Ροντάκη οικογένεια

Image

Η οικογένεια Ροντάκη (ελαφρών ιππέων) ήταν μεσαιωνική οικογένεια της Κύπρου, με καταγωγή το Ναύπλιο και με σημαντική παρουσία στην Κύπρο. Σύμφωνα με την γενεαλογία της οικογένειας μετά την πτώση των Ενετικών κτήσεων στην Πελοπόννησο και την παράδοση του Ναυπλίου το 1540 όπου έμενε η οικογένεια, μετοίκησαν στην Κύπρο και το Φράγκικο Βασίλειο της Κύπρου.

Γενάρχης της ήταν ο Νικόλαος Ροντάκης ο οποίος είχε τέσσερις γιους, τον Ανδρέα, τον Πέτρο, τον Κόντο, τον Ιωάννη (Γκίνης) και μία γνωστή κόρη την Μόσχω. Όλοι οι γιοί του εκτός τον Ανδρέα και ο ίδιος ο Νικόλαος έπεσαν μαχόμενοι το 1570 κατά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς. Η Μόσχω ήταν παντρεμένη με τον Αλέξανδρο, που απέκτησαν τρεις γιους, και αυτός έπεσε μαχόμενος το 1570, ενώ η ίδια αιχμαλωτίστηκε και όταν εξαγοράστηκε βρέθηκε στις Ενετικές κτήσεις.

Ο Ανδρέας, όπου και αυτός διασώθηκε της Οθωμανικής κατάκτησης της Κύπρου, παντρεύτηκε την Σπεράντζα Παλαιολογίνα, κόρη του Ιωάννη Παλαιολόγου, παιδιά τους ήταν ο Θεόδωρος, ο Παλαιολόγος, ο Πέτρος και η Αικατερίνη.

Από άγνωστη κόρη ή ανιψιά του Νικολάου Ροντάκη που ήταν παντρεμένη με τον Νικόλαο από την Μεθώνη ήταν οι Βίκος, Βελισσάριος και Μάρκος που πολέμησαν τους Οθωμανούς το 1570 ενώ ο πατέρας τους πέθανε σε μάχη.

 

Αρχειακό υλικό

Από πολλές αρχειακές πηγές και κυρίως πηγές του πολέμου της Κύπρου μαρτυρείται η συμβολή των μελών της οικογένειας αυτής στην υπεράσπιση της Μεγαλονήσου. Ο γιος του Νικόλαου Ροντάκη, Πέτρος,  υπήρξε γενικός διοικητής του ελαφρού ιππικού της Κύπρου, το όνομα του οποίου άλλωστε απαντά και σ’ αυτόν τον ίδιο τον “Θρήνο της Κύπρου”. Υπερασπίστηκε τη Λευκωσία και μετά την πτώση της κατάφυγε στην Αμμόχωστο και προσέφερε εκεί τις υπηρεσίες του έως τον θάνατό του, που προκλήθηκε από την έκρηξη μιας νάρκης.

Μέχρι πρόσφατα γνωρίζαμε από τις πηγές τη δράση του γενικού διοικητή των stradioti Πέτρου Ροντάκη, των αδελφών του Ιωάννη, Κόντου και Ανδρέα. Ο Ιωάννης είχε λάβει μέρος μαζί με τον αδελφό του Κόντο κατά των Οθωμανών στην ενέδρα που έγινε στη Μακράσυκα, έξω από την Αμμόχωστο. Στη μάχη στη Μακράσυκα, ή όπως αναφέρεται σε άλλες πηγές στην Κατάπετρα, πληγώθηκε βαριά και την επομένη εξέπνευσε ο Κόντος Ροντάκης, ενώ ο Ιωάννης Ροντάκης φονεύθηκε αργότερα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αμμοχώστου. Τη διοίκηση του ελαφρού ιππικού μετά τον θάνατο των τριών αδελφών του Πέτρου, Κόντου και Ιωάννη, ανέλαβε ο Ανδρέας Ροντάκης, όπως πληροφορούμαστε σε αίτημα του ιδίου που απευθύνει στις βενετικές αρχές, μετά την απελευθέρωσή του από την αιχμαλωσία. Ο Νικόλαος Ροντάκης, σύμφωνα με μια άλλη βενετική πηγή, είχε και μια θυγατέρα με το όνομα Μόσχω (Mosco), η οποία υπέστη όλα τα δεινά του πολέμου της Κύπρου και τέλος σύρθηκε στην αιχμαλωσία μαζί με τους τρεις γιους της, ενώ ο σύζυγός της σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας. Η δική της περιπετειώδης ιστορία, απότοκο του φρικτού πολέμου, καταγράφεται από την ίδια σε αίτημά της το 1581.

 

Μόσχω Ροντάκη

Φαίνεται ότι η Μόσχω ήταν η μοναδική θυγατέρα του Ναυπλιώτη διοικητή του ελαφρού ιππικού που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο για υπηρεσία με την οικογένειά του, μετά την πτώση του Ναυπλίου. Οι γιοι του, όπως ήδη προαναφέραμε, ήταν οι Πέτρος, Ιωάννης, Κόντος και Ανδρέας. Το αίτημα της Μόσχως του 1581 μας αποκαλύπτει περισσότερα για την οικογένεια Ροντάκη. Η Ναυπλιώτισσα και Κύπρια Μόσχω Ροντάκη, αφού έζησε στην αιχμαλωσία περισσότερο από δέκα χρόνια, κατόρθωσε να απελευθερωθεί και να φθάσει έως την πόλη των τεναγών. Σε αίτημά της που είχε απευθύνει στις βενετικές αρχές καταγράφει τα όσα υπέφερε και εξακολουθούσε να βιώνει και όσα προσέφεραν οι δικοί της αλλά και οι πρόγονοί της στον πόλεμο της Κύπρου και γενικά στους αγώνες και στους πολέμους της Δημοκρατίας του Αδρία.

Η Μόσχω είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο μαζί με την οικογένειά της όπου μεγάλωσε και παντρεύτηκε. Σύζυγός της ήταν ένας άλλος πρόσφυγας από το Ναύπλιο με το όνομα Αλέξανδρος, που υπηρετούσε ως υπολοχαγός στνο λόχο του καπιτάνου Πέτρου Μαυρέση. Ο χώρος στον οποίο υπηρετούσε ήταν η περιοχή του χωριού Αμπελικού (contrada d’Ambelicο), μέρος το οποίο όπως κατέδειξε η έρευνα ήταν ισχυρό τότε κέντρο ακτοφρουράς του ελαφρού ιππικού. Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι στο Αμπελικού είχαν υπηρετήσει μέλη γνωστών οικογενειών του ελαφρού ιππικού, όπως οι οικογένειες των Ρένεση, Μάνεση, Μαυρέση, Κουρτέση, Αλέξανδρου κ.ά.

Η Μόσχω Ροντάκη, χήρα του υπολοχαγού Αλέξανδρου, αναφέρει ότι έχασε τον σύζυγό της στον πόλεμο της Κύπρου και προφανώς αυτό συνέβη στην πολιορκία της Λευκωσίας, εφόσον ο λόχος του διοικητή Πέτρου Μαυρέση στον οποίο υπηρετούσε ο σύζυγός της ως υπολοχαγός, υπερασπίστηκε τη Λευκωσία. Οι τρεις γιοι της, ένας εκ των οποίων υπηρετούσε ως ελαφρός ιππέας στον λόχο του καπιτάνου Φραγκίσκου Κατέλα, όταν έπεσε η Λευκωσία αιχμαλωτίστηκαν, καθώς και η ίδια. Το 1581, όταν η Μόσχω ήδη απελευθερώθηκε και έφθασε στη Βενετία, αγνοούσε εάν εξακολουθούσαν οι τρεις γιοι της να ζουν ή εάν ήδη είχαν πεθάνει.

Εκτός από τα στοιχεία τα οποία καταγράφει για τη δική της οικογένεια, που είχε αποκτήσει με τον υπολοχαγό του ελαφρού ιππικού Αλέξανδρο, αναφέρεται και στους αδελφούς της, οι οποίοι υπήρξαν λαμπροί πολεμιστές και υπερασπιστές της Κύπρου, γεγονός το οποίο μαρτυρείται γενικά και σε όλες οι πηγές που αναφέρονται στον εν λόγω πόλεμο. Αδελφός της ήταν όπως σημειώνει ο Πέτρος Ροντάκης, γενικός διοικητής του ελαφρού ιππικού της Κύπρου, και οι καπιτάνοι Ιωάννης και Κόντος, οι οποίοι έχυσαν το αίμα τους υπερασπιζόμενοι την Αμμόχωστο. Ο πιο μικρός αδελφός της ο Ανδρέας, που επέζησε, υπερασπίστηκε και αυτός την Αμμόχωστο και διορίστηκε από τον Μαρκαντώνιο Bragadin, μετά τον θάνατο των αδελφών του, διοικητής του ελαφρού ιππικού της Αμμοχώστου, ενώ με την παράδοση της πόλης αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ευτυχώς εκεί πολύ σύντομα ο Βενετός βάιλος κατόρθωσε να τον απελευθερώσει και να τον στείλει στη Βενετία. Ο Ανδρέας, σύμφωνα με όσα αναφέρει η αδελφή του Μόσχω αλλά και άλλες αρχειακές πηγές, τιμήθηκε αργότερα από τους Βενετούς με τον τίτλο του ιππότη (cavalier) και διορίστηκε διοικητής του ελαφρού ιππικού στην Κεφαλλονιά (governador in Ceffalonia).

Η Μόσχω υπέφερε στα χέρια των απίστων ως σκλάβα κάθε είδος τυραννίας και εξευτελισμού. Μετά την εγκατάστασή της στη Βενετία εκλιπαρούσε τις βενετικές αρχές για τις υπηρεσίες και για τα όσα προσέφεραν θυσιάζοντας ακόμη και την ίδια τη ζωή τους οι πρόγονοί της, ο πατέρας της, οι τέσσερις αδελφοί της, ο σύζυγος και τα παιδιά της την ελάχιστη οικονομική ενίσχυση για να ζήσει αξιοπρεπώς. Είχε χάσει τα πάντα στο Ναύπλιο, στον γενέθλιο τόπο της και ό,τι είχε αποκτήσει αργότερα στη δεύτερη πατρίδα της, Κύπρο. Η Γαληνοτάτη, όπως σημείωνε στο αίτημά της, υπήρξε και εξακολουθούσε να είναι γενναιόδωρη με τις χήρες των καπιτανών και των υπολοχαγών, γι’ αυτό παρακαλούσε και η ίδια όπως της παραχωρηθούν ως μηνιαίος μισθός τρία δουκάτα, για να αντεπεξέλθει στη δύστυχη ζωή της.

Η Μόσχω Ροντάκη, χήρα του υπολοχαγού Αλέξανδρου, για να μπορέσει να επιβιώσει όταν μόνη και έρημη μετά από μύριες ταλαιπωρίες ελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία και έφθασε στη Βενετία, εκάρη μοναχή και έλαβε το όνομα Μερόπη (il mio voto Meropi). Η μοναχή Μερόπη, κατά κόσμων Μόσχω, ήταν οπωσδήποτε ορθόδοξη, αφού όπως η ίδια αναφέρει ανήκε ως μοναχή στο Τάγμα του Αγίου Βασιλείου (ordine de San Basilio) των ορθοδόξων. Από το Ναύπλιο πρόσφυγας στην Κύπρο, από την Κύπρο αιχμάλωτη σκλάβα στην Κωνσταντινούπολη, από την Κωνσταντινούπολη ελεύθερη πλέον στη Βενετία και τέλος μοναχή στην ορθόδοξη μονή της πόλης των τεναγών με το όνομα Μερόπη. Ο πόλεμος είχε οριοθετήσει τις διαδρομές του βίου της Μόσχως Ροντάκη, χήρας του υπολοχαγού Αλέξανδρου με καταγωγή από τη μεγάλη ναυπλιωτική οικογένεια η οποία είχε γράψει στη Μεγαλόνησο πραγματικά ιστορία.

 

Φώτο Γκάλερι

Image