Οικονομία της Κύπρου

Βυζαντινή περίοδος (330-1191 μ,Χ.)

Image

Με  τον  διαχωρισμό της  Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Δυτικό και Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, η Κύπρος εντάχθηκε στο δεύτερο, που εξελίχθηκε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η ένταξη αυτή για το νησί σήμανε την αρχή μιας μακράς ιστορικής εποχής που είναι γνωστή ως Βυζαντινή περίοδος (330-1191 μ.Χ.). Η περίοδος αυτή χωρίζεται στους Πρωτοβυζαντινούς χρόνους Α΄ (324-647 μ.Χ.), στους Πρωτοβυζαντινούς χρόνους Β΄ (647-965 μ.Χ.) και στους Μεσοβυζαντινούς χρόνους (965-1191 μ.Χ.). Την έναρξη των Πρωτοβυζαντινών χρόνων Α΄ σηματοδότησαν δυο μεγάλοι σεισμοί που έπληξαν την Κύπρο το 332 και το 342 μ.Χ. Από τους σεισμούς αυτούς καταστράφηκαν η Σαλαμίς και σε λιγότερο βαθμό το Κούριον, οι Σόλοι, η Πάφος και άλλα μέρη του νησιού. Στη θέση της Σαλαμίνος κτίστηκε αργότερα νέα μικρότερη πόλη που προς τιμήν του αυτοκράτορα-κτήτορα ονομάστηκε Κωνσταντία. Οι καταστρεπτικοί σεισμοί, που αναφέραμε, επηρέασαν δυσμενώς την ευημερία που επικρατούσε στην Κύπρο στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.    

 

Η κατάσταση  φαίνεται ότι  επιδεινώθηκε ακόμη  περισσότερο  από  τη μακροχρόνια  ανομβρία, που  αναφέρει και περιγράφει με μελανά χρώματα για την περίοδο αυτή στο Χρονικόν του, που συνέγραψε πολύ αργότερα, ο Λεόντιος Μαχαιράς. Η πολυετής ανομβρία που προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στο νησί και φυγή πολλών κατοίκων πρέπει να είχε συμβεί κατά και μετά τους σεισμούς των ετών 332 και 342 μ.Χ.    
 

Φαίνεται  ότι  πολύ γρήγορα  μετά  τους σεισμούς η  Κύπρος ξαναβρήκε  την  οικονομική της  ανάπτυξη και την παλαιότερη ευημερία της. Τούτο επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το 354 τα ναυπηγεία  της  Κύπρου βρίσκονταν σε πλήρη λειτουργία, ενώ παράλληλα προς τα τέλη του 4ου αιώνα κτίστηκαν μεγάλων διαστάσεων βασιλικές στην Πάφο, στο Κούριον, στη Σαλαμίνα και στους Σόλους, ενδεικτικές για την οικονομική πρόοδο. 

  

Κατά  τους τελευταίους  Πρωτοβυζαντινούς χρόνους 330-367 μ.Χ. ο  πληθυσμός της Κύπρου παρουσίασε αύξηση. Ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε επίσης κατά τον 6ο και στις αρχές του 7ου αιώνα. Σ' αυτό θα πρέπει να είχαν συμβάλει και οι Περσικοί πόλεμοι, γιατί πολλοί κάτοικοι γειτονικών χωρών, για να αποφύγουν τις περσικές επιδρομές έβρισκαν καταφύγιο στην Κύπρο, που ήταν ασφαλισμένη γιατί οι Πέρσες δεν διέθεταν στόλο.   

 

Η ναυπηγία, με ελάχιστες  μόνο εξαιρέσεις, παρουσίασε σημαντική  ανάπτυξη καθ’ όλη  τη διάρκεια της  Πρωτοβυζανπνής περιόδου. Το ίδιο συνέβαινε  και  με την  εξόρυξη  και  επεξεργασία του χαλκού. Επίσης σημαντική πρόοδο σημείωσε και η βιομηχανία μεταξωτών που μετεφέρθη στην Κύπρο επί Ιουστινιανού και πολύ γρήγορα έγινε μια από τις σημαντικότερες βιομηχανίες του νησιού. Αρκετά ανεπτυγμένες ήταν επίσης η χαλκουργία, η χρυσοχοῒα και η αργυροχοῒα. Απόδειξη του υψηλού επιπέδου ανάπτυξης στο οποίο είχαν φθάσει ορισμένες μορφές τέχνης και κυρίως η αργυροχοῒα είναι οι ασημένιοι δίσκοι και τα υπόλοιπα περίφημα δείγματα εξαιρετικής τέχνης που βρέθηκαν στη Λάπηθο (Λάμπουσα).   

Κατά  την  περίοδο αυτή, λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης του νησιού, σημαντική θα πρέπει να θεωρηθεί και η συμβολή της Κύπρου στην ανάπτυξη του βυζαντινού εμπορίου στην περιοχή της Ανατολής.   

 

Την ευημερία που  γνώρισε  η  Κύπρος στους  Πρωτοβυζαντινούς χρόνους  Α΄ (330-647 μ.Χ.) και Πρωτοβυζαντινούς χρόνους Β΄ (647-965 μ.Χ.) αναχαίτισαν οι αραβικές επιδρομές. Ο πληθυσμός του νησιού καθ’ όλη αυτή την περίοδο δεν έμεινε ήσυχος για να επιδοθεί απερίσπαστος σε έργα που θα συνέβαλλαν στην οικονομική και πολιτιστική του ανάπτυξη.

 

Οι συχνές επιδρομές των Αράβων, που διήρκεσαν τρεις ολόκληρους αιώνες, αναστάτωναν το νησί και του προξενούσαν ανυπολόγιστες ζημιές, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί σοβαρά η οικονομική και πολιτιστική του ανάπτυξη. Οι αραβικές επιδρομές ήταν αληθινή μάστιγα για τον κυπριακό λαό. Στη διάρκεια των αραβικών επιδρομών η Κύπρος έπαθε αφάνταστες καταστροφές σε ανθρώπους και υλικά. Ο πληθυσμός του νησιού λιγόστεψε σημαντικά. Η Κύπρος εξαντλήθηκε οικονομικά. Το εμπόριο νεκρώθηκε. Κατά τη διάρκειά τους καταστράφηκαν πολλές πόλεις (Κωνσταντία κ.ά.), επεβλήθη στους Κυπρίους η καταβολή διπλού φόρου (7.200 νομίσματα στους Βυζαντινούς και άλλα τόσα στους Άραβες) και μέρος του πληθυσμού, προς τα τέλη του 7ου μ.Χ. αιώνα, μεταφέρθηκε από την Κύπρο στον Ελλήσποντο (Νέα Ιουστινιανή) με αποτέλεσμα πολλοί απ' αυτούς να πνιγούν ή να πεθάνουν από αρρώστιες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Επίσης, εξαιτίας της μεγάλης ανασφάλειας που προκαλούσαν οι επιδρομές, οι κάτοικοι αναγκάζονταν συχνά να εγκαταλείπουν τις παράκτιες περιοχές που λεηλατούνταν συχνά και να μετακινούνται στο εσωτερικό, όπου ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε την εξασθένιση των αστικών και ημιαστικών περιοχών και κατ’ ανάγκην περιόρισε σημαντικά τη βιοτεχνική δραστηριότητα και την ανάπτυξη του εμπορίου, με πολύ δυσμενείς συνέπειες τόσο για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού όσο και την ευημερία του πληθυσμού. 

 

Κατά  τους Μεσοβυζαντινούς  χρόνους (965-1191 μ.Χ.), μετά την  απελευθέρωσή της  από  τον  Νικηφόρο Φωκά, η  Κύπρος βρέθηκε  σ' ένα  αλλαγμένο βυζαντινό κόσμο, αλλά άλλαξε κι αυτή η ίδια. Πολλές από τις αρχαίες πόλεις της είτε είχαν ερειπωθεί είτε βρίσκονταν σε κατάσταση παρακμής. Στη θέση τους ή κοντά σ’ αυτές υπήρχαν μόνο χωριά. Αυτό είχε συμβεί με την Αμαθούντα, την Ταμασσό και την Καρπασία. Όσον αφορά τη Σαλαμίνα, οι απόψεις διίστανται. Κατά την περίοδο αυτή αρχίζουν να αναπτύσσονται δυο νέες πόλεις — η Αμμόχωστος στα ανατολικά παράλια και η Λευκωσία, μέλλουσα πρωτεύουσα, στο κέντρο του νησιού. Σ’ αυτές πρέπει να προστεθεί η Κερύνεια στα βόρεια και η Λεμεσός στα νότια, που με την πάροδο του χρόνου αποκτά σημασία. Το Κίτιον διαδέχθηκε η Λάρνακα, ενώ η Νέα Πάφος, που υπήρχε ακόμη, αντικαταστάθηκε ως πρωτεύουσα της επαρχίας από το Κτήμα. 

  

Από τον 10ο  μ.Χ. αιώνα  και  μετά, δημιουργούνται νέοι οικισμοί στο εσωτερικό του νησιού, κάπως μακριά από τις ακτές που ήσαν εκτεθειμένες στις επιδρομές από τη θάλασσα. Ταυτόχρονα, μετά το τέλος του 10ου αιώνα, πρωτεύουσα του νησιού γίνεται η Λευκωσία. Μετά την οριστική απελευθέρωσή της από τους Άραβες, η Κύπρος αναλαμβάνει οικονομικά και αναπτύσσεται. Ιδιαίτερη ανάπτυξη σημειώνει η γεωργία και κυρίως η αμπελουργία, λόγω του γεγονότος ότι ο πληθυσμός είχε ήδη μετακινηθεί προς το εσωτερικό.   

 

Προς  το τέλος  της  Βυζαντινής περιόδου η  κατάσταση  είναι  διαφορετική. Κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα στην Κύπρο επεκράτησαν ειρηνικές συνθήκες, γεγονός που ευνόησε πολύ την ανάπτυξη του εμπορίου της, ιδιαίτερα του διαμετακομιστικού. Στην περίοδο αυτή παρατηρήθηκε και εγκατάσταση στην Κύπρο εμπόρων από διάφορες ιταλικές πόλεις. Αντίθετα από το πρώτο που ήταν ειρηνικό, το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα ήταν γεμάτο συμφορές για την Κύπρο. Ανάμεσα σ' αυτές ξεχωρίζουν οι επιδρομές του πρίγκιπα της Αντιοχείας Ρεϋνάλδου και του βασιλιά της Αρμενίας Θόρος Β' στα 1156, η επιδρομή του αιγυπτιακού στόλου στα 1158, μια τριετής ανομβρία και τέλος η ανασφάλεια και αθλιότητα που προκάλεσε η τυραννία του τελευταίου Βυζαντινού κυβερνήτη Ισαάκιου Κομνηνού (1184-1191).