Το μοναστήρι της Παναγίας του Τοχνιού βρίσκεται 3 περίπου χιλιόμετρα στ' ανατολικά του χωριού Μάντρες της επαρχίας Αμμοχώστου. Δεν έχουμε καμιά πληροφορία για τον χρόνο της ίδρυσής του. Τα μοναστηριακά κτίρια, που περιβάλλουν μια ευρύχωρη αυλή από τις τρεις πλευρές (βορρά, δύση, νότο) και εν μέρει από την ανατολική πλευρά, δεν φαίνονται παλαιότερα του 18ου αιώνα αν και στις κολόνες που στηρίζουν τόξα και ευθύγραμμα ξύλινα επιστύλια της ανοικτής στοάς μπροστά στα κελιά χρησιμοποιούνται παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη που μερικά ανήκουν στην Παλαιοχριστιανική περίοδο (πεσσίσκοι τέμπλου) κι άλλα στη Μέση Βυζαντινή περίοδο (κιονόκρανα). Το καθολικό όμως του μοναστηριού είναι πολύ παλαιότερο και μπορεί να χρονολογηθεί το αργότερο στα τέλη του 12ου αιώνα.
Το καθολικό του μοναστηριού είναι εκκλησία μονόκλιτη με τρούλλο, με μια προεξέχουσα, στ' ανατολικά, ημικυκλική αψίδα. Σ' αντίθεση όμως με τις πιο πολλές εκκλησίες του τύπου του μονόκλιτου με τρούλλο, όπου τα τυφλά τόξα στο εσωτερικό της εκκλησίας στηρίζονται σε ορθογώνιες παραστάδες, τα τόξα στο καθολικό του μοναστηριού της Παναγίας του Τοχνιού στηρίζονται σε κυλινδρικές παραστάδες όπως στην εκκλησία της Παναγίας στο Τρίκωμο, την ερειπωμένη εκκλησία της Παναγίας Λαμπαδού κοντά στο Μιτσερό και την εκκλησία του Αντιφωνητή κοντά στον Άγιο Αμβρόσιο της Κερύνειας. Οι δυο πρώτες εκκλησίες χρονολογούνται γύρω στα 1100 ενώ εκείνη του Αντιφωνητή στα τέλη του 12ου αιώνα. Το καθολικό έχει εσωτερικές διαστάσεις 12,50Χ4,50μ. Η αψίδα έχει χορδή 2,80 μ. και βέλος 1,60μ. Η εκκλησία έχει δυο εισόδους, μια στο μέσο του νότιου και μια στο μέσο του δυτικού τοίχου. Η αψίδα έχει τρία στενόμακρα ορθογώνια παράθυρα. Άλλο παράθυρο βρίσκεται ψηλά στον δυτικό τοίχο. Ο τρούλλος έχει τέσσερα τοξωτά παράθυρα. Τα τόξα των παραθύρων του τρούλου είναι ημικυκλικά. Τα τόξα στο εσωτερικό της εκκλησίας είναι ελαφρά οξυκόρυφα, όπως στην εκκλησία της Παναγίας του Άρακος.
Αρχικά η εκκλησία ήταν ολόκληρη διακοσμημένη με τοιχογραφίες. Επανειλημμένες όμως βλάβες της εκκλησίας στην πάροδο των αιώνων, όπως μαρτυρούν οι επεμβάσεις στην τοιχοδομία του καθολικού, είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή των τοιχογραφιών. Μέχρι το 1974 διασώζονταν λίγες τοιχογραφίες, η πιο αξιόλογη από τις οποίες ήταν το Άγιο Μανδήλιο, πάνω από το δυτικό τυφλό τόξο του βόρειου τοίχου.
Το εικονοστάσιο του καθολικού ήταν ξυλόγλυπτο, αλλά όχι επιχρυσωμένο. Σύμφωνα με ανάγλυφη επιγραφή κάτω από την εικόνα της Παναγίας το εικονοστάσιο έγινε με δαπάνη του ηγουμένου του μοναστηριού Διονυσίου το 1751. Σύμφωνα με την επιγραφή αυτή το εικονοστάσιο ήταν έργο Πέτρου Ἀναγνώστου. Τον ηγούμενο Διονύσιο αναφέρει κι άλλη ξυλόγλυπτη επιγραφή κάτω από την εικόνα του Χριστού. Το εικονοστάσιο του καθολικού καταστράφηκε από τους Τούρκους που λεηλάτησαν το καθολικό. Ευτυχώς η εικόνα του Χριστού είχε μεταφερθεί πριν από την εισβολή του 1974 στη Λευκωσία για συντήρηση και σώθηκε. Η εικόνα αυτή χρονολογείται στον 16ο αιώνα και σήμερα βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ'. Στο ίδιο Μουσείο βρίσκεται και μια μικρή εικόνα της Σταύρωσης του τέλους του 16ου αιώνα.
Τίποτε δεν είναι γνωστό από την ιστορία του μοναστηριού. Αναφέρεται απλώς σε κατάλογο των χωριών της Μεσαορίας και Αμμοχώστου των μέσων του 16ου αιώνα. Ο Βασίλι Μπάρσκυ δεν επισκέφθηκε το μοναστήρι. Απλώς το αναφέρει ανάμεσα στα μοναστήρια που δεν επισκέφθηκε. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει το μοναστήρι ανάμεσα στα μοναστήρια που υπάγονται στην Αρχιεπισκοπή. Το μοναστήρι του Τοχνιού είχε μετόχια στον Άγιο Γεώργιο του Σπαθαρικού και στη Γύψου και είχε σημαντική κτηματική περιουσία. Παρ' όλα αυτά στις αρχές του 19ου αιώνα το μοναστήρι είχε δανεισθεί από την οικογένεια Παταρού επτά χιλιάδες γρόσια. Ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος έδωσε στον Παταρό, το 1832, πέντε χιλιάδες γρόσια έναντι του χρέους αυτού. Ήδη την εποχή αυτή το μοναστήρι φαίνεται ότι είχε διαλυθεί και η Αρχιεπισκοπή ενοικίαζε την περιουσία του σε διάφορους κληρικούς κι αργότερα σε διάφορους λαϊκούς.