πανηγυρική συνεδρία, στην οποία παρευρέθηκε ως αντιπρόσωπος της Γένουας και ο απεσταλμένος των Γενουατών προξένων στη Συρία. Με τα νέα αυτά προνόμια στους Γενουάτες εμπόρους παρεχωρήθησαν νέα τμήματα γης στο νησί και το δικαίωμα να κτίσουν πάνω σ' αυτά τα προξενεία, τις κατοικίες και τις αποθήκες των εμπορευμάτων τους. Οι νέες εκτάσεις γης που παραχωρήθηκαν βρίσκονταν στη Λευκωσία, την Αμμόχωστο, τη Λεμεσό και την Πάφο.

 

Αργότερα, η δύναμη των Γενουατών αυξήθηκε τόσο πολύ ώστε το 1373, επωφελούμενοι μοναδικής ευκαιρίας που τους παρουσιάστηκε, για πραγματοποίηση των σχεδίων τους για κατάληψη της Κύπρου, κατέλαβαν την Αμμόχωστο. Προέβησαν σ' αυτή τους την ενέργεια με τη δικαιολογία ότι υπάκουαν στην πρόσκληση της Ελεονώρας, που πραγματικά τους είχε ζητήσει να έλθουν στην Κύπρο και να τιμωρήσουν τους δολοφόνους του Πέτρου Α' με τον οποίο συνδέονταν φιλικά. Ύστερα από την κατάληψη της Αμμοχώστου η Κύπρος έπαυσε να υφίσταται σαν αυτοτελής οντότητα και η κατοχή της Αμμοχώστου από τους Γενουάτες άρχισε να μονιμοποιείται. Το 1383, όταν ήταν βασιλιάς της Κύπρου ο Ιάκωβος Α' και μόλις αυτός επέστρεψε από τη Γένουα, όπου εκρατείτο στις φυλακές, οι Γενουάτες πέτυχαν να τους παραχωρηθεί το εξαιρετικό προνόμιο της διεξαγωγής ολόκληρου του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου του νησιού μέσω του λιμανιού της Αμμοχώστου. Βέβαια, πρέπει να τονισθεί ότι οι βασιλιάδες της Κύπρου ουδέποτε δέχθηκαν την εγκατάσταση των Γενουατών στην Αμμόχωστο ως οριστική, γι' αυτό και προσπαθούσαν επανειλημμένα να ανακτήσουν την πόλη με διάφορους τρόπους.

 

Κατά τα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα ο αριθμός των προνομιούχων εμπόρων αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Ο Ερρίκος Β' το 1291 παραχώρησε σημαντικά προνόμια στους εμπόρους από την Πίζα και την Καταλονία. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1306, ο Αμάλριχος αναγκάστηκε να παραχωρήσει σημαντικά προνόμια στους Βενετούς. Τα προνόμια που παραχωρήθηκαν στους Πιζανούς και Καταλανούς ήσαν παράνομα. Και στις δυο κοινότητες δινόταν το δικαίωμα να καταβάλλουν μόνο το ένα δεύτερο των συνηθισμένων δασμών (ήτοι, δυο βυζάντια τοις εκατόν αντί 4%) στα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα και 1% για τα εμπορεύματα που προορίζονταν για το διαμετακομιστικό εμπόριο. Το τέλος του ενός πέμπτου (1/5) που καταβαλλόταν για τη ναύλωση πλοίων μειώθηκε στο ένα δέκατο (1/10). Στους Πιζανούς αναγνωρίστηκε το δικαίωμα να διατηρούν πρόξενο, που θα είχε το δικαίωμα εκδίκασης των Πιζανών. Σε περίπτωση καταδίκης κάποιου Πιζανού σε φυλάκιση, τη φροντίδα για το φυλακισμένο αναλάμβαναν οι κυπριακές αρχές. Η περιουσία των Πιζανών οι οποίοι πέθαιναν στην Κύπρο χωρίς να αφήσουν διαθήκη, έπρεπε να αποστέλλεται στην κοινότητα της Πίζας. Επίσης τα δικαιώματα που ως τότε είχε ο βασιλιάς της Κύπρου πάνω στα ναυάγια των πλοίων, εγκαταλείπονταν χάριν των Πιζανών πλοιοκτητών.

 

Οι Βενετοί έκαμαν την πρώτη τους προσπάθεια για απόκτηση προνομίων στην Κύπρο κατά την τελευταία δεκαετία του 13ου αιώνα, πράγμα που σημαίνει ογδόντα περίπου χρόνια μετά τους Γενουάτες, αλλά απέτυχαν. Λίγα χρόνια αργότερα, αντιμετωπίζοντας την απειλή της απόλυτης καταστροφής ολοκλήρου του εμπορίου τους στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, έκαμαν και δεύτερη προσπάθεια για εξασφάλιση προνομίων, αποβλέποντας στο να χρησιμοποιήσουν το νησί ως εμπορικό τους ορμητήριο. Η προσπάθεια αυτή έγινε μετά την πτώση της Άκρας. Ύστερα από σχετική απόφαση που πάρθηκε στις 2 Ιουνίου 1302, δόθηκαν οδηγίες στον πρεσβευτή της Βενετίας να υπενθυμίσει στο βασιλιά το γεγονός πως η Βενετία και οι Βενετοί κατείχαν στην Κύπρο και κυρίως στη Λευκωσία και Λεμεσό περιουσίες, δικαιώματα και προνόμια, ακόμη και πριν από τη Φραγκοκρατία. Στον πρεσβευτή είχε ορισθεί και ποια ακριβώς προνόμια θα ζητούσε.

 

Τελικά, ύστερα από πολλές προσπάθειες, οι Βενετοί πέτυχαν τη σύναψη της πρώτης συμφωνίας διομολογήσεων στο νησί στις 3 Ιουνίου 1306, με την οποία μεταξύ των άλλων τους αναγνωρίστηκαν τα εξής προνόμια: α) Οι Βενετοί και οι Λευκοί Βενετοί αποκτούσαν το προνόμιο εισόδου και παραμονής σ' όλο το νησί και απαλλάσσονταν από οποιαδήποτε καταβολή δασμών ή τέλους ναύλωσης πλοίου, β) το δικαίωμα να διατηρούν εκκλησία στη Λευκωσία, Λεμεσό και Αμμόχωστο, αγορά, καθώς και κατοικία για τον πρόξενο ή βαΐλο τους, γ) το δικαίωμα όπως τυχόν δικαστικές διαφορές μεταξύ δυο Βενετών εκδικάζονται από βενετικό δικαστήριο και δ) σε περίπτωση θανάτου κάποιου Βενετού είτε άφησε διαθήκη είτε όχι (ordinatus vel inordinatus) η περιουσία του να περιέρχεται στη Βενετία. Τα δικαιώματα αυτά αργότερα (το 1328) επικυρώθηκαν από τον Ούγο Δ' και το 1360 από τον Πέτρο Α'.

 

Επομένως, στην Κύπρο τον 13ο και 14ο αιώνα είχαν εγκατασταθεί διάφοροι ξένοι έμποροι, τραπεζίτες, μεσίτες και άλλοι από την Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και άλλα μέρη της Ευρώπης και της Μεσογείου. Αυτοί ίδρυαν τις δικές τους εμπορικές κοινότητες κυρίως στη Λευκωσία και στα σημαντικότερα λιμάνια της Κύπρου (Αμμόχωστο, Λάρνακα, Λεμεσό και Πάφο) και διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή του νησιού. Οι κοινότητες αυτές αριθμητικά ήσαν αρκετά σημαντικές και καλά οργανωμένες. Οι σημαντικότερες από αυτές, για παράδειγμα οι Γενουάτες και οι Βενετοί, διέθεταν εκκλησίες, ιερείς, αγορές, σχολεία, δασκάλους, γιατρούς κλπ. Σχετικά αναφέρεται πως οι Γενουάτες κατά την περίοδο 1291-1301 είχαν τρεις εφημέριους, ένα στην Αμμόχωστο και τους άλλους, όπως φαίνεται, στη Λευκωσία και τη Λεμεσό ή τη Λάρνακα. Η κοινότητά τους στην Αμμόχωστο είχε το δικό της γιατρό, χειρούργο, δάσκαλο και στρατάρχη.

 

Η μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου και η ευημερία που γνώρισε η Κύπρος από το 14ο αιώνα ως την κατάληψή της από την Οθωμανική αυτοκρατορία οφειλόταν κυρίως στις ξένες εμπορικές κοινότητες. Δίχως την παρουσία των ξένων αυτών εμπόρων θα ήταν δύσκολη η ανάπτυξη ενός τόσο αξιόλογου εμπορίου γιατί οι ντόπιοι δεν διέθεταν ούτε την πείρα, ούτε τις αναγκαίες γνωριμίες και επαφές με εμπόρους άλλων χωρών, αλλά φυσικά δεν είχαν ούτε και τα αναγκαία κεφάλαια. Οπωσδήποτε όμως πέρα από τη μεγάλη ανισότητα και αδικία που επέφερε όσον αφορά την κατανομή του πλούτου και των εισοδημάτων του νησιού σε βάρος του αυτόχθονος ελληνικού πληθυσμού, η ύπαρξη αυτών των κοινοτήτων αποτελούσε στην πραγματικότητα μια παρασιτική ανάπτυξη που υπονόμευε τη συνοχή του βασιλείου και μείωνε σημαντικά τα έσοδά του εξαιτίας των πολυειδών εξαιρέσεων των ξένων εμπόρων από τη φορολογία. Επιπλέον οι κοινότητες αυτές και οι κυβερνήσεις τους όχι μόνο ζημίωναν το νησί ενθαρρύνοντας την πειρατεία, αλλά διευκόλυναν και τους εχθρούς της Κύπρου ενισχύοντάς τους με άνδρες και πυρομαχικά. Η Κύπρος άρχισε να υφίσταται τις καταθλιπτικές συνέπειες της ανάμειξης των ξένων εμπόρων και ιδιαίτερα της μεγάλης αντιζηλίας και του μεγάλου μίσους που υπήρχε μεταξύ των δυο ιταλικών πόλεων της Βενετίας και της Γένουας. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της αντιζηλίας ήταν η εξασθένηση του βασιλείου, του οποίου τα κυριαρχικά δικαιώματα αποκόπτονταν συνεχώς ως την ημέρα που επενέβη και τελικά κατέλαβε έμμεσα το νησί η Βενετική Δημοκρατία.

 

Η ίδρυση και ανάπτυξη τέτοιων κοινοτήτων ήταν αποτέλεσμα των συνεχών προσπαθειών που κατέβαλλε κάθε ναυτική δύναμη ώστε μέσω της υπογραφής διαφόρων συμφωνιών να εξασφαλίσει ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή του εμπορίου της. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού οι ναυτικές Δημοκρατίες της Ευρώπης επεδίωκαν την ίδρυση εμπορικών κοινοτήτων σ' όλα τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Ανατολής. Την καθοδήγηση των κοινοτήτων αναλάμβαναν ικανοί πρόξενοι, που διορίζονταν απ' ευθείας από τη χώρα - μητρόπολη. Τα συμφέροντα και δικαιώματα των κοινοτήτων ήσαν εξασφαλισμένα με ειδικές συμφωνίες.

 

Κατάργηση των διομολογήσεων: Το καθεστώς των διομολογήσεων, που γνώρισε τη μεγαλύτερη εξάπλωσή του κατά το 19ο αιώνα, άρχισε να καταργείται με την πάροδο του χρόνου. Στην Τουρκία το καθεστώς των διομολογήσεων, ύστερα από προκηρυχθείσα κατάργησή τους το 1908 κατά την επανάσταση των Νεοτούρκων, καταγγέλθηκε από το σουλτάνο το Σεπτέμβριο του 1914, αποκαταστάθηκε όμως με τη συνθήκη των Σεβρών (1920), για να καταργηθεί οριστικά ύστερα από την επικράτηση του κινήματος του Κεμάλ Ατατούρκ και την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923. Γενικά, οι διομολογήσεις μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο έχουν εκλείψει οριστικά.  

 

ΑΙΚ. Χ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ