Αμελμεντές

Τουρκ. amel - man-de = ανάπηρος, επομένως λογικά αφορολόγητος. Ο όρος απαντάται πολύ συχνά στα φορολογικά κατάστιχα της αρχιεπισκοπής της εποχής της Τουρκοκρατίας, από τα οποία σαφώς προκύπτει ότι οι αμελμεντέδες ραγιάδες εφορολογούντο αλλά σε επίπεδα χαμηλότερα από τους γερούς, αντίθετα προς την κρατούσα αντίθετη αντίληψη (Κωνστ. Μυριανθόπουλου, Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος..., 1934, σ. 234). πχ. στα 1804 ο φόρος ττερανέ ππαρασί της Λάρνακας υπολογίζεται ως «ὁλότης γερῶν καί ἀμελμεντέδων. γρ. 2681, της λεμεσοῦ ὁμοίως ...γρ. 2573.» κλπ. (σ.10 Καταστίχου XXVI Αρχιεπισκοπής). Παρόμοια αναλογία απαντάται και στην κατανομή άλλων φόρων, για τους οποίους σημειώνεται στο ίδιο Κατάστιχο, σ. 47: «ἡ γινωμένη [sic] διανομή εἰς τούς ραγιάδαις [sic] γιά τά 2: τρήτα [sic] ὁποῦ προσετέθη καί τό τταζιλταριγέ καί ἒτι μέρος διά συγκατάβασιν τινῶν ἐνδεῶν καί ἒλαχεν εἰς μέν τούς γερούς πρός γρ. 47, εἰς δέ τούς ἀμελμεντέδες πρός γρ. 33:- 31111: τό κατηλλίκι λάρνακος γερά:180: ἀμελμεντέδες 687: 35518: τό τῆς λεμεσοῦ καί ἐπισκοπῆς: 326...612» κλπ.