Λατομεία

Image

Η λέξη λατομείο προέρχεται από το λάας - λάς που σημαίνει λίθος και το ρήμα τέμνω. Σύμφωνα με τον Περί Μεταλλείων και Λατομείων Νόμο, κεφ. 270, λατομείο «σημαίνει εκσκαφήν ή σύστημα εκσκαφών γενομένων προς τον σκοπόν ή εν σχέσει προς την λήψιν λατομικών υλικών (είτε εις την φυσικήν των κατάστασιν είτε εν διαλύσει, είτε εντός υγρού) ή υποπροϊόντων λατομικών υλικών, δεν είναι δε ούτε μεταλλείον ούτε απλώς φρέαρ, ή διάτρησις, ή φρέαρ και διάτρησις ομού». Λατομικά δε υλικά σημαίνουν «άμμον ή λίθον, σχιστόπλακα, γρανίτην ή άλλα πετρώματα, κιμωλίαν, άργιλλον, πυρίτην λίθον, χάλικας, γύψον, ασβεστόλιθον, μάρμαρον, αργιλλάσβεστον και χαλαζίαν».

 

Η ιδιοκτησία και ο έλεγχος όλων των λατομικών υλικών και γενικά του ορυκτού πλούτου της χώρας ανήκουν στο κράτος. Προς διεξαγωγή οποιασδήποτε μορφής μεταλλευτικής έρευνας ή λατομικής εργασίας είναι απαραίτητη η απόκτηση της σχετικής άδειας από την αρμόδια αρχή που είναι το υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας. Οποιονδήποτε πρόσωπο επιθυμεί να εξασφαλίσει ερευνητική άδεια προς διεξαγωγή μεταλλευτικών ερευνών προς εντοπισμό λατομικού υλικού ή υλικών, ή προνόμιο λατομείου προς εκμετάλλευση του υλικού ή των υλικών αυτών, πρέπει να αποτείνεται με σχετική αίτηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Μεταλλείων του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας. Τα προνόμια λατομείου σύμφωνα με τον Νόμο και τους σχετικούς κανονισμούς διαχωρίζονται σε δύο τάξεις, Α και Β.

 

Τάξη Α: Περιλαμβάνει: α) όλα τα προνόμια λατομείου των οποίων η έκταση υπερβαίνει τις 20 σκάλες (2,67 εκτάρια) και β) όλα εκείνα των οποίων ολόκληρο ή μέρος του υλικού που εξορύσσεται θα εξαχθεί ή θα τύχει επεξεργασίας και τα προϊόντα της οποίας θα εξαχθούν. Για την έκδοση των προνομίων της τάξης αυτής αρμόδιος είναι ο υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας.

 

Τάξη Β: Περιλαμβάνει όλα τα προνόμια λατομείου με έκταση μικρότερη των 20 σκαλών (2,67 εκταρίων) και τα υλικά ή προϊόντα επεξεργασίας των προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ή να πωληθούν στην Κύπρο. Αρμόδιος για την έκδοση των προνομίων της τάξης αυτής είναι ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Μεταλλείων.

 

Προνόμια λατομείου μπορούν να παραχωρηθούν από την αρμόδια αρχή για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τα 25 χρόνια και μπορούν να ανανεώνονται για περαιτέρω περίοδο ή περιόδους που δεν θα υπερβαίνουν τα 25 χρόνια σε κάθε περίπτωση. Σε ειδικές περιπτώσεις όμως, που απαιτείται σημαντική κεφαλαιουχική δαπάνη, η αρμόδια αρχή μπορεί κατά την κρίση της να παραχωρεί προνόμιο λατομείου για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τα 50 χρόνια και να το ανανεώσει για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τα 50 χρόνια σύμφωνα με τους εν ισχύ κανονισμούς. Τα σχετικά τέλη και ενοίκια για την έκδοση και κατοχή προνομίων λατομείου καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

Ο κάτοχος προνομίου λατομείου δεν έχει το δικαίωμα να διεξαγάγει οποιασδήποτε φύσεως έρευνες ή λατομικές εργασίες επί ιδιωτικής γης εκτός εάν προηγουμένως εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή κατόχου της. Στην περίπτωση όμως που προβάλλεται αδικαιολόγητη άρνηση παραχώρησης τέτοιας συγκατάθεσης, ή είναι αδύνατη ή μη πρακτική η εξασφάλισή της, τότε ο κάτοχος προνομίου λατομείου έχει το δικαίωμα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή την επίταξη ή απαλλοτρίωση της ιδιωτικής γης με βάση τον νόμο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως του 1962. Νοείται ότι ο κάτοχος προνομίου υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη της γης για οποιανδήποτε ζημιά ή απώλεια που δυνατό να υποστεί από τη διεξαγωγή των λατομικών εργασιών.

 

Τα κυριότερα λατομεία στην Κύπρο σήμερα είναι τα λατομεία αμμοχάλικων (θραυστών σκύρων και άμμου, φυσικών αμμοχάλικων και χαβάρας), πρώτων υλών για την παραγωγή τσιμέντου, τούβλων και κεραμιδιών, ασβέστη, δομικής πέτρας, μαρμάρου, γύψου, μπεντονίτη, φαιοχώματος και ώχρας, σελεστίτη και χαλαζιακού ψαμμίτη.

 

Αμμοχάλικα: Το μεγαλύτερο ποσοστό αμμοχάλικων για την οικοδομική βιομηχανία και οδοποιία προέρχεται από τη λατόμευση και θραύση διαβασικών και ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Τα κυριότερα λατομεία παραγωγής θραυστών σκύρων και άμμου στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου βρίσκονται στις περιοχές Μιτσερού - Αγίων Ηλιοφώτων (ασβεστολιθικά πετρώματα), Φαρμακά, Σιάς, Μοσφιλωτής, Σταυροβουνιού - Πυργών, Μοναγρουλλιού, Παρεκκλησιάς, Αγίου Μάμα - Καπηλειού, Ασπρογιάς (όλα σε διαβασικά πετρώματα) και τέλος Ξυλοφάγου και Ανδρολίκου (ασβεστολιθικά πετρώματα). Για την παραγωγή των θραυστών σκύρων και άμμου έχουν εγκατασταθεί σύγχρονες σκυροθραυστικές μονάδες που είναι σε θέση να παράγουν αδρανή υλικά των οποίων η ποιότητα να ανταποκρίνεται προς τα σχετικά κυπριακά πρότυπα. Τα πρότυπα καθορίζουν την ποιότητα των υλικών για χρήση στην οικοδομική βιομηχανία (σκυρόδεμα, πηλοί, επιχρίσματα) και οδοποιία. Πλην των λατομείων παραγωγής θραυστών σκύρων και άμμου, λειτουργεί αριθμός λατομείων παραγωγής κυρίως φυσικής άμμου σε διάφορες περιοχές όπως τα χωριά Ξυλοφάγου, Ξυλοτύμπου, Ορμίδια, Άγιος Θεόδωρος Λάρνακας, Τερσεφάνου, Επισκοπή και Πάνω Ζώδια. Τα λατομεία αυτά είναι συνήθως μικρά και λειτουργούν για μικρά χρονικά διαστήματα. Η ετήσια παραγωγή αμμοχάλικων υπερβαίνει τα 4 εκατομμύρια τόνους. Στην κατηγορία των φυσικών αμμοχάλικων συγκαταλέγεται και η χαβάρα που χρησιμοποιείται στην οδοποιία και ειδικότερα στην κατασκευή του υποστρώματος. Η χρήση της χαβάρας περιορίζεται συνεχώς και σταδιακά αντικαθίσταται από υλικά που παράγονται από τις σκυροθραυστικές μονάδες (βλ. πίνακα παραγωγής λατομικών υλικών). Τα λατομεία χαβάρας είναι μικρής διάρκειας και διαρκούν συνήθως όσο διαρκεί η κατασκευή ενός συγκεκριμένου δρόμου.

 

Υλικά παραγωγής τσιμέντου: Για την παραγωγή τσιμέντου τύπου πόρτλαντ χρησιμοποιούνται βασικά δυο τύποι πετρωμάτων, η κιμωλία, γνωστή στη βιομηχανία τσιμέντου σαν ασβεστόλιθος ή λευκή μάργα, και η μάργα, γνωστή σαν κίτρινη μάργα ή άργιλλος. Όλα τα λατομεία παραγωγής των πιο πάνω πρώτων υλών βρίσκονται πλησίον των δυο τσιμεντοποιείων, δηλαδή στις περιοχές των χωριών Μονή, Μαρί και Πεντάκωμο.

 

Υλικά παραγωγής τούβλων και κεραμιδιών: Βασικό υλικό για την παραγωγή τούβλων και κεραμιδιών είναι η άργιλλος. Πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τα τουβλοποιεία που ήσαν βασικά συγκεντρωμένα στην περιοχή Μιας Μηλιάς - Παλαικύθρου, χρησιμοποιούσαν σαν πρώτη ύλη τις αλλουβιακές αποθέσεις και προσχώσεις κατά μήκος της κοιλάδας του Πεδιαίου καθώς επίσης και αργιλλικό υλικό από τη διάβρωση του φλύσχη της Κυθρέας. Μετά την εισβολή τα νέα τουβλοποιεία που δημιουργήθηκαν νότια της Λευκωσίας, καθώς επίσης και εκείνα της Λεμεσού, χρησιμοποιούν αλλουβιακές αποθέσεις, πλειοκαινικές μάργες και προϊόντα διάβρωσης των διαβασικών κυρίως πετρωμάτων. Τα κυριότερα λατομεία βρίσκονται στις περιοχές Τσεριού, Δαλιού, Λυθροδόντα, Γεράσας και Καλού Χωριού - Αγίου Μάμα.

 

Ασβέστης: Για την παραγωγή ασβέστη χρησιμοποιείται ασβεστόλιθος υψηλής περιεκτικότητας σε ανθρακικό ασβέστιο (πάνω από 95%). Παραδοσιακά τα μεγάλα ασβεστοποιεία της Κύπρου ήσαν συγκεντρωμένα στους πρόποδες της οροσειράς του Πενταδάκτυλου και ιδιαίτερα στις νότιες παρυφές του, μεταξύ Δικώμου και Κυθρέας. Ο βασικός λόγος ήταν η ύπαρξη των γνωστών ασβεστολιθικών σχηματισμών του Πενταδάκτυλου. Μετά την εισβολή και την κατάληψή τους από τα τουρκικά στρατεύματα, δημιουργήθηκε μόνο ένα σύγχρονο ασβεστοποιείο στην ελεύθερη περιοχή, κοντά στο Μιτσερό. Για την παρασκευή του ασβέστη (υδρασβέστη) χρησιμοποιείται ομφαλογενής ασβεστόλιθος του σχηματισμού της Κορωνιάς που χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή θραυστών σκύρων και άμμου.

 

Πέτρα δομήσεως: Ο ασβεστόλιθος και ειδικότερα ο απολιθωματοφόρος ψαμμιτικός ασβεστόλιθος ή ασβεστολιθικός ψαμμίτης των σχηματισμών της Λευκωσίας και της Αθαλάσσας, απετέλεσε τόσο στην Αρχαιότητα όσο και στους νεότερους χρόνους το κύριο δομικό υλικό. Οι πόλεις της Αρχαιότητας, τα οχυρωματικά έργα και τα λιμάνια κτίσθηκαν με ασβεστόλιθο. Ελλείψει καλής ποιότητας μαρμάρου, ο ασβεστόλιθος χρησιμοποιήθηκε εκτός από την τοιχοποιία και για την κιονοποιία, χαρακτηριστικό δε παράδειγμα είναι ο ναός του Απόλλωνος Υλάτη στο Κούριον, και ακόμη για την αγαλματοποιία. Κατά τη διάρκεια των Μεσαιωνικών χρόνων, ο ίδιος τύπος πετρώματος χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση των ανακτόρων και άλλων δημοσίων κτιρίων καθώς επίσης και των τειχών των πόλεων και των κάστρων. Στη Λευκωσία χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση ο κιτρινωπός πωρόλιθος που απαντάται στις περιοχές Αγλαντζιάς, Αγίας Παρασκευής, Ακρόπολης και Γερολάκκου. Στο πρόσφατο παρελθόν τα αρχοντικά της Λευκωσίας και των προαστίων κτίσθηκαν με τον ίδιο τύπο πετρώματος. Μάρτυρες της μακρόχρονης λατόμευσης είναι τα τεχνητά σπήλαια και άλλες εκσκαφές που βρίσκονται στις πιο πάνω περιοχές.

 

Λατομεία παραγωγής πέτρας καθορισμένων διαστάσεων για τοιχοποιία βρίσκονται στην περιοχή Κελλιών της επαρχίας Λάρνακας. Τα λατομεία είναι πλήρως βιομηχανοποιημένα και παράγουν μεταξύ άλλων πέτρες με διαστάσεις 30Χ20Χ10 εκατοστόμετρα, που είναι οι διαστάσεις των συνηθισμένων τούβλων. Στις περιοχές Κιβίδων της επαρχίας Λεμεσού και Τόχνης της επαρχίας Λάρνακας λειτουργούν επίσης παρόμοια λατομεία για παραγωγή πέτρας για διακοσμητικές δομικές εργασίες και για την κατασκευή πλακών για κατοικίες και για δάπεδα. Τα πετρώματα που χρησιμοποιούνται είναι ασβεστόλιθος, ασβεστολιθικός ψαμμίτης ή ακόμη και σκληρή κιμωλία με υψηλό ποσοστό πυριτίου, που ανήκουν στον σχηματισμό της Πάχνας. Άλλα λατομεία παραγωγής θρυμματισμένων πετρών ή ογκολίθων λειτουργούν στην περιοχή Μάμμαρι - Δένειας και Ύψωνα.

 

Εκτός από τα λατομεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω, σε ορισμένα μέρη της Κύπρου λειτουργούν μικρά λατομεία παραγωγής πλακών ανθεκτικών σε υψηλές θερμοκρασίες, για τζάκια και φούρνους. Το πέτρωμα που λατομεύεται για τους σκοπούς αυτούς είναι λεπτόκοκκη, σχετικά μαλακή κιμωλία που απαντάται σε στρώσεις. Σε παλαιότερες εποχές το ίδιο πέτρωμα, γνωστό σαν «πέτρα της Αθηένου», χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή λεκανών, των γνωστών βούρνων, για οικιακές και άλλες χρήσεις. Λατομεία παραγωγής τέτοιου είδους πλακών λειτουργούν σήμερα στην περιοχή Λυμπιών.

 

Μάρμαρα: Τα μάρμαρα είναι μεταμορφωμένα πετρώματα και προέρχονται από τη μεταμόρφωση, κάτω από υψηλές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας, ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Στην Κύπρο δεν υπάρχουν μάρμαρα υψηλής ποιότητας όπως τα γνωστά μάρμαρα της Πεντέλης, Πάρου και Καρράρας (Ιταλία), αλλά κρυσταλλικοί ή ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι, δηλαδή με μικρότερο βαθμό μεταμόρφωσης. Η οροσειρά του Πενταδάκτυλου αποτελείται βασικά από τέτοιου είδους ασβεστόλιθους με χρώματα που ποικίλλουν από το άσπρο μέχρι το μαύρο. Σε διάφορες κατεχόμενες σήμερα από τους Τούρκους περιοχές, όπως η Μύρτου, λειτουργούσαν λατομεία μαρμάρου. Στις ελεύθερες περιοχές βρίσκονται μόνο μικρά κοιτάσματα μαρμάρων, συνήθως άσπρου χρώματος, στην επαρχία Πάφου και αποτελούν μέρος του συμπλέγματος των Μαμωνιών. Σε ολόκληρη την επαρχία υπάρχουν δεκάδες μικρά λατομεία μαρμάρου με ετήσια παραγωγή που κυμαίνεται μεταξύ 75.000-100.000 τόνων. Το μεγαλύτερο ποσοστό από την παραγωγή αυτή χρησιμοποιείται στην κατασκευή μαρμάρινων (κυρίως ως ψηφίδες) και παρασκευή διαφόρων άλλων προϊόντων της οικοδομικής βιομηχανίας, όπως ετοίμων επιχρισμάτων (σαγρέ, τρίτο χέρι σουβά κλπ.), «τζιόνι» για σπριτς και άλλα.

 

Γύψος: Η Κύπρος συγκαταλέγεται μεταξύ των πλουσιοτέρων χωρών σε γύψο. Τεράστια επιφανειακά κοιτάσματα γύψου υψηλής ποιότητας είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρο το νησί. Η περιεκτικότητά τους σε ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSO4 2H2O), κυμαίνεται μεταξύ 95-99%. Το ορυκτό γύψος απαντάται σε τρεις κύριες μορφές: α) Συμπαγής (ζαχαροειδής τύπος), β) κρυσταλλικός σελενίτης (αλάβαστρο) και γ) σε στρώσεις (μάρμαρο). Ο τελευταίος τύπος, το «μάρμαρο», χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ιδιαίτερα στις πόλεις για κάλυψη δαπέδων, σκαλοπατιών κλπ. Τα γνωστότερα λατομεία προμήθειας «μαρμάρων» βρίσκονταν στην περιοχή Αραδίππου, στην επαρχία Λάρνακας.

 

Η χρήση γύψου σαν οικοδομικού υλικού προϋποθέτει διαπύρωση σε θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 150°-180° Κελσίου και λειοτρίβιση. Πριν από τη δεκαετία του 1950 η διαπύρωση γινόταν σε πρωτόγονα καμίνια με αποτέλεσμα το παραγόμενο υλικό να είναι χαμηλής ποιότητας. Σήμερα η επεξεργασία της γύψου γίνεται σε σύγχρονες βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες παράγουν διάφορα προϊόντα όπως επιχρίσματα (γύψος σε συνδυασμό με άλλα υλικά όπως περλίτη και ασβεστόλιθο), γυψοσανίδες, γύψο για εσωτερικές διακοσμήσεις και άλλα. Τέλος, σημαντικές ποσότητες ακατέργαστης γύψου χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τσιμέντου καθώς και για εξαγωγή. Λατομεία γύψου λειτουργούν σήμερα στις περιοχές Αραδίππου - Καλού Χωριού Λάρνακας και Τόχνης -Ψεματισμένου.

 

Μπεντονίτης: Ο μπεντονίτης είναι αργιλλικό πέτρωμα με κύριο συστατικό το ορυκτό μοντμοριλονίτη. Λόγω των ιδιαζουσών ιδιοτήτων του, όπως η διόγκωσή του με την πρόσληψη νερού, η μεγάλη απορροφητικότητα και η θιξοτροπική ιδιότητά του, έχει πολλαπλές χρήσεις στη βιομηχανία. Παρόλο που στην Κύπρο υπάρχουν εκτεταμένα κοιτάσματα μπεντονίτη, η συστηματική εκμετάλλευση, επεξεργασία και εξαγωγή του άρχισε μετά το 1974.

 

Ο κυπριακός μπεντονίτης λόγω της ορυκτολογικής του σύστασης (ασβεστούχος μπεντονίτης) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη φυσική του κατάσταση στους κυριότερους τομείς της βιομηχανίας όπου χρησιμοποιείται ο μπεντονίτης του εξωτερικού, όπως η ανόρυξη βαθειών γεωτρήσεων, έργα πολιτικής μηχανικής, μεταλλουργία κλπ. Με την κατάλληλη όμως επεξεργασία (ενεργοποίηση) καθίσταται εφάμιλλος των υψηλής ποιότητας μπεντονιτών του εξωτερικού. Λατομεία μπεντονίτη βρίσκονται στις περιοχές Τρούλλων, Πεντακώμου - Μοναγρουλλιού, Αγίας Μαρίνας Ξυλιάτου, Νατάς, Αρμενοχωριού - Φοινικαριών, Παρσάτας (Καλαβασού) και Κανναβιούς. Εργοστάσιο επεξεργασίας (ενεργοποίησης) μπεντονίτη λειτουργεί στην περιοχή Πεντακώμου.

 

Φαιόχωμα (ούμπρα): Εκτός από τον χαλκό και τον αμίαντο, η Κύπρος ήταν γνωστή κατά την Αρχαιότητα και για τις εξαιρετικής ποιότητας φυσικές χρωστικές της και ιδιαίτερα το φαιόχωμα, γνωστό κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους σαν terra umbra, και την ώχρα. Η εκμετάλλευσή τους συνεχίζεται σχεδόν αδιάλειπτα από τους Προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα.

 

Τα κοιτάσματα του φαιοχώματος βρίσκονται διάσπαρτα στους πρόποδες της οροσειράς του Τροόδους και συγκεκριμένα στην επαφή μεταξύ των λαβών του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους και των υπερκείμενων ιζηματογενών σχηματισμών. Το φαιόχωμα είναι ιζηματογενές πέτρωμα πλούσιο σε οξείδια του σιδήρου και μαγγανίου. Απαντάται υπό μορφή μικρών κυρίως κοιτασμάτων φακοειδούς ή ακανόνιστης μορφής, με διάμετρο μερικών δεκάδων μέτρων και πάχος λίγων μέτρων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το πάχος των κοιτασμάτων φθάνει τα 100 μέτρα, οπότε τα αποθέματά τους υπερβαίνουν το 1.000.000 τόνους. Το χρώμα του φαιοχώματος ποικίλλει από καφέ μέχρι μαύρο.

 

Τα κοιτάσματα ώχρας είναι σχετικά περιορισμένα σε σύγκριση με τα κοιτάσματα του φαιοχώματος και συνδέονται άμεσα με τα κοιτάσματα των χαλκούχων σιδηροπυριτών. Θεωρούνται σαν προϊόν υποθαλάσσιας διάβρωσης και οξείδωσης των κοιτασμάτων αυτών και ως εκ τούτου τα κοιτάσματα της ώχρας βρίσκονται είτε πάνω από τα κοιτάσματα των χαλκούχων σιδηροπυριτών, είτε πλησίον τους. Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα ώχρας βρίσκονται στη Σκουριώτισσα (λόφος της Φουκάσας).  Μικρότερα βρέθηκαν στον Μαθιάτη και στην Καλαβασό. Το φαιόχωμα και η ώχρα τυγχάνουν επεξεργασίας (διαπυρούνται και λειοτριβούνται) σε ειδικά εργοστάσια που λειτουργούν στη Λάρνακα, Τρούλλους και Αναλιόντα. Λατομεία φαιοχώματος λειτουργούν στις περιοχές Τρούλλων, Ποταμιούς - Κάτω Μονής, Καμπιών - Αναλιόντα, Μαθιάτη, Αλάμπρας - Λυμπιών - Πυργών, Παρεκκλησιάς, Πέρα -Πεδιού και Σαραμά - Μελάνδρας.

 

Σελεστίτης: Μέχρι πρόσφατα το ορυκτό σελεστίτης (θειικό στρόντιο) ήταν άγνωστο στην Κύπρο. Το 1977 το Τμήμα Γεωλογικής Επισκοπήσεως ανακάλυψε το πρώτο κοίτασμα στα βόρεια του χωριού Μαρώνι. Η λατόμευσή του άρχισε πρόσφατα το δε εξορυσσόμενο υλικό εμπλουτίζεται σε εργοστάσιο εμπλουτισμού που βρίσκεται στο Βασιλικό.

 

Χαλαζιακός Ψαμμίτης: Παρόλο που μικρές συγκεντρώσεις χαλαζιακού ψαμμίτη υπάρχουν διάσπαρτες στο σύμπλεγμα των Μαμωνιών σε ολόκληρη την επαρχία Πάφου, τα πλέον αξιόλογα κοιτάσματα βρίσκονται στην περιοχή Παρεκκλησιάς - Πύργου της επαρχίας Λεμεσού. Πρόσφατες έρευνες από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκοπήσεως απέδειξαν ότι τα ολικά αποθέματα των κοιτασμάτων αυτών είναι της τάξεως του 1,5 εκατομμυρίου τόνων με περιεκτικότητα χαλαζίου που κυμαίνεται μεταξύ 56% και 96,5%. Η περιεκτικότητα των οξειδίων του σιδήρου, που θεωρείται σαν ανεπιθύμητη ουσία για χρήσεις του ψαμμίτη στην υαλουργία (ειδικότερα του διαφανούς γυαλιού), κυμαίνεται μεταξύ 0 και 14,5%. Το μόνο λατομείο που βρίσκεται στην περιοχή λειτουργεί περιοδικά για παραγωγή μικρών ποσοτήτων χαλαζιακού ψαμμίτη για χρήσεις στη μεταλλουργία (χυτήρια) και τον κατασκευαστικό τομέα.

 

Λευκόλιθος: Μικρά κοιτάσματα λευκολίθου ή μαγνησίτη εντοπίσθηκαν στη χερσόνησο του Ακάμα, δυτικά του Νέου Χωριού, και σε περιοχές του δάσους της Λεμεσού και ειδικότερα στην περιοχή της Παναγίας της Αμιρούς, ανατολικά του χωριού Αψιού. Ο λευκόλιθος απαντάται υπό μορφή λεπτών φλεβών ή φακών μέσα σε έντονα σερπεντινιωμένα και θρυμματισμένα υπερβασικά πετρώματα, όπως τους περιδοτίτες. Στην περιοχή του Ακάμα, όπου βρίσκονται και οι πιο αξιόλογες συγκεντρώσεις λευκόλιθου, το πάχος των φλεβών σπανίως υπερβαίνει τα 30 εκατοστόμετρα, σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις εντοπίσθηκαν κοιτάσματα πλάτους 3 μέτρων. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αυτών έγινε κατά περιόδους, 1921-1922 και 1944-1953, και απέδωσε 1.750 περίπου τόνους λευκόλιθου με μέση περιεκτικότητα ανθρακικού μαγνησίου (MgCCh) 94%-96%. Η μέθοδος εκμετάλλευσης ήταν συνδυασμός υπαιθρίων (φρεάτων και τάφρων) και υπογείων εκσκαφών (στοών και σηράγγων).

 

 

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΑΤΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΜΕΤΑΞΥ 1980-1986

(ΜΕΤΡΙΚΟΙ ΤΟΝΟΙ)

ΛΑΤΟΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ

1980

1981

1982

1983

1984

1985

1986

Αμμοχάλικα

4.700.000

3.900.000

3.975.000

4.100.000

4.075.000

4.450.000

4.370.000

Χαβάρα

5.000.000

4.350.000

3.475.00

4.500.000

3.560.000

2.800.000

2.500.000

Υλικά παραγωγής τσιμέντου

2.087.317

1.901.147

1.805.580

1.612.363

1.372.155

1.035.334

1.651.283

Υλικά παραγωγής τούβλων - κεραμιδιών

380.000

165.000

187.000

230.000

220.000

212.000

220.000

Υδρασβέστης

18.500

12.920

11.900

8.500

7.500

7.730

7.450

Δομική πέτρα

105.000

760.000

980.000

500.000

450.000

343.000

280.000

Μάρμαρα

66.200

56.000

75.000

90.000

87.500

80.000

75.000

Γύψος

39.000

26.000

29.000

32.000

22.000

16.100

30.000

Μπεντονίτης

24.000

47.000

13.000

32.000

32.000

52.000

55.000

Φαιόχωμα

27.000

20.000

20.000

16.000

13.000

12.200

10.000

Σελεστίτης (συμπύκνωμα)

-

-

-

-

-

1.400

7.365

 

* Περιλαμβάνει επίσης υλικό που χρησιμοποιήθηκε σε λιμάνια (ογκόλιθοι) και υδατοφράκτες.

 

Πηγή στοιχείων: Ετήσιες Εκθέσεις για τα έτη 1980-1986 της Υπηρεσίας Μεταλλείων.

 

Τύποι λατομείων και μέθοδοι εξόρυξης των λατομικών υλικών: Με εξαίρεση το μικρό λατομείο λευκολίθου στον Ακάμα που λειτούργησε στο παρελθόν και ως υπόγειο, όλα τα άλλα προαναφερθέντα λατομεία είναι υπαίθρια.

 

Στις πλείστες των περιπτώσεων τα λατομικά υλικά καλύπτονται από λεπτό στρώμα ακατάλληλου υλικού το οποίο απομακρύνεται πριν αρχίσει η εκμετάλλευση. Οι μέθοδοι εξόρυξης των λατομικών υλικών είναι συνάρτηση των φυσικών ιδιοτήτων του υλικού ή των υλικών. Π.χ. για την εξόρυξη υλικών με χαμηλή συνεκτικότητα όπως είναι τα φυσικά αμμοχάλικα, ή μαλακών υλικών όπως είναι οι διάφοροι τύποι αργίλλων, μαργών και φαιοχώματος, χρησιμοποιούνται μηχανικοί εκσκαφείς - φορτωτήρες. Αντίθετα, για την εξόρυξη σκληρών πετρωμάτων ή ορυκτών όπως μαρμάρων, ασβεστόλιθων, διαβάση, σελεστίτη, κλπ., χρησιμοποιούνται, σε συνδυασμό με τα μηχανικά μέσα εκσκαφής, εκρηκτικές ύλες. Τέλος για τη λατόμευση πετρωμάτων καθορισμένων διαστάσεων (πέτρα δομήσεως) χρησιμοποιούνται δισκοπρίονα.

 

Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image