Εμίρης

Αραβ. - τουρκ. = διοικητής. Κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας ο όρος χρησιμοποιήθηκε συχνά για να δηλώσει τους διοικητές επαρχιών του Αραβικού κράτους, ιδίως τους ναυτικούς διοικητές - όθεν το αγγλ. admiral, το γαλλ. amiral, το ιταλ. ammiraglio = ναύαρχος. Πρβλ. το Ακριτικό έπος όπου επίσης απαντάται ως ἀμηρᾶς, σύζυγος της μητέρας του Διγενή Ακρίτα, κόρης του Ανδρόνικου δούκα από την Καππαδοκία, αφού πρώτα την άρπαξε: Ἦν ἀμηρᾶς τῶν εὐγενῶν πλουσιώτατος σφόδρα / φρονήσεώς τε μέτοχος καί ἀνδρεῖος εἰς ἂκρον / οὒ μέλας ὡς Αἰθίοπες, ἀλλά ξανθός, ὡραῖος/ (Λόγος Α' στίχ. 30 - 32 της παραλλαγής Grottaferrata). Κατά την παραλλαγή Ζ΄ στίχ. 268- 274. Τότ' ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ  ὁ  ἀμηρᾶς ὁ μέγας/ ὁποῦ  ἐλέγετο Μουσούρ κ' ἐτράφη' ς τήν Συρίαν./ 'ς τήν Βαβυλῶνα τήν καλήν, τήν πόλιν τήν μεγάλην,/ ἀνδραγαθεῖν ἀπήρξατο ἐν τοῖς ἐκεῖσε τόποις./ Διά τήν ἀνδρείαν τήν πολλήν καί φρόνεσιν, ἣν εἶχεν /ἐποίησαν δέ συμβουλήν οἱ πρῶτοι τῆς Συρίας/ σουλτάνον τόν ἐδιάλεξαν καί πρῶτον τόν ἐκάμαν. Έτσι και ο Μωαβίας, πρώτα κυβερνήτης - εμίρης της Συρίας όταν έκαμε την πρώτη επίθεση κατά της Κύπρου (649), έγινε αργότερα χαλίφης (661 - 680).

 

Στα ακριτικά τραγούδια απαντάται επίσης ο αμιράς, ενώ στην καθαυτό τοπική ιστορία της Κύπρου κατά την Αραβική περίοδο (649 - 963/4) ο εμίρης απαντάται ως σταθερός θεσμός στη διοικητική οργάνωση του νησιού, σύμφωνα προς τον Άραβα γεωγράφο Ibn Hawgal (γύρω στα 983). Κατ' αυτόν οι Άραβες στην Κύπρο είχαν ένα διοικητή - δικαστή (hakem) και ένα ναύαρχο (emir) μόνιμα εγκατεστημένους στο νησί, και κατά τον Tabari κι έναν ιμάμη. Ο ρόλος του εμίρη φαίνεται ότι δεν περιοριζόταν στην είσπραξη των (μισών) φόρων της Κύπρου κατά τις συνθήκες (653/4, 688, 705 κλπ.) και την «προστασία» των ολιγάριθμων Αράβων κατοίκων που έμειναν στο νησί από το 653/4 αλλά εκτεινόταν σε διπλωματικές ενέργειες, και τη διοίκηση (μυστική;) του αραβικού στόλου όταν αυτός χρησιμοποιούσε την Κύπρο ως βάση, όπως και ο βυζαντινός, μετατρέποντας την ουδετερότητά της σε συγκυριαρχία. Αυτό προκύπτει και από την φρασεολογία του Abul Faraj (10ος αι.), κατά τον οποίο όταν η κυβέρνηση του χαλίφη διέτασσε εκστρατεία, οι εμίρηδες της Συρίας και της Αιγύπτου διατάσσονταν να κάμουν τις αναγκαίες προετοιμασίες, κι ο τόπος συναντήσεως του αραβικού στόλου ήταν η Κύπρος, όπως συχνά και του βυζαντινού. Προφανώς ο Άραβας εμίρης της Κύπρου μετείχε στην οργάνωση των αραβικών ναυτικών επιχειρήσεων που ξεκινούσαν από την Κύπρο ως βάση και ορμητήριο ή και καταφύγιο και τόπο ελλιμενισμού και ανεφοδιασμού. Το τελευταίο συνέβη στα 904 όταν ο αραβικός στόλος επέστρεφε από τη λεηλασία της Θεσσαλονίκης και ελλιμενίσθηκε χωρίς αντίσταση και φόβο στην Πάφο, το κύριο, ως φαίνεται, κέντρο παρουσίας και συχνά και δυνάμεως των Αράβων αντιπροσώπων στο νησί σ' όλη την προα ναφερμένη περίοδο (649 - 963/4), παρά τα περιοδικά διαλείμματα (π.χ. 680 - 705, απόσυρση στρατού αραβικού αλλά όχι και των Αράβων πολιτών που μετεφέρθησαν μαζί με τους μισούς Κυπρίους στην Κύζικο στα 691 από τον Ιουστινιανό Β' και επανήλθαν μαζί με τους Κυπρίους στα 698 ή μάλλον στα 705).

 

Εμίρηδες Μαμελούκοι κατά την φραγκική περίοδο και Τούρκοι κατά την οθωμανική σχετίστηκαν με την Κύπρο κατά καιρούς, αυτοί όμως αναφέρονται στα σχετικά λήμματα. Ο Λεόντιος Μαχαιράς χρησιμοποιεί τον όρο ἀμιράλλης - ναύαρχος, (παρ. 88 κ.α.), κάποτε όμως αυτός σημαίνει και ἀμιρᾶς= εμίρης (παρ. 291): καί εἶπάν τον τοῦ  ἀμιράλλη τῆς Ἀλεξάνδρας [= του διοικητή της Αλεξάνδρειας], Πρβλ. και παρ. 125: ἐξέβην ὁ  ἀμιρᾶς μέ ὀλλίγους λᾶς καί ἐπροσκυνῆσαν τον και παρ. 664: καί πᾶσα ἀμιρᾶς ἒθελε νά πάρῃ τό σουλτανίκιν. Σε αρχιεπισκοπικά κατάστιχα απαντάται ο εμίρης που σημαίνει συχνά τον διοικητή σώματος σπαχήδων, π.χ. βλ. κατάστιχο XXVI, παρ. 4, σσ. 2, 4: ὁ γεωργάκις γραμματικός τοῦ Μόρφου μέ τόν ἐμίρην [έλαβαν] γρ. 1431. παράδες 20. Συχνά απαντώνται KCH τα επώνυμα Εμίραλης και Μιραλλάης.