Διατροφή

Η Διατροφή των Κυπρίων από τη Γεωμετρική έως τη Ρωμαϊκή Εποχή

Image

Η Κύπρος ήταν αυτάρκης σε δημητριακά  και από τα προϊστορικά χρόνια καλλιεργούσαν σιτάρι και άλλα δημητριακά. Ο Στράβωνας (1ος αι.π.Χ.) επισημαίνει τρία βασικά προϊόντα του νησιού, στα οποία φυσικά συγκαταλέγονται και τα σιτηρά. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η Κύπρος δεν ήταν υποδεέστερη σε σχέση με κανένα άλλο νησί στην ευφορία, αφού παρήγαγε εξαιρετικό ελαιόλαδο και εξαιρετικό κρασί, καθώς και επαρκή ποσότητα σιτηρών για επιτόπια χρήση και κατανάλωση. Η πρωταρχική χρήση των δημητριακών ήταν στην παρασκευή ψωμιού και ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο έχουμε πληροφορίες για τα διάφορα στάδια παρασκευής ψωμιού από κάποια είδη δημητριακών. Το κυπριακό ψωμί, το οποίο φτιαχνόταν από ακοσκίνιστο σιτάρι (αλεύρι από σιτάρι) ήταν πολύ ξακουστό στην αρχαιότητα. Ψωμί επίσης, παρασκευαζόταν και από κριθάρι, ειδικότερα σε περιόδους έλλειψης ή μειωμένης παραγωγής σιταριού.

 

Λαχανικά

Τα λαχανικά επίσης καταναλώνονταν από τους αρχαίους Κυπρίους. Τεκμηριωμένη είναι η χρήση και η κατανάλωση των κρεμμυδιών, του σκόρδου, του μαρουλιού, των αγκινάρων και της κάππαρης. Οι αγκινάρες απεικονίζονται επίσης ανάμεσα σε άλλα λαχανικά στο ψηφιδωτό των 23 «Τεσσάρων Εποχών» στην «Οικία του Διόνυσου» στη Νέα Πάφο που χρονολογείται στο 2ο -3 ο αιώνα, και αποτελούν την προσωποποίηση της άνοιξης.

 

Τα κυπριακά κρεμμύδια φαίνεται να ήταν φημισμένα κατά την αρχαιότητα -αναφορές για τα οποία γίνονταν συχνά -, ωστόσο δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο καταναλώνονταν. O Λουκιανός αναφέρεται στα κυπριακά κρεμμύδια το 2ο αι. στο έργο «Εταιρικοί Διάλογοι». Στο πρώτο απόσπασμα αναφέρονται τα κρεμμύδια ως κυπριακό προϊόν μαζί με τις πέρκες και τις σαπέρδες, ενώ στο δεύτερο τα κρεμμύδια και τα τυριά της Κύπρου παρουσιάζονται ως ιδανικό δώρο, που θα αφήσει ικανοποιημένο τον παραλήπτη του: α) «Σου έφερα όταν καταπλεύσαμε από το Βόσπορο, κρεμμύδια από την Κύπρο και πέντε σαπέρδες και τέσσερις πέρκες», β) «Ω, τι ευτυχισμένη αυτή που θα σ' έχει εσένα Δωρίων, γιατί θα της φέρνεις κρεμμύδια και τυριά από την Κύπρο, όταν θα καταφθάνεις με πλοίο από το Γύθειο» (Λουκιανός, Εταιρικοί Διάλογοι 14.320 & 14.322, Μετάφραση στο: Χατζηιωάννου 1975, 383 & 371; Michaelides 1998, 23).

 

Εκτός από το κρεμμύδι, οι Κύπριοι κατανάλωναν και ένα είδος σκόρδου, το «Κύπριον» ή αντισκόροδον. Οι γραπτές πηγές (4ος -3 ος αι. π.Χ., 1ος αι.) αποκαλύπτουν στοιχεία τα οποία συνδέονται με την προετοιμασία του προϊόντος για κατανάλωση, το οποίο δεν τρωγόταν ψημένο, δεν καταναλωνόταν μόνο του αλλά αναμεμιγμένο με άλλα υλικά, ενώ για να αποκτήσει όγκο και αφρώδη μορφή επιβαλλόταν η ανάμειξη του με λάδι και ξύδι (Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίαι 7.4.11 & Πλίνιος, Φυσική Ιστορία 19.112 στο Michaelides 1998, 31).

 

Σύμφωνα με τον Θεόφραστο (4ος -3 ος αι. π.Χ.) με αντισκόροδον παρασκεύαζαν τους «μυττωτούς», ένα είδος πολτού ή σαλάτας, για την παρασκευή του οποίου αναμείγνυαν τυρί, μέλι, αντισκόροδον και άλλα υλικά (Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίαι 7.4.11, Μετάφραση στο: Χατζηιωάννου 1975, 369).

 

Oι Κύπριοι κατανάλωναν και μαρούλι, το οποίο ονόμαζαν «βρένθις». Στο κυπριακό μαρούλι αναφέρεται ο Columella (1ος αι.) στο έργο του «On agriculture» και το περιγράφει ως ασπροκόκκινο με λεία φύλλα (Collumella, On agriculture 11.27 στο Michaelides 1998, 31).

 

Η κάππαρη, ή αλλιώς καππαρκά όπως λεγόταν μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες στο νησί, ήταν από την αρχαιότητα ή ακόμα από τα προϊστορικά χρόνια ένα από τα πιο ελκυστικά φυτά που μεγάλωναν στο νησί, ενώ οι καρποί και τα φύλλα της αποτελούσαν ανέκαθεν βασικά αλλά και ιδιαίτερα αγαπητά είδη διατροφής για τους Κυπρίους. Εκτεταμένη αναφορά στην κάππαρη, τη θρεπτική της αξία και τον τρόπο επεξεργασίας της ώστε να καταστεί βρώσιμη, κάνει ο Γαληνός - ιατρός του 2ου αι. - στο έργο του «Περί τροφών δυνάμεως» (Γαληνός, «Περί Τροφών Δυνάμεως» 2.34, Μετάφραση: Χατζηιωάννου 1975, 358-359; Michaelides 1998, 32).

 

Σύμφωνα με τον Γαληνό ο καρπός της κάππαρης χρησιμοποιόταν περισσότερο ως φάρμακο παρά ως τροφή, ενώ η θρεπτική 24 της αξία ήταν μικρή εξαιτίας της αναγκαίας διατήρησής της σε αλάτι. Έτσι, θεωρείτο ελάχιστα θρεπτική σα φαγητό αλλά εξαιρετική σαν προσφάγι και φάρμακο, αφού άνοιγε την όρεξη και ήταν ιδανική για την κάθαρση του οργανισμού από τα γαστρικά υγρά και τις εμφράξεις στην σπλήνα και στο συκώτι. Στο ίδιο χωρίο ο Γαληνός αναφέρει ότι η κάππαρη «εν Κύπρω πλείστη φυόμενη», φυτρώνει δηλαδή αρκετή στην Κύπρο, γεγονός που ίσως συνεπάγεται και με αυξημένη κατανάλωση της από τους τότε κατοίκους του νησιού. Εκτός από τους καρπούς του φυτού καταναλώνονταν και οι τρυφερές άκρες (φύλλα) του (κυπρ: καππάριν), οι οποίες για να διατηρηθούν τοποθετούνταν σε αλατόνερο ή ξύδι.

 

Η διατήρηση των τρυφερών βλαστών της τρεμιθιάς (τερέβινθος, Pistacia terebinthus) σε αλατόνερο ή ξύδι ήταν επίσης μια αντίστοιχη πρακτική. Ένα φυτό το οποίο χρησιμοποιόταν για την παραγωγή μουστάρδας ήταν ή λαψάνα/ σινάπι (είδος Sinapis Alba) και οι Κύπριοι φαίνεται να είχαν ανακαλύψει από την αρχαιότητα ότι ο σπόρος του λουλουδιού αυτού, επεξεργασμένος θα μπορούσε να καταναλωθεί 

 

Φρούτα, άλλοι καρποί και μέλι

Τα φρούτα και οι ξηροί καρποί κατείχαν πολύ σημαντική θέση στο διαιτολόγιο των Κυπρίων τόσο κατά τα προϊστορικά χρόνια, όσο και κατά την αρχαιότητα. Οι Κύπριοι φαίνεται να κατανάλωναν μια αξιοσημείωτη ποικιλία φρούτων και καρπών όπως χαρούπια, φοινίκια, σύκα, ρόδια, σταφύλια, ελιές και αμύγδαλα.

 

Η χαρουπιά (Ceratonia siliqua), αποτελεί ένα ενδημικό είδος στο νησί από τα προϊστορικά χρόνια, ενώ μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην οικονομία του νησιού (Michaelides 1998, 32). Άλλωστε, είναι γνωστό ότι τα χαρούπια τους μετέπειτα αιώνες χαρακτηριστήκαν και ως ο «μαύρος χρυσός» της Κύπρου. Εκτός από τα χαρούπια, η Κύπρος παρήγαγε και φοινίκια από την αρχαιότητα. Για τα είδη φοινικιών που υπήρχαν στο νησί αλλά και για τους καρπούς τους μας πληροφορεί ο Θεόφραστος (4ος -3 ος αι. π.Χ.), στο έργο «Περί φυτών ιστορίας». Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι στην Κύπρο υπάρχει ένα ιδιαίτερο είδος φοίνικα του οποίου ο καρπός δεν ωριμάζει, αλλά και όταν είναι άγουρος μπορεί να καταναλωθεί και είναι γλυκός και εύγευστος, με ιδιάζουσα γεύση και ότι υπάρχει επίσης και ένα δεύτερο είδος, το οποίο διαφέρει ως προς τον καρπό αλλά και ως προς τον χαρακτήρα του δέντρου, το οποίο παραμένει σε χαμηλό ύψος αλλά καρποφορεί περισσότερο. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο στην Κύπρο υπήρχε και ένα τρίτο είδος φοίνικα με πλατύτερα φύλλα και μεγαλύτερο καρπό (μέγεθος ροδιού) με περίεργο επίμηκες σχήμα, αλλά όπως αναφέρει οι 25 καρποί αυτοί δεν είναι ζουμεροί όπως τα άλλα είδη, έτσι τους μασάνε και μετά τους φτύνουν (Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 2.6.7-8 στο Michaelides 1998, 33).

 

Η συκομουριά (Ficus sycomorus) ήταν ένα ενδημικό δέντρο στο νησί από τα προϊστορικά χρόνια. Εκτός από τα φρέσκα σύκα, πολύ γνωστά ήταν και τα ξηρά. Σύμφωνα με τον Διοσκουρίδη, από τα ξηρά σύκα οι Κύπριοι παρασκεύαζαν τον «τροχίτη» ή «συκίτη» οίνο (Πεδάνιος Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής 5.32 στο Χατζηιωάννου 1975, 354-355; Michaelides 1998, 33; OhnefalschRicter 1900, 119; Σακελλαρίου 1890, 243).

 

Για την παρασκευή του κρασιού αυτού χρησιμοποιούνταν ξηρά σύκα τα γνωστά ως «χελιδονίσια» ή «φοινικικά», τα οποία είχαν χρώμα μαύρο. Τα ξηρά σύκα, οι ισχάδες, εκτός από τη χρήση τους στην παρασκευή του τροχίτη οίνου, καταναλώνονταν και μαζί με άλλους καρπούς ως «τραγήματα», δηλαδή επιδόρπια, σύμφωνα με αναφορά του Κλέαρχου του Σολέα (4ος -3 ος αι.π.Χ.) (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 14.649).

 

Η πρακτική της αποξήρανσης φρούτων στον ήλιο, ήταν πολύ διαδεδομένη από τα προϊστορικά χρόνια, όπως προαναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο με την αποξήρανση των σταφυλιών· ενώ συνεχίστηκε και τους μετέπειτα αιώνες, μέχρι και τις μέρες μας. Φρούτα όπως σύκα, δαμάσκηνα, σταφύλια, μήλα και χρυσόμηλα (βερίκοκα) αποξηραίνονταν με σκοπό την κατανάλωση τους από τους ανθρώπους αλλά και από τα ζώα, σε περιπτώσεις που τα φρούτα δεν ήταν πολύ καλής ποιότητας ή σε περιπτώσεις περίσσειας φρούτων.

 

Ένα άλλο φρούτο το οποίο κατείχε εξέχουσα θέση αλλά και σημασία στο διαιτολόγιο των αρχαίων Κυπρίων, ήταν το ρόδι. Το δένδρο της ροδιάς, καθώς και οι καρποί του μνημονεύονται συχνά από τον Αθήναιο. Τα ρόδια συνδέονταν με τη λατρεία της Αφροδίτης, αφού σύμφωνα με τη μυθολογία η ροδιά ήταν το μοναδικό δέντρο που φύτεψε η θεά στην Κύπρο (Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί», 3.84.c; Χατζηκυριάκου 2007, 183).

 

Δεδομένου της σύνδεσης του φρούτου αυτού με τη θεά Αφροδίτη και τη γονιμότητα, αλλά και ίσως λόγω της ομορφιάς του, το ρόδι αναπαριστάνεται σε πολλά μωσαϊκά της Κύπρου (4ος αι.). Επίσης, οι καρποί και τα άνθη της ροδιάς θεωρούνταν ιερά σύμβολα από τους αρχαίους Κυπρίους. Δεν είναι βέβαιο τι θέση κατείχαν τα ρόδια στη διατροφή των Κυπρίων, είναι πιθανόν ωστόσο να καταναλώνονταν σε διάφορες περιστάσεις καθώς είχαν άμεσα σύνδεση με τη λατρεία της Αφροδίτης. Σύμφωνα με την καταγραφή του Κλέαρχου του Σολέα στο έργο του «Περί γρίφων», τα ρόδια κατατάσσονται ανάμεσα στα άλλα φαγητά και εδέσματα, ως «τραγήματα» δηλαδή ως επιδόρπια (Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί» 14.649a).

 

Τέλος, τα κυπριακά αμύγδαλα θεωρούνταν εξαιρετικά και καταναλώνονταν σύμφωνα με τις πηγές, επίσης ως «τράγημα» (Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί» 2.52c & 14.649a).

 

Αμύγδαλα ανασύρθηκαν από το ναυάγιο της Κερύνειας, που χρονολογείται στην Ελληνιστική εποχή περί το 310-300 π.Χ (Katzev 1972, 50). Στο ναυάγιο εντοπίστηκε ένα μεγάλο φορτίο αμυγδάλων (~10000 αμύγδαλα), στοιχείο που δικαιολογεί τη μεγάλη διατροφική σημασία που κατείχε ο καρπός αυτός κατά την αρχαιότητα. Το καράβι μετέφερε αμύγδαλα κυρίως για εμπορικούς σκοπούς, αλλά κάποιο μέρος από την ποσότητα αυτή λογικά θα χρησιμοποιόταν και από το πλήρωμα ως μέρος του καθημερινού σιτηρεσίου του.

 

Το μέλι αφθονούσε στην Κύπρο και αποτελούσε και την κύρια γλυκαντική ύλη των αρχαίων Κυπρίων. Ο Κασσιανός Βάσσος (6ος -7 ος αι.) στο έργο του «Περί γεωργίας εκλογαί» αναφέρει ότι το καλύτερο μέλι στην Κύπρο, το έφτιαχναν στους Χύτρους (στην περιοχή της κωμόπολης της Κυθρέας) (Κασσιανός Βάσος, «Περί γεωργίας εκλογαί» 15.7, στο: Χατζιωάννου 1975, 62-63). 2.1.1.4.

 

Σταφύλι και παραγωγή κρασιού

Οι αρχαίοι Κύπριοι κατανάλωναν σε μεγάλο βαθμό τα σταφύλια στην αυτοφυή τους μορφή, τις σταφίδες – αποξηραμένα σταφύλια - κατά τους χειμερινούς μήνες και φυσικά αρέσκονταν στην κατανάλωση κρασιού, κυρίως ντόπιου αλλά και εισαγόμενου, όπως υπολογίζεται από αμφορείς από 27 διάφορα μέρη του αρχαίου κόσμου που βρέθηκαν σε όλο το νησί. Το κυπριακό κρασί ήταν επίσης ξακουστό και εξαγόταν ευρύτατα. Ο Στράβων χαρακτηρίζει το νησί, ευοίνο, δηλαδή πλούσιο σε κρασί, ενώ ο Πλίνιος κατατάσσει το κρασί της Κύπρου ως καλής ποιότητας μαζί με άλλα ελληνικά κρασιά. Ακόμη, ο Συνέσιος ο Κυρηναίος σε μετέπειτα περίοδο αναφέρει το κυπριακό κρασί ως λεπτότατον, δηλαδή πολύ ελαφρύ. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την αρχαιότητα τα κυπριακά αμπέλια ήταν γνωστά για το εξαιρετικά μεγάλο ύψος τους, σε αντίθεση με τους σημερινούς αμπελώνες που αποτελούνται από σκοπίμως μικρά και υποανάπτυκτα αμπέλια. Η άμπελος εξακολουθεί και στις μέρες μας να είναι ένα από τα κύρια καλλιεργούμενα φυτά στο νησί, ενώ τα σταφύλια χρησιμοποιούνται τόσο για επιτραπέζια κατανάλωση όσο και για παραγωγή κρασιού. Το σταφύλι και το κρασί, τα οποία αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής αλλά και της ζωής των Κυπρίων, αναπαρίστανται συχνά στην κυπριακή τέχνη της εποχής, σύμφωνα με ψηφιδωτά από τη Λάμπουσα και από την «Οικία του Διόνυσου» στην Πάφο (τέλος 2ου/ 3ος αι.). Μάλιστα το κρασί, η οινοποσία και οι δραστηριότητες που σχετίζονταν με το Θεό του κρασιού, τον Διόνυσο, κατείχαν εξέχουσα θέση στις κοινωνίες της αρχαιότητας. Τη χρήση του σταφυλιού αλλά και του κρασιού ως είδη διατροφής από τους Κυπρίους εκτός από τις αναπαραστάσεις σε ψηφιδωτά, τεκμηριώνουν και αρκετά άλλα στοιχεία. Η «Οικία του Διόνυσου» ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι στα περισσότερα μωσαϊκά που την κοσμούν απεικονίζεται ο θεός Διόνυσος αλλά και δραστηριότητες σχετικές με αυτόν. Στα ψηφιδωτά αυτά απεικονίζονται σκηνές τρύγου, δίσκοι και καλάθια με φρούτα και σταφύλια και πολλές άλλες απεικονίσεις, που υποστηρίζουν τη σημαντική αυτή θέση του σταφυλιού στην κοινωνία της εποχής.

 

Ένα άλλο μοτίβο παρουσιάζει μία ποικιλία τροφών και ποτών, τα οποία πιθανόν να αποτελούν είδη που προσφέρονταν σε φιλοξενούμενους, ενώ παραπέμπει σε πιθανή χρήση του δωματίου ως χώρου συνεστίασης και παράθεσης γευμάτων. H οινοποσία δεν αναπαριστάνεται μόνο στα μωσαϊκά που κοσμούν την «Οικία του Διόνυσου», αλλά όπως φαίνεται ήταν μια πολύ συνηθισμένη πρακτική στο χώρο αυτό σύμφωνα με τον μεγάλο αριθμό αμφορέων, από τους οποίους μερικοί μάλιστα περιέχουν ακόμη αποξηραμένα κατακάθια κρασιού, το οποίο παλαιότερα φαίνεται να περιείχαν.

 

Τέλος, αξίζει να γίνει ειδική αναφορά σ’ ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ψηφιδωτά στην «Οικία του Διόνυσου», στο οποίο απεικονίζεται ο μύθος με τον Ικάριο και το Διόνυσο, σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος αριστερά, απεικονίζεται ο Διόνυσος με τη νύφη Ακμή. Ο θεός προσφέρει ένα τσαμπί σταφύλι ως δώρο στον Ικάριο, ενώ η νύφη πίνει κρασί. Στο κέντρο απεικονίζεται ο Ικάριος τραβώντας ένα κάρο φορτωμένο με ασκιά γεμάτα κρασί και στο τρίτο μέρος, στα δεξιά του κάρου, απεικονίζονται δύο μορφές οι οποίες επιγράφονται ως οι πρώτοι οινοπότες: ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΟΙΝΟΝ ΠΙΟΝΤΕC. Ο ένας πίνει κρασί από ένα κύπελλο και ο δεύτερος ξαπλώνει πάνω σε ένα ασκί.  Στo ψηφιδωτό αυτό γίνεται μία συμβολική αναπαράσταση του μύθου. Πρόκειται για την ιστορία του Ικάριου, του πρώτου ανθρώπου ο οποίος σύμφωνα με το μύθο έφτιαξε κρασί. Λέγεται ότι ο Ικάριος φιλοξένησε τον Διόνυσο στην Αθήνα και αυτός για να τον ευχαριστήσει του δίδαξε πώς να καλλιεργεί το αμπέλι και πώς να παράγει κρασί, αλλά τον προειδοποίησε να προσέχει το κρασί του αλλιώς θα τον έβρισκαν συμφορές. Ο Ικάριος όμως, όταν τον επισκέφθηκαν κάποιοι βοσκοί, ξεχνώντας την προειδοποίηση του θεού, τους προσέφερε κρασί. Αυτοί μέθυσαν και μη μπορώντας να καταλάβουν τι τους συνέβηκε, σκότωσαν τον Ικάριο. Ο μύθος φαίνεται να λειτουργεί σε δύο επίπεδα: τη λατρεία στο Διόνυσο ο οποίος φροντίζει αυτούς που τον τιμούν και ως προειδοποίηση για τους φιλοξενούμενους να σεβαστούν τη φιλοξενία που τους προσφέρεται

 

 Ελιές και Ελαιόλαδο

Οι ελιές και το ελαιόλαδο αποτελούσαν μία από τις βάσεις της δίαιτάς των Κυπρίων από τη μακρινή αρχαιότητα. Η Κύπρος ήταν αυτάρκης στην παραγωγή ελαιολάδου και χαρακτηρίζεται από τον Στράβωνα (1ος αι.π.Χ.) ως «εὐέλαιος», λέξη που σημαίνει πλούσια σε ελαιόλαδο και ελιές. Όπως και σήμερα, έτσι και κατά την αρχαιότητα οι ελιές πριν καταναλωθούν τύχαιναν κάποιας επεξεργασίας. Συνεπώς, ποικίλοι τρόποι είχαν εφευρεθεί από τους αρχαίους Κύπριους για τη διατήρηση των ελιών. Ένας τρόπος ήταν και η συντήρηση τους σε άλμη, και οι ελιές αυτές ονομάζονταν ελιές «κολυμβάδες» (κολυμβάς ελαία). Σύμφωνα με αναφορά του Ησύχιου, περί τον 5ο αιώνα, το είδος αυτό της συντηρημένης ελιάς ονομαζόταν από τους Κύπριους βομβοία. Αξίζει να σημειωθεί ότι και σήμερα, ένα είδος βρώσιμης ελιάς που συντηρείται σε άλμη και ξύδι ονομάζεται κολυμπάτη, ονομασία που πρέπει να προέρχεται από την αρχαία ονομασία των συντηρημένων αυτών ελιών.

 

Κυπριακό αλάτι – Χρήση του ως συντηρητικό τροφίμων:

Ένα άλλο βασικό είδος διατροφής καθώς και σημαντικό συντηρητικό των τροφίμων ήταν το αλάτι. Το κυπριακό αλάτι συλλεγόταν από τα βράχια δίπλα στη θάλασσα, αλλά κυρίως από τις αλυκές του Κιτίου και της Σαλαμίνας. Το αλάτι ήταν ο κύριος τρόπος συντήρησης τροφίμων κατά την αρχαιότητα, όπως είναι εμφανές από τη χρήση του για την διατήρηση της κάππαρης και των τρυφερών άκρων της τερεβίνθου. Επίσης, το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα αλλά και ως βελτιωτικό της γεύσης των τροφίμων. Τεκμηριωμένη είναι και η χρήση του στην ιατρική, αφού οι πληροφορίες για το κυπριακό αλάτι προέρχονται κυρίως από κείμενα γιατρών, όπως του Ιπποκράτη - πατέρα της ιατρικής - ο οποίος συνιστούσε τη χρήση του αλατιού στην πρακτική του. Το κυπριακό αλάτι και ειδικά του Κιτίου και της Σαλαμίνας, επαινείται από το Πλίνιο και τον Διοσκουρίδη ως χοντρό, λευκό, λείο και από τα καλύτερα του είδους του.

 

Ζωικά Είδη:  Κρέας από ζώα εκτροφής – Κρέας από κυνήγι

Σχετικά με τα ζώα εκτροφής, στο νησί εκτρέφονταν σε αφθονία βόδια, όπως επίσης χοίροι, πρόβατα και αίγες, που εκτός από κρέας, παρείχαν και γάλα. Το ελάφι εισήχθη τη Νεολιθική περίοδο και καταναλωνόταν σε μεγάλο βαθμό ως κρέας κυνηγιού, ενώ από την Εποχή του Χαλκού και μετέπειτα αποτελούσε μόνο μια συμπληρωματική τροφή. Ωστόσο, το κυνήγι του ελαφιού συνεχίστηκε και τη Ρωμαϊκή περίοδο και τα μετέπειτα χρόνια μέχρι και το μεσαίωνα. Το εντατικό και άγριο κυνήγι των ελαφιών - το οποίο μαρτυρείται από αρκετούς περιηγητές - κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, τα εξολόθρευσε τελικά και τα εξαφάνισε. Ένα ζώο σχετικό με το ελάφι ήταν και το αγρινό, το οποίο επίσης θηρευόταν κατά την αρχαιότητα για το εύγεστο κρέας του. Σε μωσαϊκά στην «Οικία του Διόνυσου» στην Πάφο (τέλη 2ου/αρχές 3ου αι.) απεικονίζονται σκηνές κυνηγιού με μεγάλη ποικιλία από ζώα, μεταξύ των οποίων και το αγρινό. Σημειωτέον ότι αυτή είναι και η μοναδική καλλιτεχνική αναπαράσταση του αγρινού σε μωσαϊκό. Τα αγρινά που έχουν απομείνει σήμερα στο νησί ανακηρύχθηκαν το 1983 ως προστατευόμενα και το κυνήγι τους είναι από τότε απαγορευμένο. Ένα άλλο θήραμα κυνηγιού, ήταν οι αγριόχοιροι, οι οποίοι αφθονούσαν στο νησί και θηρεύονταν εντατικά για το εύγεστο κρέας τους.

 

Ένα άλλο μικρό θηλαστικό, το οποίο κυνηγούσαν ήταν ο λαγός, ενώ το κυνήγι του λαγού στην Κύπρο, φαίνεται να ήταν διαδεδομένο από την αρχαιότητα. Το κυνήγι τους γινόταν με τη χρήση λαγοβόλων (throwing sticks: ελαφρώς κυρτά κυνηγετικά ραβδία που χρησιμοποιούνταν στο κυνήγι μικρών θηραμάτων), ενώ έμπειροι κυνηγοί μπορούσαν να πιάσουν το λαγό με γυμνά χέρια, όπως πληροφορούμαστε από μωσαϊκό στην «Οικία του Διόνυσου»

 

Γαλακτοκομικά προϊόντα

Τα ζώα εκτροφής εκτός από κρέας παρείχαν στους κατοίκους και δευτερεύοντα προϊόντα, όπως το γάλα. Συνεπώς, ένα προϊόν που παρήγαγαν οι Κύπριοι με την έναρξη της κτηνοτροφίας ήταν το τυρί. Το κυπριακό τυρί αναφέρεται από τον Γαληνό, ως ένα φημισμένο τοπικό προϊόν. Δεν υπάρχουν όμως περισσότερες πληροφορίες για το είδος του τυριού στο οποίο γίνεται αναφορά ή στο γάλα από το οποίο κατασκευαζόταν. Επίσης, το κυπριακό τυρί ήταν γνωστό για την ποιότητα του στο εξωτερικό ήδη από τη Ρωμαϊκή περίοδο, κάτι που συνεπάγεται και με την εξαγωγή του, εκτός από την επιτόπια κατανάλωση του. Συγκεκριμένα, ο «τύρος» της Κύπρου αναφέρεται από τον Λουκιανό (2ος αι.) στους «Εταιρικούς Διάλογους» ως ένα δώρο το οποίο θα αφήσει πολύ ικανοποιημένο τον παραλήπτη του: «Ω, τι ευτυχισμένη αυτή που θα σ' έχει εραστή εσένα Δωρίων, γιατί θα της φέρνεις κρεμμύδια και τυριά από την Κύπρο, όταν θα καταφθάνεις με πλοίο από το Γύθειο» . 

 

Πουλερικά και πτηνά

Τα πτηνά έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διατροφή των κατοίκων του νησιού από τα αρχαϊκά χρόνια. Η εξημέρωση των πτηνών στο νησί δεν έχει ερευνηθεί ακόμη, αλλά υπάρχουν παραστάσεις σε αγγεία που απεικονίζουν κότες και κόκορες, ήδη από την Κλασσική περίοδο, ακόμα και από τα αρχαϊκά χρόνια. Επίσης, λεκάνες με αυγά κότας βρέθηκαν σε αρκετούς τάφους, κάτι που υποδηλώνει πως αυτού του είδους οι προσφορές ήταν αρκετά διαδεδομένες, και εκτός από την προσφορά τους σε τάφους, ίσως χρησιμοποιούνταν και ως τροφή. Στο διαιτολόγιο των αρχαίων Κυπρίων συμπεριλαμβάνονταν και οι πάπιες και ίσως τα περιστέρια. Εκτός από εξημερωμένα πτηνά, οι Κύπριοι περιλάμβαναν στο διαιτολόγιο τους και άγρια, τα οποία κυνηγούσαν για τροφή. Ένα από τα πιο δημοφιλή πουλιά για κυνήγι, ήταν η πέρδικα, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί αγαπημένο θήραμα και για τους σύγχρονους Κύπριους κυνηγούς. Για το κυνήγι των μη εξημερωμένων πουλιών χρησιμοποιούνταν διάφορες τεχνικές, με τις πιο κύριες την παγίδευση τους σε δίκτυ και το κυνήγι με τόξα και βέλη. Είναι ακόμα αμφισβητήσιμο εάν το πιάσιμο πουλιών με ασβεστόβεργες (ι-ξόβεργα) - μια μέθοδο με μακρά παράδοση στην Κύπρο - προέρχεται από τον 8ο αιώνα π.Χ. Μαρτυρίες για τη χρήση των ι-ξόβεργων έχουμε την περίοδο της Ενετοκρατίας, όπου η συλλογή, η βρώση και η 32 εμπορία αμπελοπουλιών και άλλων παρόμοιων εδώδιμων πτηνών ήταν πολύ διαδεδομένη.

 

Ψάρια και θαλασσινά

Αν και η Κύπρος είναι μια νησιώτικη χώρα, εντούτοις η κατανάλωση ψαριών ήταν περιορισμένη, αφού τα ψάρια φαίνεται να κάλυπταν μόνο ένα μικρό μέρος της ενέργειας στο διαιτολόγιο των Κυπρίων από ανέκαθεν· με μόνη εξαίρεση τους προϊστορικούς Κύπριους, οι οποίοι αναγκαστικά θα κατέφευγαν στη θάλασσα, λόγω των περιορισμένων βρώσιμων ειδών και επιλογών που υπήρχαν κατά τα προϊστορικά χρόνια. Τα ψάρια ήταν προσιτά σε όλους, κυρίως όμως στους κατοίκους των παραθαλάσσιων περιοχών και στην αλιεία μπορούσε να επιδοθεί ο καθένας. Παρόλα αυτά, κατά την αρχαιότητα υπήρχαν και επαγγελματίες ψαράδες. Εκτός από τα ψάρια της θάλασσας, γνωρίζουμε ότι στο νησί καταναλώνονταν και καλλιεργημένα ψάρια, αφού υπήρχαν αρκετές ιχθυοκαλλιέργειες. Στη Λάπηθο, υπήρχαν αρκετές δεξαμενές, οι οποίες περιφράσσονταν με βράχους, ενώ επικοινωνούσαν μεταξύ τους αλλά και με τη θάλασσα, μέσω μιας σειράς καναλιών. Εκτός από τις δεξαμενές, αυτές υπήρχαν και ειδικά κατασκευασμένες λίμνες για τη φύλαξη και διατήρηση ψαριών γλυκού νερού, όπως μαρτυρείται από μια τέτοια λίμνη στην «Οικία του Διόνυσου» στην Πάφο. Ψάρια όμως εισάγονταν και από τις γειτονικές χώρες της Ανατολής, ήδη από το 800 π.Χ. Ένα είδος γατόψαρου του γλυκού νερού, το Claria Lazera, εισαγόταν διατηρημένο σε άλμη ή αλάτι, από τον Νείλο ποταμό και την κοντινή Ανατολή. Τα συντηρημένα αυτά ψάρια αποτελούσαν εξαίρετους μεζέδες κατά την αρχαιότητα.

 

Εδέσματα

Στην πλειοψηφία τους οι πηγές μας πληροφορούν για τα διαθέσιμα είδη διατροφής στο νησί κατά την αρχαιότητα, ενώ πολύ λίγες είναι οι αναφορές στα διάφορα εδέσματα της εποχής. Ένα από τα λιγοστά εδέσματα που γνωρίζουμε ότι κατανάλωναν οι αρχαίοι Κύπριοι είναι η μήτρα ὐείας, η γουρουνίσια μήτρα. Γνωστός επίσης, είναι και ο τρόπος ψησίματος της, καθώς και το γαρνίρισμα που χρησιμοποιούσαν ώστε να γινόταν πιο εύγευστη. Σύμφωνα με τον Σώπατρο τον Πάφιο η γουρουνίσια μήτρα καταναλωνόταν βραστή, αφού την εμβάπτιζαν είτε στο αλατόξυδο, είτε στον πικρό χυμό του θάμνου απήγανου. Η πρακτική αυτή συνάδει και με πρακτικές αξιοποίησης των διαφορών μερών ενός ζώου, που ακλουθούσαν οι Κύπριοι και κατά τις μεταγενέστερες εποχές

 

 

Πηγές:

  1. Αθήναιος. Δειπνοσοφισταί 2.52c. Στο: Gulick CB, μτφ.
  2. Athenaeus-The Deipnosophists, Loeb Classical Library, Cambridge: Harvard University Press, 1969;1: 228-229
  3. Αθήναιος. Δειπνοσοφισταί 3.84. Στο: Gulick CB, μτφ. Athenaeus-The Deipnosophists, Loeb Classical Library, Cambridge: Harvard University Press, 1969;1:362-363
  4. Αθήναιος. Δειπνοσοφισταί 14.649a. Στο: Gulick CB, μτφ. Athenaeus-The Deipnosophists, Loeb Classical Library, Cambridge: Harvard University Press, 1980;6:506-507
  5. Αποστολίδου-Ορφανίδου Ε. Το παστέλλιν της Ανώγυρας. Λαογραφική Κύπρος 1991;21(41):95-99.
  6. Άππιος (Γεωργίου) Β. Αναμνήσεις από την κατεχόμενη Ζώδια. Λευκωσία: 1999.
  7. Aristidou ECh. Venetian Rule in Cyprus (1474-1570).
  8. Αρχιμανδρίτης Κυπριανός Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου. Βενετία: 1978 1η εκδ. Λευκωσία: Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, 2001. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα: http://www.byzantinemuseum.gr Γεωργιάδου ΚΑ.
  9. Το αγροτικό σπίτι της περιοχής Κυρηνείας Κύπρου. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1953;15:110-146.
  10. Γιασεμίδου-Κάτζη Μ. Αμπελουργικό Μουσείο Κοιλανίου. Λαογραφική Κύπρος 2003;33(53):32- 47. 123
  11. Clarke J, Croft P, McCartney C. The 1940s excavations at Kalavasos-Kokkinogia and KalavasosPampoules. Nicosia, Report of the Department of Antiquities Cyprus, Department of Antiquities, Imprinta Press, 2007.
  12. Εκδόσεις «Ριζοκάρπασον». Ριζοκαρπασίτικες συνταγές. Ανάκτηση από: http://www.rizokarpason.com/sintages1.htm, 2010.
  13. Ερωτόκριτου Ι. Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτόκριτου, Υλικά διά την σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου. Κυπρή ΘΔ, εκδ. (μέρος Γ΄). Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1989;14.
  14. Gass T, Ambrose M, Le Guen J, Hadjichristodoulou A, Blixt S. Report of a Working Group on Grain Legumes. European Cooperative Programme for Crop Genetic Resources Networks (ECP/GR) (First Meeting 14-16 July 1995), 1996:32-38.
  15. Hadjichambis ACH, Paraskeva-Hadjichambi D, Della A, Giusti ME, De Pasquale C, Lenzarini C, Censorii E, Gonzales-Tejero MR, Sanchez-Rojas CP, Ramiro-Gutierrez JM, Skoula M, Johnson C, Sarpaki A, Hmamouchi M, Jorhi S, El-Demerdash M, El-Zayat M, Pieroni A. Wild and semi-domesticated food plant consumption in seven circum-Mediterranean areas, International Journal of Food Sciences and Nutrition 2008;59(5):383-414.
  16. Hadjisavvas S. Olive Oil Production and Divine Protection. In: Astrom P, ed. Acta Cypria: Acts of the International Congress on Cypriote Archaeology held in Goteborg on 22-24 August 1991, part 3. Jonsered: Paul Astroms Forlag, 1992:233-248.
  17. Hadjisavvas S. The Economy of the Olive. In: Karageorghis V, Michaelides D, eds. The Development of the Cypriot Economy - from the Prehistoric Period to the Present Day. Nicosia: University of Cyprus, 1996:127-137
  18. Harrison SG. Kolokasi or Taro. JSTOR: Kew Bulletin 1954;9(2):277-278.
  19. Θεοδώρου Μ. Σκυλλούρα: ταξίδι μνήμης και αγάπης. Λευκωσία: 2009. 124
  20. Ιωνάς Ι. Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2001;37.
  21. Kaltzev ML. The Kyrenia Ship. In: Bass GF, ed. A History of Seafaring based on underwater archaeology. London: Thames and Hudson, 1972.
  22. Karageorgis V. Aspects of Everyday Life in Ancient Cyprus. Nicosia: Leventis Foundation, 2006. Καράλη-Γιαννακοπούλου Λ. Παλαιοπεριβαλλοντικό υλικό από τη Νεολιθική Θέση ΚάντουΚουφόβουνος. Λευκωσία: Πρακτικά του Τρίτου Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου (Λευκωσία, 16- 20 Απριλίου 1996), Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, 2000;1:239-243.
  23. Κάτζη Μ. Οι τροφές που μας έδινε η φύση. Λαογραφική Κύπρος 2000;30(50):104-110.
  24. Κιτρομηλίδου Μ. Η Αναρίτα Κύπρου και η παραδοσιακή ζωή της. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1990;35:355-362.
  25. Knapp AB, Held SO, Manning SW. The Prehistory of Cyprus: Problems and Prospects. Journal of World 1994;8(4):377-453.
  26. Κοινοτικό Συμβούλιο Ανώγυρας. Παστέλι. Ανάκτηση από: http://www.anogyra.org/pasteli.shtm
  27. Kondoleon C. Domestic and Divine. Roman Mosaics in the House of Dionysos. Ithaca: Cornell University Press, 1995. Κυπριακό Εμπορικό Βιομηχανικό Επιμελητήριο (ΚΕΒΕ)/ Cyprus Chamber of Commerce and Industry (CCCI), Cyprus Foods and Drinks: http://www.cyprusfoodndrinks.com
  28. Κυπριανού Θ Χρ. Το σιτάρι. Λαογραφική Κύπρος 2003;33(53):64-69.
  29. Κυπριανού ΠΧρ. Η καλλιέργεια, η συλλογή και η κατεργασία βαμβακιού και σησαμιού. Λαογραφική Κύπρος 1989;19(39):10-109. 125
  30. Κυπριανού Χρ Σ. Τροφαί το χωριού Τσακκίστρα της Κύπρου. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1974;29(29):295-310.
  31. Λεοντίου Ν, επιμ. Άσσια, Ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής. Λευκωσία: Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια», 1983.
  32. Mariti G. Travels in the Island of Cyprus. London: Translated from the Italian [Lucca 1769] by C.D. Cobham, 1971 (First published 1869).
  33. Michaelides D. Cypriot Mosaics. Nicosia: Cyprus Department of Antiquities, 1992.
  34. Μιχαηλίδης Δ., Dazewski WA. Οδηγός Ψηφιδωτών Πάφου. Λευκωσία: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, 1989.
  35. Μιχαηλίδου ΑΜ. Το παλιό Βαρώσι: Εικόνες μιας εποχής. Λευκωσία: 1970 (3η έκδ. 2002).
  36. Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους Χ. Περιστερωνοπηγή, Από την αρχαιότητα μέχρι το 1974. Λευκωσία: Προσφυγικό Σωματείο «Ένωση Περιστερωνοπηγιωτών», 1998.
  37. Moryson F. An itinerary containing his ten yeeres travel through the twelve dominions of Germany, Bohmerland, Sweitzerland, Netherland, Denmark, Poland, Italy, Turky, France, England, Scotland and Ireland. 1907 Nicolaou-Konnari A, Schabel C. Cyprus: Society and Culture 1191-1374. Netherlands: Martinus Nijhoff Publishers and VSP, 2005.
  38. Ξιούτας Π. Κυπριακή Λαογραφία των Ζώων. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2001;38.
  39. Ohnefalsch-Richter M. Ελληνικά Ήθη και Έθιμα στην Κύπρο. Μαραγκού Α, μτφρ. Λευκωσία: Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας, ca. 1900 (1994). 126
  40. Πανάρετος Α. Τα μανιτάρια και οι καραόλοι του τόπου μας. Λαογραφική Κύπρος 1972;2(4):35-55.
  41. Παπαδόπουλος ΑΓ. Κομμανδαρία, το πατροπαράδοτο κρασί της Κύπρου. Λαογραφική Κύπρος 1976;6(17):65-71.
  42. Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη από τη Μεσαιωνική Κύπρο. Λευκωσία: Λιθογραφία Ζαβαλλή Λτδ, 1999.
  43. Παπαχαραλάμπους ΓΧ. Από την κοινωνική ζωήν ευτυχών ημερών της Κύπρου. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1975;30(30):302-313.
  44. Πετάση Γ. Η κωμόπολη της Κυθρέας. Λευκωσία: Τυπογραφείο Στέλιου Λειβαδιώτη, 1992.
  45. Πέτσα Χρ. Εποχιακές καλλιέργειες στην περιοχή Κυθρέας. Ελεύθερη Κυθρέα (Εκφραστικό Όργανο του Σωματείου Ελεύθερη Κυθρέα) Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1982;5(15):177-199.
  46. Προκοπίου, Ε. Οι σημαντικότερες προϊστορικές θέσεις της επαρχίας Λεμεσού. Στο: Παυλίδου Ρ, επιμ. Λεμεσός: Ταξίδι στους χρόνους μιας πόλης. Έκδοση Δήμου Λεμεσού, 2006.
  47. Σολομίδου-Ιερωνυμίδου Μ. Η παραγωγή της ζάχαρης στη μεσαιωνική Κύπρο. Λευκωσία: Βυζαντινή Μεσαιωνική Κύπρος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1997.
  48. Σολομίδου-Ιερωνυμίδου Μ. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στους μεσαιωνικούς ζαχαρόμυλους Επισκοπής-Σεράγια και Κολοσσίου. Λευκωσία: Πρακτικά του τρίτου Κυπρολογικού Συνεδρίου 2001;2:1-11.
  49. Σοφοκλέους Γ. Παράθυρο στη Κύπρο μας. Λευκωσία: Λαογραφική – Πολιτιστική Ανθολογία 2004;2.
  50. Stewart B. My experiences of Cyprus; being an Account of the People, Mediaeval Cities and Castles, Antiquities and History of the Island of Cyprus: to which is Added a Chapter on the Present Economic and Political Problems which Affect the Island as a Dependency of the British Empire. London: Routledge, 1908. 127
  51. Tsaliki A. Περιβαλλοντικά Κατάλοιπα και Ταφές από τη Νεολιθική και Χαλκολιθική Κύπρο [Environmental Remains and Burials from Neolithic and Chalcolithic Cyprus (in Greek with English abstract)]. Ancient Cyprus Web Project. Ανάκτηση από: http://www.ancientcyprus.ac.uk/papers/Tsaliki1/page1.html, 2000.
  52. Τσαλίκη Α. Η πανίδα και η χλωρίδα στην προϊστορική Κύπρο. Αρχαιολογία και Τέχνες 2002; 83:91-96.
  53. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Κυπριακά παραδοσιακά παρασκευάσματα. Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2006.
  54. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Όσπρια και μεσογειακή δίαιτα. Λευκωσία, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2008.
  55. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Παραδοσιακά προϊόντα από χυμό σταφυλιού (Ππαλουζές, Κκιοφτέρι, Έψημα, Γρούτα και Σουτζιούκκος). Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2009.
  56. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Παραδοσιακά Γλυκά Κουταλιού και Μαρμελάδες. Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2009.
  57. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Τα παραδοσιακά αλλαντικά της Κύπρου. Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2009.
  58. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Γαστρονομικός χάρτης της Κύπρου. Λευκωσία: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 2010.
  59. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ΥΓΦΠΠ): Τμήμα Γεωργίας, επιμ. Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Αγρότης Απρίλιος-Ιούνιος 2011;67(451). 128
  60. Φαρμακίδης ΞΠ. Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Υλικά διά την σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου. Κυπρή ΘΔ, εκδ. (μέρος Β΄). Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1983 (2 η έκδ. 2003).
  61. Χατζηιωάννου ΚΠ. Γεωργικά και ποιμενικά της Κύπρου. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) 1934;11(1-2):67-111.
  62. Χατζηιωάννου, Κ. (1975) Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς πηγάς. Λευκωσία: Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, 1975;2.
  63. Χατζηιωάννου Κ. H Μεσαιωνική Κύπρος: Θεσμοί-Ποίηση-Διάλεκτος-Λαογραφία. Λευκωσία: Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, 2003.
  64. Χατζηιωνάς Σ. Το φαγητό στην Άλωνα. Λαογραφική Κύπρος 1970;1(1):118-121.
  65. Χατζηκώστας Λ. Τα κουκιά στη δίαιτα και την παράδοση του λαού μας. Λαογραφική Κύπρος 1986;16(36):103-107.
  66. Χατζηκώστας Λ. Η χαρουπιά στο χωριό μου την εποχή του μεσοπολέμου. Λαογραφική Κύπρος 1994;24(44):105-114.
  67. Χατζηκώστας Λ. Η ελιά στο χωριό μου την εποχή του μεσοπολέμου. Λαογραφική Κύπρος 1995;25(45):149-154.
  68. Χατζηκωστή Μ. Γεροσκήπου, Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Λευκωσία: Δήμος Γεροσκήπου, 2008.
  69. Χατζησάββας Σ. Ο Πολιτισμός της Ελιάς στην Κύπρο. Στο: Ο Πολιτισμός της Ελιάς στην Κρήτη. Ανάκτηση από: http://www.polelia.gr/cyprus2, χ.χ