Mένοικο

Image

Αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, περί τα 27 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Λευκωσίας.

 

Το Μένοικον είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 250 μέτρων, κοντά στη νότια όχθη του ποταμού του Ακακίου. Το ανάγλυφο στην περιοχή του έχει μια κλίση από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά. Στα νοτιοανατολικά του οικισμού το υψόμετρο φθάνει τα 331 μέτρα (κορφή Εψηλός), μειώνεται στα 270 μέτρα στην τοποθεσία Αλακάτιν και στα 230 μέτρα κοντά στα διοικητικά του σύνορα στα βορειοδυτικά του οικισμού. Το τοπίο είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού του Ακακίου.

 

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες και ψαμμιτικές μάργες), τα αμμοχάλικα της Πλειστόκαινης γεωλογικής περιόδου (Σύναγμα), και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ερυθρογαίες και προσχωσιγενή εδάφη.

 

Το Μένοικον δέχεται μια πολύ χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση, που κυμαίνεται περί τα 320χιλιοστόμετρα. Ωστόσο η χρησιμοποίηση των νερών του ποταμού του Ακακίου και η αξιοποίηση πηγών και διατρήσεων που ανορύχθηκαν στην περιοχή του χωριού, συνέβαλαν στην άρδευση αρκετής έκτασης γης. Πάνω στα εύφορα εδάφη του χωριού καλλιεργούνται τα εσπεριδοειδή, τα όσπρια (κουκιά, ρεβίθια και λουβιά), τα σιτηρά (κυρίως κριθάρι), τα νομευτικά φυτά, τα λαχανικά (κυρίως πατάτες, πιζέλια και κρεμμύδια), οι ελιές, οι αμυγδαλιές και λίγα φρουτόδεντρα (αχλαδιές, συκιές και μεσπιλιές).

 

Η κτηνοτροφία είναι επίσης ανεπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό.

 

Από συγκοινωνιακής απόψεως, το Μένοικον συνδέεται στα βορειοδυτικά με το χωριό Ακάκι (περί τα 3 χμ.) και μέσω του με τον τουριστικό δρόμο Λευκωσίας-Τροόδους. Συνδέεται επίσης στα βορειοανατολικά με το χωριό Παλαιομέτοχον (περί τα 5 χμ.).

 

Η σχετικά μικρή απόσταση του χωριού από την πόλη της Λευκωσίας και οι προσοδοφόρες γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις είναι παράγοντες που συνέβαλαν και στην πληθυσμιακή του αύξηση. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 415 
1891 435 
1901 436 
1911 468 
1921 591 
1931 600 
1946 737 
1960 770 
1973 855 
1976 1.031 
1982 887 
1992 746 
2001 980 

 

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, το Μένοικον δέχτηκε προσωρινά ένα σημαντικό αριθμό Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Έτσι το 1976 ο πληθυσμός του ήταν αυξημένος. Στην περιοχή του δημιουργήθηκε μικρός συνοικισμός αυτοστέγασης προσφύγων.

 

Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός του χωριού ασχολείται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ενώ μέρος του εργάζεται στη Λευκωσία ως διακινούμενος.

 

Η περιοχή του χωριού ήταν κατοικημένη από τα αρχαία χρόνια και υφίσταται εκεί αρχαιολογικός χώρος. Κυριότερο ανασκαφικό έργο ήταν η αποκάλυψη ενός μικρού αγροτικού ιερού του 6ου π.Χ. αιώνα. Το ιερό ήταν αφιερωμένο στον θεό Βάαλ - Άμμωνα και σ’ αυτό βρέθηκαν πολλά πήλινα ειδώλια. Ο θεός αυτός πιστεύεται ότι είχε ταυτιστεί με τον πανάρχαιο κυπριακό θεό των βοσκών και των γεωργών, των οποίων και εθεωρείτο προστάτης. Συνεπώς μπορούμε να υπολογίσουμε ότι στην περιοχή θα πρέπει να βρίσκονταν μικροί οικισμοί κατοικούμενοι από αγρότες γεωργοκτηνοτρόφους. Η λατρεία εδώ του Βάαλ-Άμμωνος φανερώνει φοινικική επίδραση στο εσωτερικό της Κύπρου.

 

Δεν γνωρίζουμε ονομασίες οικισμών που πιθανότατα υφίσταντο στην περιοχή κατά την Αρχαιότητα. Το Μένοικον, με τη σημερινή του ονομασία, αναφέρεται στις πηγές από τα Μεσαιωνικά χρόνια και σε παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Menego. Εξάλλου, ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει επανειλημμένα το Μένοικον. Αρχικά, ως το μέρος στο οποίο βρίσκονταν οι κάρες δυο αγίων, του Κυπριανού και της Ιουστίνης:

 

... Ἀκομή εὑρίσκουνται εἰς τήν Κύπρον οἱ δύο κεφαλάδες τοῦ  ἁγίου Κυπριανοῦ καί Ἰουστίνης, ἀσημωμένες˙ οἱ ποῖοι ἐμαρτυρῆσαν εἰς τήν Ἀντιόχειαν, καί εἰς τήν κάκωσιν τῆς Συρίας ἐφέραν τες εἰς τήν Κύπρον καί ἐβάλαν τες εἰς ἕναν ἐκκλησούδιν εἰς τό Μένικον. Καί εἰς τό πλευρόν τοῦ βημάτου πρός τόν νότον ἔχει λάκκον καί περνοῦν καί προποτίζουνται, ὃπου πολομᾶ μεγάλες ἴασες εἰς γαρισοῦραν [= γιατρεύονται μεγάλες αρρώστιες των ματιών] καί είς τάς πύρεξες [=και πυρετοί]...

 

Κι αμέσως πιο κάτω, ο ίδιος χρονογράφος αναφέρει ότι με τη βοήθεια των δυο θαυματουργών αγίων θεραπεύθηκε και ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Α΄ (1359-1369):

 

... Καί εἰς τόν καιρόν τοῦ ρέ Πιέρ τοῦ μεγάλου εἶχεν τήν καρτάναν [= βαρύ πυρετό] καί δέν ἠμπόρησε ναὔρη ὑγείαν˙ τινές εἶπαν του διά τόν ἃγιον Κυπριανόν καί Ἰουστίναν ὅπου εἶνε εἰς τό Μένικον κοντά τοῦ  Ἀκακίου˙ ὁ ποῖος ἦρτεν καί ’προποτίστην [= ήπιε] καί παραῦθα ἐγίανεν˙ εἶνε ἀλήθεια ὅτι τό νερόν εἶνε πολλά γλυφόν καί κακόποτον, ἀμμέ θαυμαστόν εἰς ἰατρείαν˙ καί μοναύτα ὣρισεν καί ἐχαλάσαν τόν ναόν καί ἐποῖκαν [= έκτισαν] ἐκκλησίαν ἀπού γῆς καί ἀργύρωσεν [= έντυσε με άργυρο] τάς β΄ [=2] κεφαλάς, καί εἰς τήν κορυφήν ἀφῆκεν τόπον μέ πόρτες νά προσκυνοῦσιν τά λείψανα.

 

Πράγματι, η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον άγιο Κυπριανό και την αγία Ιουστίνη και γιορτάζει στις 2 Οκτωβρίου. Ο R. Gunnis (1935) είναι της γνώμης ότι το βόρειο κλίτος της πιθανόν να είναι κατάλοιπο της μεσαιωνικής εκείνης εκκλησίας που ο Μαχαιράς αναφέρει ότι είχε κτίσει ο βασιλιάς Πέτρος Α΄. Η εκκλησία, πάντως, στη σημερινή της μορφή, κτίστηκε το 1818. Κοντά της, ο G. Jeffery (1918) γράφει ότι πρόσεξε ανακαινισμένο ξωκκλήσι με κατάλοιπα από παλαιότερο κτίσμα.

 

Ο ντε Μας Λατρί γράφει ότι το Μένοικον υπήρξε ένα από τα φέουδα του Ούγου ντε Λουζινιάν, γιου του Φοίβου ντε Λουζινιάν, μέλους της βασιλικής οικογένειας της Κύπρου. Πιο πριν όμως, επί ημερών του βασιλιά Πέτρου Α΄, το Μένοικον ήταν φέουδο που ανήκε στον ευγενή Ερρίκο ντε Γιβλέτ, βισκούντη της Λευκωσίας, όπως μαρτυρεί ο Λεόντιος Μαχαιράς:

 

... Τῇ η΄ [= 8] ἰανουαρίου μηνός ἡμέρα κυριακῆ, ατξη΄ [= 1369] Χριστο, εὑρισκομένου τοῦ ρηγός εἰς τό Ἀκάκιν, ἐπῆγεν εἰς τό κυνήγιν, καί κοντά τοῦ  Ἀκακίου ἔχει ἕναν χωρίον μικρόν ὀνόματι Μένικον, καί ἦτο τοῦ σίρ Χαρρήν τε Ζιπλέτ...

 

Στη συνέχεια ο χρονογράφος αφηγείται ότι ο Γιβλέτ είχε θαυμάσια κυνηγετικά σκυλιά που τα ζήλεψε και τα θέλησε ο γιος του βασιλιά Πέτρου Α΄, ο μετέπειτα βασιλιάς Πέτρος Β΄. Ο Ερρίκος ντε Γιβλέτ αρνήθηκε να τα δώσει, επειδή τα αγαπούσε πολύ και ο δικός του γιος. Ο Πέτρος Α΄ προσεβλήθη και θύμωσε, με αποτέλεσμα να εξορίσει το Γιβλέτ στην Πάφο, να τον στερήσει από όλα τα αξιώματά του, να φυλακίσει τον γιο και την κόρη του και να εξευτελίσει την οικογένειά του ολόκληρη.

 

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας κατοίκησαν στο Μένοικον και Τούρκοι, που όμως δεν έμειναν για πολύ και απεσύρθησαν.

 

Ο Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) μνημονεύει επανειλημμένα το Μένοικον σε σχέση προς γεγονότα της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Αναφέρει ότι σε εκκλησία στο χωριό αυτό είχαν τοποθετηθεί οι κάρες των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης που είχαν μεν μαρτυρήσει στη Συρία αλλά μετά την επικράτηση εκεί των Μουσουλμάνων μεταφέρθηκαν στην Κύπρο. Ο Φλώριος αναφέρει επίσης ένα ευγενή, τον Ερρίκο ντε Γκιμπλέτ, ένα των δολοφόνων του βασιλιά Πέτρου Α΄ το 1369, τον οποίο αποκαλεί Menichioti (Μενοικιώτη), ως ιδιοκτήτη τότε του φέουδου του Μενοίκου. Ο ντε Γκιμπλέτ εκτελέστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1373 μαζί με τους άλλους δύο δολοφόνους του Πέτρου Α΄, τον Φίλιππο ντ΄ Ιμπελέν και τον Ιωάννη ντε Γκορέλ. Επίσης ο Φλώριος δίνει και την πληροφορία ότι: κατά την αναδιανομή των φέουδων στην οποία προέβη ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ μετά την άνοδό του στο θρόνο το 1460, το Μένοικο δόθηκε στον ευγενή Ούγο ντε Λουζινιάν, μαζί με άλλο χωριό, την Αγλάσυκα. Ο Ούγος ντε Λουζινιάν ήταν εγγονός του βασιλιά Ιανού,

 

Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Μερικοί το γράφουν ως Μένικον, θεωρώντας ότι πήρε την ονομασία του από κάποιον οικιστή ή ιδιοκτήτη του Ντομένικο (Domenico). Μάλιστα ο χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος, αναφερόμενος σε έναν ευγενή Ντομένικο ντε Γιβλέτ (Domenico de Giblet), γράφει: ὁ Μένικο τε Ζιπλέτ... Η σύμπτωση είναι επιτυχής, όμως θεωρείται ότι η ονομασία του χωριού είναι αρχαιότερη της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Αν όχι των Βυζαντινών χρόνων (με δεύτερο συνθετικό της την λέξη οίκος), αρχαία ελληνική˙ ίσως από το όνομα Μενοικέας.

 

Σχολείο δεν λειτούργησε στο χωριό πριν από την έναρξη της αγγλικής κατοχής (1878). Διδάσκονταν όμως τα γράμματα στα χωράφια, κατά τη διάρκεια γεωργικών εργασιών, από «δασκάλους» μεταξύ των οποίων αναφέρονται ο Θανάσης Περατικός και ο Νικόλας Μορφίτης.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image