Κραν Μοντανά - Συνομιλίες Κυπριακό

Νέος γύρος συνομιλιών σε θέρετρο της Ελβετίας

Image

Το 2015 ξεκίνησε ένας νέος γύρος διακοινοτικών συνομιλιών στο Κυπριακό μεταξύ του Προέδρου Αναστασιάδη και του τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί. Επρόκειτο για τη δεύτερη μεγάλη προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στο Κυπριακό μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την Ελληνοκυπριακή Κοινότητα το 2004.

 

Οι συνομιλίες αυτές ξεκίνησαν υπό τους καλύτερους οιωνούς λόγω και της εκλογής του Μουσταφά Ακιντζί στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων ο οποίος είχε δώσει ενθαρρυντικά δείγματα γραφής ότι ήταν έτοιμος για λύση. Την ίδια στιγμή η διεθνής κοινότητα αντιμετώπιζε τον πρόεδρο Αναστασιάδη ως ένα αξιόπιστο πολιτικό για τη λύση αφού ήταν ο μόνος πολιτικός που τάχθηκε υπέρ του Σχεδίου Ανάν το 2004. Για το Κυπριακό αυτή την περίοδο παρουσιάσε αυξημένο ενδιαφέρον η Διεθνής Κοινότητα. Ο αντιπρόεπδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν επισκέφθηκε την Κύπρο. Η ΕΕ είχε ορίσει εκπροσώπους της στις διαπραγματεύσεις για να επιτηρούν την προσαρμογή της λύσης με το Κοινοτικό Κεκτημένο. 

 

Στην πορεία προς την τελική διάσκεψη στο Κραν Μοντανά μεσολάβησαν οι τρεις γύροι συνομιλιών στο Μοντ Πελεράν το Φθινόπωρο του 2016, η διάσκεψη της Γενεύης τον Ιανουάριο του 2017 και βεβαίως πλήθος επαφών και συνομιλιών μεταξύ του Ε/κ διαπραγματευτή Ανδρέα Μαυρογιάννη και του Τ/κ ομολόγου του Οζντίλ Ναμί. Πριν την έναρξη της Διάσκεψης στο Κραν Μοντανά που ξεκίνησε στις 30 Ιουνίου 2017 όλοι θεωρούσαν ότι η λύση του Κυπριακού βρισκόταν πόλύ κοντά με τον εκπρόσωπο του Αντόνιο Γκουτέρες, Εσπεν Μπαρθ Αιντε να επαναλάμβει σε κάθε ευκαιρία ότι οι δύο πλευρές έφτασαν στο τελευταίο χιλιόμετρο πριν τη λύση.

 

Στον Κραν Μοντανά κατά την πρώτη μέρα της άφιξης του ο Αντόνιο Γκουτέρες κατέθεσε το λεγόμενο Πλαίσιο Γκουτέρες που επικεντρωνόταν σε έξι σημεία κλειδιά του Κυπριακού στα οποία οι δύο πλευρές έπρεπε να κάνουν εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών έως και τις 6 Ιουλίου 2021. Σε αυτές πέρα από τις δύο Κοινότητες συμμετείχαν και οι εγγυήτριες δυνάμεις στην Κύπρο. Την Ελλάδα εκπροσώπησε ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, την Τουρκία ο ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου και τη Βρετανία ο Υφυπουργός Εξωτερικών Άλαν Ντανκαν. Την Ευρωπαϊκή Ένωση εκπροσώπησε η ύπατος εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής Φεντερίκα Μογκερίνι.  

 

Επαφές και Δείπνο

Στις 6 Ιουλίου ο Γενικός Γραμματέας Αντόνιο Γκουτέρες πραγματοποίησε διμερείς επαφές με όλες τις αντιπροσωπείες που έλαβαν μέρος στις διαπραγματεύσεις. Στόχος στο δείπνο που θα ακολουθήσε το βράδυ να υποβάλει ένα πλαίσιο στρατηγικής συμφωνίας το οποίο θα οδηγούσε όλες τις πλευρές σε υπογραφή του.  Το στοίχημα κατά κύριο λόγο ήταν να επιτευχθεί η κατάργηση των εγγυήσεων της Τουρκίας και η απόσυρση των στρατευμάτων για την Ε/κ πλευρά και η Πολιτική Ισότητα των Τ/κ στο πλαίσιο ενός Ομοσπονδιακού Κράτους στο οποίο θα μετεξελισσόταν η Κυπριακή Δημοκρατία του 1960.

 

Το Δείπνο στο Κραν Μοντανά άρχισε στις 9:15 το βράδυ της 6ης Ιουλίου και διήρκεσε σχεδόν τέσσερις ώρες. Κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Στις 21 Νοεμβρίου 2021 τα πρακτικά του Δείπνου διέρρευσαν από δύο Εφημερίδες της Κύπρου. Τον Πολίτη και τον Φιλελεύθερο. Επρόκειτο για ένα 11σελιδο πρακτικό  47 παραγράφων.

 

» Βλέπε Βίντεο: Κραν Μοντανά -Νίκος Αναστασιάδης

 

Με βάση πρακτικό: 

Το Δείπνο ξεκίνησε με την πεποίθηση του Αντόνιο Γκουτέρες ότι, σχεδόν σε όλα τα σημεία του πλαισίου του, υπήρχε συμφωνία ή ότι έστω οι δύο πλευρές βρίσκονταν σε ακτίνα συμφωνίας. Επικεντρώθηκε λοιπόν στην προσέγγιση του κεφαλαίου των Εγγυήσεων, έχοντας στα χέρια του δύο σημαντικά στοιχεία:

 

Πρώτον, στην τοποθέτηση Τσαβούσογλου ότι η Τουρκία ήταν έτοιμη να αποδεχθεί τερματισμό των εγγυήσεων και του δικαιώματος μονομερούς επέμβασης αν υπήρχε τελική συμφωνία σε όλα τα άλλα κεφάλαια.

 

Δεύτερον, σε ένα άτυπο έγγραφο για τη δημιουργία ενός μηχανισμού παρακολούθησης της εφαρμογής της λύσης, ο οποίος θα λειτουργούσε υπό την εποπτεία του ιδίου και των Ηνωμένων Εθνών. Ο μηχανισμός αυτός θα αντικαθιστούσε τις Εγγυήσεις.

 

Γνώριζε βέβαια από τις διμερείς επαφές που πραγματοποίησε νωρίτερα ότι το κεφάλαιο Εγγυήσεις – Στρατεύματα είχε δυσκολίες. Αν κατά τη διάρκεια του Δείπνου πετύχαινε το κλείσιμο όλων των υπόλοιπων ανοικτών θεμάτων, με βάση το πλαίσιό του, στη συνέχεια θα ζητούσε αναβάθμιση της διάσκεψης σε επίπεδο Πρωθυπουργών, για τη συζήτηση του θέματος της αποχώρησης των στρατευμάτων. Ωστόσο, το κάθε βήμα προϋπέθετε τη συναίνεση των μερών και οι οιωνοί, με βάση τις ολοήμερες διμερείς επαφές που είχε με όλα τα μέρη, δεν ήταν καθόλου ευνοϊκοί. Το διαπίστωσε από τη δεκαπεντάλεπτη συνάντηση με τους κυρίους Αναστασιάδη και Ακιντζί, μισή ώρα πριν την έναρξη του Δείπνου.

 

» Βλέπε Βίντεο: Διαβουλεύσεις στο Κραν Μοντανά

 

Ο μηχανισμός εφαρμογής

Ο κ. Γκουτέρες πήγε στο Δέιπνο έχοντας ανά χείρας ένα προσχέδιο στρατηγικής συμφωνίας, μέρος της οποίας ήταν και ένα έγγραφο που περιέγραφε τη δομή του μηχανισμού παρακολούθησης της εφαρμογής της λύσης. Αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί σχέδιο Γκουτέρες. Θα κατόρθωνε όμως να το καταθέσει;

 

Ο Γενικός Γραμματέας μοίρασε αρχικά το έγγραφο του μηχανισμού στα μέρη της διάσκεψης ως non-paper και τους ζήτησε να το αποδεχτούν. Οι αρμοδιότητες του μηχανισμού παρακολούθησης αφορούσαν τη συνταγματική πτυχή της λύσης, τις εδαφικές προσαρμογές, τους κανόνες αστυνόμευσης, την απόσυρση των ξένων στρατευμάτων και την απομάκρυνση των εγχώριων δυνάμεων, την εφαρμογή της συμφωνίας για το περιουσιακό και τη συμμόρφωση με το κεκτημένο της ΕΕ.

 

Το πακέτο του Δείπνου

Με την έναρξη του Δείπνου, ο Γενικός Γραμματέας έκανε μία εισαγωγική παρέμβαση, αναφέροντας πως είχε έρθει η ώρα να προχωρήσουν σε μια προσέγγιση «πακετοποίησης» των έξι θεμάτων που ήταν ανοιχτά: το εδαφικό, ο διαμοιρασμός της εξουσίας, η ιδιοκτησία, τα δικαιώματα των Τούρκων πολιτών, οι εγγυήσεις και τα ξένα στρατεύματα. Στη συνέχεια, προχώρησε σε επισκόπηση της κατάστασης για το κάθε ένα από τα ανοιχτά θέματα: Για το εδαφικό ο Γκουτέρες είπε ότι οι Ελληνοκύπριοι πρότειναν τον χάρτη του σχεδίου Ανάν, ενώ οι Τουρκοκύπριοι τον χάρτη που είχαν καταθέσει στις 11 Ιανουαρίου στη Γενεύη, αλλά με την προσαρμογή που αναμενόταν από την ελληνοκυπριακή πλευρά (Μόρφου) ως πρόσθετο στοιχείο. Αναφορικά με τη διακυβέρνηση και τον καταμερισμό εξουσίας, ο Γενικός Γραμματέας είπε ότι οι πλευρές βρίσκονταν «κατ’ ουσίαν σε πλήρη συμφωνία» και ότι θα υπήρχε ένα σύστημα εκ περιτροπής προεδρίας σε αναλογία 2:1. Σχετικά με την ισότιμη μεταχείριση των Τούρκων υπηκόων, ο Γκουτέρες είπε ότι υπήρχε διαφωνία σχετικά με τους Τούρκους πολίτες που θα διεκδικούσαν μόνιμη κατοικία στην Κύπρο μετά τη λύση. Οι Ελληνοκύπριοι πρότειναν αναλογία 4:1 (ένας Τούρκος για κάθε τέσσερις Έλληνες), ενώ οι Τουρκοκύπριοι επέμειναν σε αναλογία 1:1. Αναφορικά με το περιουσιακό, σημείωσε ότι υπήρχε μια «γενική συμφωνία στη φιλοσοφία», σύμφωνα με την οποία στις περιοχές της μελλοντικής τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας θα είχαν προτεραιότητα οι σημερινοί χρήστες των περιουσιών και στις περιοχές που θα επιστρέφονταν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση οι νόμιμοι ιδιοκτήτες. Υπήρχαν ωστόσο αρκετές λεπτομέρειες που έπρεπε να π.χ. αντιμετωπισθούν, σε σχέση με την απόφαση του ΕΔΑΔ και τη συναισθηματική σχέση των Ε/Κ με τις περιουσίες τους που θα έμεναν υπό Τ/κ διοίκηση.

 

» Βλέπε βίντεο: Ο Νίκος Ανασταστασιάδης σχολιάζει επικρίσεις

 

Οι εγγυήσεις

Το μεγάλο ζήτημα της διάσκεψης ήταν οι εγγυήσεις και η αποχώρηση των στρατευμάτων. Παραθέτουμε εκτεταμένα αποσπάσματα από την απόδοση των πρακτικών, όπως αυτά περιέχονται στο βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη με τίτλο «Έγκλημα στο Κραν Μοντανά».

 

Στην εισαγωγική του τοποθέτηση ο Γκουτέρες ανέλυσε πρώτα το θέμα των εγγυήσεων. Υπενθύμισε την τοποθέτηση που είχε κάνει στις 30 Ιουνίου 2017, όταν ανέλυσε το πλαίσιό του, ότι «ήταν δύσκολο να διατηρηθεί η Συνθήκη Εγγυήσεως και το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης», ενώ σημείωσε τη θέση της Τουρκίας, ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως έπρεπε να διατηρηθεί. Ο κ. Γκουτέρες ανέφερε ότι η Τουρκία είχε υποβάλει ένα non-paper, με το οποίο πρότεινε την αντικατάσταση της Συνθήκης Εγγυήσεως από μια Συνθήκη Εφαρμογής. Στη συνέχεια, ο Γκουτέρες ρώτησε τον Τσαβούσογλου εάν η Τουρκία θα μπορούσε να εξετάσει την άμεση κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεως, στην περίπτωση που αυτή αντικαθίστατο από έναν αξιόπιστο μηχανισμό παρακολούθησης. Ο Τσαβούσογλου απάντησε ότι «η Τουρκία είναι ανοικτή σε διάλογο επί του θέματος, αλλά η ευελιξία της θα εξαρτηθεί από την πρόοδο που θα σημειωθεί στα τέσσερα άλλα εσωτερικά θέματα». Στη συνέχεια, ο Γενικός Γραμματέας σημείωσε ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε καταθέσει πρόταση για τη δημιουργία μηχανισμού παρακολούθησης της εφαρμογής της λύσης και είπε ότι ο ίδιος είχε ετοιμάσει ένα non-paper το οποίο περιέγραφε τον μηχανισμό, και το μοίρασε στους συμμετέχοντες.

 

 

» Βλέπε Βίντεο-ΑΚΕΛ: Σχολιασμός για Κραν Μοντανά 

 

Κόκκινες γραμμές

Αναφορικά με την πτυχή των στρατευμάτων, ο Γενικός Γραμματέας είπε ότι «μηδενικά στρατεύματα, μηδενικές εγγυήσεις» ήταν κόκκινη γραμμή για την Τουρκία, ενώ μια μακρόχρονη τουρκική στρατιωτική παρουσία παρέμενε κόκκινη γραμμή για τους Ελληνοκυπρίους. Επειδή, είπε, δεν έβλεπε προοπτική για περαιτέρω σύγκλιση στο ζήτημα των στρατευμάτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν μια συζήτηση που έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε υψηλότερο επίπεδο (με τη συμμετοχή των Πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας).

 

Ακολούθως, ο Γενικός Γραμματέας ρώτησε εάν η Τουρκία θα εξέταζε αναθεώρηση (review) της παρουσίας των στρατευμάτων της. Ο κ. Τσαβούσογλου απάντησε ότι η Τουρκία δεν είχε αντίρρηση το θέμα αυτό να συζητηθεί σε επίπεδο Πρωθυπουργών. Ο κ. Γκουτέρες είπε ότι υπήρχαν δύο δυνατότητες: (α) να καλέσει τους Πρωθυπουργούς στη Νέα Υόρκη τις επόμενες ημέρες ή β) οι Πρωθυπουργοί να πάνε στο Κραν Μοντανά τις επόμενες ημέρες, για να προσπαθήσουν να ξεπεράσουν το αδιέξοδο.

 

Ο Αντόνιο Γκουτέρες τόνισε ότι η επιλογή επαφίεται στις δύο πλευρές και ότι τα ΗΕ δεν είχαν ατζέντα επί του θέματος. Στη συνέχεια, ζήτησε από όλα τα μέρη να τοποθετηθούν.

 

Ο Κοτζιάς

Πρώτος τοποθετήθηκε ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκος Κοτζιάς. Ο κ. Κοτζιάς, με βάση το πρακτικό των Ηνωμένων Εθνών, απέρριψε την ιδέα για μια Συνθήκη Εφαρμογής, εξέφρασε προθυμία να συζητήσει τον μηχανισμό παρακολούθησης της εφαρμογής, αλλά τον χαρακτήρισε «υπερβολικά περίπλοκο». Από τα διάφορα στάδια του μηχανισμού απέρριπτε την Επιτροπή των Μερών, που αναφερόταν στον ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων, ο οποίος, είπε, θα έπρεπε να καθοριστεί επακριβώς. Αναφορικά με τα στρατεύματα, ο Κοτζιάς πρότεινε να γίνει διάκριση μεταξύ εκείνων που είχαν φτάσει το 1974 και των 650 στρατιωτών που προβλέπονται από τη Συνθήκη Συμμαχίας. Η πρώτη κατηγορία, είπε, θα έπρεπε να αποχωρήσει αμέσως, ενώ τα υπόλοιπα θα έπρεπε επίσης να αποχωρήσουν, ίσως όχι αμέσως, αλλά μέσω διαφορετικής «μεθοδολογίας» απόσυρσης. Ο Κοτζιάς ήταν ανοιχτός στη συζήτηση μιας διαδικασίας αναθεώρησης για τους 650 στρατιώτες, αν και αυτό, διευκρίνισε, θα έπρεπε να γίνει σε επίπεδο Πρωθυπουργών. Κλείνοντας την πρώτη του παρέμβαση, ο κ. Κοτζιάς πρότεινε αναβολή στη λήψη αποφάσεων, να επιστρέψουν οι αντιπροσωπείες στις πρωτεύουσές τους για να μελετήσουν καλύτερα τον μηχανισμό εφαρμογής της λύσης.

 

Ο Ντάνκαν

Η τοποθέτηση του Κοτζιά, και ειδικά η εισήγησή του για αναβολή στη λήψη τελικών αποφάσεων, προκάλεσε την αντίδραση του υπουργού Ευρώπης του Ηνωμένου Βασιλείου Άλαν Ντάνκαν, ο οποίος την εξέλαβε ως τακτική κωλυσιεργίας. Ο Ντάνκαν είπε ότι ενώ ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών είχε δηλώσει ότι δεν έπρεπε να χαθεί η ευκαιρία, «ο Κοτζιάς έκανε ακριβώς το αντίθετο».

 

Αν πράγματι η Τουρκία έκανε την «κίνηση» στο ζήτημα των εγγυήσεων, παρατήρησε, τα μέρη έπρεπε να ολοκληρώσουν εκείνο για το οποίο είχαν πάει στο Κραν Μοντανά. Ακολούθως υπέβαλε την ερώτηση κατά πόσο βρίσκονταν κοντά σε μια συμφωνία για τις εγγυήσεις. Αφού δεν άκουσε κάποια αντίδραση, είπε ότι η σιωπή που επικράτησε ίσως υποδηλούσε ότι αυτό ήταν γεγονός.

 

Ο Τσαβούσογλου

Στη δική του πρώτη παρέμβαση, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου είπε ότι σημειώθηκε με προσοχή η δήλωση του Γενικού Γραμματέα ότι το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης ήταν «μη βιώσιμο». Είπε επίσης ότι σημειώθηκε η τοποθέτηση του Γενικού Γραμματέα ότι κάποια στρατεύματα ενδέχετο να παραμείνουν και τόνισε ότι «μηδέν στρατεύματα μηδέν εγγυήσεις» δεν ήταν σημείο εκκίνησης για την Τουρκία. Είπε ότι η Τουρκία είχε μοιραστεί προτάσεις με τον Γενικό Γραμματέα, σχετικά με τις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας, και ότι είχε δείξει μεγαλύτερη ευελιξία, υποδηλώνοντας ότι το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης θα μπορούσε να αναθεωρηθεί, υπό την επιφύλαξη συμφωνίας στα υπόλοιπα ανοιχτά θέματα. «Εάν υπήρχε πρόοδος σε αυτά τα θέματα, η Τουρκία θα μπορούσε να ήταν ακόμη πιο ευέλικτη», είπε.

 

Ο κ. Τσαβούσογλου επιχειρηματολόγησε πως ήταν σημαντικό να επικεντρωθεί πρώτα η διάσκεψη στον στόχο του συνολικού διακανονισμού, να καθοριστεί πώς θα παρακολουθείτο η εφαρμογή του, και στη συνέχεια θα μπορούσαν να συζητηθούν συγκεκριμένα θέματα, εννοώντας τα στρατεύματα. Πρόσθεσε ότι, παρόλον ότι ήταν αποφασισμένος να κάνει ό,τι μπορούσε για να είναι πιο ευέλικτος, δεν είχε εμπιστοσύνη ότι οι προτάσεις του θα παρέμεναν εμπιστευτικές, και αναφέρθηκε στη διαρροή από τους Ελληνοκυπρίους των τουρκικών προτάσεων για την ασφάλεια.

 

Επί της διαδικασίας, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας συμφώνησε με τον υπουργό Ευρώπης της Βρετανίας ότι οι συμμετέχοντες στη διάσκεψη θα έπρεπε να επικεντρωθούν πρώτα στα βασικά ζητήματα και στη συνέχεια στον μηχανισμό παρακολούθησης. Σημείωσε ότι εκείνη ήταν η «τελευταία διάσκεψη» και έθεσε το ερώτημα στον Γενικό Γραμματέα κατά πόσο υπήρχε προοπτική να κληθούν τις επόμενες μέρες οι Πρωθυπουργοί στο Κραν Μοντανά. Εάν ναι, είπε ότι προσωπικά θα μπορούσε να μείνει. Εκείνο που δεν μπορούσε να συμφωνήσει, είπε, ήταν να φύγουν οι αντιπροσωπείες χωρίς να ληφθούν αποφάσεις. Ο Πρωθυπουργός Γιλντιρίμ, είπε, είχε αποφασίσει για την ώρα να μην έρθει, επειδή δεν υπήρχε κάτι για να αποφασίσουν. Διερωτήθηκε πώς διαφορετικά θα μπορούσε να επιτευχθεί πρόοδος.

 

Ο Αναστασιάδης

Στη συνέχεια, πήρε τον λόγο ο κ. Αναστασιάδης, ο οποίος ξεκίνησε την τοποθέτησή του διερωτώμενος γιατί δεν δίνεται γραπτώς η τουρκική πρόταση, από τη στιγμή που η Ε/κ πλευρά τα έδωσε όλα γραπτώς. Επεξηγώντας το αίτημά του, διερωτήθηκε πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως και το δικαίωμα επέμβασης πράγματι θα καταργούνταν. Είπε ότι έπρεπε να γνωρίζει τι εννοούσε ο Τσαβούσογλου με την αναφορά του σε «ευελιξία», καθώς και ποιος θα ήταν ο ρόλος των εγγυητριών δυνάμεων στον μηχανισμό παρακολούθησης. Πώς θα μπορούσε να ήταν βέβαιος ότι η πρόταση που υποβλήθηκε δεν ήταν μόνο η Συνθήκη Εγγυήσεως με διαφορετικό όνομα ή εάν η Τουρκία ζητούσε τα ίδια δικαιώματα με εκείνα που διατηρεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κύπρο;

 

Αναφερόμενος στα στρατεύματα, ο κ. Αναστασιάδης είπε ότι η παρουσία τους ήταν απειλή για τους Ελληνοκυπρίους και ρώτησε αν η άλλη πλευρά θα δεχόταν ρωσικές εγγυήσεις. Ο κ. Αναστασιάδης τόνισε ότι επιδίωκε μια διευθέτηση που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τον κόσμο και είπε ότι είχε προτείνει μια πολυεθνική αστυνομική δύναμη αντί στρατευμάτων. Θεωρούσε ότι η εποικοδομητική ασάφεια θα οδηγούσε σε παρερμηνείες και επανέλαβε ότι δεν είχε ακούσει, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ότι η πρόταση του Γενικού Γραμματέα για μηχανισμό παρακολούθησης δεν συνδεόταν με οποιονδήποτε τρόπο με το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης ή με το τέλος των εγγυήσεων. Ο κ. Αναστασιάδης επέμεινε ότι χρειαζόταν σαφήνεια και «να δει τις προτάσεις γραπτώς». Τόνισε ότι η ασφάλεια ήταν η πρώτη του προτεραιότητα και, εάν δεν υπήρχε λύση στην ασφάλεια και τις εγγυήσεις, δεν θα υπήρχε καθόλου λύση.

 

Απάντηση Τσαβούσογλου

Ο κ. Τσαβούσογλου απάντησε ότι η Τουρκία είχε ήδη μοιραστεί την πρότασή της. Ο κ. Αναστασιάδης απάντησε ότι δεν την είχε μοιραστεί μαζί του. Ο Τσαβούσογλου επανέφερε το ζήτημα της εμπιστευτικότητας και της διαρροής της τουρκικής πρότασης για την ασφάλεια, λέγοντας ότι «δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τον Αναστασιάδη». Αντιδρώντας ο κ. Αναστασιάδης είπε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αλλάξει ο δημογραφικός χαρακτήρας μιας χώρας ήταν ο «ειρηνικός». Υπενθύμισε ότι οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν να επιβάλουν οροφή στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων και ρώτησε τι γινόταν με τους Τούρκους πολίτες που αγόραζαν ακίνητα στην Κύπρο. Επανέλαβε ότι χωρίς διασαφήνιση η ευελιξία δεν σήμαινε τίποτε για εκείνον. Στρεφόμενος προς τον Γενικό Γραμματέα, ο κ. Αναστασιάδης τον ρώτησε ποια ήταν τα σχέδιά του από τη στιγμή που δεν υπήρχε τίποτε για να συμφωνήσουν.

 

Ο Ακιντζί

Στη δική του παρέμβαση ο Ακιντζί είπε ότι οι πλευρές είχαν λύσει πολλά ζητήματα, αλλά δεν μπόρεσαν να λύσουν κάποια άλλα. Υπενθύμισε ότι η ασφάλεια και οι εγγυήσεις δεν είχαν αντιμετωπιστεί ποτέ προηγουμένως. Μέχρι πρόσφατα, είπε, θεωρείτο δεδομένο ότι το παλιό σύστημα εγγυήσεων θα παρέμενε σε ισχύ. Υπενθύμισε ότι ήταν η πρώτη φορά που η Τουρκία συμφώνησε να αντιμετωπίσει τα ζητήματα της ασφάλειας και είπε ότι αυτό αποτελούσε «ένα σημαντικό βήμα». Είπε ότι δεν ήταν σίγουρος ποια άλλη κίνηση αναμενόταν από την Τουρκία. Όσον αφορούσε τα στρατεύματα, είπε ότι η Τουρκία είχε δείξει ετοιμότητα για μια γρήγορη και σημαντική μείωση. Σημείωσε ότι οι δύο πλευρές δεν έχουν την ίδια αίσθηση του επείγοντος. Ορισμένες αντιπροσωπείες, είπε, θεωρούσαν ότι ήρθε η ώρα να λυθεί το πρόβλημα και ότι τα μέρη διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν μια ευκαιρία. «Η λύση γλιστράει από τα χέρια τους και όλοι θα είναι υπεύθυνοι απέναντι στις νέες γενιές», είπε. Η εκτίμησή του ήταν ότι ήταν δυνατόν οι πλευρές να συμφωνήσουν σε ένα πακέτο για τα έξι ζητήματα που εντόπισε ο Γενικός Γραμματέας και να ορίσουν ημερομηνία για τα δημοψηφίσματα. Θα μπορούσαν τότε να επιστρέψουν στην Κύπρο, για να κάνουν τις απαραίτητες προετοιμασίες. Προέτρεψε τον Αναστασιάδη να «κάνει μια τελευταία προσπάθεια», προσθέτοντας ότι εάν δεν το έκαναν, θα ήταν υπόλογοι στον κόσμο τους. «Η τελευταία ευκαιρία για μια ομοσπονδία είναι μπροστά μας», είπε, και πρόσθεσε ότι ο δρόμος προς τα εμπρός σήμαινε περισσότερη συνεργασία και εμπιστοσύνη, και λιγότερα στρατεύματα.

 

Γενικός Γραμματέας

Μπορούσα να παρουσιάσω ένα σχέδιο Γκουτέρες

Στη συνέχεια παρενέβη ο κ. Κοτζιάς και υποστήριξε ότι οι πλευρές έπρεπε να επικεντρωθούν στον μηχανισμό παρακολούθησης, να αναζητήσουν κοινά συμφέροντα και να οικοδομήσουν μια θετική ατζέντα. Αποδέχτηκε ότι υπήρξε πρόοδος και μετακίνηση θέσεων στο Κραν Μοντανά, και πρότεινε να συνεχιστούν οι συζητήσεις. Όλοι πιστεύουν στα δικά τους επιχειρήματα, αλλά δεν θα έπρεπε να θέτουν το δίλημμα «πάρτε το ή απορρίψετέ το», είπε.

 

Παρεμβαίνοντας ο Γενικός Γραμματέας -και σχολιάζοντας την αμφισβήτηση του μηχανισμού παρακολούθησης- επανέλαβε ότι ήταν εξαρχής ξεκάθαρος ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει δικαίωμα μονομερούς επέμβασης. Η πρότασή του για τη δημιουργία ενός μηχανισμού παρακολούθησης και εφαρμογής, όπως καταγραφόταν στο άτυπο έγγραφο που είχε μοιράσει, στηριζόταν στον κεντρικό ρόλο των Ηνωμένων Εθνών και στην αντίληψη ότι δεν θα υπερίσχυε η Συνθήκη Εγγυήσεως. Είπε ότι η αίσθησή του από τις συζητήσεις που είχαν προηγηθεί εκείνη τη μέρα ήταν πως «η Τουρκία θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο τερματισμού των εγγυήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι υπόλοιπες εκκρεμότητες θα είχαν τακτοποιηθεί».

 

Ο Αναστασιάδης επεσήμανε ότι υπήρχε ήδη συμφωνία για την εκ περιτροπής προεδρία και ότι οι πλευρές ήταν επίσης «σχεδόν εκεί» στο θέμα της αποτελεσματικής συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, υπονοώντας ότι οι προϋποθέσεις που έθετε η Τουρκία είχαν σχεδόν ικανοποιηθεί. Στη συνέχεια τόνισε πως αν δεν επιλυόταν το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, δεν μπορούσε να υπάρξει λύση. Τότε παρενέβη ο Ακιντζί και είπε στον Αναστασιάδη ότι ο Γενικός Γραμματέας του είπε ότι το «ποτήρι» για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις «δεν ήταν άδειο», αλλά δεν μπορούσε να το ακούσει. Ο Αναστασιάδης απάντησε ότι «δεν το βλέπει». Στο σημείο αυτό παρενέβη η εκπρόσωπος της ΕΕ κ. Μογκερίνι και κάλεσε τις πλευρές να αξιοποιήσουν την πρόοδο που έχει συντελεστεί και να συζητήσουν τον μηχανισμό εφαρμογής. Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο Τσαβούσογλου και είπε ότι αυτή η διαδικασία δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί για άλλους έξι μήνες ή άλλον έναν χρόνο. «Η ώρα των αποφάσεων είναι τώρα», είπε.

 

Ο Γενικός Γραμματέας πήρε τον λόγο και είπε ότι θα μπορούσε να παρουσιάσει ένα σχέδιο Γκουτέρες, αλλά το θεωρούσε καταστροφή χωρίς τη συναίνεση των μερών, και δεν θα το έκανε. «Το πραγματικό ζήτημα είναι η πολιτική βούληση των μερών», είπε, και τόνισε πως βρισκόταν στη διάθεση των μερών και ότι ήταν έτοιμος να καλέσει τους Πρωθυπουργούς. Αν και θα έπρεπε να αναχωρήσει την επομένη [Παρασκευή], διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στο Κραν Μοντανά τη Δευτέρα.

 

Τότε παρενέβη ο κ. Κοτζιάς και παραπονέθηκε ότι η συζήτηση επικεντρωνόταν στην πρόσκληση των Πρωθυπουργών ακόμη και αν δεν υπήρχε πρόοδος. Ο κ. Τσαβούσογλου απάντησε ότι δεν θα ήταν δυνατό να επιλυθεί το ζήτημα χωρίς αυτούς και επέμεινε ότι έπρεπε να έρθουν. Ο κ. Αναστασιάδης διερωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία στη βάση «ασαφών προτάσεων» και επέμεινε ότι έπρεπε να μάθει τι θα συνέβαινε με τα στρατεύματα, τα εδάφη κ.λπ. Ο κ. Τσαβούσογλου απάντησε ότι υπήρξε κάποια συμφωνία στη Γενεύη και ότι είχε γίνει μία σαφής δήλωση στις 12 Ιανουαρίου, σύμφωνα με την οποία οι δύο ηγέτες έπρεπε να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις τους, διερωτήθηκε γιατί δεν υπήρξαν συγκλίσεις από τότε και υποστήριξε ότι πολύ λίγα είχαν επιτευχθεί στους έξι μήνες που μεσολάβησαν. Ο κ. Αναστασιάδης απάντησε ότι οι διαπραγματεύσεις δεν προχώρησαν επειδή δεν έγινε η κατάλληλη προετοιμασία.

 

Ο Γενικός Γραμματέας εξέφρασε την άποψη ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο θα μπορούσε να επιτευχθεί τελική συμφωνία από τους Πρωθυπουργούς σχετικά με το ζήτημα των στρατευμάτων. Υπενθύμισε ότι η Τουρκία θεωρούσε το ζήτημα αυτό κόκκινη γραμμή και αναγνώρισε ότι ήταν ένα περίπλοκο ζήτημα, με διαφορετικές αντιλήψεις. Ωστόσο, επέμεινε ότι «η ευελιξία που επέδειξε η Τουρκία για προσαρμογή της Συνθήκης Εγγυήσεως στο πλαίσιο μιας λύσης ήταν ένα σημαντικό βήμα» και ότι, αν και «δεν ήταν τα πάντα», θα ήταν λάθος να μην το αναγνωρίσουμε. Η αίσθησή του, είπε, ήταν πως μπορούσε να ήταν χρήσιμο να προσκληθούν εκείνοι που είχαν μια πιο άμεση δημοκρατική εντολή -δηλαδή οι Πρωθυπουργοί- για να διαπιστωθεί εάν θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία.

 

Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο Κοτζιάς και ζήτησε από τον Τσαβούσογλου να διευκρινίσει για άλλη μια φορά τη θέση του για τις εγγυήσεις. Ο Τσαβούσογλου του απάντησε ότι εξακολουθούσε να ακούει «μηδενικές εγγυήσεις, μηδενικά στρατεύματα» από την Ελλάδα και τους Ελληνοκυπρίους, που δεν μπορούσε να είναι σημείο εκκίνησης για την Τουρκία. Και οι δύο, είπε, εννοώντας τον Αναστασιάδη και τον Κοτζιά, είχαν ακούσει τις θέσεις της Τουρκίας «πολλές φορές». Ωστόσο, υπενθύμισε, οι διαπραγματεύσεις δεν αφορούσαν μόνο την ασφάλεια και τις εγγυήσεις. Ο Κοτζιάς σχολίασε ότι εκείνο που ο ίδιος κατάλαβε ήταν πως η Τουρκία ήθελε να διατηρήσει τα επεμβατικά της δικαιώματα.

 

Η τοποθέτηση Γκουτέρες

Τότε παρενέβη ο Γενικός Γραμματέας και διευκρίνισε ότι εκείνο που προσωπικά μπορούσε να καταθέσει ήταν ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αποδεχτεί το τέλος του δικαιώματος επέμβασης, στο πλαίσιο μιας διευθέτησης όπου όλα τα απαραίτητα στοιχεία θα ήταν στη θέση τους. Ο κ. Αναστασιάδης παρενέβη και επέμεινε ότι η Ελλάδα και η δική του αντιπροσωπεία είχαν υποβάλει τις προτάσεις τους γραπτώς και ρώτησε τον Τσαβούσογλου γιατί η Τουρκία δεν παρουσίασε τη δική της πρόταση. Ο Τσαβούσογλου απάντησε ότι «μόλις την είπε ο Γενικός Γραμματέας, αλλά, δυστυχώς, ο κ. Κοτζιάς και ο κ. Αναστασιάδης δεν την πιστεύουν». Ο Αναστασιάδης επέμεινε ότι δεν κατάλαβε τι πρότεινε η Τουρκία, καθώς υπήρχαν πολλές ασάφειες.

 

Στην παρατήρηση αυτή του Αναστασιάδη αντέδρασε ο Γενικός Γραμματέας, και επικαλούμενος το άτυπο έγγραφο που είχε μοιράσει για τον μηχανισμό παρακολούθησης, επέστησε την προσοχή των αντιπροσωπειών σε τρία στοιχεία: (i) στον κεντρικό ρόλο που δόθηκε στον Γενικό Γραμματέα· (ii) στη συνολική φύση του μηχανισμού, που δεν άφηνε ασάφειες και (iii) στο γεγονός ότι η Τουρκία, η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχαν καμία εκτελεστική εξουσία. Με βάση αυτά τα δεδομένα, είπε, δεν θεωρούσε ότι ο προτεινόμενος μηχανισμός θα μπορούσε να εκληφθεί ως «Συνθήκη Εγγυήσεως σε όλα εκτός από το όνομα», που ήταν η αξιολόγηση που είχε κάνει νωρίτερα ο Αναστασιάδης. Επίσης, απαντώντας στη θέση του Αναστασιάδη ότι η πρόταση ήταν «διφορούμενη», ο Γενικός Γραμματέας απάντησε ότι «δεν ήταν διφορούμενη, μπορεί να απορριφθεί, αλλά δεν ήταν διφορούμενη».

 

Ο Άιντε

Λαμβάνοντας τον λόγο για πρώτη φορά, ο ειδικός σύμβουλος των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό Έσπεν Μπαρθ Άιντε είπε ότι εκείνο που κατανοούσε ήταν πως θα μπορούσε να υπάρξει σημαντική αλλαγή στο ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Είπε ακόμη ότι υπήρχε δυναμική συμφωνίας στο κεφάλαιο της διακυβέρνησης και τον καταμερισμό της εξουσίας. Ο Ακιντζί, είπε, μετακινήθηκε στο εδαφικό, στο περιουσιακό, η κατάσταση ήταν λίγο πιο περίπλοκη, αλλά με προσπάθεια οι πλευρές μπορούσαν να φτάσουν σε αποτέλεσμα. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η συμφωνία ‘γλίστρησε’ από τα χέρια τους» είπε.

 

Στην παρέμβαση του Άιντε αντέδρασε θυμωμένα (reacted angrily) ο κ. Αναστασιάδης, λέγοντάς του ότι επικεντρώθηκε μόνο σε ορισμένα από τα ζητήματα και αρνείτο να κατανοήσει τους ανθρώπους που θα ψήφιζαν σε ένα δημοψήφισμα. Ο Άιντε απάντησε ότι, χάρη στις κοινές προσπάθειές τους, οι ηγέτες είχαν επιτύχει μια συμφωνία καλύτερη από το σχέδιο Ανάν. Επιβεβαίωσε ότι οι Ελληνοκύπριοι είχαν κάνει σημαντικές κινήσεις στη διακυβέρνηση και την κατανομή εξουσίας. Τότε ο Αναστασιάδης διερωτήθηκε σε ποιους δημοκρατικούς κανόνες στηριζόταν το ότι η μικρότερη κοινότητα θα μπορούσε να λαμβάνει αποφάσεις. Επέμεινε ότι δεν ήταν σίγουρος πώς θα λειτουργούσε το νέο κράτος και ήταν μόνο οι ξένοι που πίστευαν ότι όλα ήταν καλά. Στο σημείο αυτό παρενέβη ο Ε/Κ διαπραγματευτής Ανδρέας Μαυρογιάννης και ρώτησε εάν ήταν δυνατή μια λύση με την απαίτηση για μία θετική ψήφο για κάθε απόφαση. Ο κ. Κοτζιάς είπε ότι η Τουρκία θέτει προϋποθέσεις στη συζήτηση των άλλων 4 κεφαλαίων. Πήρε τον λόγο στη συνέχεια ο Οζντίλ Ναμί και είπε ότι παραμένουν πολύ σημαντικά θέματα στα κεφάλαια αυτά τα οποία δεν έγινε κατορθωτό να συζητηθούν στην Κύπρο. Πρόσθεσε επίσης ότι κάποια θέματα δεν τα εγείρει η Τουρκία αλλά οι Τ/Κ. Η Τουρκία κάνει υποχωρήσεις στα δικά της δικαιώματα εάν ικανοποιηθούν οι ανησυχίες των Τ/Κ, πρόσθεσε.

 

Ο κ. Ακιντζί σημείωσε ότι η αποτελεσματική συμμετοχή σε ομοσπονδιακά θεσμικά όργανα ήταν σχεδόν συμφωνημένη και ότι οι Τουρκοκύπριοι είχαν αποδεχτεί να μην έχουν μία θετική ψήφο σε όλα τα θεσμικά όργανα. Σε ό,τι αφορούσε το περιουσιακό, είπε ότι θα μπορούσε να κλείσει σύμφωνα με τις αρχές που όριζε το πλαίσιο Γκουτέρες. Ο Ακιντζί κάλεσε τον Αναστασιάδη να συγκρίνει τη συμφωνία με το status quo. «Δεν ήταν καλύτερο να έχουμε μία συμφωνία όπου οι Ελληνοκύπριοι θα ικανοποιούνταν κυρίως στο αίτημά τους για κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς επέμβασης και αποχώρηση των στρατευμάτων;».

 

Το ρέκβιεμ ενός Δείπνου

Μετά από ένα διάλειμμα άρχισε ξανά η διάσκεψη, με τον κ. Αναστασιάδη να επιμένει ότι, για να ξέρει πώς θα προχωρούσε, θα ήθελε να δει γραπτές προτάσεις από την Τουρκία. Ζήτησε επίσης περισσότερη σαφήνεια για τον μηχανισμό παρακολούθησης εφαρμογής της λύσης. (Σε αυτό κατά τη διάρκεια έντονης συζήτηση στη διάρκεια του διαλείμματος είχε συμφωνήσει και ο κ. Τσίπρας). Ο κ. Κοτζιάς σημείωσε ότι η Ελλάδα χρειαζόταν περαιτέρω σαφήνεια σχετικά με τον μηχανισμό παρακολούθησης της εφαρμογής, ο οποίος θα μπορούσε να προσφέρει έναν τρόπο αντικατάστασης της Συνθήκης Εγγυήσεως. Απαιτούσε επίσης πιο συγκεκριμένο προσανατολισμό στο ζήτημα των στρατευμάτων. Πώς θα μπορούσε η Τουρκία να υποδεικνύει ότι επρόκειτο για «ιστορική ευκαιρία» ή να περιμένει από την Ελλάδα να «υπογράψει οτιδήποτε» χωρίς να δώσει τίποτε γραπτώς; Στη συνέχεια ο κ. Αναστασιάδης είπε ότι είχε δώσει γραπτές προτάσεις και απάντησε γραπτώς στις παρατηρήσεις που του έγιναν, ενώ δεν υπήρχε κάποια γραπτή πρόταση από την Τουρκία. «Αυτό ονομάστηκε μια ιστορική ευκαιρία, αλλά για ποιον;» διερωτήθηκε. Απαντώντας ο κ. Ακιντζί είπε ότι κανένας δεν αναμένεται να υπογράψει οτιδήποτε χωρίς να γνωρίζει τι υπογράφει.

 

Προκειμένου να σπάσει το αδιέξοδο, ο Γενικός Γραμματέας πρότεινε να συντάξει ένα μικρό κείμενο που θα κατέγραφε τη σαφή κατανόησή του από τις συζητήσεις της ημέρας, ότι η κυβέρνηση της Τουρκίας ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τη Συνθήκη Εγγυήσεως (και ως εκ τούτου από το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης) στο πλαίσιο μιας λύσης στην οποία θα λαμβάνονταν επαρκώς υπόψη ορισμένες από τις εναπομένουσες ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας σχετικά με την αποτελεσματική συμμετοχή και το περιουσιακό. Είπε ακόμη ότι θα μπορούσε να προστεθεί άλλη μία πρόταση, που θα έλεγε ότι υπήρχε προθυμία όλων των μερών να συζητήσουν το ζήτημα των στρατευμάτων, στην παρουσία των Πρωθυπουργών των εγγυητριών δυνάμεων.

 

Στην εισήγηση του Γενικού Γραμματέα αντέδρασε ο Τσαβούσογλου και είπε ότι θα έπρεπε να υπάρχει σαφήνεια και σε όλα τα θέματα που απασχολούσαν τους Τουρκοκυπρίους, συμπεριλαμβανομένου του πρωτογενούς δικαίου, και ικανοποίησή τους στο ζήτημα της εφαρμογής, δηλαδή τρεις γύροι εναλλαγής της προεδρίας, ενώ εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι ορισμένα μέρη δεν είχαν μετακινηθεί από τη θέση για «μηδενικά στρατεύματα, μηδενικές εγγυήσεις».

 

Με την παρέμβασή του αυτή (η παρατήρηση δική μας) ο Τσαβούσογλου επέστρεψε στις αρχικές του θέσεις και αναίρεσε όσα προφορικά είχε πει στον Γενικό Γραμματέα. Συνεχίζοντας ο Τούρκος ΥΠΕΞ είπε ότι ο ίδιος ήταν πλήρως εξουσιοδοτημένος να αποφασίσει τη μείωση του αριθμού των στρατευμάτων σε συμφωνημένο επίπεδο, αλλά η Τουρκία δεν είχε πρόβλημα αν η Ελλάδα χρειαζόταν τους Πρωθυπουργούς να πάρουν τις αποφάσεις για το θέμα. Ο Κοτζιάς υπενθύμισε ότι ήταν η Τουρκία που ζητούσε να συμμετάσχουν οι Πρωθυπουργοί. Παρεμβαίνοντας ο Αναστασιάδης είπε ότι υπήρχαν νέα στοιχεία στο τραπέζι και ρώτησε αν το πρωτογενές δίκαιο ήταν μια νέα προϋπόθεση που έθετε η Τουρκία. Ο Γενικός Γραμματέας απάντησε ότι το πρωτογενές δίκαιο δεν ήταν μέρος του «πακέτου» του.

 

Ο Γενικός Γραμματέας επανέλαβε ότι η πρότασή του προς τα μέρη ήταν να γράψει κάτι ο ίδιος στο χαρτί, με σκοπό να φέρει τον Τσίπρα και τους άλλους Πρωθυπουργούς στη διάσκεψη».

 

Έγινε καφενείο

Από τον πιο πάνω διάλογο καθίσταται σαφές ότι η διάσκεψη είχε καταρρεύσει, ότι εξέλιπε η εμπιστοσύνη και ότι οι πλευρές είχαν σκληρύνει τις θέσεις τους. Θα μπορούσε επιπλέον να μιλήσει κάποιος για συζήτηση επιπέδου καφενείου. Ο Γενικός Γραμματέας προσπάθησε απεγνωσμένα να σώσει τη διάσκεψη λέγοντας ότι η κατανόησή του ήταν ότι, σε περίπτωση 100% ικανοποίησης για τους Τουρκοκυπρίους, θα υπήρχε η προθυμία της Τουρκίας να επανεξετάσει τη Συνθήκη Εγγυήσεως και τα δικαιώματα επέμβασης. Ο κ. Τσαβούσογλου είπε ότι η Τουρκία ήταν έτοιμη για περαιτέρω βήματα, με την επιφύλαξη συμφωνίας. Υπενθύμισε ότι στην πρώτη του πρόταση η Συνθήκη Εγγυήσεως και η Συνθήκη Συμμαχίας θα εφαρμόζονταν τηρουμένων των αναλογιών. Τότε είχε προτείνει ότι αυτό θα μπορούσε να επανεξεταστεί -ίσως μετά από 10 έως 15 χρόνια- μόλις ικανοποιούνταν τα αιτήματα των Τουρκοκυπρίων και ετίθετο σε λειτουργία ένας μηχανισμός εφαρμογής. Αναρωτήθηκε δε, πώς θα μπορούσε κανείς να περιμένει από την Τουρκία να παραιτηθεί των δικαιωμάτων της χωρίς να δει την επιτυχή εφαρμογή αυτού του μηχανισμού. Επανέλαβε τέλος ότι η διάσκεψη δεν αφορούσε μόνο την ασφάλεια και τις εγγυήσεις.

 

Ο Κοτζιάς είπε ότι είχε ακούσει ότι το δικαίωμα επέμβασης θα μπορούσε να καταργηθεί αμ

έσως, αλλά τώρα μόλις είχε ακούσει την Τουρκία να επαναλαμβάνει την παλιά θέση μιας αναθεώρησης μετά από 15 χρόνια, οπότε πρέπει να ήταν λανθασμένη η αρχική κατανόηση ότι η Τουρκία είχε αλλάξει τις θέσεις της. Η εκτίμησή του, είπε, ήταν ότι δεν υπήρξε καμία αλλαγή. Δεν μπορούσε, συνεπώς, να προτείνει στον Πρωθυπουργό του να έρθει στο Κραν Μοντανά ή να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη.

 

Ακολούθως πήρε τον λόγο ο Ακιντζί και υπενθύμισε όσα ο ίδιος είχε πει στον Γενικό Γραμματέα νωρίτερα εκείνη την ημέρα: Ότι το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης δεν ήταν βιώσιμο και ότι η βιωσιμότητα ήταν μια μακροπρόθεσμη έννοια. Εάν το τρέχον σύστημα εξασθένιζε, είπε, θα έπρεπε να υπάρχει σαφήνεια για το τι θα εφαρμοζόταν στη θέση του. Πρότεινε ότι θα άξιζε ο Γενικός Γραμματέας να διατυπώσει εκείνο που είχε καταλάβει γραπτώς. Διαφορετικά, αυτό θα μπορούσε να είναι το τέλος.

 

Τότε πήρε τον λόγο ο Αναστασιάδης και υπενθυμίζοντας τη δήλωση του Γενικού Γραμματέα της 4ης Ιουνίου 2017, με την οποία οι ηγέτες είχαν δεσμευτεί για την πραγματοποίηση της διάσκεψης και είπε ότι χωρίς συμφωνία για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις δεν θα μπορούσε να υπάρξει λύση. Είπε ακόμα ότι είχε κατανοήσει ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως και το δικαίωμα επέμβασης θα μπορούσαν να καταργηθούν αμέσως. Τώρα είχε ακούσει ότι η Τουρκία μιλούσε για κατάργηση μετά από 15 χρόνια. Αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσαμε πραγματικά να πούμε ότι υπήρχε λύση, όταν η Τουρκία μιλούσε για αναθεώρηση του δικαιώματος παρέμβασης σε 10-15 χρόνια. Είπε ότι είχε προβεί σε παραχωρήσεις για να διαπιστώσει ποια ανοίγματα θα μπορούσαν να υπάρξουν εκ μέρους της Τουρκίας. Ωστόσο, αμφέβαλλε αν ο Γενικός Γραμματέας θα μπορούσε να παρουσιάσει δήλωση υπό τις τρέχουσες συνθήκες.

 

Τότε παρενέβη ο Γενικός Γραμματέας και είπε ότι «υπήρξε σαφώς παρανόηση» από την πλευρά του. Η εκτίμησή του ήταν ότι «δεν υπήρχε ρεαλιστική πιθανότητα συμφωνίας και ότι ήταν ίσως καλύτερο να κλείσει η διάσκεψη». Ουσιώδη μέρη μιας συμφωνίας, είπε, δεν ήταν δυνατό να συναφθούν και ήταν σαφές ότι «δεν ήταν δυνατή συμφωνία». Με βάση όσα είχε ακούσει από τα μέρη, κατέληξε, «δεν πίστευε ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να συγκαλέσει τους Πρωθυπουργούς».

 

Τα πήραν όλα πίσω

Απαντώντας στην τοποθέτηση του Γενικού Γραμματέα ο κ. Αναστασιάδης είπε ότι οι προτάσεις που είχε υποβάλει ήταν άκυρες. Παίρνοντας τον λόγο ο Ακιντζί είπε ότι το αποτέλεσμα ήταν μια πελώρια απογοήτευση και η αίσθησή του ήταν πως μια συμφωνία ήταν πολύ κοντά. Παρεμβαίνοντας ο Τουρκοκύπριος διαπραγματευτής Οζντίλ Ναμί είπε ότι και οι προτάσεις των Τουρκοκυπρίων, περιλαμβανομένου του χάρτη, δεν ήταν πια στο τραπέζι. Συνεχίζοντας ο Ακιντζί είπε ότι ήταν ήσυχος με τη συνείδησή του, αλλά δεν υπήρχε η ίδια αίσθηση του επείγοντος για την επίλυση του προβλήματος από την άλλη πλευρά. Ο Κοτζιάς είπε ότι θα συνέχιζε την προσπάθεια και επέρριψε την ευθύνη της αποτυχίας στην ελλιπή προετοιμασία της διάσκεψης. Ακολούθως μίλησε η Μογκερίνι, η οποία είπε ότι σε αντίθεση με τις άλλες αντιπροσωπείες, οι προτάσεις της ΕΕ παρέμεναν στο τραπέζι. Ο κ. Τσαβούσογλου σχολίασε ότι μόλις είχε κατανοήσει γιατί το Κυπριακό δεν μπόρεσε να λυθεί για 15 χρόνια (από την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία). Πρόσθεσε ότι η Τουρκία για πρώτη φορά είχε συζητήσει την κατάργηση των εγγυήσεων και συμπέρανε ότι, υπό τις περιστάσεις, οι καλές υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών δεν ήταν πλέον σε θέση να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Τελευταίος μίλησε ο Έσπεν Μπαρθ Άιντε και είπε ότι πριν από μερικές ώρες «τα μέρη είχαν φτάσει πιο κοντά σε μια λύση απ’ ό,τι ίσως μπορούσαν να καταλάβουν».

 

Τα 5 επίπεδα του μηχανισμού παρακολούθησης

Στο πρώτο επίπεδο, η αποστολή των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο θα παρακολουθούσε την εφαρμογή της λύσης επί του εδάφους, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσης των στρατευμάτων και της αποστρατιωτικοποίησης. Η ΕΕ θα παρακολουθούσε την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου σε όλη την Κύπρο. Η αποστολή του ΟΗΕ θα υπέβαλλε εκθέσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών κάθε τρεις μήνες, για όλες τις πτυχές της συμφωνίας.

 

Στο δεύτερο επίπεδο, θα λειτουργούσε η Επιτροπή των Μερών. Θα αποτελείτο από έναν  εκπρόσωπο του ΟΗΕ ο οποίος θα προέδρευε, δύο εκπροσώπους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (έναν Ελληνοκύπριο και έναν Τουρκοκύπριο), έναν εκπρόσωπο από την κάθε συνιστώσα πολιτεία και έναν από κάθε μία από τις υφιστάμενες εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο). Η Επιτροπή αυτή θα ήταν «μη εκτελεστικό όργανο» και θα αξιολογούσε τη συνολική εφαρμογή της λύσης μέσω αναθεώρησης προσχεδίων των εκθέσεων που θα ετοίμαζε η αποστολή του ΟΗΕ. Η Επιτροπή θα παρείχε πληροφορίες για το περιεχόμενο των εκθέσεων, όπου αυτό θα ήταν σκόπιμο, αλλά «χωρίς ρόλο στη σύνταξή τους». Βασικά, ο ρόλος της θα ήταν μια ευκαιρία επεξήγησης για την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε ζητημάτων στην εφαρμογή της λύσης, μέσω της διαβούλευσης, με σκοπό την επίλυση προβλημάτων.

 

Το τρίτο επίπεδο ήταν προαιρετικό και προέβλεπε τη δημιουργία ομάδας επιτροπής από επιφανείς ή αξιόπιστους Κυπρίους και διεθνείς προσωπικότητες. Ο ρόλος της επιτροπής αυτής θα ήταν η παροχή συμβουλών, υποστήριξης και εισηγήσεων. Θα λάμβανε πληροφόρηση από την Επιτροπή των Μερών και θα συμβούλευε τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ή και τα μέρη, σχετικά με την πρόοδο που θα σημειωνόταν στην εφαρμογή.

 

Το τέταρτο επίπεδο ήταν η αμερόληπτη πιστοποίηση της εφαρμογής από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος, με βάση τις εκθέσεις της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών, θα αξιολογούσε προσωπικά κατά πόσο η εφαρμογή της λύσης βρισκόταν σε καλό δρόμο.

Και το πέμπτο και τελικό επίπεδο θα ήταν το Συμβούλιο Ασφαλείας, στο οποίο θα υποβάλλονταν και θα εξετάζονταν οι εκθέσεις εφαρμογής. Η Τουρκία, η Ελλάδα και η Κύπρος θα μπορούσαν να κληθούν να παρευρίσκονται στις συγκεκριμένες συνόδους του Συμβουλίου Ασφαλείας.

 

Συνοπτικά, την ευθύνη παρακολούθησης της εφαρμογής της λύσης θα είχε η δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο και για το ευρωπαϊκό κεκτημένο η ΕΕ. Τα Ηνωμένα Έθνη θα ετοίμαζαν εκθέσεις προς τον Γενικό Γραμματέα. Πριν την υποβολή των εκθέσεων αυτών, η Επιτροπή των Μερών, η οποία δεν θα είχε κανένα εκτελεστικό ρόλο, θα είχε την ευκαιρία να τις αξιολογήσει. Στη συνέχεια, ο Γενικός Γραμματέας θα πιστοποιούσε τι έγινε ή δεν έγινε στη διαδικασία εφαρμογής της λύσης, και τον τελικό λόγο θα είχε το Συμβούλιο Ασφαλείας.

 

Πηγή:

www.polignosi,com

Φώτο Γκάλερι

Image