Οικονομία της Κύπρου

Αγγλοκρατία (1878 - 1960)

Image

Η περίοδος της  αγγλικής κατοχής της  Κύπρου διήρκεσε ογδόντα δύο χρόνια. Αν και σχετικά σύντομη, η περίοδος αυτή από οικονομική τουλάχιστον άποψη μπορεί να χωριστεί σε τρεις μικρότερες περιόδους που ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Οι τρεις αυτές περίοδοι είναι: η Πρώτη Βρετανική περίοδος (1878 -1914), η περίοδος του μεσοπολέμου (1914-Β' Παγκόσμιος πόλεμος) και η Τελευταία Βρετανική περίοδος (Β' Παγκόσμιος πόλεμος-Ανεξαρτησία).   

 

Πρώτη  Βρετανική  περίοδος (1878-1914)

 Το 1878 η  Βρετανική  αυτοκρατορία  ανέλαβε  τη  διακυβέρνηση  της  Κύπρου  που  εξακολουθούσε όμως να θεωρείται φόρου υποτελής στον Οθωμανό σουλτάνο. Το αντάλλαγμα για τη διακυβέρνηση της Κύπρου από την Αγγλία ήταν η ανάληψη υποχρέωσης για τη στρατιωτική βοήθεια που θα πρόσφερε η Μ. Βρετανία προς την Οθωμανική αυτοκρατορία σε περίπτωση που η τελευταία θα υφίστατο επίθεση από τη Ρωσία. Το καθεστώς αυτό διήρκεσε μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, οπότε η Αγγλία ανέλαβε de facto τη διοίκηση της Κύπρου. Το γεγονός ότι μέχρι το 1914 η παραμονή των Άγγλων στην Κύπρο είχε προσωρινό χαρακτήρα, όπως ήταν φυσικό, επηρέασε τόσο τις επενδύσεις (ιδιωτικές ή δημόσιες) όσο και την οικονομική πολιτική στην Κύπρο γενικότερα. Η φορολογία συνέχιζε να είναι στα παλαιά ψηλά επίπεδα.  Όμως από τα έσοδα ελάχιστα χρήματα περίσσευαν για ενθάρρυνση της αύξησης των δαπανών για την εκτέλεση αναπτυξιακών έργων. Εξάλλου, σύμφωνα με την πολιτική που ίσχυε την εποχή εκείνη, οι αποικίες έπρεπε να μη επιβαρύνουν το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, αλλά να χρηματοδοτούνται από μόνες τους χωρίς καμιά βοήθεια. Τα συνολικά έσοδα από τους φόρους που εισπράττονταν κάθε χρόνο ανέρχονταν σε £160.000 αγγλικές. Απ' αυτά οι £92.800 διετίθεντο για την πληρωμή του φόρου υποτελείας προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έτσι πολύ λίγα χρήματα απέμεναν για την αύξηση των παραγωγικών και άλλων επενδύσεων. 

 

Κατά τις πρώτες τέσσερις δεκαετίες της Βρετανικής περιόδου η Κύπρος εξακολουθούσε να είναι μια καθυστερημένη αγροτική χώρα με ψηλή φορολογία, με φοβερά ελλιπείς παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες, με σχεδόν κατεστραμμένα υδραγωγεία στις πόλεις και σοβαρή έλλειψη νερού, με ακατάλληλα λιμάνια που είχαν κλείσει από τη λάσπη και τις πέτρες, και με αναλφάβητα τα 3/4 του πληθυσμού της. Η γεωργία που απασχολούσε πέραν του 80% του πληθυσμού και αποτελούσε την κυριότερη οικονομική πηγή του νησιού, βρισκόταν ακόμη σε αρχέγονη κατάσταση. Σ' αυτήν επικρατούσαν μισοφεουδαρχικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών είτε δεν είχε καθόλου γη, είτε είχε πολύ μικρό και ανεπαρκή κλήρο για μια αποδοτική εκμετάλλευση. Τα καλύτερα και ευφορότερα εδάφη —800.000 περίπου στρέμματα — ανήκαν σε κάθε λογής τσιφλικάδες και στην Εκκλησία. Η γη είτε εκαλλιεργείτο με πρωτόγονα μέσα είτε παρέμενε ακαλλιέργητη, γιατί ο αγροτικός πληθυσμός εστερείτο των σύγχρονων μέσων και της υποστήριξης του κράτους για την εκμετάλλευση και αξιοποίησή της. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι γεωργοί σε χρονιές κακής σοδειάς δεν μπορούσαν να καλύψουν ούτε τα έξοδα της σποράς, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στη χρεοκοπία και να αναγκάζονται να ξεπουλούν την κτηματική περιουσία τους για να καλύπτουν τα χρέη που δημιουργούσαν κατ' αυτό τον τρόπο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη σμίκρυνση του κλήρου. Ο μικρός γενικά γεωργικός κλήρος στόχευε περισσότερο στην ικανοποίηση όλων των αναγκών του νοικοκυριού μέσω της διαφοροποίησης των καλλιεργειών, παρά στη δημιουργία περισσευμάτων μέσω της εξειδικευμένης παραγωγής.   

 

Η βιομηχανία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη· υπήρχαν  μόνο ορισμένες  μικρές βιοτεχνίες που  ασχολούνταν  με την  παραγωγή ειδών  για  την  ικανοποίηση  των  βασικών  καθημερινών  αναγκών  του  πληθυσμού, πρωτίστως σε γεωργικά εργαλεία, οικοδομικά υλικά, οικιακά σκεύη, είδη ένδυσης, υπόδησης κ.α. Περισσότερο ανεπτυγμένοι ήσαν οι κλάδοι της αγγειοπλαστικής (παράγονταν κυρίως στάμνες, κούμνες, πιθάρια, τσούκκες και άλλα μαγειρικά σκεύη), η χαλκουργία, η υφαντουργία και η βυρσοδεψία. Λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο άρχισαν και οι πρώτες έρευνες για ανεύρεση και εξόρυξη ορισμένων μεταλλευμάτων, κυρίως χαλκού. Όμως η εξόρυξη μεταλλευμάτων άρχισε μετά το 1914.   

 

Η εσωτερική  αγορά  ήταν πολύ περιορισμένη και  οργανωνόταν στο τοπικό επίπεδο του χωριού ή και ανάμεσα στα άλλα χωριά της περιοχής. Τη μη οργάνωση της αγοράς πάνω σε ευρύτερη κλίμακα εμπόδιζε σημαντικά η τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι συγκοινωνίες, μια και το οδικό δίκτυο ήταν ανεπαρκέστατο και έλειπαν εντελώς τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα. Συνεπώς το εσωτερικό εμπόριο είχε τοπικό παρά παγκύπριο χαρακτήρα και αναπτυσσόταν μόνο σε συγκεκριμένα σημεία της κάθε πόλης και στα μεγαλύτερα πανηγύρια. Το εξωτερικό εμπόριο ήταν πολύ περιορισμένο, οι εισαγωγές αποτελούνταν από τα πιο απαραίτητα είδη για τη διατροφή και την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του πληθυσμού, ενώ τις εξαγωγές αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά τα παραδοσιακά γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.   

 

Δυο βασικοί  στόχοι της  βρετανικής διοίκησης κατά την πρώτη περίοδο της Αγγλοκρατίας ήσαν η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και η σταθεροποίηση της νομισματικής κυκλοφορίας. Για την πραγματοποίηση του πρώτου ελήφθη μια σειρά διοικητικών μέτρων, ενώ για την επίτευξη του δεύτερου εισήχθη το βρετανικό νομισματικό σύστημα και τέθηκαν και τα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος του νησιού. Το 1899 ιδρύθηκε το Ταμιευτήριο Λευκωσίας (πρόδρομος της Τράπεζας Κύπρου) και δυο χρόνια αργότερα, το 1901, ιδρύθηκε το Λαϊκό Ταμιευτήριο Λεμεσού (πρόδρομος της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου). Τα δυο αυτά ταμιευτήρια μαζί με την Οθωμανική Τράπεζα που λειτουργούσε στο νησί από το 1864, ήσαν τα μόνα τραπεζικά ιδρύματα που λειτουργούσαν στην Κύπρο κατά την πρώτη περίοδο της Αγγλοκρατίας.   

 

Παρά  το γεγονός  ότι  δεν  κατέστη δυνατό να αναδιαρθρωθεί το φορολογικό σύστημα, που ήταν ο τρίτος βασικός στόχος, έγιναν εντούτοις μερικές αξιόλογες βελτιώσεις στα συστήματα υπολογισμού και είσπραξης των φόρων που κατέστησαν το όλο σύστημα δικαιότερο και πιο υποφερτό. Επίσης, αν και τα ετήσια κονδύλια που διετίθεντο για τις δημόσιες δαπάνες για αναπτυξιακά έργα ήσαν πολύ περιορισμένα, μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα κατασκευάστηκαν μερικοί σημαντικοί δρόμοι που κατέστησαν δυνατή τη διακίνηση μεταξύ των κυριοτέρων πόλεων τουλάχιστον κατά τη θερινή περίοδο. Λειτούργησε επίσης ο κυπριακός σιδηρόδρομος. Ακόμη, διευρύνθηκε το ταχυδρομικό σύστημα (τούτο είχε εισαχθεί για πρώτη φορά επί Οθωμανοκρατίας το 1871 στη Λευκωσία), έτσι που μέχρι το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα τα περισσότερα χωριά είχαν άμεση επικοινωνία με τις πόλεις. Επίσης έγιναν σημαντικές βελτιώσεις στις αποβάθρες των λιμανιών της Λάρνακας και της Λεμεσού και εκβαθύνθηκαν τα λιμάνια της Πάφου και της Κερύνειας.

    

Κατά  την  πρώτη  περίοδο  της  Αγγλοκρατίας, 1878-1914, αυξήθηκε σημαντικά και ο πληθυσμός της Κύπρου. Από 183.630 κατοίκους κατά την πρώτη καταμέτρηση που έκαναν οι Άγγλοι το 1881, το 1911 έφθασε στις 274.108 κατοίκους.

 

Ταμιευτήριο  "Η Λευκωσία": Την 1η Ιανουαρίου 1899 ιδρύεται με πρωτοβουλία μιας ομάδας γνωστών για την επαγγελματική και κοινωνική τους δράση, κατοίκων της Λευκωσίας, το Ταμιευτήριο «Η Λευκωσία».

Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, τα μέλη του «Κυπριακού Συλλόγου» επικροτηθήκαν θερμά για την απόφασή τους να ιδρύσουν ταμιευτήριο «διά τον λαόν». Όλη η προεργασία έγινε μέσα στον Κυπριακό Σύλλογο, από τα μέλη, με πρωτεργάτες τον Πρόεδρο του Συλλόγου, γιατρό Αντώνιο Θεοδότου και τον δικηγόρο Ιωάννη Οικονομίδη.

Εκεί, στον Κυπριακό Σύλλογο, έγιναν και οι αρχαιρεσίες του Ταμιευτηρίου και αναδείχτηκε Διαχειριστική Επιτροπή με τους Ιωάννη Οικονομίδη, Διευθυντή, τον έμπορο Γεώργιο Παπαδόπουλο, Υποδιευθυντή, τον επίσης έμπορο Κωνσταντίνο Σαββίδη, Ταμία και τον Κώστα Σαμουήλ εμποροϋπάλληλο και μετέπειτα ιδρυτή της Εμπορικής Σχολής Σαμουήλ, Γραμματέα.

Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο απάρτισαν οι Αντώνιος Θεοδότου (γιατρός), Ιωάννης Μ. Ζαχαριάδης (έμπορος), Αριστόδημος Φοινιέας \  Η πρώτη Γενική Συνέλευση του Ταμιευτηρίου «Η Λευκωσία» πραγματοποιείται στις 18 Φεβρουαρίου 1900, στον Κυπριακό Σύλλογο. Η ιδέα και το πνεύμα της αποταμίευσης απλώνεται σταθερά σε όλη την Κύπρο. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου αποφασίζεται η ίδρυση Ταμιευτηρίου στα Βαρώσια και ανατίθεται η σύνταξη του Καταστατικού στους δικηγόρους Λοΐζου, Μυριάνθη και Παυλίδη.

 

Μεσοπολεμική  περίοδος (1914-Β'  Παγκόσμιος  πόλεμος)

 Η χρονική περίοδος που μεσολάβησε μεταξύ του 1914 και της δεκαετίας του 1940 χαρακτηρίζεται από μια σειρά γεγονότων και εξελίξεων που επηρέασαν σημαντικά την οικονομία του νησιού. Μεταξύ αυτών αναμφίβολα ξεχωρίζουν οι επιπτώσεις των δυο Παγκοσμίων πολέμων, η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-31, που αγκάλιασε και την Κύπρο, και η αναταραχή που επικράτησε στην Κύπρο κατά τη δεκαετία του 1930 ως αποτέλεσμα της εξέγερσης του κυπριακού λαού τον Οκτώβριο του 1931.   

 

Μετά  τον  πρώτο  Παγκόσμιο  πόλεμο, χάρη στη  λειτουργία των  οικονομικών νόμων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, έστω αργά και βασανιστικά, εμφανίστηκε και στην Κύπρο το ντόπιο βιομηχανικό κεφάλαιο. Μέχρι τον πόλεμο, το λίγο κυπριακό κεφάλαιο που υπήρχε ήταν κυρίως τοκογλυφικό και μεταπρατικό και ασχολείτο σχεδόν αποκλειστικά με το εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Στη διάρκεια του πολέμου δημιουργήθηκε μια σχετική συσσώρευση κεφαλαίου που μετά τον πόλεμο άρχισε να κάνει επενδύσεις σε μικρές βιομηχανικές επιχειρήσεις, κυρίως ελαφράς και επισιτιστικής βιομηχανίας. Μέσα στις αποικιοκρατικές συνθήκες που περνούσε το νησί χωρίς οποιαδήποτε νομοθεσία και δασμολογική πολιτική που να ενθαρρύνει την ίδρυση εγχώριων βιομηχανιών, το ντόπιο κεφάλαιο, που τόσο αργά και καθυστερημένα εμφανίστηκε, δεν είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει στην ίδρυση και ανάπτυξη αξιόλογων εγχώριων βιομηχανικών μονάδων ούτε και να συμβάλει ουσιαστικά στη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Αντίθετα, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες στράφηκε σε επιχειρήσεις μεταπρατικές. Αυτός είναι και ο λόγος που η αστική τάξη της Κύπρου δεν μπόρεσε να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου.   

 

Μετά  το τέλος  του  πρώτου Παγκοσμίου πολέμου  αρχίζουν να εμφανίζονται και  να αναπτύσσονται  διάφορες βιομηχανικές μονάδες,  όπως καπνοβιομηχανίες, βυρσοδεψεία, νηματουργεία, οινοβιομηχανίες, μεταλλεία κ.α. Ο κλάδος της καπνοβιομηχανίας το 1920 απασχολούσε 697 άτομα, το 1925 απασχολούσε 443 άτομα, και το 1930 361 άτομα, η αγγειοπλαστική το 1920 απασχολούσε 52 άτομα, το 1925 απασχολούσε 252 άτομα και το 1930  193 άτομα. Επίσης η τουβλοποιία-πλακοποιία απασχολούσε 20 άτομα το 1920 και 336 άτομα το 1930, η βαμβακουργία απασχολούσε 145 άτομα το 1920, 160 άτομα το 1925 και 205 άτομα το 1930. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η εξόρυξη μεταλλευμάτων κυρίως μετά την ίδρυση της Εταιρείας Κυπριακών Ορυχείων το 1916 και τη συστηματική εκμετάλλευση των αποθεμάτων χαλκού στη Σκουριώτισσα μετά το 1922.   Άλλες σημαντικές βιομηχανικές μονάδες που ιδρύονται την εποχή αυτή είναι εργοστάσια κατασκευής σαπουνιών, μπύρας, λαδιού και διαφόρων άλλων ειδών τροφίμων. Συνολικά το 1920 στην Κύπρο υπήρχαν κιόλας 1.550 περίπου εργάτες βιομηχανίας, 2.500 οικοδόμοι, 2.000 μεταλλωρύχοι και 500 περίπου άλλοι εργάτες μικρών βιοτεχνικών επιχειρήσεων (υποδηματοποιοί, επιπλοποιοί, εργάτες ραφείων, αρτοποιείων κλπ.) και μερικές χιλιάδες εργάτες γης. Τα πιο πάνω στοιχεία υποδεικνύουν ότι ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1920 η εργατική τάξη της Κύπρου, έστω και με το μικρό ποσοστό των βιομηχανικών εργατών, ήταν κιόλας μια υπολογίσιμη δύναμη αφού ο συνολικός πληθυσμός του νησιού την εποχή αυτή ήταν μόλις 320.000 κάτοικοι. 

 

Κραχ  

Τα χρόνια που ακολούθησαν ήσαν εξαιρετικά δύσκολα. Η  κατάσταση  τόσο διεθνώς  όσο  και στην Κύπρο επιδεινώθηκε σοβαρά με την  οικονομική κρίση  του 1929-31 που κορυφώθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1931 με την  υποτίμηση των αξιών και χρεοκοπία χρηματιστών. Γενικά το 1931 ήταν ένα έτος εξαιρετικά δύσκολο για το σύνολο του κυπριακού λαού. Η οικονομική κρίση που κλόνιζε συθέμελα την οικονομία των ευρωπαϊκών χωρών από το 1929, ήταν ιδιαίτερα αισθητή και στην Κύπρο. Η αποικιοκρατική εκμετάλλευση, η κακοδιοίκηση και η έλλειψη οποιασδήποτε μορφής οικονομικής ανάπτυξης είχαν ήδη από νωρίτερα οδηγήσει τον λαό — ιδιαίτερα την αγροτική και εργατική τάξη — σε άθλια οικονομική κατάσταση. Ιδιαίτερα δύσκολος χρόνος για τους Κυπρίους αγρότες ήταν το 1926, γεγονός που ώθησε τον τότε μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο Μυλωνά να ζητήσει να παύσει να καταβάλλεται ο φόρος υποτελείας που ανερχόταν σε £92.800 λίρες. Τον ίδιο χρόνο τα ελληνικά μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου εισηγήθηκαν επίμονα την ίδρυση Αγροτικής Τράπεζας για να παύσει ο Κύπριος αγρότης να είναι θύμα των τοκογλύφων και των άλλων εκμεταλλευτών.   Όμως η βρετανική κυβέρνηση όχι μόνο απέρριψε το δίκαιο αυτό αίτημα, αλλά με διάταγμα επέβαλε και νέο επαχθές τελωνειακό δασμολόγιο. Την ήδη δύσκολη οικονομική κατάσταση ήλθε να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-31. Η άθλια και ανυπόφορη οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, ως αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων, της μείωσης των ημερομισθίων και της μεγάλης ανεργίας, και η αποτυχία της κυπριακής πρεσβείας, που τον Οκτώβριο του 1929 είχε μεταβεί στο Λονδίνο με σκοπό την προώθηση του εθνικού θέματος, προκάλεσαν τα γεγονότα του κινήματος του 1931 με όλα τα τραγικά αποτελέσματα.   

 

Στη δεκαετία του 1930 μέχρι  τον  Β' Παγκόσμιο  πόλεμο υπήρχαν  μόνο λίγες  αξιόλογες  βιομηχανικές μονάδες  και  ένας περιορισμένος αριθμός μεμονωμένων εργοστασίων και μικρών εργαστηρίων όπως χυτήριο και κεραμοποιείο στη Λεμεσό, μεταξουργείο στη Γεροσκήπου, κλωστήριο και νηματουργείο στην Αμμόχωστο, βυρσοδεψείο στη Λάρνακα, μικρότερα εργαστήρια χαλκουργικής, αργυροχοΐας και χρυσοχοΐας, μακαρονοποιίας, επεξεργασίας χαρουπιών και ελιών, παραγωγής ελαιολάδου, συσκευασίας καρπών κ.α. σε διάφορα μέρη του νησιού.   Άλλοι κλάδοι της βιομηχανίας που άρχισαν να αναπτύσσονται στη δεκαετία του 1930 ήσαν η οινοποιία, η καπνοβιομηχανία, η τυροκομία, η επεξεργασία τερραόμπρας και γύψου, η σαπωνοποιία, η τουβλοποιία και πλακοποιία, η παραγωγή τροφίμων, η επεξεργασία χαρουπιών κ.α.   

 

Γενικά ο αριθμός των απασχολουμένων στη βιομηχανία κατά την περίοδο 1920-1938 αυξανόταν  διαρκώς  για  να διπλασιαστεί στη διάρκεια αυτής της περιόδου, αφού από 1.539 άτομα το 1920, αυξήθηκε σε 3.518 άτομα το 1938. Όμως, κατά την ίδια περίοδο, δεν σημειώθηκε και ανάλογη αύξηση στη συνολική αξία της ακαθάριστης βιομηχανικής παραγωγής, η οποία από 620,5 χιλιάδες λίρες το 1920 αυξήθηκε στις 929,5 χιλιάδες λίρες το 1938, δηλαδή αυξήθηκε κατά 49,8%, ενώ η απασχόληση σ' αυτή αυξήθηκε πολύ ταχύτερα και έφθασε το 128,6%.   

 

Το  φαινόμενο  αυτό οφειλόταν  στο  γεγονός  ότι  γενικά η  παραγωγή, επομένως και  η  βιομηχανική, στηριζόταν κυρίως σ' ένα μεγάλο αριθμό μικρομονάδων χαμηλής εξειδίκευσης και παραγωγικότητας. Η αύξησή της είχε περισσότερο εκτατικό χαρακτήρα και στηριζόταν κυρίως σε επενδύσεις σε φθηνή εργατική δύναμη παρά σε υποκατάστασή της με μηχανικό εξοπλισμό και σε αύξηση της παραγωγικότητας. Η ξένη αποικιοκρατική διοίκηση όχι μόνο δεν πήρε τα αναγκαία μέτρα για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, αλλά αντίθετα, στα πλαίσια της γενικής πολιτικής της, επεδίωξε τη διατήρηση του βιομηχανικού τομέα σε κατάσταση υποανάπτυξης για να διατηρούνται έτοιμες και ακόρεστες οι αγορές για δικά της βιομηχανικά προϊόντα.    

 

Β' Παγκόσμιος πόλεμος-Ανεξαρτησία

 Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος, οι ανακατατάξεις που τον ακολούθησαν σε παγκόσμια κλίμακα και η ανακήρυξη πολλών αποικιών σε ανεξάρτητα κράτη επέφεραν ουσιαστικές αλλαγές στον κόσμο και μετέβαλαν σημαντικά τη στάση της ανθρωπότητας απέναντι στις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις και τα ουσιώδη θέματα οικονομικής ανάπτυξης. Ιδιαίτερα σημαντικές υπήρξαν οι εξελίξεις στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο που σημαδεύτηκαν πρωτίστως με την ανεξαρτησία δέκα μεσογειακών χωρών (Λίβανος, Συρία, Λιβύη, Ισραήλ, Αίγυπτος, Μαρόκο, Τυνησία, Αλγερία, Κύπρος και Μάλτα), την ανακάλυψη σημαντικών αποθεμάτων πετρελαίου στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου, την εφαρμογή μακροπρόθεσμων προγραμμάτων βιομηχανικής ανάπτυξης των παραλιακών περιοχών της Μεσογείου, την ίδρυση διυλιστηρίων πετρελαίου, τη συμμετοχή της Γαλλίας και της Ιταλίας στην ίδρυση της ΕΟΚ το 1957 και άλλες σημαντικές αλλαγές. Όλες οι πιο πάνω εξελίξεις και αλλαγές συνέβαλαν ώστε η Μεσόγειος ν' αναδειχθεί και πάλι σε σημαντική περιοχή και να επιστρέψει στο επίκεντρο των διεθνών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.    

 

Κάτω  απ' αυτές τις συνθήκες, μια σειρά παραγόντων συνέβαλε ώστε οι νέες αυτές  εξελίξεις  ν' αρχίσουν αργά, αλλά σταθερά, να επηρεάζουν και την Κύπρο με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό. Τα αποτελέσματα των επιδράσεων αυτών, αν και ουσιαστικά, δεν ήσαν άμεσα και εμφανή γιατί η Κύπρος κάτω από τον πολύχρονο αποικιακό ζυγό παρέμεινε μια καθυστερημένη και υποανάπτυκτη οικονομικά αποικία. Η οικονομία της συνέχιζε να έχει και ύστερα από τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο όλα τα τυπικά γνωρίσματα της αποικιοκρατικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης: καθυστερημένη αγροτική οικονομία με μισοφεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, ασήμαντη ελαφρά βιομηχανία και μόνιμο καθεστώς οικονομικής εξαθλίωσης για τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της. Η βρετανική αποικιοκρατική διοίκηση εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί την Κύπρο όχι μόνο για τις στρατηγικές της επιδιώξεις στον χώρο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής αλλά και σαν πηγή φτηνών πρώτων υλών — κυρίως μεταλλευμάτων —και τόπο κατανάλωσης σε μονοπωλιακές σχεδόν τιμές των αγγλικών βιομηχανικών προϊόντων.

 

Μέσα  σε συνθήκες αποικιοκρατικής εξάρτησης και εκμετάλλευσης και έλλειψης οποιασδήποτε πολιτικής για την προστασία και ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για σοβαρές επενδύσεις και την ανάπτυξη ντόπιου βιομηχανικού κεφαλαίου. Η βιομηχανία της Κύπρου — εκτός από τις επιχειρήσεις κατεργασίας και μισοκατεργασίας των μεταλλευμάτων που βρίσκονταν στα χέρια του αγγλικού και του αμερικάνικου κεφαλαίου — περιοριζόταν σε ολιγάριθμες επιχειρήσεις που ήσαν κυρίως μικρά εργοστάσια και εργαστήρια οινοπνευματωδών προϊόντων, μπύρας, καπνού, δερμάτων, σαπουνιών, λαδιού, χυμών φρούτων, νημάτων, κεραμικής κ.α., που το 1946 — μη υπολογιζομένων των μεταλλείων — απασχολούσαν 4.925 άτομα. Αλλά και οι επιχειρήσεις αυτές φυτοζωούσαν, γιατί η έλλειψη κάθε προστασίας των προϊόντων τους και ο άγριος ανταγωνισμός του ξένου κεφαλαίου δεν τις άφηνε να ορθοποδήσουν. Το μόνο κεφάλαιο που ανέπτυσσε κάποια αξιόλογη δράση ήταν το εμπορομεσιτικό. 

 

Στην αγροτική οικονομία, η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη. Οι μισοφεουδαρχικές σχέσεις που επικρατούσαν εδώ εμπόδιζαν την ανάπτυξη της παραγωγής και συνέθλιβαν την κυπριακή αγροτιά. Με βάση τα στοιχεία της απογραφής του 1946, ο αγροτικός πληθυσμός αποτελούσε το 78% περίπου του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Η καλλιεργούμενη έκταση έφθανε τις 3.246.000 σκάλες, από τις οποίες 301.700 σκάλες (9,3%) ανήκαν σε διάφορους τσιφλικάδες, τοκογλύφους, εμπόρους κλπ. και 219.300 σκάλες (6,76%) στην Εκκλησία, τα μοναστήρια και τα τζαμιά. Αν σ' αυτή τη γη προστεθούν και οι εκτάσεις που ανήκαν στην αποικιοκρατική κυβέρνηση — χωρίς τα κρατικά δάση — βγαίνει το συμπέρασμα ότι το 1/5 της καλλιεργήσιμης γης ανήκε σε μη καλλιεργητές. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο τραγική αν ληφθεί υπόψη ότι από τις 100.000 περίπου οικογένειες που υπήρχαν στην Κύπρο αυτή την εποχή, ποσοστό 42,1% δεν είχαν καθόλου γεωργικό κλήρο, 31,4% διέθετε κάτω από 20 σκάλες και 16,3% κάτω από 5 σκάλες. Τα πιο πάνω στοιχεία δείχνουν ότι την εποχή αυτή τα 90% της κυπριακής αγροτιάς είχαν μετατραπεί ή μισομετατραπεί σε μισθοσυντήρητους εργάτες, που είτε αναζητούσαν εργασία στους μεγαλογαιοκτήμονες της εποχής ή κατέφευγαν για αναζήτηση δουλειάς στις πόλεις ή μετανάστευαν στο εξωτερικό. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Βρετανοί σε επίσημη έκθεσή τους που αναφερόταν στη μεταπολεμική εποχή, ομολογούν ότι το 75% του κυπριακού λαού εστερείτο ακόμη και τα πιο στοιχειώδη μέσα διαβίωσης και ότι μόνο τα 25% είχαν εξασφαλισμένο κάποιο ανεκτό βιοτικό επίπεδο.   

 

Η πρώτη θετική εξέλιξη που επηρέασε την κυπριακή οικονομία μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ήταν η κατακόρυφη αύξηση που σημειώθηκε τόσο στις τιμές των μεταλλευμάτων, όσο και στις ποσότητες των κυπριακών εξαγωγών σε μεταλλεύματα. Αυτές προς το τέλος της δεκαετίας του '40 συμμετείχαν στα συνολικά έσοδα που προέρχονταν από εξαγωγές με ποσοστό 40%. Βέβαια, δεν πρέπει να υποτιμάται και ένας άλλος εξίσου σοβαρός παράγων που συνέβαλε ουσιαστικά στην πρόοδο της κυπριακής οικονομίας και κοινωνίας γενικότερα. Πρόκειται για τις πολύ θετικές εμπειρίες και γνώσεις που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στον αγγλικό στρατό οι 30.000 Κυπρίων εθελοντών και που εφαρμοζόμενες στην οικονομία του τόπου, έδωσαν αρκετά πλούσιους καρπούς.

   

Επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας

 Κατά την οκταετία 1950-1957 η Κύπρος γνώρισε μια πρωτοφανή ως τότε επέκταση οικονομικής δραστηριότητας. Αυτή αντικαθρεφτίζεται  στη  σημαντική και συνεχή αύξηση του  Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (Α.Ε.Π.) που κατά την περίοδο αυτή αυξανόταν κατά μέσον όρο με ποσοστό 11,9% σε τρέχουσες τιμές ή 54,8% σε σταθερές τιμές. Αυτή η τόσο σημαντική επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας οφειλόταν βασικά στους τέσσερις ακόλουθους παράγοντες:   

 

α) Στην πολύ ευνοϊκή εξέλιξη των όρων του εξωτερικού εμπορίου (Terms of trade) της Κύπρου δηλαδή στην πολύ ευνοϊκή σχέση μεταξύ των τιμών των εξαγομένων και των τιμών των εισαγομένων αγαθών σε σύγκριση με την περίοδο 1946-50. Το γεγονός αυτό οφειλόταν στις πολύ καλές τιμές πωλήσεως που ίσχυαν στη διεθνή αγορά χαλκού και εσπεριδοειδών, δυο πολύ βασικών εξαγωγικών προϊόντων του νησιού.    

 

β) Στη  σημαντική αύξηση των δαπανών των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο  νησί που  είχαν  σχέση  με την  προέκταση  των  δυο  στρατιωτικών βάσεων του Ακρωτηρίου-Επισκοπής-Παραμαλίου (στην επαρχία Λεμεσού) και Δεκέλειας-Περγάμου-Αγίου Νικολάου-Ξυλοφάγου (στις επαρχίες Λάρνακας-Αμμοχώστου). Η δημιουργία των στρατιωτικών αυτών βάσεων από την Αγγλία στην Κύπρο άρχισε πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα (1955-1959) και συνεχίστηκε με πολύ εντατικό ρυθμό και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Έτσι, πριν από το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα οι δυο αυτές βάσεις είχαν ήδη ανεγερθεί και βρίσκονταν σε πλήρη λειτουργία. Οι Άγγλοι κατασκεύασαν δρόμους, ανήγειραν σπίτια, σχολεία, νοσοκομεία, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, προσφέροντας εργασία σε χιλιάδες Κυπρίους εργάτες. Εξαιτίας της εκτέλεσης αυτών ακριβώς των έργων αυξήθηκε σημαντικά το ρεύμα αστυφιλίας προς τις πόλεις που γειτνίαζαν προς τις βάσεις και κυρίως προς τη Λεμεσό. Το ρεύμα αυτό ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες εξαιτίας των οποίων ο αστικός πληθυσμός της Κύπρου το 1960 ανερχόταν στο 30,9% του συνολικού πληθυσμού σε σχέση με 25,7% κατά το 1946. Το 1956 οι βρετανικές αυτές επενδύσεις έφεραν στην Κύπρο 20 εκατομμύρια λίρες. Οι σημαντικές βρετανικές στρατιωτικές δαπάνες είχαν πολλαπλές ευεργετικές επιδράσεις πάνω στην κυπριακή οικονομία εκείνη την περίοδο. Πρώτο, ενίσχυσαν σημαντικά την αγοραστική ικανότητα των εργαζομένων στις βάσεις με πολύ ευεργετικές επιπτώσεις τόσο στην κατανάλωση όσο και στις επενδύσεις. Ταυτόχρονα η αύξηση των καταναλωτών στην Κύπρο με υψηλή αγοραστική δύναμη ως αποτέλεσμα του ερχομού του προσωπικού των βάσεων και των οικογενειών τους, αναμφίβολα ωφέλησε την αγορά.

 

Επιπρόσθετα η αύξηση του αστικού πληθυσμού δημιούργησε αύξηση της ζήτησης για οικόπεδα και κατοικίες, γεγονός που έδωσε σε αριθμό επιχειρηματιών που ασχολούνταν με το εμπόριο της γης την ευκαιρία να συγκεντρώσουν στα χέρια τους σημαντικά κεφάλαια, τα οποία αργότερα χρησιμοποίησαν για επενδυτικούς σκοπούς.  

  

γ) Στη  σημαντική  αύξηση της  προσφοράς  χρήματος και  τραπεζικών πιστώσεων. Το 1957 η  νομισματική  κυκλοφορία ήταν διπλάσια απ' εκείνη του 1950 και  τα τραπεζικά  δάνεια τρεισήμισι φορές  μεγαλύτερα.    

 

δ) Στη  σημαντική αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς την Κύπρο που σημειώθηκε κατά το πρώτο μισό της  δεκαετίας του '50, ιδιαίτερα  κατά τα έτη 1952-1954, τα οποία  θα μπορούσαν  να χαρακτηριστούν ως «χρυσή περίοδος» για την ανάπτυξη του τουρισμού πριν από  την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Αντίθετα κατά την περίοδο 1955-1959, παρατηρήθηκε παρακμή της τουριστικής κίνησης, λόγω του απελευθερωτικού αγώνα, δεδομένου ότι το 23,3% του συνολικού αριθμού των τουριστών της περιόδου 1952-1954 αποτελείτο από Άγγλους.   

 

Ο οικοδομικός οργασμός που άρχισε να εκδηλώνεται στα μέσα της δεκαετίας του '50 συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ίδιας δεκαετίας λόγω της έλλειψης κατοικιών στις αστικές περιοχές και της αύξησης των κυβερνητικών δαπανών για δημόσια έργα. Οι επενδύσεις στον βιομηχανικό και τον αγροτικό τομέα αυξήθηκαν σημαντικά. Τούτο φαίνεται από την υψηλή συμμετοχή (σχεδόν 50%) του βιομηχανικού τομέα στον σχηματισμό του ακαθάριστου κεφαλαίου και στις σημαντικές επενδύσεις που έγιναν στον αγροτικό τομέα κυρίως στην προμήθεια υδραντλιών και την εγκατάσταση αρδευτικών συστημάτων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των αρδευομένων καλλιεργειών και κατά πρώτο λόγο των εσπεριδοειδών.    

 

Επερχόμενη κρίση

 Όμως η ανάπτυξη που σημείωσε η κυπριακή οικονομία καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 ήταν σε μεγάλο βαθμό τεχνητή, βασιζόμενη κυρίως σε εξωγενείς και ασταθείς παράγοντες, γι' αυτό και δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα. Διάφορα εσωτερικά αίτια συνέβαλαν ώστε από το 1957 να αρχίσει να διαφαίνεται η επερχόμενη κρίση. Οι κυριότεροι λόγοι που προκάλεσαν την κρίση ήταν:   

 

α) Η  συνεχής  αύξηση των  εισαγωγών  με ποσοστό  μεγαλύτερο απ' εκείνο των  εξαγωγών, πράγμα που  είχε ως αποτέλεσμα οι εξαγωγές να καλύπτουν  όλο  και  μικρότερο  ποσοστό  των  εισαγωγών.  Έτσι ενώ  το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου το 1951 ήταν μόλις £3,95 εκ., τούτο το 1955 έφθασε στα £11,37 εκ. και το 1959 στα £24,67 εκ. Η συνεχής αύξηση του ελλείμματος οφειλόταν στις καταναλωτικές συνήθειες του αυξανόμενου αστικού πληθυσμού που στρέφονταν σε εισαγόμενα είδη.   

 

β) Η  αισθητή  μείωση των  δαπανών  των  βρετανικών βάσεων εφόσον το μεγαλύτερο μέρος  των  εργασιών είχε αποπερατωθεί. Επίσης μειώθηκαν  οι οικοδομικές  εργασίες και  σε ορισμένες  πόλεις, ιδιαίτερα  στη  Λεμεσό, αφού οι  Άγγλοι στρατιωτικοί με τις  οικογένειές τους εγκατέλειψαν τις πόλεις για να εγκατασταθούν στις ήδη ολοκληρωμένες βάσεις της Επισκοπής και της Δεκέλειας. Τόσο η μείωση των στρατιωτικών δαπανών όσο και η μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της απασχόλησης και των εισοδημάτων.    

 

γ) Η  επιδείνωση των  όρων εμπορίου της  Κύπρου λόγω της  πτώσης των  τιμών  του  χαλκού στην παγκόσμια  αγορά  και  των  τιμών  των  αγροτικών  προϊόντων.   

 

δ) Η  μείωση του  τουριστικού  ρεύματος προς την  Κύπρο  λόγω της  έκτακτης κατάστασης που  προκλήθηκε ως αποτέλεσμα του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μείωση των αφίξεων των Άγγλων τουριστών, των οποίων ο αριθμός κατά την περίοδο 1956-59 αποτελούσε μόνο το 1/3 του αριθμού της προηγούμενης τετραετίας 1952-55.   

 

Μερικά  άλλα βασικά χαρακτηριστικά της κυπριακής οικονομίας κατά την περίοδο 1958-60, δηλαδή κατά την περίοδο που προηγήθηκε άμεσα της ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν: η υψηλή ανεργία που προκαλούσε μεγάλη άνοδο στον ρυθμό μετανάστευσης, η φυγάδευση σημαντικών κυπριακών κεφαλαίων στο εξωτερικό, η απότομη αύξηση ορισμένων εισαγομένων ειδών, γιατί υπήρχε ο φόβος ότι η νέα κυβέρνηση ενδεχομένως θα αύξανε τους τελωνειακούς δασμούς, η μείωση του εθνικού εισοδήματος και κατά συνέπεια των επενδύσεων.

 

Πηγή: 

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image