Περδίος Ιωάννης

Image

Σημαντικός Κύπριος σατιρικός, κυρίως, ποιητής και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1881 και πέθανε το 1930. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και στη συνέχεια πήγε στη Γενεύη όπου σπούδασε νομικά. Μετά τις σπουδές του επέστρεψε στην Κύπρο αλλά δεν άσκησε ποτέ το δικηγορικό επάγγελμα (μάλιστα στους στίχους του αρκετά συχνά σατιρίζει τους δικηγόρους). Αντίθετα, προτίμησε ν' ασχοληθεί με την ποίηση και τη δημοσιογραφία.

 

Στίχους έγραφε όταν ήταν ακόμη μαθητής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Τα πρώτα ποιήματά του δημοσιεύθηκαν το 1900 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» των Αθηνών. Το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Κυπριακή Μοῦσα (ποιήματα στην ελληνική καθώς και λίγα —πέντε— στη γαλλική γλώσσα), εξέδωσε στη Λευκωσία το 1907, ενώ ήταν τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής της Γενεύης. Τα θέματα των 36 τόσων ποιημάτων στην ελληνική, της συλλογής αυτής, είναι κυρίως εθνικού-πατριωτικού περιεχομένου. Τον επόμενο χρόνο (1908) εξέδωσε στη Λευκωσία τη Σχολική Μοῦσα, που περιείχε ποιήματα και διαλόγους για παιδιά επιπέδου δημοτικού σχολείου.

 

Ένα δεύτερο τόμο με τίτλο Κυπριακή Μοῦσα εξέδωσε στη Λευκωσία το 1909. Η συλλογή αυτή περιείχε 55 ποιήματα, εκ των οποίων τα περισσότερα πάλι εθνικού και πατριωτικού περιεχομένου. Ωστόσο σε μερικούς στίχους της συλλογής αυτής αρχίζει να διαφαίνεται το σατιρικό στοιχείο που θα χαρακτηρίζει τον κύριο όγκο της ποιητικής του δημιουργίας που θ' ακολουθήσει.

 

Το 1911 εκδίδει ένα μικρό βιβλίο με τίτλο Ἑλληνικαί Προσευχαί. Πρόκειται για έμμετρες προσευχές για τα παιδιά των δημοτικών σχολείων, χωρίς όμως να απουσιάζει και το πατριωτικό στοιχείο. Μέσα στον ίδιο χρόνο (1911) θ' αρχίσει να εκδίδει κι έμμετρη εφημερίδα, το γνωστότατο Μαστίγιον, την έκδοση της οποίας θα συνεχίσει μέχρι τον χρόνο του θανάτου του (1930).

 

Άλλη ποιητική συλλογή εκδίδει ο Περδίος το 1914. Τίτλος της: Πολεμική Μοῦσα. Στη συλλογή περιλαμβάνονται κι έμμετροι διάλογοι. Τα περιεχόμενά της είναι και πάλι εθνικού και πατριωτικού χαρακτήρα.

 

Το 1916 εκδίδει την Νέα Σχολική Μοῦσα ενώ το 1918 εκδίδει τη Σχολική Μοῦσα του 1918. Και οι δυο αυτές συλλογές χωρίζονται σε μέρος Α' (ποιήματα) και σε μέρος Β' (διάλογοι και μονόλογοι).  Όπως έκανε και στην Πολεμική Μοῦσα του, έτσι και στις δυο αυτές συλλογές παρέθεσε, κοντά στα δικά του ποιήματα, και ποιήματα γνωστών Ελλήνων δημιουργών (Σουρή, Δροσίνη, Πολέμη, Παλαμά κ.α.). Η Νέα Σχολική Μοῦσα του 1916 επανεκδόθηκε το 1931, μετά το θάνατο του ποιητή.

 

Ο Ιωάννης Περδίος έζησε κι έδρασε σε μια εποχή όπου οι εθνικοί πόλεμοι κι ο μεγάλος πόλεμος είχαν ευρύτατες απηχήσεις και στην Κύπρο, στην οποία το όραμα της απελευθέρωσης έσμιγε με το ιδανικό της ενώσεως του νησιού με την Ελλάδα. Ακόμη, οι οραματισμοί του Ελευθερίου Βενιζέλου για μια Μεγάλη Ελλάδα (στην οποία περιλαμβανόταν και η Κύπρος) συγκινούσαν ιδιαίτερα. Ο πόθος της ενώσεως βρισκόταν σε έξαρση στο νησί. Διαποτισμένος κι ο Περδίος με τους υψηλούς αυτούς οραματισμούς, έδωσε έργο φλογερά πατριωτικό στο οποίο δεν απουσιάζει ούτε η έντονη θρησκευτικότητα. Στους στίχους του απαντώνται οι θρύλοι περί του «μαρμαρωμένου βασιλιά», της «ατέλειωτης λειτουργίας» μέσα στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινουπόλεως, κι άλλα σχετικά στοιχεία, ενώ η Λαμπρή συνήθως ταυτίζεται με την εθνική ανάσταση. Το ποιημα του στον Εθνομάρτυρα Κυπριανό επίσης έχει μελοποιηθεί.

 

Γνωστότερο από τα πατριωτικά του ποιήματα είναι το «Ἡ Κύπρος μας πού στέναζε...», που πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του «Μαστίγιον» στις 6 Δεκεμβρίου 1918 (αρ. φύλλου 235). Το ποίημα αυτό συγκίνησε ιδιαίτερα τους Έλληνες της Κύπρου, ενώ μελοποιημένο τραγουδιόταν για δεκαετίες ολόκληρες.

Γνωστός έγινε και στο εξωτερικό και ειδικά στους γαλλομαθείς αφού έγραψε ποιήματα και στα Γαλλικά και τα αφιέρωσε σε Γάλλους πολιτικούς όπως ο Κλεμανσώ, ηθοποιούς όπως Sarah Bernard και του Ελληνικού εθνικού ευεργέτη Eynard.

 

Στην ποιητική δημιουργία του Ιωάννη Περδίου απαντώνται και κοινωνικού περιεχομένου   ποιήματα, που επίσης συγκίνησαν ιδιαίτερα, όπως για παράδειγμα το ποίημα «Τό παράπονο τοῦ τυφλοῦ ὀρφανοῦ», όπου ένα παιδάκι, που τυγχάνει να είναι και τυφλό και ορφανό, μονολογεί:

 

Γιατί, γιατί, Πανάγαθε Πατέρα

μοῦ χάρισες καί μάτια καί μητέρα

καί πάλι μοῦ τά πῆρες μ' ἀπονιά

καί μ' ἔρριψες σέ σκότη κι' ὀρφανιά;

 

Ἄν εἶχα τῆς γῆς ὅλης τά παλάτια

θά τἂδινα γιά νά 'χω κι' ἐγώ μάτια.

Κι ἄν εὶχα πάλι μάτια ζηλευτά

γιά νά 'χω μάνα τά 'δινα κι' αὐτά.

 

Στά χιόνια καί στούς ἣλιους, ὦ Πατέρα,

μέ τό βιολί γυρίζω νύκτα-μέρα.

Κι ἐνῶ κρυφά τή μάνα μου θρηνῶ 

στούς ἄλλους τραγουδῶ γιατί πεινῶ!

 

Όμως ένας πραγματικά ευρύτατος κύκλος θεμάτων (πατριωτικά, κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά, εκπαιδευτικά κλπ.) απασχολεί τη σατιρική ποίηση του Περδίου, όπως αυτή γεμίζει τις σελίδες του «Μαστιγίου» του καθ' όλα τα χρόνια της έκδοσής του.

 

Το Μαστίγιον ήταν δεκαπενθήμερη έμμετρη εφημερίδα:

πού δυό φοραῖς τόν μήνα κροταλίζει

καί πότε πίπτει καυστικόν καί πότε γαργαλίζει.

 

Η εφημερίδα αυτή, αποτέλεσμα έντονου επηρεασμού του Περδίου από τον Γεώργιο Σουρή καί τον «Ρωμηό» του, πρωτοκυκλοφόρησε στις 31 Οκτωβρίου του 1911 και συνέχισε να εκδίδεται μέχρι τις 26 Ιουνίου του 1930 (συνολικά 267 φύλλα).

 

Από την πρώτη έκδοση της εφημερίδας, ο ποιητής λέει ξεκάθαρα:

 

 Γιάννης ὁ Περδίος ἐδῶ  στήν Λευκωσία

τό φύλλο θά τό γράφῃ μέ πέννα σκωπτική

χωρίς ποτέ νά θέλῃ καμμιά συνεργασία

καί θ' ἀψηφᾶ μέ γέλοιο κι' αὐτήν τήν φυλακή!

 

Ωστόσο τα προβλήματα δεν έλειπαν βέβαια. Κι αυτά δεν ήσαν μικρά: από τις τυπογραφικές δυσκολίες, μέχρι την εξεύρεση τυπογραφικού χάρτη, μέχρι τη λογοκρισία με την οποία συχνά βρισκόταν ο ποιητής σε αντιπαράθεση, μέχρι τα παράπονα όσων με την πένα του έπληττε και σατίριζε. Και δεν δίσταζε να επιτεθεί εναντίον οποιουδήποτε δεν ακολουθούσε — κατά τη γνώμη του — εθνική πολιτική. Ακόμη κι ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος έγινε στόχος του.

 

Αλλά και γενικότερα θέματα, όπως οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η διχόνοια στην Ελλάδα με την αντιπαράθεση του Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τα πολιτικά κόμματα της Κύπρου, οι τοπικές και διεθνείς εξελίξεις, απασχολούσαν τον ποιητή κι έμμετρα σχολιάζονταν στις στήλες του Μαστιγίου. Όπως χαρακτηριστικά ελέχθη η εφημερίδα αυτή, σ' όλο το διάστημα της έκδοσής της, ήταν ο παλμός και ο καθρέφτης των Ελλήνων της Κύπρου (βλέπε Γ. Κ. Ιωαννίδη, «Ιωάννης Περδίος», Φιλολογική Κύπρος, 1988, σσ. 175-187).

 

Μορφωμένος, κυκλοφορώντας με το μπαστούνι και το μαύρο καπέλο του, συχνά απαγγέλλοντας στίχους του, αλλά πάντοτε παρατηρώντας και καταγράφοντας, ο Ιωάννης Περδίος παρέμεινε ο ενθουσιώδης κι αυθόρμητος και ο πιο αντιπροσωπευτικός πνευματικός εργάτης μιας ολόκληρης εποχής, ιδιαίτερα σημαντικής στη νεότερη ιστορία της Κύπρου.