Λιπέρτης Δημήτρης

Image

Σημαντικός σύγχρονος ποιητής, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της κυπριακής διαλεκτικής ποίησης. Γεννήθηκε στη Λάρνακα στις 22 Σεπτεμβρίου 1866 και πέθανε στη Λευκωσία στις 18 Ιουλίου 1937. Ο πατέρας του Θεοφάνης Λιπέρτης, καταγόμενος από την Κερύνεια, ασχολείτο στη Λάρνακα με το εμπόριο και είχε εγκατασταθεί στην πόλη αυτή με τη βοήθεια και του επισκόπου Κιτίου Μελετίου που ήταν συγγενής του. Η μητέρα του Κοκονού, της οικογένειας Μοδινού, ήταν γνωστή για την ομορφιά της (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).

 

Ο Δημήτρης Λιπέρτης διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη Λάρνακα, αρχικά κοντά στον θείο του Χαρίτωνα που ήταν εφημέριος στον μητροπολιτικό ναό του Σωτήρος, και στη συνέχεια φοιτώντας στο Σχολαρχείο της ίδιας πόλης. Ευτύχησε να έχει ικανούς δασκάλους, όπως ο Ιερώνυμος Βαρλαάμ, σημαντικός λόγιος της εποχής, οι επίσης λόγιοι Θεμιστοκλής Θεοχαρίδης  και Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, ο Χρύσανθος Ιωαννίδης, μετέπειτα επίσκοπος Κερύνειας και Κιτίου και ο Διόφαντος Θεμιστοκλέους. Ο Λιπέρτης φοίτησε επίσης για πολύ σύντομο διάστημα και κοντά στον μεγάλο δάσκαλο Ανδρέα Θεμιστοκλέους, στη Λεμεσό. Ενδιαφέρον επέδειξε ο Λιπέρτης στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, και το 1880 έφυγε για τη Βηρυτό για περαιτέρω σπουδές. Μέχρι το 1884 σπούδασε στη Βηρυτό ξένες γλώσσες (αγγλική, γαλλική) στο Αμερικανικό Κολλέγιο και στη Σχολή των Ιησουιτών.

 

Επιστρέφοντας στην Κύπρο, εργάστηκε αρχικά από το 1885 μέχρι το 1890 ως γραμματέας στο δικαστήριο της Λάρνακας. Την επόμενη δεκαετία εργάστηκε σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις, όπως πληρωτής στα δημόσια έργα, πληρωτής για την ακρίδα, επόπτης για τις ασθένειες των αμπελιών, επόπτης ακτοφυλακής κ.α. Εξαιτίας των εργασιών του αυτών, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλά την κυπριακή ύπαιθρο και τους γνήσιους ανθρώπους της που θα τραγουδήσει αργότερα με τρόπο αριστοτεχνικό και με άριστη γνώση της κυπριακής τοπολαλιάς στα ποιήματά του. Την ύπαιθρο και τους ανθρώπους της θα ζήσει και αργότερα, τόσο εξαιτίας της εργασίας του όσο και ως επισκέπτης.

 

Το 1900-1901 έλειψε και πάλι από την Κύπρο. Πήγε στη Νεάπολη της Ιταλίας, όπου παρακολούθησε φιλοσοφικά μαθήματα, και στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα θεολογίας. Ταξίδευσε επίσης στην Αίγυπτο, αναζητώντας εργασία.

 

Από το 1910 άρχισε νέα σταδιοδρομία ως εκπαιδευτικός. Κατά το διάστημα 1910-1912 εργάστηκε ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Εργάστηκε στη συνέχεια ως καθηγητής στη Σχολή Λεμύθου (1913-1916) και, τέλος, στην Αγγλική Σχολή της Λευκωσίας για πολλά χρόνια. Κατά το διάστημα αυτό δεν απέφευγε να επισκέπτεται και τις άλλες πόλεις αλλά και την ύπαιθρο, παραθέριζε δε τακτικά στη Βάσα Κοιλανίου και σε άλλα χωριά.

 

Την εμφάνισή του στον χώρο της ποίησης έκαμε ο Λιπέρτης το 1891, με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Τίτλος της: Χαλαρωμένη Λύρα۬  εξεδόθη στη Λευκωσία και ήταν αφιερωμένη στον δάσκαλο του ποιητή Ιερώνυμο Βαρλαάμ. Η πρώτη αυτή ποιητική συλλογή του Λιπέρτη περιελάμβανε ποιήματα γραμμένα στην καθαρεύουσα και στη δημοτική της εποχής εκείνης. Όπως και η επόμενη ποιητική του συλλογή, με τίτλο Στόνοι που εξεδόθη στη Λάρνακα 7 χρόνια αργότερα, το 1898, είναι εμποτισμένη με το ρομαντικό κλίμα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Τον νέο ακόμη τότε Λιπέρτη επηρέασε μεταξύ άλλων, και το έργο της Φαναριώτισσας ποιήτριας Βιργινίας Ευαγγελίδου που το γνώριζε από τις δημοσιεύσεις στο περιοδικό «Κόσμος» της Κωνσταντινουπόλεως. Ένα ποίημα μάλιστα της Χαλαρωμένης Λύρας του, ο Λιπέρτης είχε αφιερώσει στην Ευαγγελίδου.

 

Παρά το ότι στους Στόνους, σ' αντίθεση προς την πρώτη συλλογή, υπερισχύουν τα γραμμένα στη δημοτική ποιήματα, ωστόσο ο Λιπέρτης δεν έχει ακόμη βρει τον δρόμο του. Επηρεασμένος και από το αστικό περιβάλλον της Λάρνακας αλλά και από το συντηρητικό κλίμα της εποχής και τους ιδίους τους λογίους δασκάλους του, θα χρειαστεί αρκετά ακόμη χρόνια για να στραφεί προς τη γραφή στο τοπικό κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα και στην άντληση θεμάτων από τους απλούς ανθρώπους της ίδιάς του της πατρίδας. Στη σημαντική αυτή και οριστική στροφή φαίνεται ότι είχε συμβάλει αποφασιστικά η γνωριμία του με το ποιητικό έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη, του οποίου το βιβλίο Ποιήματα εξεδόθη στη Λεμεσό το 1911. Η προσωπική του σχέση εξάλλου με λογίους που ασχολήθηκαν με το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα και τον πνευματικό και λαογραφικό πλούτο της Κύπρου (Α. Σακελλάριος, Γ. Λουκά, Σ. Μενάρδος), δεν ήταν άσχετη με τις νέες αναζητήσεις του Λιπέρτη.

 

Ωστόσο θα περάσουν και άλλα ακόμη χρόνια μέχρι να εκδώσει μια νέα ποιητική συλλογή. Η νέα (τρίτη) συλλογή του εκδίδεται το 1923. Πρόκειται για συλλογή ποιημάτων στην κυπριακή τοπολαλιά, που απετέλεσε και τον πρώτο τόμο του γραμμένου στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα έργου του. Τίτλος της συλλογής: Τζυπριώτικα Τραούδκια (με πρόλογο του δημάρχου Λευκωσίας Γ.Α. Μαρκίδη). Εξεδόθη στη Λευκωσία.

 

Θα ακολουθήσουν: Τζυπριώτικα Τραούδκια, τόμος Β', Λευκωσία, 1930 (με πρόλογο του Κωστή Παλαμά), Τζυπριώτικα Τραούδκια, τόμος Γ', Λευκωσία, 1934 (με πρόλογο του Γ.Α. Μαρκίδη) και Τζυπριώτικα Τραούδκια, τόμος Δ', Λευκωσία, 1937).

 

Ο Λιπέρτης συγκέντρωσε στους τέσσερις αυτούς τόμους των τζυπριώτικων ποιημάτων του τέσσερις δέσμες από ωραιότατα ποιήματα, λυρικά κυρίως, που διακρίνονται τόσο για τον τέλειο χειρισμό της κυπριακής διαλέκτου όσο και για τη μουσικότητα και την αρμονία τους. Έχουν όμως αξία και για άλλους λόγους ۬ επειδή με την ποίησή του αυτή ο Λιπέρτης περιέσωσε κι αποτύπωσε την ίδια την Κύπρο και τους ανθρώπους της, της εποχής του μεσοπολέμου. Η καθημερινή ζωή, οι αντιλήψεις της εποχής, τα όνειρα και οι ελπίδες του απλού ανθρώπου της Κύπρου, τα βάσανα, οι αρετές, λαογραφικά στοιχεία, ακόμη και η θυμοσοφία και η λαϊκή σοφία, εμπεριέχονται στο έργο του Λιπέρτη.

 

Βέβαια οι εθνικοί πόθοι του λαού δεν αφήνουν ούτε τον Λιπέρτη ασυγκίνητο. Δίνει έτσι και πατριωτικούς στίχους που έχουν άμεση και μεγάλη απήχηση στο κοινό του όταν απαγγέλλονται μάλιστα από τον ίδιο σε διάφορες ευκαιρίες:

 

...Εἴμαστιν τζ'εῖνοι ποὒμαστιν, τζ' ἐμεῖς τζ'αί τά παιδκιά μας۬

Ὁ σπόρος ἒν ὁ  ἴδιος, τόν ἴδιον χωράφιν,

Ὅσον τζ' ἄν πολλυνίσκουσιν τές πλῆξες, τά κακά μας,

Ἒν μᾶς λυοῦν τζ' ἄν μάχουνται μέ βόλιν, μέ χρυσάφιν...

 

Ή αλλού:

 

Καρτεροῦμεν μέραν νύχταν νά φυσήσ' ἕνας ἀέρας

Στοῦν τόν τόπον πὤν καμένος τζι' ἒθ' θωρεῖ ποττέ δροσ’ιάν,

Γιά νά φέξει καρτεροῦμεν τό φῶς τζ'είνης τῆς ἡμέρας

Π ὤν νά  φέρει στόν καθέναν τζ'αί χαράν τζ'αι ποσπασ'ιάν.

Τήν Μανούλλαν μας για πάντα μιτσ’οι μιάλοι καρτεροῦμεν

Γιά νά μᾶς σφιχταγκαλιάσει τζ'αι νά νεκραναστηθοῦμεν...

 

Ο ίδιος ο ποιητής, με θαυμάσιο τρόπο, συχνά απάγγελλε δημόσια τα ποιήματά του αλλά εμφανιζόταν και με κατάλληλες ποιητικές δημιουργίες του στα στάδια των κυπριακών πόλεων για να καλωσορίσει αθλητές και επισκέπτες από την Ελλάδα.

 

Τα ποιήματά του, και των τεσσάρων τόμων, μπορούν να χωριστούν σε τέσσερις κατηγορίες: α) πατριωτικά, β) φυσιολατρικά, γ) ερωτικά και δ) γνωμικά - διδακτικά.

 

Ο Λιπέρτης στάθηκε φωτεινό πρότυπο για πολλούς μεταγενέστερους Κυπρίους ποιητές. Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη λαϊκή ποίηση της Κύπρου ενώ ταυτόχρονα στάθηκε και δάσκαλος της γλώσσας, γιατί ξεκαθάρισε την κυπριακή τοπολαλιά, αποβάλλοντας απ' αυτήν τα ξένα στοιχεία και κυρίως τις τουρκικές λέξεις και παραδίδοντάς την ατόφια.

 

Το 1931 ο Λιπέρτης τιμήθηκε με τον τίτλο του αξιωματικού της Γαλλικής Ακαδημίας για την προσφορά του, ενώ το 1936 — λίγο πριν από τον θάνατο του έγιναν θερμές εκδηλώσεις τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αθήνα (από τον «Παρνασσό») για να τιμηθούν τα 70χρονά του.

 

Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν από διάφορους συνθέτες και χιλιοτραγουδήθηκαν. Αρκετά δε εξακολουθούν να τραγουδιούνται με την ίδια αγάπη και σήμερα, όπως τα πολύ γνωστά  Ἀππωμένη, Ἡ κούφη τῆς Ἐλιάς [Μαρικκού], Τά Μαῦρ' Ἀμμάδκια, Τό Ἀερούδιν κ.ά.

 

Το 1961 εξεδόθησαν σε ένα τόμο τα Ἅπαντα του Λιπέρτη. Η έκδοση, που επαναλήφθηκε κι αργότερα, περιλαμβάνει και τους πολύ διαφωτιστικούς για το έργο του ποιητή προλόγους των Μαρκίδη και Παλαμά. Το σπίτι του Δημήτρη Λιπέρτη  αγοράστηκε από το δημόσιο και μετατράπηκε σε Μουσείο. (Βλέπε βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ).

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image