Κωλοβούττης ή βουτταλλίδιν ή βουττηχτής

Image

Tachybaptus ruficollis και Podiceps nigricollis. Οικογένεια: Podicipitidae. Δυο είδη πουλιών από τα πέντε της οικογένειας Podicipitidae που απαντώνται στην Ευρώπη, είναι γνωστά στην Κύπρο με τα πιο πάνω ονόματα. Είναι αξιοπρόσεκτα από το σχήμα των κνημών και των ποδιών που βρίσκονται στο πίσω μέρος του κορμού τους. Στο κάθε δάκτυλο έχουν μεμβράνη ξεχωριστή που τα βοηθά όχι μόνο να κολυμπούν ταχύτατα αλλά και να βουτούν πολύ βαθιά στο νερό. Σ' αυτό διαφέρουν από τα άλλα υδρόβια στεγανοπόδαρα πουλιά, των οποίων τα δάκτυλα είναι όλα ενωμένα με μεμβράνη.

 

Έχουν ράμφος επίμηκες και μυτερό. Το σώμα τους καλύπτεται από μεταξένιο πυκνό πτέρωμα, την δε ουρά αντικαθιστά θύσανος από πούπουλα. Τις ονομασίες τους τα πουλιά αυτά τις πήραν λόγω του ότι βουτούν διαρκώς στο νερό, ο δε στρογγυλός χωρίς ουρά κώλος τους διακρίνεται πάνω από το νερό.

 

Κάνουν τη φωλιά τους, η οποία συνήθως επιπλέει στην επιφάνεια των νερών των υδατοφρακτών ή των λιμνών, με ξηρά χόρτα και φύλλα καλαμιών. Γεννούν τρία έως έξι αυγά, τα οποία σκεπάζουν με ξηρά χόρτα για να μη φαίνονται. Τρέφονται με υδρόβια έντομα, ψαράκια και τρυφερούς βλαστούς.

 

Το είδος Tachybaptus ruficollis, που είναι και το μικρότερο της οικογένειάς του, είναι ενδημικό πουλί της Κύπρου. Σε παλαιότερα χρόνια, όταν υπήρχε πολυομβρία και οι υδατοφράκτες και οι βαλτότοποι (κυρίως των Κουκλιών -Αχερίτου, Λεμεσού, Συριανοχωρίου κ.α.) είχαν νερό ολόχρονα, τα πουλιά αυτά βρίσκονταν και γεννούσαν στην Κύπρο σε πολύ μεγάλους αριθμούς. Φωλιές τους είχαν επισημανθεί για πρώτη φορά στις 26.4.1887 και στα μέσα Μαρτίου του 1888 από τον Δρα F.H.H. Guillemard που είχε επισκεφθεί το νησί με σκοπό να συγκεντρώσει δείγματα πουλιών για τη συλλογή του λόρδου Lilford. Εξάλλου ο C.B. Horsbrugh, που είχε έλθει στην Κύπρο το 1909 με πρόσκληση του τότε αρχιδικαστή J.A.S. Bucknill για να τον βοηθήσει να μελετήσει τα πουλιά της Κύπρου, είχε καταμετρήσει στον υδατοφράκτη των Κουκλιών και στους βάλτους της Αχερίτου, στα μέσα Μαΐου, γύρω στις 60 φωλιές. Το είδος αυτό του κωλοβούττη κατά την άνοιξη είναι γκριζοκαφέ στη ράχη και τα φτερά, με πρασινωπά στιλβώματα στην κεφαλή, καστανό στα μάγουλα και τον λαιμό, και ασπριδερό στο κάτω μέρος του κορμού. Έχει κοντό λαιμό και ράμφος χοντρό που στη βάση έχει ευδιάκριτο κίτρινο χρώμα. Τον χειμώνα το γκριζοκαφέ του χρώμα ξεθωριάζει και τα ωραία φανταχτερά του χρώματα χάνονται, όλο δε το σώμα του γίνεται σταχτόμαυρο και ασπριδερό. Το μέγεθός του φθάνει τα 26,5 εκ. Γεννά και στην Ευρώπη μέχρι τις Σκανδιναυικές χώρες και την Ασία.

 

Το είδος Podiceps nigricollis έρχεται στην Κύπρο για να διαχειμάσει. Όπως και το είδος Ρ. ruficollis, όταν είναι βαρυχειμωνιά, μένει και γεννά σε μεγάλους αριθμούς. Φωλιές του έχουν βρεθεί στην περιοχή Μόρφου και στα Κούκλια το 1909 και τον Ιούνιο του 1913. Ο F.R.S. Baxendale, που υπηρέτησε εννέα χρόνια στην Κύπρο επί Αγγλοκρατίας ως διοικητής σε διάφορες πόλεις, από τον Νοέμβριο του 1907, περιέγραψε στο επιστημονικό περιοδικό Ibis (1913, σ. 706), δεκαοκτώ φωλιές που είδε στον υδατοφράκτη των Κουκλιών το 1913. Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι οι φωλιές βρίσκονταν μέσα σ' ένα κύκλο περίπου τριάντα υαρδών. Και οι δεκαοκτώ φωλιές περιείχαν αυγά την 1η Ιουνίου. Μια φωλιά είχε τέσσερα αυγά, μια είχε τρία και όλες οι υπόλοιπες είχαν ένα ή δυο αυγά, αντιστοίχως. Όλες οι φωλιές ήταν κατασκευασμένες βασικά από υδρόβια φυτά. Δέκα από τις φωλιές αυτές επέπλεαν στην επιφάνεια του νερού. Μόνο σε δυο φωλιές τα αυγά ήσαν σκεπασμένα με την τοποθέτηση αγριόχορτων από πάνω τους. Ο Baxendale αναφέρει ως περίεργο γεγονός το ότι, αν και ακολούθησε την όχθη του υδατοφράκτη σε μεγάλη απόσταση, δεν είδε ούτε ένα από τα πουλιά που είχαν γεννήσει τα αυγά.

 

Το χρώμα του είδους P. nigricollis είναι μαύρο στη ράχη και άσπρο στην κοιλιά. Το ράμφος του είναι οριζόντιο, μυτερό. Την εποχή του ζευγαρώματός του έχει μαύρο λαιμό και θύσανο από χρυσαφιά φτερά στα πλευρά της κεφαλής του. Τα φτερά στην κορυφή της κεφαλής πολλές φορές, κυρίως όταν ενοχληθεί, ανασηκώνονται δίνοντας την εντύπωση του λοφίου ή της κορώνας. Το μέγεθός του φθάνει τα 30 εκ. Οι περιοχές όπου γεννά εκτείνονται σχεδόν σ' ολόκληρη την Ευρώπη, μέχρι και τη Μεσόγειο, και ανατολικά μέχρι την Ασία. Διαχειμάζει σε λίμνες και παράλια λιμνάζοντα νερά. Τον χειμώνα είναι τακτικός επισκέπτης της περιοχής της διώρυγας του Σουέζ. Βρίσκεται μόνιμα σε μικρούς αριθμούς και στους βάλτους των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη.

 

Από τους αρχαίους συγγραφείς, μόνο ο Αριστοτέλης τον αναφέρει με το όνομα κόλυμβος ή κολυμβάς ή κολυμβίς, ελάχιστα όμως μας λέγει για τη ζωή του: ἡ μικρά κολυμβίς πάντων ἐλαχίστη τῶν ἐνύδρων, ρυπαρομέλαινα τήν χροιάν καί τό ρύγχος ὀξύ ἔχει, σκέπτον τε τά ὄμματα, τά δέ πολλά καταδύεται. Από τον ποιητή Νίκανδρο αναφέρεται πως μια από τις Εμαθίδες θυγατέρες του Πειραιώς είχε μεταμορφωθεί στο πουλί «κολυμβάς».

 

Στην Κύπρο παλαιότερα το κωλοβούττης ή κωλοβύττης εχρησιμοποιείτο ως παρατσούκλι για τους κοντούς με ευτραφή πισινά.

Φώτο Γκάλερι

Image