Πηγασίου Ιωάννης

Γιατρός, Εθελοντής στους Βαλκανικούς και Συγγραφέας

Image

Γιατρός με σημαντική εθνική δράση. Γεννήθηκε το 1884 στον Καραβά. Μετά την αποφοίτησή του το 1904 από το Παγκύπριο Διδασκαλείο Λευκωσίας, εργάστηκε μέχρι το 1909 ως δάσκαλος στη Λάπηθο. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1914.

 

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ο Πηγασίου συμμετείχε ως εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) και στο κίνημα για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου (1914). Ακολούθως, μετά την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, υπηρέτησε ως εθελοντής ιατρός στη Σερβία (1914-1915). Εντυπώσεις και εμπειρίες του από διάφορα πολεμικά μέτωπα δημοσίευε καθ’ όλη την περίοδο του 1912-1915 με τακτικές ανταποκρίσεις του στην εφημερίδα «Φωνή της Κύπρου», γεγονός που συνέτεινε στην πληρέστερη ενημέρωση των Κυπρίων της εποχής.

 

Ο Πηγασίου μετά την επιστροφή του στην Κύπρο εργάστηκε ως ιατρός στον Καραβά. Παράλληλα ανέπτυξε πλούσια εθνική και εκπαιδευτική δράση και υπηρέτησε ως πρόεδρος των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Καραβά, μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, της «Εθνικής Οργανώσεως Κύπρου» και της «Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως Κύπρου». Για τον ρόλο που διαδραμάτισε στα Οκτωβριανά του 1931 ο Πηγασίου συνελήφθη από τους Άγγλους αποικιοκράτες και φυλακίσθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα.

 

Ο Ιωάννης Πηγασίου έγραψε και δημοσίευσε διάφορα έργα —πεζά και χρονογραφήματα— σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Εξέδωσε επίσης το θεατρικό έργο «Ο Δραπέτης», στη Λευκωσία το 1921. Πέθανε το 1939.

 

Ενας Κύπριος Εθελοντής στη Θεσσαλονίκη (Νοέμβριος 1912) 

Παραθέτουμε κείμενο του καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Πέτρου Παπαπολυβίου για τον Ιωάννη Πηγασίου:

 

"Ανάμεσα στους Έλληνες στρατιώτες που εισήλθαν στη μακεδονική πρωτεύουσα με την ελληνικό στρατό κατά τις πρώτες βδομάδες μετά την απελευθέρωσή της (βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1912) ήταν και μερικοί μεμονωμένοι Κύπριοι εθελοντές. Ένας από αυτούς ήταν και ο φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Πηγασίου (1886-1939), από τον Καραβά της επαρχίας Κερύνειας. Ένα εκτενές αφήγημα του Πηγασίου, με τίτλο «Από τα παλαιά σύνορα μέχρι Θεσσαλονίκης» δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Λευκωσίας Φωνή της Κύπρου, από το φ. 5/18-1-1913 μέχρι φ. 3/16-8-1913, σε τριάντα συνέχειες, και το αναδημοσίευσα στο βιβλίο μου Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων. Πολεμικά Ημερολόγια, επιστολές και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο και τη Μακεδονία του 1912-1913, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1999. Ο Πηγασίου περιγράφει τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες του από την πορεία που ακολούθησε με το Β΄ κινητό χειρουργείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στους μήνες Οκτώβριο – Νοέμβριο 1912: Τύρναβος, Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Σέρβια, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Αμύνταιο, υποχώρηση στην Ελασσόνα, Αμύνταιο και από εκεί σιδηροδρομικώς μέσω Έδεσσας και Βέροιας στη Θεσσαλονίκη. Ο Πηγασίου, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως δάσκαλος στη Λάπηθο για να εξασφαλίσει χρήματα για να σπουδάσει γιατρός, γράφει με γλαφυρότητα και διανθίζει το κείμενό του με περιγραφές των μεγάλων μαχών της Δυτικής Μακεδονίας όπως τις κατέγραψε από διηγήσεις των στρατιωτών ή των μόλις απελευθερωθέντων κατοίκων αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές. Δίνει πληροφορίες για τις σπουδαιότερες πόλεις που συνάντησε στην πορεία του, για τη ζωή και τις ασχολίες των κατοίκων, τα κτίρια, τους ναούς, τα σχολεία και τα αξιοθέατα, τα προϊόντα κ.ο.κ. όπως ακριβώς ένα σχολικό εγχειρίδιο Γεωγραφίας της εποχής. Ας σημειωθεί ότι ο Πηγασίου υπηρέτησε εθελοντικά στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό τόσο στη Βόρεια Ήπειρο (1914) όσο και στη Σερβία, στους πρώτους μήνες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από την περιγραφή της Θεσσαλονίκης, όπως την είδε ο Πηγασίου, με τα συναισθήματά του. Περιλαμβάνονται τα υποκεφάλαια για τον Λευκό Πύργο, το Διοικητήριο και τον ναό του Αγίου Δημητρίου:

 

«Η τοποθεσία της πόλεως

Είναι γραφικωτάτη. Αρχίζει από υψηλούς λόφους και καταλήγει εις την θάλασσαν. O ατενίζων αυτήν οφθαλμός ολίγον μακράν, απολαύει ολοκλήρου του θεάματος της πόλεως. Όλα τα κτίρια, μεγάλα και μικρά ως εκ της θέσεως της πόλεως φαίνονται προ πάντων όταν ατενίση τις αυτήν εκ της θαλάσσης, ή επί των λόφων από τους οποίους αρχίζει. Εκτείνεται παραλλήλως της θαλάσσης, η οποία φαίνεται ως εν προαύλιον της πόλεως. Ευρίσκεται σχεδόν εις το μέσον του μυχού του κόλπου.

 

Προς τα αριστερά της πόλεως διακρίνεται ολίγον μακράν το μικρόν Kαρά Πουρνού. Πέραν δε τούτου, σχεδόν κατά την είσοδον του κόλπου, διακρίνεται το μέγα Kαρά Πουρνού. Το δε δεξιόν μέρος του κόλπου φαίνεται επίπεδον και κατάφυτον από δένδρα.

 

Οι δρόμοι της πόλεως. – Ο Λευκός Πύργος

Ωραιότατος δρόμος είναι ο της παραλίας. Εκτείνεται παραλλήλως της θαλάσσης από το εν άκρον της πόλεως μέχρι του άλλου και διασχίζεται ούτος από το ηλεκτρικόν τραμ. Εις τον δρόμον τούτον υπάρχουσι ωραιότατα κτίρια, ξενοδοχεία, καφενεία, οικίαι. Μόλις φθάση τις εις Θεσσαλονίκην θα ζητήση να ίδη τον Λευκόν Πύργον. Ούτος ευρίσκεται εις τον παραλιακόν δρόμον, όταν προχωρήση τις αρκετά από το τελωνείον. Είναι εν όμορφον κτίριον παρόμοιον με τον εν Κυρηνεία παρά τα καταστήματα του κ. I. Βασιλείου περίφημον κούλαν. Με την διαφοράν ότι ο Λευκός Πύργος είναι τελειωμένος και παραδόξως είναι λευκός, λευκώτατος, ενώ έχει μαυρίσει τόσας ελληνικάς καρδίας. Δεν επετρέπετο εις Έλληνα να τον πλησιάση, να τον ατενίση. Επί της κορυφής του εφιλοξενείτο άλλοτε μία παμμέγιστος τουρκική σημαία, ως εμάθομεν. Το θηρίον αυτό σήμερον προκαλεί μίαν λακτάραν εις πάσαν ελληνικήν καρδίαν. Διότι εταπεινώθη, διότι εξημερώθη. Επ’ αυτού κυματίζει μία μεγίστη ελληνική σημαία. Άνευ φόβου, άνευ δειλίας, δύνασαι σήμερον, ω αναγνώστα μου, να πλησιάσης τον Λευκόν Πύργον και αχορτάστως να απολαύσης το μεγαλείον το υπάρχον επ’ αυτού, να ατενίσης την γαλάζιαν σημαίαν μας.

 

Διερχόμενος από τον Λευκόν Πύργον μετά του αγαπητού μου εκ Θεσσαλονίκης συναδέλφου, ήτοι του δραπέτου εκ του τουρκικού στρατού, ευρέθην προ συγκινητικωτάτης σκηνής. Αναίσθητος σχεδόν ούτος από την συγκίνησιν εγονυπέτησεν παρά τον Λευκόν Πύργον, ανύψωσε τους οφθαλμούς προς την κυανόλευκον και τας χείρας προς τα άνω, και με τρέμουσαν φωνήν εφώναξεν, «Θεέ μου σε ευχαριστώ, διότι με ηξίωσας να ίδω την ελληνικήν σημαίαν επί του Λευκού Πύργου». Εκ του θεάματος τούτου συνεπέρανα αμέσως, πόσον πικραμμέναι ήσαν πρότερον αι καρδίαι των δυστυχών αυτών πλασμάτων. Παντού είχεν ίδει την κυανόλευκον. H επί του Λευκού όμως Πύργου κυματίζουσα φωνάζει απ’ άκρου εις άκρον, ότι η πόλις απηλλάγη πλέον από τους γαμψούς όνυχας των Νεοτούρκων. Ότι η πόλις πλέον επανεύρε τον πρώτον ιδιοκτήτην, τον πρώτον κυρίαρχόν της. (…)

 

Πλην του παραλιακού δρόμου η Θεσσαλονίκη ολίγους άλλους πλατείς έχει και καθαρούς. Οι λοιποί είναι με καρτερίμια και στενοί. Επί των στενών πεζοδρομίων κατά αποστάσεις υπάρχουσι διάφορα τουρκικά κινητά καταστήματα, τα οποία αποτελούνται από ένα ταπσίν, μερικά πινάκια, ένα τηγάνι κ.λ. ήτοι καταστήματα προς κατασκευήν λοκμάδων, σαπούν χαλβά, προς τηγανισμόν σηκοτιών και άλλων. H ελληνική αστυνομία μετ’ ολίγας ημέρας διέλυσε τούτα, προς χάριν του κόσμου ο οποίος δεν ηδύνατο να βαδίση ελευθέρως. Οι καλοσυνειθισμένοι υπαίθριοι Τούρκοι έμποροι, το τοιούτον πραξικόπημα εθεώρησαν ως καταδίωξιν της τουρκικής βιομηχανίας εν Θεσσαλονίκη. Έπειτα όμως ενόησαν ότι η τοιαύτη πράξις δεν εδείκνυεν ουδεμίαν καταδίωξιν, αλλά απλώς την εμφάνισιν του πολιτισμού εις την πόλιν των, ο οποίος καταδιώκει τα τοιαύτα καταστήματα, όταν είναι μέσα εις τον δρόμον.

 

Το Διοικητήριον Θεσσαλονίκης

Από τον παραλιακόν δρόμον ολίγον παρακάτω από το τελωνείον, αρχίζει ο προς το Διοικητήριον δρόμος, ο οποίος είναι μακρότατος. Το Διοικητήριον ευρίσκεται επί υψηλού μέρους της πόλεως σχεδόν έξω αυτής. Είναι εν παμμέγιστον κτίριον χωρίς να παρουσιάζη και καμμίαν κομψότητα. Ευρίσκεται επί εκτεταμένου μέρους, περιβαλλόμενον πέριξ από χαμηλόν τείχος. Επ’ αυτού είναι ανηρτημένη η κυανόλευκος, η οποία με χάριν πλαταγίζει και φωνάζει δυνατά, ότι αυτή κυριαρχεί και θα κυριαρχή τώρα και εις το εξής εις την πρωτεύουσαν της Μακεδονίας. Ηξιώθην να ευρεθώ μέσα εις αυτό, καθ’ ην στιγμήν ο ημίθεος Διάδοχος εισήλθεν εις αυτό και όχι περιπατών, αλλά πετών ανήλθε την ευρείαν κλίμακα. Το προαύλιον του δευτέρου πατώματος ήτο γεμάτον από χοτζάδες, μπέηδες, προύχοντας Εβραίους, οι οποίοι ήσαν εκεί διά ατομικήν εργασίαν. Με μίαν χάριν και γελαστός ο ημίθεος εχαιρέτα δεξιά και αριστερά αυτούς στρατιωτικώς, αυτοί δε ετεμένιζον εδαφιαίως. Μετά ταχύτητος εισήρχετο από γραφείον εις γραφείον προς επιθεώρησιν ζητών εξηγήσεις και δίδων διαταγάς.

 

O Άγιος Δημήτριος. – H ευζωνική άδεια αντί της σουλτανικής

Εις μικράν απόστασιν από το Διοικητήριον ευρίσκεται ο περικαλλής ναός του αγίου Δημητρίου. Ούτος ως γνωστόν ήτο μεταβεβλημένος εις τουρκικόν τέμενος ως μαρτυρεί και ο επ’ αυτού μιναρές. Ως εκ της ιστορικής του αξίας ο ναός ούτος προσείλκυε πρότερον, ως εμάθομεν, πολλούς επισκέπτας. Ίνα κατορθώση τις να εισέλθη εντός αυτού, έπρεπε να λάβη σουλτανικήv άδειαν. Επομένως εχρειάζοντο αιτήσεις επί αιτήσεων και διατυπώσεις επί διατυπώσεων. Επεσκέφθημεν τον ναόν, άνευ σουλτανικής αδείας. Διότι σήμερον κατώρθωσεν το τσαρούχι και η φουστανέλλα να αφαιρέση από τας σουλτανικάς χείρας αυτό το προνόμιον και να το δώση εις ένα μόνον εύζωνον. Ένας εύζωνος λεβέντης κρατών το τουφέκιν του ίσταται παρά την πύλην του Αγίου Δημητρίου· αυτός εκδίδει σήμερον την άδειαν την οποίαν άλλοτε εξέδιδεν ο σουλτάνος. Eπλησιάσαμεν αυτόν τον απλοϊκόν εκδότην των αδειών. -Επιτρέπεται λέει; Ελεύθερα, ελεύθερα. Και ούτω επετύχομεν εις μίαν στιγμήν εκείνο το οποίον άλλοτε δεν θα επετυγχάνομεν ένα μήνα.

 

Οποία συγκίνησις, οποία λακτάρα. Εβάλομεν τον σταυρόν μας και εισήλθομεν εις αυτόν. Ένας παπάς ιστάμενος πλησίον της εικόνος της Παναγίας και του αγ. Δημητρίου έκαμνε παράκλησιν εις μερικάς οικογενείας. Πλείστοι επισκέπται περιεφέροντο μέσα εις τον ναόν και μετά προσοχής παρετήρουν και εθαύμαζον την καλλονήν αυτού. Το εσωτερικόν του ναού είναι εξόχου καλλονής και τέχνης. Οι στύλοι, αι αψίδες, είναι όλα από μάρμαρον της Πεντέλης. Επί διαφόρων μαρμαρίνων πλακών υπάρχουσι λαξευταί εικόνες διαφόρων αγίων, όλαι σχεδόν αβλαβείς. Το εσωτερικόν του ναού μαρτυρεί ότι έκπαλαι ήτο ελληνικός. Μόνον επί της αψίδος του Αγίου Βήματος υπάρχουσι παμμέγιστα τουρκικά γράμματα, όπως τοιαύτα παρατηρούνται εις τον ναόν της αγίας Σοφίας της Λευκωσίας.

 

Αφού περιειργάσθημεν καλώς τον ναόν και ησπάσθημεν τας αγίας εικόνας, ανήλθομεν επί του μιναρέ αυτού. Ουδέποτε ησθάνθην ότι εμεγάλωσα τόσο όσον την στιγμήν εκείνην, καθ’ ην ιστάμενος επί του μιναρέ εδεχόμηv τα ριπιδίσματα της γαλάζιας σημαίας μας, η οποία τόσον υπερηφάνως επλατάγιζεν επί του μιναρέ. Όλα τα τονωτικά φάρμακα του κόσμου θα ήτο αδύνατον να τονώσωσι τόσο τον οργανισμόν μας, όσον τον ετόνωσεν το γλυκύτατον αεράκιν της ελληνικής σημαίας επί του μιναρέ του Αγ. Δημητρίου.»

Φώτο Γκάλερι

Image