Άγιος Επίκτητος αρχαιολογικός χώρος

Image

Σε απόσταση τριών περίπου χμ. βορειοανατολικά του χωριού Άγιος Επίκτητος, στην παραλιακή τοποθεσία Βρύση, βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους συνοικισμούς της Νεολιθικής II Περιόδου (4500 - 3900 π.Χ.), που ανασκάφτηκε συστηματικά σε μικρή κλίμακα από το 1969 μέχρι το 1974 από τη βρεττανική αποστολή των Πανεπιστημίων της Γλασκώβης και του Εδιμβούργου, με διευθυντή τον Ε. Peltenburg. Τρεις συνολικά διαδοχικές χρονολογικές φάσεις χαρακτηρίζουν το συνοικισμό του Αγίου Επικτήτου, που μαζί με το συνοικισμό της Σωτήρας Λεμεσού αποτελούν τους αντιπροσωπευτικότερους αρχαιολογικούς χώρους της δεύτερης φάσης της Νεολιθικής Εποχής στο νησί.

 

Παρόλο που η θάλασσα αποτελεί το βόρειο σύνορο του συνοικισμού, οι κάτοικοί του, όπως και στη Σωτήρα, ασχολούνταν περισσότερο με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη βιοτεχνία, λιγότερο με το ψάρεμα και πολύ λίγο με το κυνήγι. Γίνεται αντιληπτό ότι στη γειτονική, πλούσια, πεδινή περιοχή του Αγίου Επικτήτου είχαν αναπτύξει ιδανικές συνθήκες για την επιτόπια παραγωγή διάφορων γεωργικών προϊόντων και την εκτροφή κατοικίδιων ζώων και γι’ αυτό η αναζήτηση της τροφής ήταν περιττή απασχόληση: Από τα δημητριακά το σιτάρι και το κριθάρι, από τα όσπρια οι φακές, από τα δέντρα οι ελιές και από τα φρουτοειδή τα αμπέλια. Ενώ όλα αυτά τα γεωργικά προϊόντα και οι ελιές παράγονταν και στην Προκεραμεική Νεολιθική Περίοδο, στην οποία μάλιστα τα είδη των οσπρίων ήταν περισσότερα, η καλλιέργεια του αμπελιού πρώτη φορά εμφανίζεται. Εκτρέφονταν επίσης τα ίδια κατοικίδια ζώα, δηλαδή τα αιγοπρόβατα και οι κατσίκες.

 

Στην πρώτη φάση του συνοικισμού, οι κατοικίες ήταν πρόχειρες καλύβες από ξύλα και κλαδιά επενδυμένες με πηλό, αλλά στη δεύτερη και τρίτη φάση ήταν λιθόχτιστες στα θεμέλια και στο κάτω μέρος των τοίχων και πλινθόχτιστες στο ανώτερο μέρος των τοίχων. Οι στέγες είχαν ελαφρή κλίση, ήταν κατασκευασμένες από καλάμια και κλαδιά, καλυμμένες με πηλό και στηριγμένες εσωτερικά από ένα κεντρικό πάσσαλο στερεωμένο μέσα στο δάπεδο. Τα σχήματα των κατόψεων των κατοικιών ακολουθούν τα πρότυπα της Σωτήρας και είναι ακανόνιστα τετράγωνα ή ορθογώνια με στρογγυλεμένα άκρα και σε μερικές περιπτώσεις απροσδιόριστα τετράπλευρα, προσαρμοσμένα στην απότομη κλίση του εδάφους. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο όλες σχεδόν οι κατοικίες είναι ημιυπόγειες. Όλες είναι μονόθυρες και οι περισσότερες μονοθάλαμες, αλλά υπάρχουν και μερικές που υποδιαιρούνται σε μικρότερους χώρους με ξύλινους διαχωριστικούς τοίχους. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι λεπτότεροι απ' εκείνους των κατοικιών της Σωτήρας και το πάχος τους κυμαίνεται μεταξύ των 50 και 80 εκατοστών. Οι εσωτερικές όψεις των τοίχων είναι επενδυμένες με πηλό και συνήθως στηρίζονται με μικρούς ξύλινους πασσάλους. Τα δάπεδα είναι κατασκευασμένα με απόκεντρες εστίες και χαμηλά έδρανα στους πλάγιους τοίχους, που άλλοτε είναι ολότελα χτισμένα από μικρούς αργούς λίθους και πηλό και άλλοτε μόνο από πηλό. Οι εστίες σε μερικές κατοικίες είναι μικρές και χαμηλές κυκλικές εξέδρες με κοίλο εσωτερικό χώρο, κατασκευασμένες από συμπαγή πηλό, σε άλλες μεγάλα, αβαθή, ημισφαιρικά, πήλινα κύπελλα μέσα στο δάπεδο πλαισιωμένα από παχιά τοιχώματα πηλού και σε άλλες, τρεις ειδικά κατεργασμένοι ασβεστόλιθοι σε σχήμα Π, τοποθετημένοι συνήθως στα πλευρικά των δαπέδων. Πολύ στενά δαιδαλικά περάσματα αποτελούσαν τις προσβάσεις στις κατοικίες, που σχεδόν εφάπτονταν η μια στην άλλη.

 

Στην πρώτη φάση του συνοικισμού, τα σύνορά του, προς τη στεριά, ήταν οχυρωμένα με τοίχο και τάφρο που είχε βάθος 4 μέτρα και πλάτος 7 μέτρα στην επιφάνεια και 1,50 μέτρο στη βάση της. Η τάφρος αυτή, που περικύκλωνε και απομόνωνε το συνοικισμό από τη στεριά, καταστράφηκε αργότερα και αχρηστεύτηκε όταν ο αριθμός των κατοίκων αυξήθηκε και οι κατοικίες τους, αναγκαστικά, επεκτάθηκαν και πιο πέρα απ' αυτή. Ενδείξεις ταφικής αρχιτεκτονικής και ταφικών εθίμων δεν έχουν βρεθεί ούτε στα δάπεδα ούτε στους εξωτερικούς χώρους των κατοικιών μεταξύ των οικιακών συνόρων. Τούτο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι νεκροί θάβονταν σε ξεχωριστό νεκροταφείο, όπως και στη Σωτήρα, που θα πρέπει να βρίσκεται κοντά στο συνοικισμό, αλλά δεν έχει επισημανθεί.

 

Εξάλλου, τα διάφορα ευρήματα δεν είναι καθόλου ενδεικτικά για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατοίκων εκτός από ένα λίθινο φαλλό, που πιθανό να σχετίζεται με κάποιες άγνωστες τελετουργίες, οι οποίες είχαν σχέση με τη γονιμότητα. Τα άλλα αντικείμενα αντιπροσωπεύουν αγροτικά εργαλεία, οικιακά σκεύη και είδη μικροτεχνίας καθημερινής χρήσης και περιλαμβάνουν αξίνες, τριπτήρες, κόπανους και γουδιά από ανδεσίτη, λεπίδες δρεπανιών και μαχαιριών από πυριτόλιθο, κύπελλα από ανδεσίτη και ασβεστόλιθο, οστέινες βελόνες και σμίλες, περίαπτα και ψήφους περιδεραίων από στεατίτη και διάφορα πήλινα αγγεία. Τα αγγεία με την ερυθρωπή ζωγραφιστή διακόσμηση πάνω σε λευκή επιφάνεια, που είναι ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα της πρώτης φάσης του συνοικισμού, συνεχίζονται και στις δυο επόμενες φάσεις του, με πιο εξελιγμένα σχήματα και διακοσμητικά μοτίβα. Ανάμεσα σ' αυτά ξεχωρίζουν οι πρόχοι και τα μεγάλα ημισφαιρικά κύπελλα με εκροές, τα γαλακτοδοχεία που είναι κοσμημένα με φαρδιές, κάθετες και οριζόντιες ταινίες και κυματοειδείς γραμμές. Η χαρακτηριστική αυτή διακόσμηση των αγγείων της δεύτερης και τρίτης φάσης του συνοικισμού που είναι ένας συνδυασμός της γραμμικής και κυκλικής διακόσμησης των αγγείων της πρώτης φάσης, αποτελεί το πρότυπο της εξέλιξης της «κτενιστής» διακόσμησης, που κυριαρχεί σ' όλα τα αγγεία της Σωτήρας και των άλλων συνοικισμών της ίδιας περιόδου. Μερικά αγγεία με «κτενιστή» διακόσμηση βρέθηκαν και στα ανώτερα στρώματα του συνοικισμού του Αγίου Επικτήτου και ανήκουν στην τελευταία του φάση.