Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ΕΟΚ και Κύπρος

Image

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) υπήρξε οργανισμός με τον οποίο η Κύπρος είχε αναπτύξει σχέσεις σχεδόν από την αρχή της ίδρυσης της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας. Από το Νοέμβριο του 1993 η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), στην οποία τελικά εντάχθηκε και η Κύπρος.

 

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) ή Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, (αγγλ. European Economic Community [EEC], γαλλ. Communauté Èconomique Européεnne [CEE]), ήταν οικονομικός οργανισμός που ιδρύθηκε στις 25 Μαρτίου 1957, αρχικά μεταξύ έξι ευρωπαϊκών χωρών (Γαλλίας, Δυτικής Γερμανίας, Ιταλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου) με την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η οποία ετέθη σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 1958.

 

Τον Ιανουάριο του 1973, ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις, εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα τρεις ακόμη χώρες, η Βρετανία, η Δανία και η Ιρλανδική Δημοκρατία. Από την 1 Ιανουαρίου 1981, ως δέκατο, πλήρες και ισότιμο μέλος της ΕΟΚ έγινε και η Ελλάδα. Περαιτέρω διεύρυνση της ΕΟΚ έγινε με την ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

 

Στη Συνθήκη της Ρώμης καθορίστηκε ως κύριος σκοπός της Κοινότητας η στενότερη συνεργασία των ευρωπαϊκών λαών. Άμεσος αντικειμενικός σκοπός της ΕΟΚ ήταν η εξασφάλιση της συνεχούς και ισορροπημένης ανάπτυξης της οικονομίας, της οικονομικής σταθερότητας και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου των κρατών - μελών της. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε με την προοδευτική προσέγγιση των κρατών - μελών της Κοινότητας μέσω της δημιουργίας Κοινής Αγοράς. Απώτερος σκοπός της ΕΟΚ ήταν η οικονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.

 

Ιστορικό της ίδρυσής της: Πρόδρομος της ΕΟΚ υπήρξε ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Κοινοπραξίας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Στις 9 Μαϊου 1950 ο Robert Schuman, τότε υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, έδωσε στη δημοσιότητα το γνωστό ως «Σχέδιο Σουμάν», ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Ευρώπης, που με την έμπνευση του Jean Monnet πρόβλεπε τη δημιουργία του πρώτου οργανισμού με υπερεθνικό χαρακτήρα, της Ευρωπαϊκής Κοινοπραξίας Άνθρακα, Χάλυβα και των υποπροϊόντων τους μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Σύμφωνα με το σχέδιο, στην Κοινοπραξία, εφόσον το επιθυμούσαν, θα μπορούσαν να συμμετάσχουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η συμφωνία για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινοπραξίας Άνθρακα και Χάλυβα υπεγράφη στο Παρίσι στις 18 Απριλίου του 1951 και ετέθη σε εφαρμογή από το Φεβρουάριο του 1953. Αρχικά περιελάμβανε έξι χώρες (Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) με έδρα το Λουξεμβούργο. Από το Σεπτέμβριο του 1955 με την ΕΚΑΧ συνδέθηκε και η Βρεττανία.

 

Το σχέδιο Schuman έδωσε την αρχική ώθηση για την οικονομική και πολιτική ένωση της Δυτικής Ευρώπης. Μιλώντας για την ίδρυση της Κοινότητας, από την έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 1953, ο Jean Monnet είπε: Η Κοινότητά μας δεν είναι συνεταιρισμός παραγωγών άνθρακα και χάλυβα, είναι το ξεκίνημα της Ευρώπης. Η έκκληση του Schuman για ένωση είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη συμφιλίωση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας που ο Jean Monnet και ο καγκελλάριος της Δυτικής Γερμανίας Konrad Adenauer θεμελίωσαν το 1950. Χωρίς τις βάσεις αυτής της φιλίας και συνεννόησης κάθε απόπειρα για την ένωση της δυτικής Ευρώπης θα ήταν αδύνατο να πετύχει.

 

Το πείραμα της ίδρυσης της ΕΚΑΧ ήταν τόσο επιτυχημένο, ώστε οι έξι χώρες -μέλη της Κοινοπραξίας σε σύσκεψη των υπουργών Οικονομικών τους που έγινε τον Ιούνιο του 1955 στη Μεσσήνη της Ιταλίας, αποφάσισαν να επεκτείνουν τη συνεργασία τους και σε άλλους τομείς, μεταξύ των οποίων και η ειρηνική χρησιμοποίηση της πυρηνικής ενέργειας. Ως αποτέλεσμα της απόφασης αυτής, οι έξι χώρες στις 25 Μαρτίου 1957 υπέγραψαν τη Συμφωνία της Ρώμης, βάσει της οποίας το 1958 ιδρύθηκαν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που έγινε γνωστή ως Κοινή Αγορά, και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, που είναι γνωστή ως ΕΥΡΑTOM και είχε ως σκοπό την προαγωγή της χρησιμοποίησης της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς. Τόσο η ΕΟΚ όσο και η Ευρατόμ είχαν ως έδρα τους τις Βρυξέλλες. Από την άποψη του διεθνούς δικαίου δημιουργήθηκαν τρεις χωριστές κοινότητες (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ), τις οποίες αποτελούσαν οι ίδιες χώρες και οι οποίες λειτουργούσαν με βάση τους ίδιους θεσμούς, αλλά γενικά θεωρούντο ως μια και ενιαία κοινότητα. Γι’ αυτό και επεκράτησε να ονομάζονται όλες μαζί Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

 

Οι κυριότεροι στόχοι της Κοινότητας: Η οικονομική πολιτική της ΕΟΚ επεδίωκε την επίτευξη διαφόρων στόχων, οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν:

 

Η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων: Η πραγματοποίηση της τελωνειακής ένωσης μεταξύ του 1958 και του 1968 καλύπτει την ανταλλαγή όλων των εμπορευμάτων, την κατάργηση των τελωνειακών δασμών για τις εισαγωγές και εξαγωγές μεταξύ των χωρών - μελών και την καθιέρωση κοινού δασμολογίου και κοινής εμπορικής πολιτικής έναντι των τρίτων χωρών. Οι ποσοτικοί περιορισμοί στο εμπόριο μεταξύ των χωρών - μελών της ΕΟΚ καταργήθηκαν το 1962 και οι τελωνειακοί δασμοί την 1η Ιουλίου 1968.

 

Η ελεύθερη διακίνηση προσώπων: Οι περιορισμοί όσον αφορά τη διακίνηση και εγκατάσταση της εργατικής δύναμης μεταξύ των χωρών - μελών της ΕΟΚ καταργήθηκαν την 1η Ιουλίου 1968, παρ' όλο που οι κυβερνήσεις των χωρών - μελών διατήρησαν το δικαίωμα περιορισμού της ελευθερίας κινήσεως των εργατών σ' ορισμένες περιπτώσεις.

 

Η ελεύθερη διακίνηση υπηρεσιών: Η πρόοδος σε αυτή τη σφαίρα υπήρξε αργή, πρωτίστως εξαιτίας των προβλημάτων της αμοιβαίας αναγνωρίσεως διαφόρων επαγγελμάτων και της μη έγκαιρης και πλήρους εναρμονίσεως της περί εταιρειών νομοθεσίας.

 

Η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων: Η Συνθήκη της Ρώμης προέβλεπε ότι ο κάθε πολίτης κράτους - μέλους της ΕΟΚ έχει το δικαίωμα να κινείται ελεύθερα σε οποιαδήποτε χώρα της Κοινότητας και να μεταφέρει τα κεφάλαια και τα παραγωγικά του μέσα από τη μια χώρα στην άλλη χωρίς κανένα περιορισμό. Προς υλοποίηση των προνοιών αυτών σχηματίστηκε η Επιτροπή Werner (το 1970) με σκοπό την κατάργηση των διαφόρων εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, τη ρύθμιση του συναλλαγματικού ελέγχου και τον συντονισμό της κεφαλαιαγοράς. Με την υιοθέτηση του σχεδίου Werner προβλεπόταν η σταδιακή επίτευξη πλήρους νομισματικής ένωσης (σε τρία στάδια) και η υιοθέτηση ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.

 

Η υιοθέτηση κοινής αγροτικής πολιτικής: Σκοποί της κοινής αγροτικής πολιτικής ήταν: α) η αύξηση της παραγωγικότητας, πρωτίστως με την αύξηση της τεχνολογικής προόδου και την ορθολογιστική οργάνωση της παραγωγής, β) η αύξηση του γεωργικού εισοδήματος, γ) η σταθεροποίηση της αγοράς γεωργικών προϊόντων και δ) η εξασφάλιση λογικών τιμών για τους καταναλωτές.

 

Η προσέγγιση της νομοθεσίας: Όσον αφορά τον τομέα αυτό επετεύχθη σημαντική πρόοδος ιδιαίτερα στην εναρμόνιση του εμπορικού δικαίου.

 

Η προσέγγιση της φορολογικής πολιτικής: Ενιαίο σύστημα φόρων επί της προστιθέμενης αξίας εφαρμόζεται στα αρχικά έξι μέλη από την 1 Ιανουαρίου 1973, ενώ για τα τρία νέα μέλη (Βρεττανία, Δανία, Ιρλανδική Δημοκρατία), τα σχετικά μέτρα για την εναρμόνιση των φορολογικών συντελεστών άρχισαν να εφαρμόζονται σταδιακά από την 1η Απριλίου 1973.

 

Η εξασφάλιση καθεστώτος ελεύθερου ανταγωνισμού: Η Συνθήκη της Ρώμης απαιτεί τη λήψη μέτρων εναντίον της εφαρμογής οιωνδήποτε περιορισμών με σκοπό την εξασφάλιση καθεστώτος ελεύθερου ανταγωνισμού στο εμπόριο μεταξύ των χωρών - μελών της ΕΟΚ.

 

Η ίδρυση Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων: Σκοπός της Τράπεζας αυτής ήταν η δανειοδότηση των χωρών -μελών της ΕΟΚ και ιδιαίτερα των λιγότερο ανεπτυγμένων.

 

Θεσμοί (όργανα διοίκησης): Οι θεσμοί της ΕΟΚ ήταν οι ακόλουθοι: α) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα μέλη του οποίου υποδεικνύονταν από τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών - μελών, β) Το Συμβούλιο των Υπουργών, που ήταν το αποφασιστικό πολιτικό όργανο της Κοινότητας και απετελείτο από αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών - μελών. Ο κύριος εκπρόσωπος κάθε χώρας στο σώμα αυτό ήταν ο υπουργός Εξωτερικών, όμως συχνά συμμετείχαν σ’    αυτό κι άλλοι αρμόδιοι υπουργοί, όπως Γεωργίας, Μεταφορών, Οικονομικών κλπ. γ) Η Ευρωπαϊκή ΕπιτροπήΕκτελεστική Επιτροπή). Ήταν το εισηγητικό και το εκτελεστικό όργανο της Κοινότητας. Ανάμεσα στις ευθύνες του ήταν: να συζητεί και να προτείνει την κοινοτική πολιτική, να μεσολαβεί στις ιδιαίτερες εθνικές αντιθέσεις, να υποστηρίζει τα κοινοτικά θέματα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και να αποτελεί τον «θεματοφύλακα» των συνθηκών. Τα μέλη της ορίζονταν με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των χωρών - μελών, δ) Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Τα μέλη του, που ήταν 11 δικαστές, υποδεικνύονταν από τις κυβερνήσεις των χωρών -μελών. Στο Δικαστήριο, του οποίου σκοπός ήταν η τήρηση των κανόνων του δικαίου κατά την εφαρμογή των συνθηκών, μπορούσαν να προσφεύγουν τα κράτη - μέλη, τα κοινοτικά όργανα και ιδιώτες. Η έδρα του βρισκόταν στο Λουξεμβούργο.

Οι θεσμοί αυτοί μεταφυτεύθηκαν στην μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Ευρωπαϊκή Σημαία: Στις 26 Μαίου 1986 η ΕΟΚ υιοθετεί την ευρωπαϊκή σημαία. Είναι μια σημαία με μπλε φόντο επί της οποίας φέρονται δώδεκα χρυσοί αστέρες σε κυκλική διάταξη. Αποτελεί, σε επίσημο επίπεδο, τη σημαία και το έμβλημα του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

 

Η σημαία σχεδιάστηκε από τους Αρσέν Εΐτζ και Πωλ Λεβύ το 1955 για το Συμβούλιο της Ευρώπης ως σύμβολο του, και το Συμβούλιο της Ευρώπης παρότρυνε να θεσπιστεί και από άλλους οργανισμούς. Το 1985, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ονομαζόταν τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), την υιοθέτησε ως σημαία της (δεν είχε δική της σημαία πριν) με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

 

Ο αριθμός των δώδεκα αστέρων συμβολίζει τα ιδανικά της Ευρώπης: ενότητα, αλληλεγγύη και αρμονία ανάμεσα στους λαούς της. Δεν υπάρχει καμία συσχέτιση ανάμεσα στον αριθμό των αστεριών και στον αριθμό των κρατών-μελών.

 

Σχέσεις Κύπρου και Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας: Αμέσως μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της η Κύπρος επεδίωξε και έγινε μέλος της Κοινοπολιτείας. Όπως είναι γνωστό οι χώρες - μέλη της Κοινοπολιτείας, με ηγέτιδα την Βρετανία, εφάρμοζαν ειδικό μειωμένο προτιμησιακό δασμολόγιο για όλα τα εμπορεύματα που προέρχονταν από χώρες - μέλη της Κοινοπολιτείας, ενώ για τις εισαγωγές ομοίων προϊόντων από χώρες μη μέλη ίσχυαν ψηλότεροι δασμοί. Ένα τέτοιο καθεστώς ευνοούσε και διευκόλυνε σημαντικά τις εξαγωγές κυπριακών προϊόντων στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, που ήταν και ο καλύτερος πελάτης της Κύπρου, κυρίως για τα γεωργικά προϊόντα. Όταν, όμως, τον Αύγουστο του 1961 η Βρεττανία αποφάσισε να ζητήσει την ένταξή της στην ΕΟΚ, η Κύπρος αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να επιδιώξει και η ίδια σύνδεση με την Κοινότητα. Τούτο κατέστη αναγκαίο, γιατί σε περίπτωση που θα εντασσόταν στην ΕΟΚ, η Βρετανία θα υποχρεωνόταν να καταργήσει το προτιμησιακό καθεστώς για τα προϊόντα που προέρχονταν από χώρες μη μέλη, πράγμα που θα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για τη διάθεση των κυπριακών προϊόντων. Έτσι το 1962 η κυπριακή κυβέρνηση, επιδιώκοντας τη σύνδεση της Κύπρου με την Κοινότητα, απέβλεπε στη μείωση των δασμών που θα επιβάλλονταν στα κυπριακά προϊόντα από τις χώρες της ΕΟΚ, πράγμα που θα διευκόλυνε την εξαγωγή τους στις χώρες - μέλη της Κοινότητας και πρωτίστως στην αγγλική αγορά. Επειδή όμως τον Ιανουάριο του 1963 οι διαπραγματεύσεις για ένταξη της Βρετανίας ναυάγησαν εξαιτίας της αντίδρασης της Γαλλίας, η Κύπρος παραιτήθηκε από την προσπάθεια για σύνδεσή της με την ΕΟΚ.

 

Αρκετά χρόνια αργότερα, αφού προηγουμένως εξουδετερώθηκαν οι λόγοι που την εμπόδιζαν να γίνει μέλος της ΕΟΚ, η Βρεττανία ζήτησε και πάλι τη διεξαγωγή νέων διαπραγματεύσεων για την ένταξή της στην Κοινότητα, πράγμα που πέτυχε τελικά τον Ιανουάριο του 1973. Παράλληλα με τις ενέργειες της Βρετανίας, το 1970 ζήτησε και η Κύπρος την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύνδεσή της με την ΕΟΚ. Μάλιστα ετέθη και το θέμα κατά πόσο θα έπρεπε να επιδιωχθεί σύνδεση με ειδική συμφωνία ή πλήρης ένταξη στην Κοινότητα. Αφού έγιναν διάφορες μελέτες και ελήφθησαν υπ' όψιν διάφοροι πολιτικο - οικονομικοί παράγοντες, αποφασίστηκε σε πρώτο στάδιο να ζητηθεί η σύνδεση της Κύπρου με την ΕΟΚ με την υπογραφή ειδικής συμφωνίας βάσει του άρθρου 238 της Συνθήκης της Ρώμης. Τέτοια συμφωνία με την ΕΟΚ ως τότε είχαν ήδη υπογράψει κι άλλες μεσογειακές χώρες, όπως η Ελλάδα το 1962, η Τουρκία το 1964 και η Μάλτα το 1971. Για τις τρεις αυτές χώρες, όπως και για την Κύπρο, σχετικό είναι και το άρθρο 237 της Συνθήκης της Ρώμης που αναφέρει ότι οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος μπορεί να ζητήσει να καταστεί μέλος της Κοινότητας...

 

Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις που άρχισαν τον Ιανουάριο του 1972 και διεξήχθησαν μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και ΕΟΚ σε τρεις φάσεις (Ιανουάριος, Απρίλιος, Δεκέμβριος), τον Δεκέμβριο του 1972 υπεγράφη η Συμφωνία Συνδέσεως η οποία ετέθη σε ισχύ την Ιη Ιουνίου του 1973. Η Συμφωνία αυτή πρόβλεπε τη μόνιμη σύνδεση μεταξύ Κύπρου και ΕΟΚ με τελική κατάληξη την εγκαθίδρυση τελωνειακής ένωσης. Η επίτευξη του σκοπού αυτού θα επραγματοποιείτο, εκτός απροόπτου, σε δυο στάδια: το πρώτο θα έληγε στις 30.6.1977 και το δεύτερο, που θα ήταν πενταετούς διάρκειας, στο τέλος του 1982.

 

Το πρώτο στάδιο, που έληξε τον Ιούνιο του 1977, πρόβλεπε δασμολογικές παραχωρήσεις από μέρους της Κοινότητας αναφορικά με εξαγωγές ορισμένων γεωργικών καθώς και βιομηχανικών προϊόντων. Πιο συγκεκριμένα η ΕΟΚ παραχώρησε δασμολογικές μειώσεις 40% για τις εξαγωγές εσπεριδοειδών, πλήρη δασμολογική απαλλαγή για τα χαρούπια και 70% μείωση των δασμών για εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων με εξαίρεση τα πετρελαιοειδή (και τα επεξεργασμένα γεωργικά προϊόντα). Η μείωση αυτή θα ίσχυε νοουμένου ότι τα βιομηχανικά προϊόντα θα πληρούσαν τους κανόνες προέλευσης, δηλ. θα επρόκειτο για προϊόντα που κατασκευάζονταν από πρώτες ύλες που παράγονταν στην Κύπρο ή εισάγονταν από την Κοινότητα ή και από τρίτες χώρες υπό τον όρο όμως ότι θα είχαν υποστεί επαρκή μεταποίηση. Ταυτόχρονα με σχετικό πρωτόκολλο εγίνετο πρόνοια για τη συνέχιση της κοινοπολιτειακής προτιμήσεως όσον αφορά τις εξαγωγές κυπριακών προϊόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία με ειδικότερες ρυθμίσεις για τις πατάτες, το σιέρρυ και τα υφαντουργικά. Σε αντάλλαγμα των παραχωρήσεων αυτών η Κύπρος ανέλαβε την κατά 35% μείωση των δασμών πάνω σε εισαγωγές από την Κοινότητα.

 

Με τη λήξη του πρώτου σταδίου τον Ιούνιο του 1977, η μετάβαση στο δεύτερο στάδιο, όπως προνοούσε η Συμφωνία, αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες με αποτέλεσμα η διάρκεια της πρώτης φάσης να παραταθεί με ορισμένες τροποποιήσεις στο εμπορικό καθεστώς Κύπρου - Κοινότητας. Έτσι το 1977 είχε υπογραφεί πρωτόκολλο που προνοούσε την πλήρη δασμολογική απαλλαγή των κυπριακών βιομηχανικών προϊόντων που εξάγονταν στην Κοινότητα, νοουμένου ότι θα πληρούσαν τους κανόνες προελεύσεως. Επίσης τον ίδιο χρόνο υπεγράφη το πρώτο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο ύψους 30 εκ. ευρωπαϊκών λογιστικών μονάδων. Το 1978 υπεγράφησαν δυο πρωτόκολλα: το ένα αναφερόταν σε παραχωρήσεις της Κοινότητας προς την Κύπρο στα πλαίσια της γενικής Μεσογειακής Πολιτικής της ΕΟΚ και το άλλο (συμπλήρωμα του πρώτου) βελτίωσε τις παραχωρήσεις για ορισμένες γεωργικές εξαγωγές που είναι σημαντικές για την κυπριακή οικονομία. Με τα δυο αυτά πρωτόκολλα, το πρώτο στάδιο της Συμφωνίας Συνδέσεως παρατεινόταν μέχρι το τέλος του 1980. Πρόσθετα, τον Δεκέμβριο του 1980 υπεγράφη πρωτόκολλο μεταξύ Κύπρου - ΕΟΚ, που ρύθμιζε τη δασμολογική μεταχείριση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας σαν αποτέλεσμα της ένταξης της τελευταίας στην Κοινότητα.

 

Στις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν στις 24 Νοεμβρίου 1980, στα πλαίσια του Συμβουλίου Συνδέσεως, συμφωνήθηκε να τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 1981, σε διάφορες φάσεις, η διαδικασία για μετάβαση στο δεύτερο στάδιο της Συμφωνίας Συνδέσεως. Ειδικότερα, η Συμφωνία διελάμβανε τα ακόλουθα: α) Για το 1981 θα ίσχυε το ίδιο καθεστώς με εκείνο του 1980, β) τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων το 1981 για το καθεστώς που θα ίσχυε κατά την περίοδο 1982 - 83 και γ) τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων το 1982 για τον καθορισμό των όρων εφαρμογής του άρθρου 2(3) της Συμφωνίας Συνδέσεως, που αναφέρεται στο περιεχόμενο της τελωνειακής ένωσης. Με την τελευταία αυτή παράγραφο ελήφθη η πολιτική απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας εισδοχής στο δεύτερο στάδιο. Όμως, η έναρξη διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό του εμπορικού καθεστώτος που θα ρύθμιζε τις σχέσεις Κύπρου - ΕΟΚ για το 1982 - 83, για διάφορους λόγους δεν κατέστη δυνατή, οι δε σχέσεις της Κύπρου με την Κοινότητα ρυθμίζονταν με αυτόνομα μέτρα, τα οποία ουσιαστικά παρατείνουν το υφιστάμενο καθεστώς ωσότου επιτευχθεί η αναμενόμενη συμφωνία για έναρξη του δευτέρου σταδίου. Ένα τέτοιο μέτρο αποτελεί η υπογραφή, τον Ιούνιο του 1983, πρωτοκόλλου που αναφέρεται σε δασμολογικές παραχωρήσεις και ποσοστώσεις εξαγωγών ορισμένων κυπριακών γεωργικών προϊόντων σε χώρες της Κοινότητας για το 1983.

 

Οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΟΚ συμφώνησαν στις 25 Νοεμβρίου 1985 στις Βρυξέλλες να δοθεί εντολή για την έναρξη διαπραγματεύσεων με την κυπριακή κυβέρνηση για την εφαρμογή της δεύτερης φάσης της Συμφωνίας Συνδέσεως Κύπρου - ΕΟΚ. Για το ίδιο θέμα στις 24 Δεκεμβρίου 1985 επεσκέφθη την Κύπρο και είχε συνομιλίες με την κυπριακή κυβέρνηση ο επίτροπος της ΕΟΚ και υπεύθυνος για τις υποθέσεις της Κοινότητας με τις μεσογειακές χώρες Κλώντ Σεϋσσόν. Όπως ανακοινώθηκε, η τελωνειακή ένωση της Κύπρου με την ΕΟΚ επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σε δυο φάσεις, από τις οποίες η πρώτη θα διαρκέσει δέκα και η δεύτερη πέντε χρόνια.

 

Οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία τελωνειακής ένωσης άρχισαν στις 21 Φεβρουαρίου 1986 στις Βρυξέλλες. Οι διαπραγματεύσεις υπήρξαν σκληρές και απέδειξαν ότι μεταξύ ΕΟΚ και κυπριακής κυβέρνησης υπήρχαν διιστάμενες απόψεις όσον αφορά τη δασμολογική μεταχείριση των προϊόντων ορισμένων κλάδων ζωτικής σημασίας για την κυπριακή οικονομία. Ιδιαίτερα σκληρές υπήρξαν οι διαπραγματεύσεις για τα βιομηχανικά προϊόντα και κυρίως για το ποσοστό και τους τομείς της βιομηχανικής παραγωγής που θα έμεναν εκτός συμφωνίας, ώστε τα αντίστοιχα βιομηχανικά προϊόντα των χωρών της ΕΟΚ να εισάγονταν στην Κύπρο με κανονικούς και όχι μειωμένους δασμούς. Η κυπριακή πλευρά επέμενε όπως το ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής που θα τεθεί εκτός συμφωνίας, είναι ψηλότερο απ' εκείνο που εισηγείτο η ΕΟΚ. Επίσης, για ορισμένα βιομηχανικά προϊόντα που θα εισάγονταν από χώρες της ΕΟΚ οι εισαγωγικοί δασμοί θα πρέπει να μειώνονται με χαμηλότερο ποσοστό κατ' έτος ώστε να παρασχεθεί αρκετός χρόνος στις αντίστοιχες βιομηχανίες για να προσαρμόσουν και να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή τους.

 

Οι διαφορές που προέκυψαν ως προς τις εισηγήσεις της Κοινότητας και της κυπριακής κυβέρνησης ειδικότερα αφορούσαν τόσο το ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής που θα έπρεπε να μη τυγχάνει δασμολογικής προστασίας όσο και τον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής που θα πρέπει να εξαιρεθεί της δασμολογικής προστασίας. Έτσι, ενώ οι προτάσεις της ΕΟΚ πρόβλεπαν όπως η μείωση των εισαγωγικών δασμών γινόταν με ποσοστό 9% κάθε χρόνο μέχρι τελικής εξαλείψεώς τους, με τις κυπριακές προτάσεις γίνεται εισήγηση όπως τουλάχιστον τα πρώτα τρία χρόνια ενάρξεως της συμφωνίας οι δασμοί μειώνονται κατά 3%. Επίσης η ΕΟΚ με τις προτάσεις της κάλυπτε μόνο τα πρώτα δέκα χρόνια της διάρκειας της Συμφωνίας Συνδέσεως χωρίς να κάμνει καμιά μνεία για τα υπόλοιπα πέντε χρόνια.

 

Εξαιτίας των σοβαρών αυτών διαφωνιών, δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία. Έτσι ορίστηκε νέος γύρος διαπραγματεύσεων για τον Απρίλιο του 1986, με στόχο όπως μέχρι τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου επιτευχθεί τελική συμφωνία.

 

Εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ανεξάρτητα από την τελική διατύπωση της Συμφωνίας Συνδέσεως και τους επί μέρους όρους της, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει με κάποιες αποκλίσεις θα βρίσκονται στα πλαίσια των όσων απετέλεσαν το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων τον Φεβρουάριο του 1985, το θέμα της συνδέσεως ή μη της Κύπρου με την Κοινότητα, είχε προκαλέσει ζωηρό ενδιαφέρον και «χώρισε» τόσο τους ειδικούς όσο και την κοινή γνώμη σε δυο διαφορετικά στρατόπεδα: σ' εκείνους που τάσσονταν υπέρ και σ' εκείνους που εξέφραζαν αντίθεση στην τελωνειακή ένωση, πράγμα που συνέβη και με άλλες χώρες όταν αυτές επρόκειτο να ενταχθούν ή να συνδεθούν με την Κοινότητα, όπως η Βρετανία, η Ελλάδα κ.ά.

 

Στις 4 Ιουλίου 1990 η κυπριακή κυβέρνηση υπέβαλε επίσημα αίτηση για πλήρη ένταξη της Κύπρου στην Κοινότητα. Η σχετική απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης ελήφθη από το Υπουργικό Συμβούλιο, που άσκησε τις εξουσίες του βάσει του Άρθρου 54 του Συντάγματος. Την αίτηση υπέβαλε ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Δημοκρατίας Γεώργιος Ιακώβου στην ιταλική προεδρία της ΕΟΚ, στη Ρώμη. Η αίτηση υπεβλήθη βάσει του Άρθρου 237 της Συνθήκης της Ρώμης (που μεταξύ άλλων προβλέπει ότι οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος μπορεί να υποβάλει αίτηση να καταστεί μέλος της Κοινότητας).

 

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1990 το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών των 12 χωρών-μελών της ΕΟΚ αποφάσισε να παραπέμψει την αίτηση της Κύπρου στην Επιτροπή της Κοινότητας για μελέτη και γνωμοδότηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συνθήκης της Ρώμης. Η γνωμοδότηση έγινε για τις διάφορες πτυχές της κυπριακής υποψηφιότητας, δηλαδή την οικονομική (εμπόριο, βιομηχανία, αγροτική οικονομία), την πολιτική, την κοινωνική κ.α. Μετά τη γνωμοδότηση της Επιτροπής και τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωβουλής (νοουμένου, βέβαια, ότι θα αποφάσιζε ομόφωνα και θετικά), το Συμβούλιο Υπουργών έδωσε εντολές στην Επιτροπή για έναρξη διαπραγματεύσεων με την κυπριακή κυβέρνηση. Πάντως η ΕΟΚ είχε ήδη αποφασίσει να μη δεχθεί νέα μέλη πριν από το 1993. Την υποβολή της αίτησης για ένταξη της Κύπρου στην ΕΟΚ υποστήριξαν όλα τα κυπριακά κόμματα πλην του ΑΚΕΛ, δηλαδή ο Δημοκρατικός Συναγερμός, το Δημοκρατικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΔΕΚ, το ΑΔΗΣΟΚ και το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Η αντίθεση της τουρκικής πλευράς στην κυπριακή αίτηση υπήρξε έντονη. Η Τουρκία (που και η ίδια έχει υποβάλει αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα) θεωρούσε ότι η αίτηση εκπροσωπούσε μόνο την ελληνική κυπριακή πλευρά. Στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων της Κύπρου με την ΕΟΚ πρέπει να αναφερθεί και η σημαντική απόφαση που ελήφθη στη σύνοδο κορυφής της Κοινότητας στο Δουβλίνο, στις 26 Ιουνίου 1990, και συνέδεε για πρώτη φορά επίσημα το Κυπριακό πρόβλημα με τις σχέσεις Τουρκίας - ΕΟΚ. Το κείμενο της απόφασης είναι το ακόλουθο: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συζήτησε το Κυπριακό πρόβλημα υπό το πρίσμα του αδιεξόδου στον διακοινοτικό διάλογο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ανησυχώντας βαθιά για την κατάσταση, επαναβεβαιώνει πλήρως τις προηγούμενες διακηρύξεις του και την υποστήριξή του προς την ενότητα, ανεξαρτησία, κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Επαναλαμβάνοντας ότι το Κυπριακό πρόβλημα επηρεάζει τις σχέσεις ΕΟΚ-Τουρκίας, και έχοντας υπ' όψιν τη σημασία των σχέσεων αυτών, υπογραμμίζει την ανάγκη για εξάλειψη των εμποδίων που παρεμποδίζουν την επιδίωξη αποτελεσματικών διακοινοτικών συνομιλιών με σκοπό την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού, στη βάση της αποστολής καλών υπηρεσιών του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, όπως επαναβεβαιώθηκε πρόσφατα με την απόφαση 649/90 του Συμβουλίου Ασφαλείας».

 

Τόσο στην προώθηση του θέματος της αίτησης της Κύπρου για ένταξη στην ΕΟΚ, όσο και στην υιοθέτηση της πολιτικής θέσης της Κοινότητας στο Κυπριακό, ενεργός υπήρξε η συμβολή της ελληνικής κυβέρνησης.

 

Πολιτικές θέσεις της ΕΟΚ στο Κυπριακό: Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα τόσο σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είχε πάρει κατά καιρούς θέσεις πάνω στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου, όπως διαμορφώθηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι θέσεις αυτές συνοψίζονταν στα εξής:

 

  1. Υποστήριξη σε δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με βάση τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
  2. Αναγνώριση της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως της μόνης νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου.
  3. Καταδίκη της μονομερούς ανακήρυξης «ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους» και διαφόρων αποσχιστικών ενεργειών της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.
  4. Υποστήριξη στις προσπάθειες του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για λύση του Κυπριακού.

 

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα εξελίχθηκε στην όλη της πορεία σε Ευρωπαϊκή Ένωση (European  Union), της οποίας η Κύπρος είναι πλήρες μέλος από την 1η Μαΐου 2004. Για την πορεία ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις περαιτέρω σχέσεις, βλέπε στο λήμμα Ευρωπαϊκή Ένωση και Κύπρος.

 

Η πλήρης ένταξη της Κύπρου στη Ευρωπαϊκή ΄Ενωση

 

Οι διαπραγματεύσεις  για  τη συμφωνία τελωνειακής ένωσης  μεταξύ Κύπρου και Ε.Ε  που άρχισαν στις 21 Φεβρουαρίου1986 στις Βρυξέλλες, αφού πέρασαν μέσα από διάφορες φάσεις, κατέληξαν στην επίτευξη τελικής συμφωνίας. Έτσι,  η  πρώτη φάση της τελωνειακής ένωσης  άρχισε στις αρχές του 1988 και  διήρκεσε 10 χρόνια. Η δεύτερη φάση, η οποία βάσει της σχετικής συμφωνίας έπρεπε να αρχίσει το 1988, αναβλήθηκε  διότι το  ίδιο έτος άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για  την πλήρη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.

 

Στο μεταξύ το 1990 επί Ιταλικής Προεδρίας είχε υποβληθεί η Αίτηση της Κύπρου για πλήρη ένταξη και τρία χρόνια μετά, το 1993 η Επιτροπή  της Ε.Ε. έδωσε  θετική  γνωμάτευση για την ένταξη της Κύπρου.

 

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κέρκυρας τον Ιούνιο του 1994 και του Έσσεν το Δεκέμβριο του 1994 επιβεβαίωσαν ότι ο επόμενος γύρος της διεύρυνσης της Ένωσης θα περιλαμβάνει την Κύπρο και τη Μάλτα.

 

Στις 6 Μαρτίου 1995 το Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι  η τελική φάση των  διαπραγματεύσεων  θα άρχιζε  στη βάση των προτάσεων της Επιτροπής, έξι μήνες μετά τη λήξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996.

 

Στις 12 Ιουνίου 1995 το Συμβούλιο Σύνδεσης Ε.Ε. – Κύπρου υιοθέτησε ένα Κοινό ψήφισμα για την εγκαθίδρυση ενός διαρθρωμένου διαλόγου μεταξύ της Ε.Ε. και της Κύπρου και για ορισμένα στοιχεία της στρατηγικής για την προετοιμασία της Κύπρου για ένταξη.

 

Στις 17 Ιουλίου 1995 η Ένωση υιοθέτησε τις ακριβείς διευθετήσεις για το διαρθρωμένο διάλογο.

 

Με το τέλος της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, στις 27 Ιουνίου 1997, οι Αρχηγοί Κυβερνήσεων δέκα χωρών της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, της Κύπρου και της Τουρκίας ενημερώθηκαν για τα πορίσματα της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Κορυφής του Άμστερνταμ με την οποία είχε κλείσει επίσημα η Διακυβερνητική Διάσκεψη.

 

Στις 16 Ιουλίου επανεκτιμήθηκε  η Ατζέντα 2000 από την Επιτροπή η οποία επιβεβαίωσε  ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα άρχιζαν όπως  είχαν προγραμματιστεί.  Παράλληλα, η Ε.Ε. θέλοντας να διαδραματίσει θετικό ρόλο στην επίτευξη μιας διαρκούς και μόνιμης διευθέτησης στο Κυπριακό πρόβλημα, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Ο.Η.Ε., ανανέωσε  το διορισμό απεσταλμένου της Προεδρίας με όρους εντολής να παρακολουθεί και να δίνει αναφορά για τις εξελίξεις στην προσπάθεια για μια πολιτική διευθέτηση. Επίσης, η Ατζέντα 2000 διασαφήνιζε ότι αν δεν υπήρχε πρόοδος στη λύση του προβλήματος πριν από την ημερομηνία που αναμενόταν να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, αυτές θα άρχιζαν με την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως τη μόνη αρχή που αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο.

 

Οι μακρές  προενταξιακές  διαπραγματεύσεις  μεταξύ Ε.Ε και Κύπρου που στόχευαν στη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για έναρξη της τελικής φάσης των προενταξιακών διαπραγματεύσεων διάρκεσαν μέχρι το Δεκέμβριο του 1997 όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου αποφάσισε να εγκαινιάσει μια συνολική διαδικασία διεύρυνσης με τις δέκα αιτήτριες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την Κύπρο.

 

Το 1998, στις 31 Μαρτίου άρχισαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις Κύπρου – Ε.Ε., αρχής γενομένης από το «Κοινοτικό Κεκτημένο». Στις 3 Απριλίου 1998 άρχισε το πρώτο  στάδιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, το οποίο περιλάμβανε την ανάλυση του «Κοινοτικού Κεκτημένου». Το στάδιο αυτό  ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1999.

 

Το Δεκέμβριο του 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι κατέστησε σαφές ότι η λύση δεν είναι προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αυτή η θέση της Ε.Ε  ήταν πολύ σημαντική για την Κύπρο.

 

Μέχρι τον Ιούνιο του 2002 έκλεισαν τα 28 από τα 30 κεφάλαια υπό διαπραγμάτευση.

 

Στις 12 και 13 Δεκεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη  Σύνοδο της Κοπεγχάγης πήρε την πολιτική απόφαση για την ένταξη των 10 νέων χωρών στην Ε.Ε. – της Κύπρου, της Μάλτας,  της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Σλοβακίας, της Σλοβενίας, της Ουγγαρίας, της Λιθουανίας, της Λετονίας και της Εσθονίας. Η ένταξη των χωρών αυτών θα γινόταν  την 1η Μαϊου 2004.

 

Με  βάση  την απόφαση αυτή  ο συνολικός αριθμός των χωρών μελών της Ε.Ε. αυξήθηκε στις 25.

 

Η υπογραφή της Συνθήκης προσχώρησης των δέκα νέων μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής των Αθηνών, που πραγματοποιήθηκε  τον  Απριλίου του 2003 στη Στοά του Αττάλου. Με αυτή ολοκληρώθηκε ο κύκλος της πέμπτης διεύρυνσης της Ε.Ε. με δέκα νέα μέλη. Έτσι από την  1η Μαϊου 2004 η Κύπρος είναι πλήρες μέλος της Ε.Ε.

 

Οι επιπτώσεις και τα οφέλη από την πλήρη ένταξη

  

Η διεύρυνση θα έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο για την Ευρωπαϊκή  Ένωση ως σύνολο όσο και για κάθε μια από τις 25 χώρες κράτη-μέλη ξεχωριστά. ΄Οπως είναι φυσικό η ένταξη μιας χώ ρας σε μια συγκεκριμένη κοινότητα όπως είναι η Ε.Ε.που έχει τους δικούς της στόχους, δική της νομοθεσία , δικές της πολιτικές και άλλα χαρακτηριστικά για κάθε νέα χώρα μέλος μπορεί να έχει   πλεονεκτήματα  και μειονεκτήματα. Όμως τα  πλεονεκτήματα που θα  έχει η Κύπρος από την  ένταξή της στην Ε.Ε  αναμένεται ότι θα ξεπερνούν κατά πολύ τα μειονεκτήματα. Τα οφέλη που μπορεί να έχει η Κύπρος από την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση  χωρίζονται βασικά σε τρεις κατηγορίες, στα  πολιτικά, τα οικονομικά και  τα κοινωνικά.

 

Πολιτικά οφέλη

Τα κυριότερα πολιτικά οφέλη από την ένταξή μας στην Ε.Ε. είναι τα εξής:

 

α) Η εφαρμογή των αρχών βάσει των οποίων λειτουργεί η Ε.Ε. και η τήρηση του κεκτημένου προσφέρουν τη δυνατότητα και προοπτική επανένωσης του νησιού. Βέβαια,  δυστυχώς στην πράξη η πορεία  για την εξάλειψη των τετελεσμένων  της εισβολής, λόγω της εμπλοκής, των παρεμβάσεων και των συμφερόντων ξένων δυνάμεων και παραγόντων της διεθνούς πολιτικής  δεν θα είναι εύκολη.  Για πρώτη ίσως φορά από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας υπάρχει η πεποίθηση ότι δεν κινδυνεύουμε από μια νέα εισβολή. Επίσης η  ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. περιορίζει  σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες εθνικιστικών κύκλων στα κατεχόμενα και την Τουρκία να επιχειρήσουν την απόσχιση μετά τη λύση του Κυπριακού.

 

β) Ως αποτέλεσμα της ένταξής μας στη Ε.Ε. θα αυξηθεί το αίσθημα ασφάλειας για ολόκληρο τον πληθυσμό της Κύπρου. Το αίσθημα αυτό θα είναι αποτέλεσμα της συμμετοχής μας σε μια κοινότητα εθνών και κυρίαρχων κρατών που χαρακτηρίζεται από την προσήλωσή της στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου.

 

γ) Κ Κύπρος θα ωφεληθεί από την εμπειρία της Ε.Ε. στη δημιουργία γεφυρών μεταξύ λαών και κοινοτήτων, καθώς και από τη συμμετοχή της στους μηχανισμούς ολοκλήρωσης.

 

δ) Η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δυο κοινοτήτων, αφού αυτές θα ακολουθούν το πρότυπο της Ε.Ε. και εκπρόσωποι των δυο κοινοτήτων θα συμμετέχουν στους μηχανισμούς της.

 

ε) Η δέσμευση και των δυο κοινοτήτων για προσφυγή στις ευρωπαϊκές συνθήκες και στο ευρωπαϊκό νομικό σύστημα για επίλυση τυχόν προβλημάτων που είναι δυνατόν να προκύψουν. Το γεγονός αυτό ντε φάκτο δημιουργεί ένα κοινά αποδεκτό σημείο αναφοράς για επίλυση διαφορών και προβλημάτων.

 

στ) Η Κύπρος, ως μέλος θα έχει το δικαίωμα συμμετοχής στα διάφορα όργανα της Ε.Ε. με δικαίωμα ψήφου στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε διάφορα επίπεδα.

 

ζ) Οι πολίτες της Κύπρου θα έχουν το δικαίωμα απόκτησης της ευρωπαϊκής υπηκοότητας με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν απ’ αυτή την ιδιότητα.

 

Οικονομικά οφέλη

Τα κυριότερα οικονομικά οφέλη είναι τα εξής:

 

α) Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν οι κυπριακές επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης και διάθεσης σε μια τεράστια αγορά 450 εκατομμυρίων, που περιλαμβάνει τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης με πολύ ψηλό κατά κεφαλή εισόδημα.

 

β) Ο έντονος ανταγωνισμός τον οποίο θα αντιμετωπίσουν οι κυπριακές επιχειρήσεις αμέσως μετά την ένταξη της χώρας μας στη διευρυμένη αγορά της Ε.Ε., θα τις αναγκάσει να αυξήσουν τη παραγωγικότητά τους αν θέλουν να επιβιώσουν. Η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει αρκετές και ουσιαστικές αλλαγές, όπως εισαγωγή νέας σύγχρονης τεχνολογίας, εφαρμογή νέων μεθόδων παραγωγής και διοίκησης, συνεχή μετεκπαίδευση του προσωπικού κ.ά.

 

Επίσης, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη της έρευνας, σε πολλούς και διάφορους τομείς. Δυστυχώς, σήμερα η επιστημονική έρευνα στην Κύπρο βρίσκεται σχεδόν σε μηδενικό επίπεδο.

 

γ) Η δυνατότητα συμμετοχής των κυπριακών επιχειρήσεων σε μια τόσο μεγάλη και αναπτυγμένη αγορά θα δώσει την ευκαιρία, αλλά και τα απαραίτητα κίνητρα σε μεγάλο αριθμό παραγωγικών μονάδων για περαιτέρω εξειδίκευση και ανάπτυξη σε ορισμένες παραγωγικές δραστηριότητες στις οποίες η χώρα μας διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτό θα έχει πολύ θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, την αύξηση της παραγωγής και τη γενικότερη οικονομική πρόοδο και ανάπτυξη της χώρας.

 

δ) Η προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων από τις χώρες της Ε.Ε. σε διάφορες δραστηριότητες στις οποίες η Κύπρος διαθέτει ή μπορεί να αναπτύξει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Πολύ θετικές προϋποθέσεις για μια τέτοια εξέλιξη αποτελούν το ψηλό μορφωτικό επίπεδο, η γεωγραφική θέση της Κύπρου, το ψηλό επίπεδο γνώσης ξένων γλωσσών και οι καλές σχέσεις της Κύπρου με τις χώρες της περιοχής κ.ά.

 

ε) Η υιοθέτηση του Ευρώ και η ένταξη της Κύπρου στην ΟΝΕ μετά το 2007 θα συμβάλει στην ενοποίηση της οικονομίας  και στην εφαρμογή κοινής νομισματικής πολιτικής γεγονός  που θα οδηγήσει σε χαμηλότερο ρυθμό πληθωρισμού, χαμηλότερα επιτόκια, μείωση του κόστους συναλλαγών, μεγαλύτερη νομισματική σταθερότητα και  θα προσφέρει πολλά άλλα οφέλη που θα έχουν θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών με άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

 

Όμως, για να μπορέσει η Κύπρος να αξιοποιήσει τα οφέλη  από την ένταξη της στην   ΟΝΕ, και να είναι σε θέση να τηρεί τα σχετικά κριτήρια νομισματικής πειθαρχίας στη συνέχεια, είναι ανάγκη να αναδιοργανωθεί ο δημόσιος τομέας, να γίνει εξοικονόμηση δαπανών και να αξιοποιηθούν οι επενδύσεις, γεγονός που θα έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Παράλληλα, επιβάλλεται να προωθηθούν οι ανάλογες ρυθμίσεις που θα οδηγούν όχι μόνο στην αλλαγή των διαφόρων προσεγγίσεων επίλυσης των προβλημάτων, αλλά και στη λήψη πολιτικών αποφάσεων που θα συμβάλλουν στην επίτευξη και διατήρηση της σύγκλισης των δεδομένων της κυπριακής οικονομίας με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, όπως προνοείται και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

 

στ) Η αξιοποίηση πλεονεκτημάτων που μπορούν να προκύψουν από την εισαγωγή και εφαρμογή νέων ιδεών στην επίλυση προβλημάτων της οικονομίας, όπως είναι η μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση των επενδύσεων, η εφαρμογή διαφόρων μέτρων για πρόληψη και αντιμετώπιση κρίσεων, ο εκσυγχρονισμός του τρόπου λειτουργίας της αγοράς εργασίας, κ.ά.

 

ζ) Οι καταναλωτές θα έχουν τη δυνατότητα μεγαλύτερης επιλογής για καλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες, γεγονός που θα έχει θετικές επιπτώσεις τόσο γι’ αυτούς όσο και για τις κυπριακές επιχειρήσεις αφού θα λειτουργεί ως κίνητρο συνεχούς βελτίωσης της ποιότητάς τους.

 

η) Η αυξημένη οικονομική και άλλη βοήθεια που αναμένεται ότι θα έχει η Κύπρος από την Ε.Ε., ιδιαίτερα όσον αφορά τη χρηματοδότηση ορισμένων κλάδων παραγωγής  κυρίως στον τομέα της γεωργίας μέσω διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων θα συμβάλει  σημαντικά  στην ανάπτυξη των κλάδων αυτών και στη βελτίωση της αποδοτικότητάς τους.

 

Οφέλη εκσυγχρονισμού

Την τρίτη κατά σειρά αλλά εξίσου σημαντική κατηγορία συνθέτουν τα οφέλη εκσυγχρονισμού που αναμένεται να προκύψουν από τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν σε διάφορους άλλους τομείς. Τα κυριότερα απ’ αυτά είναι: α) Ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση της δημόσιας υπηρεσίας, η οποία θα πρέπει να βελτιώσει σημαντικά τη λειτουργία, την απόδοση και την παραγωγικότητά της ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες και τους νέους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας.

 

β) Ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας, η αποκέντρωση της νομικής υπηρεσίας και η επίσπευση του ρυθμού εκδίκασης των διαφόρων υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων.

 

γ) Οι μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα και η εισαγωγή νέων κλάδων σπουδών και μεθόδων διδασκαλίας, καθώς και η προώθηση του διαδικτύου. Σημαντικές αλλαγές πρέπει να αναμένονται και στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μετά και την απόφαση που λήφθηκε για  την ίδρυση ιδιωτικών και άλλων πανεπιστημίων.

 

δ) Η προώθηση νέων υπηρεσιών, μέσα στα πλαίσια της πραγματοποίησης του ευρύτερου στόχου εξέλιξης της Κύπρου σε Διεθνές Κέντρο Προσφοράς Υπηρεσιών.

 

ε) Ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας και των υπηρεσιών προστασίας του περιβάλλοντος, με την ίδρυση Φορέα προστασίας του περιβάλλοντος.

 

στ) Η εφαρμογή της πραγματικής ισότητας ανδρών και γυναικών.

 

ζ) Η προώθηση της πολιτιστικής ανάπτυξης, της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, κ.ά.

 

η) Τέλος, η ένταξή μας στην Ε.Ε. θα μας αναγκάσει να αλλάξουμε νοοτροπία και κυρίως τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης των πραγμάτων. Όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό, τόσο μεγαλύτερα θα είναι και τα οφέλη για τη χώρα μας.

 

ΧΡ. Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image