Αρχαιοτήτων Τμήμα

Image

Ιδρύθηκε το 1935 με την τροποποίηση και ψήφιση του σχετικού με τις κυπριακές αρχαιότητες νόμου και από τότε αντικατέστησε στο γενικό του ρόλο το Κυπριακό Μουσείο, που, με τη συγκατάθεση της τότε αποικιακής αγγλικής κυβέρνησης, λειτουργούσε από το 1883 σαν ημιεπίσημος οργανισμός υπό τη διοίκηση ειδικής επιτροπής, με πρόεδρο τον Άγγλο ύπατο αρμοστή. Από την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητη Δημοκρατία, το 1960, το Τμήμα υπάγεται στο υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και αποτελεί τον επίσημο κυβερνητικό φορέα, του οποίου οι δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες περιορίζονται αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση και προαγωγή της κυπριακής αρχαιολογίας.

 

Παράλληλα με την επιστημονική ανασκαφική έρευνα, που είναι το βασικό έργο του, το Τμήμα Αρχαιοτήτων επεκτείνει τις δραστηριότητές του στη συντήρηση, στην αποκατάσταση και στην αναστήλωση των κινητών και ακίνητων αρχαιοτήτων, στην καταπολέμηση της τυμβωρυχίας και αρχαιοκαπηλίας, στην οργάνωση αρχαιολογικών συνεδρίων, διαλέξεων και εκθέσεων στην Κύπρο και στο εξωτερικό, στη μεθοδική ταξινόμηση και επιστημονική δημοσίευση των ανασκαφικών ευρημάτων και σε αρκετούς άλλους τομείς, που σχετίζονται άμεσα με την ερευνητική μελέτη, την περιφρούρηση και τη διεθνή προβολή του αρχαίου κυπριακού πολιτισμού. Το πολύπλευρο αυτό πολιτιστικό έργο του Τμήματος κατανέμεται στους κλάδους Μουσείων και Αρχαιολογικής Επισκοπήσεως, Μνημείων και Νεότερου Πολιτισμού και διεξάγεται από εξειδικευμένο επιστημονικό, τεχνικό και γραμματειακό προσωπικό.

 

Τα γραφεία του προσωπικού, το λογιστήριο και οι τεχνικές υπηρεσίες του χημείου, του σχεδιαστηρίου, του εργαστηρίου συγκολλήσεως και αποκαταστάσεως πήλινων αντικειμένων και του φωτογραφείου, στεγάζονται και λειτουργούν καθημερινά στο κεντρικό κτίριο του Κυπριακού Μουσείου στη Λευκωσία. Στο ίδιο κτίριο, στεγάζεται η βιβλιοθήκη του Τμήματος, εφοδιασμένη με χιλιάδες τόμους από ιστορικο-αρχαιολογικά βιβλία και περιοδικά, που καλύπτουν όλες τις φάσεις της εξελικτικής πορείας του κυπριακού πολιτισμού και πολυάριθμα άλλα θέματα, συναφή με τους πολιτισμούς ολόκληρου του αρχαίου κόσμου. Σε άλλο ανεξάρτητο κτίριο, στην οδό Ομήρου, που αποτελεί παράρτημα του Τμήματος Αρχαιοτήτων, στεγάζονται τα γραφεία του προσωπικού του κλάδου του Νεότερου Πολιτισμού, τα εργαστήρια του κλάδου Αρχαιολογικής Επισκοπήσεως, τα εργαστήρια συντηρήσεως και αποκαταστάσεως ψηφιδωτών, εικόνων και τοιχογραφιών και τα αρχιτεκτονικά γραφεία και σχεδιαστήρια των υπηρεσιών αναστηλώσεως των αρχαίων μνημείων.

 

Στο ισόγειο της οικίας παραδοσιακής αστικής αρχιτεκτονικής του Κυπρίου δραγομάνου Χατζηγιωρκάτζη Κορνέσιου, επίσης στη Λευκωσία, στεγάζονται οι αποθήκες με το αρχαιολογικό υλικό που προέρχεται από τη γενική αρχαιολογική επισκόπηση σ' ολόκληρη την Κύπρο, από σωστικές ανασκαφές και από τυχαίες ανακαλύψεις και ανασκαφές αρχαίων τάφων.

 

Εκτός από τον γραφειακό και εργαστηριακό εξοπλισμό, μέσα στις 14 αίθουσες εκθεμάτων του Κυπριακού Μουσείου είναι τοποθετημένα με επιμελημένη διάταξη κατά είδος και χρονολογική ακολουθία όλα τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της κυπριακής κεραμεικής, γλυπτικής, κοροπλαστικής, μεταλλοτεχνίας και μικροτεχνίας, που αποκαλύφθηκαν με τις συστηματικές και σωστικές ανασκαφές του Κυπριακού Μουσείου, του Τμήματος Αρχαιοτήτων και των ξένων αρχαιολογικών αποστολών από το 1880 μέχρι σήμερα.

 

(Λεπτομερής αναφορά στο ανασκαφικό έργο του Κυπριακού Μουσείου, του Τμήματος Αρχαιοτήτων και των ξένων αποστολών από την αρχή της Αγγλοκρατίας μέχρι σήμερα, βλέπε λήμμα ανασκαφές).

 

Η διάταξη που ακολουθούν τα εκθέματα, επιτρέπει τόσο στους φιλότεχνους επισκέπτες όσο και στους ειδικούς μελετητές να παρακολουθήσουν μέσα σε μια αδιάσπαστη συνέχεια όλες τις εκδηλώσεις της αρχαίας κυπριακής τέχνης από τα πρώτα της βήματα στα Νεολιθικά χρόνια, μέχρι και τη Ρωμαϊκή εποχή.

 

Με παρόμοιο τρόπο όλες οι φάσεις της ιστορικής τέχνης του νησιού παρουσιάζονται στον επισκέπτη με εκλεκτά αντιπροσωπευτικά εκθέματα στα επαρχιακά μουσεία της Λάρνακας, της Λεμεσού και της Πάφου και στα τοπικά αρχαιολογικά μουσεία του Κουρίου (στην Επισκοπή Λεμεσού) και της Παλαιπάφου (στα Κούκλια). Επαρχιακά και τοπικά αρχαιολογικά μουσεία με πλουσιότατο και ανεκτίμητο αρχαιολογικό υλικό, που η τύχη του σήμερα αγνοείται, υπήρχαν και στις τουρκοκρατούμενες από το 1974 περιοχές της Αμμοχώστου, της Σαλαμίνος, της Κερύνειας, της Μόρφου και των Σόλων.

 

Μια γενική εικόνα της συνέχειας της καλλιτεχνικής παράδοσης του κυπριακού λαού μέχρι τα τέλη των Μεσαιωνικών χρόνων καθρεφτίζεται στα εκθέματα του μεσαιωνικού Κυπριακού Μουσείου, που λειτουργεί στο κάστρο της Λεμεσού.

 

Η νεότερη παραδοσιακή λαϊκή τέχνη μέχρι το 1900 αντιπροσωπεύεται με μια μεγάλη ποικιλία από οικιακά σκεύη, αγροτικά εργαλεία, υφαντά, κεντήματα, ενδυμασίες, κοσμήματα και διάφορα άλλα αντικείμενα, στα μουσεία λαϊκής τέχνης στη Γεροσκήπου, στη Λευκωσία, και στην τουρκοκρατούμενη Κερύνεια. Τέσσερις από τις σημαντικότερες οικίες λαϊκής και αστικής αρχιτεκτονικής, που έχουν κηρυχθεί από το Τμήμα Αρχαιοτήτων σε Αρχαία Μνημεία Α' και Β' Πίνακα, και μετατράπηκαν σε μουσεία λαϊκής τέχνης με πρωτότυπο χαρακτήρα. Πρόκειται για την οικία Χατζηγιωρκάτζη Κορνέσιου στη Λευκωσία, πρότυπο επιπλωμένης αρχοντικής κατοικίας του 18ου και 19ου αιώνα και μουσείο με βυζαντινό και νεότερο εθνολογικό χαρακτήρα, την οικία Πάτσαλου στα Λεύκαρα, που λειτουργεί σαν μουσείο παραδοσιακού λευκαρίτικου κεντήματος και αργυροχοΐας, και τις οικίες Κατσινιόρου και Αχιλλέα Δημήτρη στο χωριό Φικάρδου, που εκθέτουν από μόνες τους στο κοινό τα χαρακτηριστικά δείγματα της αρχέγονης κυπριακής λαϊκής αρχιτεκτονικής και της ανάλογης παραδοσιακής επίπλωσης.