Παλαίσης Χριστόφορος

Τα κανίσσ' ια τζ'αι το παράπονον τους χωρκάτες

ΤΑ ΚΑΝΙΣΣ΄ΙΑ ΤΖ'ΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟΝ ΤΟΥΣ ΧΩΡΚΑΤΕΣ

 

Πολλοί χωρκάτες, που κατεβαίννουν

κάτω στες πόλες που τα χωρκά,

κάτι κανίσσ'ια πκιάννουν τζ'αί παίρνουν

που τα δικά τους νοικοτζ'υρκά

εις τον γιατρόν τους ή δικαιόρον

ή του εμπόρου που του χρωστούν,

να τους αννοίξουν κανέναν πόρον,

τάχα... που πάσιν για να ρκαστούν.

Παίρνουν τους όρνιθες τζ'αί χαλλούμνια,

αυκά τζ'αί πράμαν του περβολιού,

αρπάσσουν τα τζι' εν τους αφήννουν

πιλέ να μπούσιν του κατωβλιού.

Γιατ' οι χωρκάτες όπου πατήσουν,

με τζ'είντους πόινους που φορούν,

τά μαρμαράτζ'ια 'ννά ξημαρίσουν

τζ'αί πκιόν τα σπίδκια εννά βρωμούν.

Αν τους καλέσει ο άντρας ταχάτες

τζ'αί μπούσιν έσσω καμμιάν φοράν,

άμα 'ννά φύουσιν οι χωρκάτες,

εννά μαλλώσουν με την τζ'υράν.

- Είντα τους έφερες τζ'αί συγκλύσαν

την σάλαν μου που το ρεμπελιόν;

ως τζ'αι τα πεύτζ'ια εξημαρίσαν

τζ'αί οί τσαέρες που το σαγλιόν!

Τρων τα κανίσσ'ια τους τζ'αι γελούσιν

για τους βρακάες που δισπιρκούν,

είδες τους πέλεντρούς μας, λαλούσιν,

φαγιά τζ'αί πράματα που γιωρκούν!

Τζ'ι εν το σκαμπάζουσιν οι κυρίες

τζ'ι ο δικαιόρος με τον γιατρόν,

αν δεν τους κάμουν οι ποϊνάες,

πού έννα βρίσκουν τζ'είνοι νά τρων;

Έτσι τους έχουσιν τους χωρκάτες

πολλοί που ζ'ουν εις τον κασαπάν

τζ'αί πελλετούσιν όμως τες στράτες

τζ'αί καρτερούν τους πότ' έννα παν.

Έσ'ει που 'ν' ζάχαρις η καρδκιά τους,

έσ'ει αντρόγυνα που 'ν' καλά

τζ'αί δκιούσιν πλούσ'ια τα ψυσικά τους,

γιατ' έχουν πίστην, έχουν μυαλά.

 

Χρ. Παλαίσ'ης (Τά Λιοβουττήματα)