Διατροφή

Η Διατροφή των Κυπρίων κατά τους Προϊστορικούς Χρόνους

Image

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η Κύπρος παρέμενε ακατοίκητη μέχρι το 7000 π.Χ.

 

Όμως, σε μια βραχοσκεπή στη Θέση Αετόκρεμμος (Αετόκρημνος), που βρίσκεται στο κέντρο της νότιας ακτογραμμής του Ακρωτηρίου των Γάτων αποκαλύφθηκαν σημάδια ανθρώπινης παρουσίας στο νησί αρκετά νωρίτερα, περί το 8500 π.Χ.

 

Tο Desert research Institute του Πανεπιστημίου της Nevada μετά από έρευνα υπέδειξε ότι πρόκειται για την αρχαιότερη μέχρι σήμερα γνωστή αρχαιολογική θέση στο νησί. Έτσι, η πρώτη πληροφορία σχετικά με την ανθρώπινη παρουσία στο νησί αφορά κυνηγετικές δραστηριότητες στην περιοχή αυτή. Συγκεκριμένα, στην περιοχή αυτή έχουν βρεθεί κατάλοιπα από πυγμαίους ιπποπόταμους, μαζί με άλλα ευρήματα, που χρονολογούνται περί το 8500 π.Χ. Πρόκειται για ένα μικρό καταφύγιο κυνηγών μέσα στα βράχια της ακτής. Το νησί ωστόσο δεν είχε ακόμη κατοικηθεί αυτή την περίοδο, αλλά άντρες από άλλες περιοχές το επισκέπτονταν και κυνηγούσαν το μικρό αυτό θηλαστικό για τροφή. Οι ομάδες αυτές των κυνηγών αποτελούν πιθανότατα και τους πρώτους γνωστούς κατοίκους της τροφοσυλλεκτικής κοινωνίας της Κύπρου. Εκτός από οστά πυγμαίων ιπποπόταμων, βρέθηκαν και οστά από ζώα όπως ο πυγμαίος ελέφαντας, διάφορα πτηνά καθώς και μεγάλη ποσότητα εδώδιμων θαλάσσιων οστρέων. Πολλά από τα οστά βρέθηκαν καμένα καθώς επίσης βρέθηκαν και λίθινα εργαλεία και εστίες, ένδειξη ότι στον χώρο αυτό γινόταν σφαγή και επεξεργασία των θηραμάτων

 

Οι πυγμαίοι ιπποπόταμοι και οι πυγμαίοι ελέφαντες που υπήρχαν στο νησί από την Πλειστόκαινη περίοδο εξαφανίστηκαν πριν από τη Νεολιθική εποχή, προφανώς λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την περίοδο αυτή. Τα ζώα αυτά είχαν μικρό μέγεθος, περίπου ίσο με το μέγεθος χοίρου και ο δε ιπποπόταμος ήταν ζώο ξηράς και όχι αμφίβιο, όπως ο σημερινός ιπποπόταμος. Ο ιπποπόταμος της Κύπρου αποτελούσε ξεχωριστό είδος και του δόθηκε η ονομασία Φανούριος (Phanurios minor ή minutus) (Παυλίδης 1991, 12).

 

Νεολιθική Εποχή :Τροφή και διαιτητικές συνήθειες

 Με την έναρξη της Νεολιθικής περιόδου (8200-3500 π.Χ) εμφανίζονται και οι πρώτοι άποικοι στο νησί (7000 π.Χ.)

 Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού φαίνεται να ζούσαν ομαδικά, σε ολιγάριθμες κοινότητες με κύριες 12 ασχολίες τους το κυνήγι, το ψάρεμα, την αλιεία και κάποια υποτυπώδη γεωργία. Οι μικροί οικισμοί ήταν κτισμένοι σε επιλεγμένες θέσεις πάνω σε υψώματα, ώστε να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις για ασφάλεια, ύδρευση και άρδευση (κοντά σε ποταμούς ή πηγές) καθώς επίσης και τις κατάλληλες συνθήκες για καλλιέργειες (εύφορο έδαφος) και εκτροφή ζώων. Προφανώς μάλιστα, συνόρευαν και με δάση (ορεινές περιοχές) στα οποία διεξαγόταν το κυνήγι, τόσο διαφόρων πουλιών όσο και ζώων, ειδικότερα σε περιόδους κακής εσοδείας.

 

 Οι διαθέσιμες πληροφορίες που αφορούν εδώδιμα είδη κατά την προϊστορική περίοδο αλλά και την αρχαιότητα στην Κύπρο αναφέρονται κυρίως στα ζωικά και φυτικά είδη που χρησιμοποιούνταν για τροφή, καθώς και στις τεχνικές εξασφάλισης και κατανάλωσής τους από τον άνθρωπο.

 

Πρακτικές εξασφάλισης και κατανάλωσης τροφής:

Η οικονομία των νεολιθικών οικισμών ήταν κυρίως γεωργοκτηνοτροφική και συμπληρωνόταν με την αλιεία αλλά και με το κυνήγι ελαφιών και άλλων ειδών άγριας πανίδας. Η εύρεση πολλών εργαλείων και αντικειμένων στον νεολιθικό οικισμό της Χοιροκοιτίας φανερώνει και τις πιθανές ασχολίες των κατοίκων του οικισμού αυτού. Δρεπάνια από πυριτόλιθο, τριπτήρες, χειρόμυλοι, γουδιά, κόπανοι και άλλα αποδεικνύουν γεωργικές ασχολίες. Ενώ, αιχμές βελών από πυριτόλιθο, λεπίδες μαχαιριών, μέσα αλίευσης και θαλάσσια όστρεα, αποδεικνύουν ότι οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνταν με το κυνήγι και το ψάρεμα. Βασική ασχολία του προϊστορικού Κύπριου αποτελούσε η εκτροφή χοίρων, αιγών και προβάτων. Τα είδη αυτά εισήχθησαν στο νησί ως εξημερωμένα από κοντινές στεριές. Με την εκτροφή ζώων οι προϊστορικοί αυτοί κάτοικοι εξασφάλιζαν κρέας, δέρμα και μαλλί. Τα ελάφια επίσης εισήχθησαν την περίοδο αυτή, αλλά φαίνεται να διαβίωναν ελεύθερα και η εξασφάλιση τους γινόταν με το κυνήγι. Για τα ελάφια υπάρχουν μεταγενέστερες μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων ότι έφθασαν στο νησί κολυμπώντας (‘Ηδύλος ο Σάμιος, κατά Στράβωνα, Αιλιανός, Περί Ζώων ‘Ιδιότητος, 5,56, Πλίνιος, Naturalis Historia, 8.114)

 Ωστόσο από οικισμό σε οικισμό, παρατηρούνται και μερικές διαφοροποιήσεις σχετικά με τις ασχολίες των κατοίκων και συνεπώς με τα τρόφιμα που περιλάμβανε το διαιτολόγιο τους.

 Στους οικισμούς του Αποστόλου Ανδρέα-Κάστρος και στην Πέτρα του Λιμνίτη, οι κάτοικοι ασχολούνταν περισσότερο με την αλιεία λόγω της εγγύτητας των θέσεων αυτών στη θάλασσα, γεγονός που ίσως συνεπάγεται και με μεγαλύτερη και συχνότερη κατανάλωση ψαριών. Επιπρόσθετα, οι κάτοικοι του αρχαιότερου νεολιθικού οικισμού της Κύπρου, της θέσης Σιυλλουρόκαμπος στο χωριό Παρεκκλησιά - που βρίσκεται 5 χιλιοστόμετρα από τις ακτές της αρχαίας Αμαθούντας - στο διαιτολόγιο τους συμπεριλάμβαναν σημαντικό ποσοστό ειδών αλιείας, με κύρια προτίμηση στη σφυρίδα. Αντίθετα, για τους κατοίκους του οικισμού της Βρύσης, η αλιεία δε φαίνεται να αποτελούσε συστηματική ασχολία αλλά ούτε και τα ψάρια σημαντική τροφή. Σχετικά με τη γεωργία, οι απανθρακωμένοι σπόροι που βρέθηκαν είναι ενδεικτικοί ενός τύπου οικονομίας που χαρακτηρίζεται από καλλιεργημένα φυτά και από εκμετάλλευση δέντρων με καρπούς. Βασικά είδη καλλιεργειών ήταν τα δημητριακά (σιτάρι των ποικιλιών Triticum monococcum και Triticum dicoccum, αλλά και κριθάρι), η φακή, τα μπιζέλια και τα ρεβίθια. Η καλλιέργεια αυτών των ειδών τεκμηριώνεται από απανθρακωμένα δείγματα τους που βρέθηκαν στις ανασκαφές, όπως επίσης τεκμηριώνεται και ύπαρξη της ελιάς, ενώ φαίνεται πως ήταν και ήδη γνωστή η παραγωγή λαδιού. Δεν είναι όμως, απόλυτα βέβαιο από που εισήχθησαν στην Κύπρο αυτά τα διάφορα είδη καλλιεργειών. Είναι πιθανόν να εισήχθησαν από γειτονικές χώρες, όπως η Μικρά Ασία και η Συροπαλαιστίνη ή από μακρύτερες περιοχές όπως η Θεσσαλία στην Ελλάδα. Ωστόσο, είναι πιθανό κάποια είδη όπως τα αμπέλια, να υφίσταντο από την αρχή στο νησί, στην άγρια τους μορφή. Ειδικά για τα αμπέλια, φαίνεται από απανθρακωμένους σπόρους ότι την εποχή αυτή αλλά και αργότερα, υπήρχαν και τα δύο είδη, τόσο τα αυτοφυή άγρια φυτά (Vitis vinifera ssp. sylvestris) όσο και τα καλλιεργούμενα. Τα δέντρα των οικισμών είναι καθαρά μεσογειακά, όπως η ελιά, η συκιά και η άγρια φιστικιά (Pistacia sp.), ενώ οι καρποί τους καταναλώνονταν στην αυτοφυή τους μορφή. Εκτός από την αυτοφυή τους μορφή, τα φρούτα φαίνεται να καταναλώνονταν και αποξηραμένα, αφού η πρακτική της αποξήρανσης ήταν γνωστή και στους προϊστορικούς Κύπριους. Η πρακτική αυτή είχε σκοπό τη διατήρηση των φρούτων σε εποχές στις οποίες δεν ήταν διαθέσιμα τα φρέσκα, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Συγκεκριμένα, η αποξήρανση των σταφυλιών και η μετατροπή τους σε σταφίδες, ήταν μια ήδη γνωστή μέθοδος επεξεργασίας των σταφυλιών από τη Νεολιθική εποχή. Με τη γεωργία σε μεγάλο βαθμό ασχολούνταν οι κάτοικοι του 14 οικισμού της Βρύσης (Θέση Άγιος Επίκτητος-Βρύση). Υπάρχουν ενδείξεις από φυτείες, από αγριόχορτα, από συκιές και ελιές (άγριες ή εξημερωμένες) και από αγριοστάφυλα και ποικιλίες φιστικιού. Μάλιστα τουλάχιστον μέχρι τον 4ο αι. π.Χ., δε φαίνεται να υπήρξε μεγάλη αλλαγή στα κύρια φυτά διατροφής. Στη Βρύση επίσης, βρέθηκε μια ποικιλία από μέσα πολτοποίησης των φυτικών τροφών. Συγκεκριμένα, η παρουσία θραυσμένων κουκουτσιών από σταφύλια οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η καλλιέργεια άγριων αμπελιών ίσως γινόταν και για την παρασκευή κρασιού (Τσαλίκη 2002, 93-94). Στις ανασκαφές επίσης, βρέθηκαν και κατασκευές που φαίνεται να χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία των δημητριακών. Σε κάποιο κτίριο του οικισμού της Χοιροκοιτίας βρέθηκε μια υπερυψωμένη κατασκευή με δυο επίπεδες πλάκες, που πιθανώς πρόκειται για περιοχή διαλογής των σπόρων από τα λέπυρα. Επίσης, οι ανασκαφείς αναγνώρισαν και μια «εγκατάσταση αλέσματος»

 

Βασικά είδη διατροφής και διαιτητικές συνήθειες

Από απανθρακωμένους σπόρους που βρέθηκαν σε προϊστορικές θέσεις γνωρίζουμε ότι καταναλώνονταν φυτικά είδη σε αξιοσημείωτη ποικιλία. Τεκμηριωμένη είναι η χρήση των μονόκοκκου σιταριού (Triticum monococum), δίκοκκου σιταριού (Triticum dicoccum), κριθαριoύ, σίκαλης, φακής, αρακά/ φάβας (Vicia sp.), ρεβιθιών, μολόχας, σύκων, σταφυλιών, ελιών, μούρων, χαρουπιών, φιστικιών (από άγριες φιστικιές, Pistacia sp.) και κάππαρης (Capparis spinosa). Από αυτά, τo σιτάρι, το κριθάρι και οι φακές καλλιεργούνταν ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Η ελιά , η κάππαρη καθώς και κάποια φρούτα, όπως σταφύλια, μούρα, σύκα, χαρούπια, χουρμάδες (φοινίκια) καθώς και ξηροί καρποί, όπως αμύγδαλα και φιστίκια συλλέγονταν στην αυτοφυή μορφή τους. Επίσης, βρέθηκε λιναρόσπορος στα βοτανολογικά κατάλοιπα στη θέση Απόστολος Ανδρέας-Κάστρος, άγνωστο όμως αν πρόκειται για το εξημερωμένο ή το άγριο είδος (Linum bienne Linum ή usitatissimum). Οι ενδείξεις που υπάρχουν για την καλλιέργεια λιναρόσπορου στην Ανατολή χρονολογούνται πριν από το 6000 π.Χ.. Τα δημητριακά, τα φρούτα και τα όσπρια παρείχαν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας στους κατοίκους του νησιού κατά την πρώιμη και ύστερη προϊστορική περίοδο.

 

Οι προϊστορικοί Κύπριοι φαίνεται να κατανάλωναν συστηματικά κρέας από αιγοπρόβατα και χοίρους. Επίσης, κατανάλωναν κρέας από το κυνήγι ελαφιών, αγριόχοιρων και αγρινών (Ovis orientalis). Το αγρινό είναι ένα είδος άγριου προβάτου που ανήκει στην οικογένεια Caprinae, και θηρευόταν για το κρέας του ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Τα αγριογούρουνα αφθονούσαν στο νησί από τα προϊστορικά χρόνια και θηρεύονταν επίσης για το εξαιρετικό κρέας τους. Ένα άλλο θήραμα κυνηγιού στο κοντινό δάσος ήταν το ζαρκάδι (δορκάδα, roe deer). Τα είδη ελάφι (δάμα, dama mesopotamica), πρόβατο, αίγα και χοίρος αποτελούσαν και την κύρια πηγή κρέατος. Μάλιστα, τα περισσότερα οστά ζώων που βρέθηκαν στον οικισμό της Χοιροκοιτίας ήταν θραυσμένα, πιθανώς για την εξαγωγή του μυελού. Τα αιγοειδή πρόσφεραν και δευτερογενή προϊόντα: γάλα, μαλλί και κρέας. Μερικά κατάλοιπα πουλιών μαρτυρούν την παρουσία της κουρούνας και της φάσας, των οποίων η εκμετάλλευση γινόταν με το κυνήγι. Η φάσα είναι το αγριοπερίστερο και είναι πιο μεγάλο από το περιστέρι, ενώ η οικολογική του φωλιά είναι τα δασώδη μέρη. Τα είδη ψαριών που φαίνεται να κατανάλωναν οι κάτοικοι του οικισμού της Χοιροκοιτίας είναι ο ροφός (Epinephelus sp.), το λαβράκι, η τσιπούρα (Σπάρος ο χρυσόχρους, Sparus aurata) και ο κεφαλός (Mugil sp.). Τα είδη αυτά ανήκουν σε ψάρια μεγαλύτερου μεγέθους που απαντούν σε ακτές με βραχώδη βυθό και για την αλίευση των ψαριών αυτών απαιτούνται ειδικευμένες τεχνικές, όπως δίχτυα ή πετονιές με γερά αγκίστρια. Στον οικισμό όμως δεν βρέθηκαν τα ανάλογα εργαλεία, καθώς και ψάρια μικρότερου μεγέθους, γεγονός που υποδηλώνει ότι ίσως τα μέσα αλίευσης αφήνονταν μονίμως στην ακτή και τα μικρότερα ψάρια πιθανόν να μη μεταφέρονταν στον οικισμό, αφού πρέπει να γινόταν κάποια διαλογή στην ακτή. Στη θέση Απόστολος Ανδρέας-Κάστρος βρέθηκε μεγαλύτερη ποικιλία οστών ψαριών, αφού εκτός από τα είδη που προαναφέρθηκαν, αποκομίσθηκαν και τα είδη: Epinephelus guaza (Επινέφελος ο γκάζα), Diplodus sargus (Διπλόδους ο σαργός) και Diplodus annularis (Σπάρος ο δακτυλιωτός, κν. Σαργός). Στο διαιτολόγιο των προϊστορικών Κυπρίων είχαν θέση και τα διάφορα εδώδιμα όστρεα, που περιλαμβάνουν θαλάσσια και χερσαία είδη. Τα περισσότερα όστρεα που βρέθηκαν – είδη: πεταλίδα, στρείδι, τροχός, πορφύρα, κάρδιο, τρίτων, καβούρια και χερσαίο σαλιγκάρι - αποτελούν τροφικά κατάλοιπα και τα περισσότερα βρέθηκαν μαζί με οστά ζώων. Συγκεκριμένα, η μεγάλη 16 ποσότητα των ειδών, τροχός (Monodonta turbinatus Born) και πορφύρα (Murex trunculus L.) στον οικισμό της Χοιροκοιτίας, καθώς και η κατάσταση τους, φανερώνουν ότι μάλλον αποτελούσαν τροφή. Επίσης, κατανάλωναν και χερσαία σαλιγκάρια, είδος που φαίνεται να ήταν άφθονο και αρκετά εύκολο στη συλλογή. Τα είδη Rumina decollate Lin και Helix cincta Mull, είναι τα κοινά σαλιγκάρια στην Κύπρο και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο

 

 

Πηγές:

  1. Βαρβάρα Γιάγκου: Διατροφικές και γευματικές συνήθειες των Κυπρίων από την προϊστορική μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
  2. Αθήναιος. Δειπνοσοφισταί 2.52c. Στο: Gulick CB, μτφ.
  3. Athenaeus-The Deipnosophists, Loeb Classical Library, Cambridge: Harvard University Press, 1969;1: 228-229
  4. Αθήναιος. Δειπνοσοφισταί 3.84. Στο: Gulick CB, μτφ. Athenaeus-The Deipnosophists, Loeb Classical Library, Cambridge: Harvard University Press, 1969;1:362-363
  5. Αθήναιος. Δειπνοσοφισταί 14.649a. Στο: Gulick CB, μτφ. Athenaeus-The Deipnosophists, Loeb Classical Library, Cambridge: Harvard University Press, 1980;6:506-507
  6. Αποστολίδου-Ορφανίδου Ε. Το παστέλλιν της Ανώγυρας. Λαογραφική Κύπρος 1991;21(41):95-99.
  7. Άππιος (Γεωργίου) Β. Αναμνήσεις από την κατεχόμενη Ζώδια. Λευκωσία: 1999.
  8. Aristidou ECh. Venetian Rule in Cyprus (1474-1570).
  9. Αρχιμανδρίτης Κυπριανός Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου. Βενετία: 1978 1η εκδ. Λευκωσία: Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, 2001. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα: http://www.byzantinemuseum.gr Γεωργιάδου ΚΑ.
  10. Το αγροτικό σπίτι της περιοχής Κυρηνείας Κύπρου. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1953;15:110-146.
  11. Γιασεμίδου-Κάτζη Μ. Αμπελουργικό Μουσείο Κοιλανίου. Λαογραφική Κύπρος 2003;33(53):32- 47. 123
  12. Clarke J, Croft P, McCartney C. The 1940s excavations at Kalavasos-Kokkinogia and KalavasosPampoules. Nicosia, Report of the Department of Antiquities Cyprus, Department of Antiquities, Imprinta Press, 2007.
  13. Εκδόσεις «Ριζοκάρπασον». Ριζοκαρπασίτικες συνταγές. Ανάκτηση από: http://www.rizokarpason.com/sintages1.htm, 2010.
  14. Ερωτόκριτου Ι. Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτόκριτου, Υλικά διά την σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου. Κυπρή ΘΔ, εκδ. (μέρος Γ΄). Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1989;14.
  15. Gass T, Ambrose M, Le Guen J, Hadjichristodoulou A, Blixt S. Report of a Working Group on Grain Legumes. European Cooperative Programme for Crop Genetic Resources Networks (ECP/GR) (First Meeting 14-16 July 1995), 1996:32-38.
  16. Hadjichambis ACH, Paraskeva-Hadjichambi D, Della A, Giusti ME, De Pasquale C, Lenzarini C, Censorii E, Gonzales-Tejero MR, Sanchez-Rojas CP, Ramiro-Gutierrez JM, Skoula M, Johnson C, Sarpaki A, Hmamouchi M, Jorhi S, El-Demerdash M, El-Zayat M, Pieroni A. Wild and semi-domesticated food plant consumption in seven circum-Mediterranean areas, International Journal of Food Sciences and Nutrition 2008;59(5):383-414.
  17. Hadjisavvas S. Olive Oil Production and Divine Protection. In: Astrom P, ed. Acta Cypria: Acts of the International Congress on Cypriote Archaeology held in Goteborg on 22-24 August 1991, part 3. Jonsered: Paul Astroms Forlag, 1992:233-248.
  18. Hadjisavvas S. The Economy of the Olive. In: Karageorghis V, Michaelides D, eds. The Development of the Cypriot Economy - from the Prehistoric Period to the Present Day. Nicosia: University of Cyprus, 1996:127-137
  19. Harrison SG. Kolokasi or Taro. JSTOR: Kew Bulletin 1954;9(2):277-278.
  20. Θεοδώρου Μ. Σκυλλούρα: ταξίδι μνήμης και αγάπης. Λευκωσία: 2009. 124
  21. Ιωνάς Ι. Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2001;37.
  22. Kaltzev ML. The Kyrenia Ship. In: Bass GF, ed. A History of Seafaring based on underwater archaeology. London: Thames and Hudson, 1972.
  23. Karageorgis V. Aspects of Everyday Life in Ancient Cyprus. Nicosia: Leventis Foundation, 2006. Καράλη-Γιαννακοπούλου Λ. Παλαιοπεριβαλλοντικό υλικό από τη Νεολιθική Θέση ΚάντουΚουφόβουνος. Λευκωσία: Πρακτικά του Τρίτου Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου (Λευκωσία, 16- 20 Απριλίου 1996), Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, 2000;1:239-243.
  24. Κάτζη Μ. Οι τροφές που μας έδινε η φύση. Λαογραφική Κύπρος 2000;30(50):104-110.
  25. Κιτρομηλίδου Μ. Η Αναρίτα Κύπρου και η παραδοσιακή ζωή της. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1990;35:355-362.
  26. Knapp AB, Held SO, Manning SW. The Prehistory of Cyprus: Problems and Prospects. Journal of World 1994;8(4):377-453.
  27. Κοινοτικό Συμβούλιο Ανώγυρας. Παστέλι. Ανάκτηση από: http://www.anogyra.org/pasteli.shtm
  28. Kondoleon C. Domestic and Divine. Roman Mosaics in the House of Dionysos. Ithaca: Cornell University Press, 1995. Κυπριακό Εμπορικό Βιομηχανικό Επιμελητήριο (ΚΕΒΕ)/ Cyprus Chamber of Commerce and Industry (CCCI), Cyprus Foods and Drinks: http://www.cyprusfoodndrinks.com
  29. Κυπριανού Θ Χρ. Το σιτάρι. Λαογραφική Κύπρος 2003;33(53):64-69.
  30. Κυπριανού ΠΧρ. Η καλλιέργεια, η συλλογή και η κατεργασία βαμβακιού και σησαμιού. Λαογραφική Κύπρος 1989;19(39):10-109. 125
  31. Κυπριανού Χρ Σ. Τροφαί το χωριού Τσακκίστρα της Κύπρου. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1974;29(29):295-310.
  32. Λεοντίου Ν, επιμ. Άσσια, Ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής. Λευκωσία: Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια», 1983.
  33. Mariti G. Travels in the Island of Cyprus. London: Translated from the Italian [Lucca 1769] by C.D. Cobham, 1971 (First published 1869).
  34. Michaelides D. Cypriot Mosaics. Nicosia: Cyprus Department of Antiquities, 1992.
  35. Μιχαηλίδης Δ., Dazewski WA. Οδηγός Ψηφιδωτών Πάφου. Λευκωσία: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, 1989.
  36. Μιχαηλίδου ΑΜ. Το παλιό Βαρώσι: Εικόνες μιας εποχής. Λευκωσία: 1970 (3η έκδ. 2002).
  37. Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους Χ. Περιστερωνοπηγή, Από την αρχαιότητα μέχρι το 1974. Λευκωσία: Προσφυγικό Σωματείο «Ένωση Περιστερωνοπηγιωτών», 1998.
  38. Moryson F. An itinerary containing his ten yeeres travel through the twelve dominions of Germany, Bohmerland, Sweitzerland, Netherland, Denmark, Poland, Italy, Turky, France, England, Scotland and Ireland. 1907 Nicolaou-Konnari A, Schabel C. Cyprus: Society and Culture 1191-1374. Netherlands: Martinus Nijhoff Publishers and VSP, 2005.
  39. Ξιούτας Π. Κυπριακή Λαογραφία των Ζώων. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2001;38.
  40. Ohnefalsch-Richter M. Ελληνικά Ήθη και Έθιμα στην Κύπρο. Μαραγκού Α, μτφρ. Λευκωσία: Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας, ca. 1900 (1994). 126
  41. Πανάρετος Α. Τα μανιτάρια και οι καραόλοι του τόπου μας. Λαογραφική Κύπρος 1972;2(4):35-55.
  42. Παπαδόπουλος ΑΓ. Κομμανδαρία, το πατροπαράδοτο κρασί της Κύπρου. Λαογραφική Κύπρος 1976;6(17):65-71.
  43. Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη από τη Μεσαιωνική Κύπρο. Λευκωσία: Λιθογραφία Ζαβαλλή Λτδ, 1999.
  44. Παπαχαραλάμπους ΓΧ. Από την κοινωνική ζωήν ευτυχών ημερών της Κύπρου. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1975;30(30):302-313.
  45. Πετάση Γ. Η κωμόπολη της Κυθρέας. Λευκωσία: Τυπογραφείο Στέλιου Λειβαδιώτη, 1992.
  46. Πέτσα Χρ. Εποχιακές καλλιέργειες στην περιοχή Κυθρέας. Ελεύθερη Κυθρέα (Εκφραστικό Όργανο του Σωματείου Ελεύθερη Κυθρέα) Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1982;5(15):177-199.
  47. Προκοπίου, Ε. Οι σημαντικότερες προϊστορικές θέσεις της επαρχίας Λεμεσού. Στο: Παυλίδου Ρ, επιμ. Λεμεσός: Ταξίδι στους χρόνους μιας πόλης. Έκδοση Δήμου Λεμεσού, 2006.
  48. Σολομίδου-Ιερωνυμίδου Μ. Η παραγωγή της ζάχαρης στη μεσαιωνική Κύπρο. Λευκωσία: Βυζαντινή Μεσαιωνική Κύπρος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1997.
  49. Σολομίδου-Ιερωνυμίδου Μ. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στους μεσαιωνικούς ζαχαρόμυλους Επισκοπής-Σεράγια και Κολοσσίου. Λευκωσία: Πρακτικά του τρίτου Κυπρολογικού Συνεδρίου 2001;2:1-11.
  50. Σοφοκλέους Γ. Παράθυρο στη Κύπρο μας. Λευκωσία: Λαογραφική – Πολιτιστική Ανθολογία 2004;2.
  51. Stewart B. My experiences of Cyprus; being an Account of the People, Mediaeval Cities and Castles, Antiquities and History of the Island of Cyprus: to which is Added a Chapter on the Present Economic and Political Problems which Affect the Island as a Dependency of the British Empire. London: Routledge, 1908. 127
  52. Tsaliki A. Περιβαλλοντικά Κατάλοιπα και Ταφές από τη Νεολιθική και Χαλκολιθική Κύπρο [Environmental Remains and Burials from Neolithic and Chalcolithic Cyprus (in Greek with English abstract)]. Ancient Cyprus Web Project. Ανάκτηση από: http://www.ancientcyprus.ac.uk/papers/Tsaliki1/page1.html, 2000.
  53. Τσαλίκη Α. Η πανίδα και η χλωρίδα στην προϊστορική Κύπρο. Αρχαιολογία και Τέχνες 2002; 83:91-96.
  54. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Κυπριακά παραδοσιακά παρασκευάσματα. Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2006.
  55. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Όσπρια και μεσογειακή δίαιτα. Λευκωσία, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2008.
  56. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Παραδοσιακά προϊόντα από χυμό σταφυλιού (Ππαλουζές, Κκιοφτέρι, Έψημα, Γρούτα και Σουτζιούκκος). Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2009.
  57. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Παραδοσιακά Γλυκά Κουταλιού και Μαρμελάδες. Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2009.
  58. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Τα παραδοσιακά αλλαντικά της Κύπρου. Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2009.
  59. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Γαστρονομικός χάρτης της Κύπρου. Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2010.
  60. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Αγρότης Απρίλιος-Ιούνιος 2011;67(451). 128
  61. Φαρμακίδης ΞΠ. Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Υλικά διά την σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου. Κυπρή ΘΔ, εκδ. (μέρος Β΄). Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1983 (2 η έκδ. 2003).
  62. Χατζηιωάννου ΚΠ. Γεωργικά και ποιμενικά της Κύπρου. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1934;11(1-2):67-111.
  63. Χατζηιωάννου, Κ. (1975) Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς πηγάς. Λευκωσία: Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, 1975;2.
  64. Χατζηιωάννου Κ. H Μεσαιωνική Κύπρος: Θεσμοί-Ποίηση-Διάλεκτος-Λαογραφία. Λευκωσία: Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, 2003.
  65. Χατζηιωνάς Σ. Το φαγητό στην Άλωνα. Λαογραφική Κύπρος 1970;1(1):118-121.
  66. Χατζηκώστας Λ. Τα κουκιά στη δίαιτα και την παράδοση του λαού μας. Λαογραφική Κύπρος 1986;16(36):103-107.
  67. Χατζηκώστας Λ. Η χαρουπιά στο χωριό μου την εποχή του μεσοπολέμου. Λαογραφική Κύπρος 1994;24(44):105-114.
  68. Χατζηκώστας Λ. Η ελιά στο χωριό μου την εποχή του μεσοπολέμου. Λαογραφική Κύπρος 1995;25(45):149-154.
  69. Χατζηκωστή Μ. Γεροσκήπου, Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Λευκωσία: Δήμος Γεροσκήπου, 2008.
  70. Χατζησάββας Σ. Ο Πολιτισμός της Ελιάς στην Κύπρο. Στο: Ο Πολιτισμός της Ελιάς στην Κρήτη. Ανάκτηση από: http://www.polelia.gr/cyprus2, χ.χ

 

 

 

Φώτο Γκάλερι

Image