Ρωμαϊκή Εποχή

Σημαντικότερα γεγονότα της ρωμαϊκής κυριαρχίας

Image

Τα πιο σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στην Κύπρο κατά τη μακρά περίοδο της κατοχής της από τους Ρωμαίους, πολιτικά, στρατιωτικά, θρησκευτικά και άλλα, εξετάζονται με βάση τις αρχαίες φιλολογικές πηγές. Στα όσα συνέβησαν στο νησί περιλαμβάνονται και μεγάλες θεομηνίες που το έπληξαν, και ιδίως καταστρεπτικοί σεισμοί. Ένας τέτοιος σεισμός μαρτυρείται ότι συνέβη το 15 π.Χ. (Δίων Κάσσιος, Ῥωμαϊκῶν Ἱστοριῶν τά σωζόμενα, 54, 23.7). Ο σεισμός έπληξε ιδιαίτερα την πρωτεύουσα Πάφο, όπου φαίνεται ότι είχε προκαλέσει τόσο μεγάλες καταστροφές ώστε επενέβη ο ίδιος ο Οκταβιανός Αύγουστος που ενίσχυσε οικονομικά την πόλη ώστε να μπορέσει να ορθοποδήσει και πάλι. Εκτιμώντας την χειρονομία αυτή του αυτοκράτορα προς την πόλη τους την ονόμασαν, προς τιμήν του και με άδεια του ιδίου, Αυγούσταν. Ο Ευσέβιος (στον Χρονικόν του) αναφέρει επίσης τον σεισμό του 15 π.Χ., αλλά λέγει ότι πολλά μέρη [της Κύπρου] κατέπτωσεν, εκτός από την Πάφο.

 

Ένας άλλος ιδιαίτερα καταστροφικός σεισμός αναφέρεται από τον Ευσέβιο ότι έπληξε την Κύπρο γύρω στο 77 μ.Χ. και γκρέμισε τρεις πόλεις του νησιού (που δεν κατονομάζονται). Ωστόσο από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι είχε πληγεί και πάλι καίρια η Πάφος, της οποίας καταστράφηκαν και τα δημόσια κτίρια. Αυτή τη φορά την πόλη βοήθησαν οικονομικά ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός κι ο γιος του Τίτος. Από σεισμούς, το 77 μ.Χ. κι ίσως κι άλλους, επλήγη και η Σαλαμίς. Την πόλη αυτή βοήθησαν επίσης κατά καιρούς Ρωμαίοι αυτοκράτορες και ιδίως ο Αδριανός*, που αναφέρεται σε επιγραφές που βρέθηκαν ως ευεργέτης και σωτήρας.

 

Η Σαλαμίς επλήγη καίρια κι από την εξέγερση των Εβραίων το 116 μ.Χ. Οι Εβραίοι, που ευημερούσαν στις κυπριακές πόλεις όπου ζούσαν, αφού είχαν τύχει προνομιακής μεταχείρισης ήδη από τα χρόνια της πτολεμαϊκής κυριαρχίας, απαντώνται παντού στο νησί σύμφωνα προς αναφορές στα κείμενα τα σχετικά με τις δυο αποστολικές περιοδείες των μέσων του 1ου μ.Χ. αιώνα. Κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία οι Παύλος και Βαρνάβας συναντούν τους Εβραίους σε κάθε κυπριακή πόλη που επισκέπτονται, και μάλιστα οργανωμένους, να ξεσηκώνονται εναντίον τους και να τους εκδιώκουν. Κατά τη δεύτερη περιοδεία του Βαρνάβα, ο απόστολος μαρτύρησε στη Σαλαμίνα, δολοφονημένος από τους Εβραίους της πόλης αυτής.

 

Δεν είναι γνωστά τα αίτια της εξέγερσης των Εβραίων στη Σαλαμίνα, και γενικότερα στην Κύπρο, το 116 μ.Χ.  Ίσως ακόμη να μη υπήρξαν καν τέτοια αίτια, κι απλώς οι Εβραίοι που ζούσαν στο νησί ακολούθησαν τη γενικότερη εβραϊκή εξέγερση από την Κυρήνη έως την Αίγυπτο. Όπως γράφει ο Δίων Κάσσιος, στην Κυρήνη οι Εβραίοι είχαν εξεγερθεί με αρχηγό κάποιον Ανδρέα και σκότωναν αδιακρίτως και Ρωμαίους και Έλληνες «και έτρωγαν το κρέας τους κι έπαιρναν τα έντερά τους και τα έκαναν κορδέλες για τα μαλλιά τους, κι αλείφονταν με το αίμα τους, και πολλούς πριόνιζαν μοιράζοντάς τους στα δύο... άλλους έδιναν στα θηρία... και χάθηκαν συνολικά 220.000». Αυτά στην Κυρήνη. Αλλά και στην Αίγυπτο συνέβησαν παρόμοια, προσθέτει ο Δίων Κάσσιος, «καθώς και στην Κύπρο όπου [οι Εβραίοι] είχαν αρχηγό κάποιον Αρτεμίωνα, και σκοτώθηκαν και εκεί 240.000 άνθρωποι».

 

Ο Ζωναράς (Χρονικόν) αναφέρει επίσης τον ξεσηκωμό αυτό των Εβραίων στην Κυρήνη, στην Αίγυπτο και στην Κύπρο, όμως δεν δίνει αριθμούς θυμάτων. Λέγει όμως ότι την εξέγερση κατέστειλε με τα στρατεύματά του ο Τραϊανός.

 

Κι ο Ευσέβιος (Χρονικόν), χωρίς, επίσης, να δίνει αριθμούς, αναφέρει πως οι Εβραίοι σκότωσαν τους Έλληνες στη Σαλαμίνα της Κύπρου την οποία και ερήμωσαν:

 

... Τούς ἐν Σαλαμῖνι τῆς Κύπρου Ἕλληνας Ἰουδαῖοι ἀνελόντες, τήν πόλιν κατέσκαψαν...

 

Ο Δίων Κάσσιος συμπληρώνει ότι μετά την τραγωδία αυτή, απαγορεύτηκε πλέον ακόμη και η απλή παρουσία Εβραίων στην Κύπρο. Ακόμη κι αν κανένας ναυαγήσει στη θάλασσα και καταφύγει αναγκαστικά στην Κύπρο, θανατώνεται. Ωστόσο αργότερα η απαγόρευση αυτή ακυρώθηκε. Όσο για τον αριθμό των νεκρών που δίνει ο Δίων Κάσσιος (240.000), κρίνεται ως κάπως υπερβολικός. Πιστεύεται όμως ότι, αν η σφαγή που έγινε δεν περιορίστηκε μόνο στη Σαλαμίνα αλλά επεκτάθηκε σ’ ολόκληρη την Κύπρο (πράγμα πολύ πιθανό, αφού πολλοί Εβραίοι ζούσαν και στις άλλες μεγάλες πόλεις του νησιού), τότε τα θύματα ασφαλώς θ’ ανήλθαν σε πάρα πολλές χιλιάδες. Ο τεράστιος αριθμός των θυμάτων δικαιολογεί, εξ άλλου, και τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά των Εβραίων, που περιελάμβαναν τη θανατική καταδίκη όσων πατούσαν το πόδι τους στο νησί.

 

Όπως ανεφέρθη και πιο πάνω, το σπουδαιότερο γεγονός που συνέβη κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής της Κύπρου ήταν η διάδοση του Χριστιανισμού στο νησί. Οι πρώτες ειδήσεις περί της νέας θρησκείας έφθασαν στην Κύπρο λίγο μετά τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, όταν οι πρώτοι Χριστιανοί διασκορπίστηκαν μετά τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα Στέφανου, οπότε πολλοί απ’ αυτούς κατέφυγαν στην Κύπρο (γύρω στο 34-35 μ.Χ.). Μεταξύ των καταφυγόντων στην Κύπρο ήταν κι ο φίλος του Χριστού, ο άγιος Λάζαρος*, που λίγο αργότερα έγινε πρώτος επίσκοπος στην πόλη του Κιτίου.

 

Το 45 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε η πρώτη αποστολική περιοδεία και μερικά χρόνια αργότερα η δεύτερη. Δεν αναφέρουμε εδώ λεπτομέρειες των περιοδειών αυτών, γιατί εκτίθενται στο λήμμα Βαρνάβας απόστολος όπου και παραπέμπουμε. Εδώ σημειώνουμε ότι ένα από τα άμεσα αποτελέσματα των δυο αποστολικών περιοδειών ήταν η ίδρυση των πρώτων επισκοπικών εδρών και η πλήρωσή τους με ικανά στελέχη που συνέβαλαν αποφασιστικά στη διάδοση κι εδραίωση του Χριστιανισμού σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Εκτός από τον άγιο Λάζαρο που ήδη προαναφέρθηκε ως πρώτος επίσκοπος Κιτίου, αναφέρουμε τον άγιο Ηρακλείδιο*, πρώτο επίσκοπο Ταμασσού, τον Αριστοκλειανό*, που χειροτονήθηκε από τους αποστόλους σε επίσκοπο κι εστάλη στην Κύπρο από την Αντιόχεια, τον Αυξίβιο*, που χειροτονήθηκε επίσκοπος Σόλων, τον Επαφρά* ή Επαφρόδιτο και τον Τυχικό*, που εστάλησαν στην Κύπρο από τον απόστολο Παύλο μετά τον θάνατο του Βαρνάβα κι ανέλαβαν τις επισκοπές Πάφου και Νεαπόλεως (=Λεμεσού), τον Φιλάγριο*, μαθητή του αποστόλου Πέτρου ο οποίος ἀρχιερεύσας τῶν Κυπρίων ὑπέστη μαρτυρικόν θάνατον, και ακόμη τον Κόνωνα*, επίσκοπο μη κατονομαζόμενης έδρας στην Κύπρο όπου επίσης μαρτύρησε.

 

Σε εκκλησιαστικά κείμενα αναφέρονται πολλοί Χριστιανοί που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο στην Κύπρο κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια, από την αρχή της εγκαθίδρυσης της νέας θρησκείας μέχρι και την εποχή του Διοκλητιανού, κι έως το περίφημο διάταγμα περί ανεξιθρησκίας του Μεδιολάνου (σημερινό Μιλάνο) το 313 μ.Χ. Όπως και στην ίδια τη Ρώμη και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, έτσι και στην Κύπρο οι πρώτοι Χριστιανοί ασκούσαν άλλοτε φανερά τη θρησκεία τους κι άλλοτε μυστικά, χρησιμοποιώντας κατακόμβες και αρχαιότερους τάφους που τους μετέτρεψαν σε εκκλησίες. Ωστόσο το 325 μ.Χ., κατά τα τέλη της Ρωμαϊκής περιόδου, η Εκκλησία της Κύπρου ήταν πλήρως οργανωμένη και στελεχωμένη, και μάλιστα αρκετά ισχυρή, ώστε εκπροσωπήθηκε ισότιμα και με δικούς της ιεράρχες στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Νίκαια.

 

Η αρχαία θρησκεία είχε πλέον ηττηθεί οριστικά. Αν και υφίσταντο κάποιες εστίες λατρείας ελληνικών θεοτήτων σε διάφορα μέρη της Κύπρου μέχρι και τα τέλη της Ρωμαϊκής περιόδου, ο Χριστιανισμός είχε ήδη επιβληθεί.

 

Εκείνο που μπορεί να υπογραμμιστεί είναι ότι οι Ρωμαίοι καταδίωξαν τους πρώτους Χριστιανούς και στην Κύπρο, ενώ αντίθετα βοήθησαν κι ενίσχυσαν τα φημισμένα κυπριακά ειδωλολατρικά ιερά του νησιού και γενικότερα την ελληνική προχριστιανική θρησκεία. Το γεγονός και μόνον ότι το «Κοινόν Κυπρίων» είχε το δικαίωμα ακόμη και να κόβει νομίσματα, είναι ενδεικτικό. Ο Τάκιτος, πάλι, (Annales, III, 62) αναφέρει περίπτωση κατά την οποία οι Πάφιοι και οι Αμαθούσιοι είχαν αποταθεί με εκπροσώπους τους στη ρωμαϊκή σύγκλητο το 22 μ.Χ., ζητώντας το δικαίωμα παροχής ασυλίας για τους ναούς της Παφίας και της Αμαθουσίας Αφροδίτης, που φαίνεται ότι παρεχωρήθη. Το ίδιο ζήτησαν κι οι Σαλαμίνιοι για το δικό τους ιερό του Διός. Η επίσκεψη, πάλι, του Τίτου, γιου του Βεσπασιανού, το 69 μ.Χ., στον ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο, απ’ όπου πήρε χρησμό (αλλά πήρε ως δώρο κι αρκετούς θησαυρούς), φανερώνει τη μεγάλη εκτίμηση που έτρεφαν οι Ρωμαίοι προς τον ναό αυτό. Ο Τάκιτος, που αναφέρει το γεγονός, γράφει ότι ο Τίτος είχε μεγάλο πόθο, μια και βρισκόταν κιόλας στην περιοχή, να επισκεφθεί τον ναό αυτό που ήταν inclitum per indigenes advenasque (περίφημος και στους ντόπιους και στους ξένους).

 

Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι από τη θεά Αφροδίτη καταγόταν ο μυθικός κι αγαπητός ήρωάς τους, ο Αινείας, ενώ πιστευόταν επίσης ότι από την Αφροδίτη προερχόταν και η οικογένεια των Ιουλίων (επιφανές μέλος της οποίας ήταν ο Ιούλιος Καίσαρ).

 

Μεταξύ άλλων σημαινόντων Ρωμαίων (εκτός από τον προαναφερθέντα Τίτο) που αναφέρεται ότι σχετίστηκαν άμεσα προς την Κύπρο, μνημονεύουμε τον Ιούλιο Αβίτο* (Αουίτο), σύζυγο της Ιουλίας Μαίσας, γυναικαδέλφης του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου. Ο Αβίτος, που είχε διατελέσει άρχων (διοικητής) της Μεσοποταμίας, εστάλη στην Κύπρο από τον αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.) για να βοηθήσει στη διοίκηση του νησιού. Ο διορισμός του στην Κύπρο σήμαινε μάλλον υποβιβασμό λόγω δυσμένειας. Ο Αβίτος πέθανε από γήρας στην Κύπρο. Αναφέρουμε επίσης επίσκεψη στην Κύπρο του Αβίτου* ή Ψευδαντωνίνου ή Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίνου, γνωστού και με τις προσωνυμίες Ελαγάβαλος ή και Ηλιογάβαλος, αυτοκράτορα της Ρώμης από το 218 έως το 222 μ.Χ. Ο Ηλιογάβαλος, που ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ της Ρώμης σε ηλικία 14 χρόνων στη Συρία όπου βρισκόταν το 218 μ.Χ., πέρασε τον ίδιο χρόνο από την Κύπρο, όπου, κατά τον Δίωνα Κάσσιο, σκότωσε τον τότε διοικητή του νησιού Κλαύδιο Άτταλο. Ο Άτταλος είχε διατελέσει διοικητής της Θράκης, απ’ όπου όμως εκδιώχθηκε με απόφαση της ρωμαϊκής συγκλήτου και του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου, οπότε διορίστηκε διοικητής της Κύπρου.

 

Οι περιπτώσεις των δυο προαναφερθέντων αξιωματούχων που διορίστηκαν κι εστάλησαν στην Κύπρο επειδή βρέθηκαν σε δυσμένεια, και οι δυο στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, είναι ενδεικτική και, πάντως, ενδιαφέρουσα. Μπορεί κανένας να συμπεράνει ότι στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα και στις αρχές του 3ου, η Κύπρος είχε ήδη απολέσει την παλαιά της φήμη κι είχε πέσει σε κάποια παρακμή, έτσι που ο διορισμός κάποιου αξιωματούχου για υπηρεσία στο νησί να θεωρείται υποβιβασμός και τιμωρία.

 

Και πράγματι μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η παρακμή της Κύπρου είχε αρχίσει από τότε, εάν λάβουμε υπ’ όψιν την παράδοση ότι η αγία Ελένη*, που επεσκέφθη το νησί ένα μόνο αιώνα αργότερα, το είχε βρει σχεδόν έρημο και σε άθλια κατάσταση.

 

Η παρακμή αυτή θα πρέπει ν’ αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες:

α) Σε θεομηνίες (σεισμούς κ.α.) που προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές.

β) Σε αδιαφορία των Ρωμαίων για την πρόοδο κι ευημερία της Κύπρου κατά το β΄ μισό της περιόδου της ρωμαϊκής κατοχής της. Αν και αναφέρονται ευεργεσίες Ρωμαίων αυτοκρατόρων γι’ ανοικοδομήσεις της Πάφου και της Σαλαμίνος (κι ίσως κι άλλων πόλεων) ύστερα από καταστροφές τους, τέτοιες ευεργεσίες δεν φαίνεται να συνεχίζονται και μετά το 116 μ.Χ. (οπότε ο Αδριανός βοήθησε τη Σαλαμίνα αλλά και τη Λάπηθο, αφού σε σχετικές επιγραφές αναφέρεται κι ως «σωτήρ καί εὐεργέτης» της Λαπήθου και θεός και Σεβαστός Ολύμπιος).

γ) Στην ίδια την ένταξη της Κύπρου στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια η Κύπρος ήταν μεγάλη ναυτική δύναμη, άρα κι εμπορική, με ευρύτατο κύκλο εμπορικών δραστηριοτήτων σ’ ολόκληρη την Μεσόγειο. Όταν όμως εντάχθηκε στην αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αυτομάτως έχασε την ιδιότητα της ναυτικής κι εμπορικής δύναμης. Δεν ήταν, πλέον, παρά ένα ασήμαντο τμήμα μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, μια μικρή επαρχία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Το εμπόριο ελεγχόταν πλέον από άλλους, κι αυτό σήμαινε απώλεια των κερδών και του πλούτου και, κατ’ επέκταση, παρακμή. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τότε οι Κύπριοι απώλεσαν σταδιακά τη σχέση τους με τη θάλασσα, που δεν την επανέκτησαν ποτέ. Αν και αναφέρονταν ως λαός με πολλές ναυτικές ικανότητες μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής περιόδου, στη συνέχεια σταματούν τη σχέση τους με τη θάλασσα. Η θάλασσα ανήκε πλέον στον τεράστιο στόλο της αυτοκρατορίας, που δεν χρειαζόταν τη συνδρομή μιας μικρής επαρχίας. Όμως η απώλεια της ναυτικής ιδιότητας των Κυπρίων σήμαινε, και πάλι, απώλεια του ρόλου τους ως εμπόρων, άρα κι απώλεια των κερδών και, τελικά, μαρασμό. Η στροφή τους προς τις γεωργικές εργασίες δεν σήμαινε, κατ’ ανάγκην, και κέρδη. Ανομβρίες, ασθένειες και άλλα παρόμοια, σήμαιναν πάντοτε οικονομική καταστροφή.

 

Υπάρχει βέβαια μια ιστορική αναφορά, του τέλους των Ρωμαϊκών χρόνων, και συγκεκριμένα του 323 μ.Χ., ότι στη σύγκρουση μεταξύ Λικινίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου οι Κύπριοι βοήθησαν τον πρώτο με δύναμη από 30 καράβια, σύμφωνα προς τον Ζώσιμο (Ἱστορικόν, 2, 22.1-2). Τούτο όμως δεν σήμαινε ότι οι Κύπριοι εξακολουθούσαν να είναι ναυτική δύναμη. Τα 30 καράβια ήταν, πιθανότατα, τα σταθμεύοντα στο νησί ρωμαϊκά καράβια που επανδρώθηκαν και με Κυπρίους. Όσο για το με ποιου το μέρος ετάχθησαν τα καράβια αυτά, εξαρτήθηκε μάλλον από τις πεποιθήσεις κι αποφάσεις των ρωμαϊκών αρχών της Κύπρου παρά από τους ιδίους τους Κυπρίους. Παρεμπιπτόντως, ας αναφερθεί ότι ο στόλος του Λικινίου, στον οποίο συμμετείχαν και τα 30 καράβια από την Κύπρο, συνετρίβη κοντά στον Ελλήσποντο από τον Κρίσπο, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το 324 μ.Χ.

 

Σ’ ό,τι αφορά τώρα την ανάπτυξη του ιδίου του νησιού δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι έγιναν από τους Ρωμαίους σημαντικά έργα. Μεταξύ αυτών θα πρέπει να τονιστεί η σημασία του αρτίου οδικού δικτύου, για το οποίο έγινε λόγος πιο πριν. Αν και φαίνεται ότι το οδικό δίκτυο εξυπηρετούσε πρωτίστως στρατιωτικές ανάγκες των Ρωμαίων (γι’ αυτό κι οι κύριοι δρόμοι κάλυπταν την περίμετρο της Κύπρου), ωστόσο αυτό ήταν σημαντικό έργο υποδομής που βοήθησε και τους ίδιους τους κατοίκους. Θα πρέπει, επίσης, ν’ αναφερθούν τα υδραγωγεία που κτίστηκαν, και που αποτελούσαν επίσης πολύ σπουδαία έργα. Το μεγαλύτερο ήταν το υδραγωγείο της Σαλαμίνος, που κατάλοιπά του σώζονται. Με βάση τη δυναμικότητα του υδραγωγείου αυτού, υπολογίζεται ότι η Σαλαμίς είχε τότε πληθυσμό γύρω στις 120.000 κι ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Κύπρου. Από επιγραφές που έχουν βρεθεί και από άλλες πηγές, μαρτυρείται ότι στη Σαλαμίνα περί τα τέλη της Ρωμαϊκής περιόδου έδρευαν μερικοί, τουλάχιστον, από τους Ρωμαίους διοικητές του νησιού. Τούτο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Σαλαμίς υπερίσχυσε τότε της Πάφου και ίσως έγινε πρωτεύουσα της Κύπρου από τα τέλη της Ρωμαϊκής περιόδου. Πρωτεύουσα (μητρόπολις) ήταν, πάντως, από την αρχή της Βυζαντινής περιόδου. Σε επιγραφή των Ρωμαϊκών χρόνων η Σαλαμίς αναφέρεται ως μητρόπολις, ταυτόχρονα με την Πάφο. Η επιγραφή που την χαρακτηρίζει ως μητρόπολιν χρονολογείται στο 123 μ.Χ.

 

Ωστόσο τέτοια έργα, όπως δρόμοι και υδραγωγεία, που απεδείχθησαν ιδιαίτερα χρήσιμα κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, δεν στάθηκαν αρκετά για να ανακόψουν την κάποια παρακμή προς το τέλος της περιόδου, οπότε φαίνεται ότι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπονται και τα μεταλλεία.

 

Μερικοί αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, εξακολουθούν έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα να ομιλούν για αφθονία αγαθών στην Κύπρο και μάλιστα τέτοια ώστε το νησί να μη έχει καμιά ανάγκη εξωτερικής βοήθειας, να είναι δηλαδή αύταρκες, να κατασκευάζει φορτηγά (=εμπορικά) πλοία, κλπ. Νομίζουμε όμως ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν μάλλον παρμένες από κάπως προγενέστερους συγγραφείς και δεν δίνουν την πραγματική εικόνα που επικρατούσε στην Κύπρο κατά τις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα. Δεν φαίνεται, εξ άλλου, να είναι άσχετο προς τις άσχημες συνθήκες που επικρατούσαν τότε, το κίνημα του Καλόκαιρου, διοικητή της Κύπρου, το 332/3 μ.Χ. Μετά το κίνημα του Καλόκαιρου, που κατεστάλη από τον Δαλμάτιο, ανεψιό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, φαίνεται ότι είχαν παρθεί μέτρα προς υποβοήθηση του νησιού. Μετά δε και την καταστροφή του 342, η Κύπρος άρχισε πάλι ν’ ανοικοδομείται και να γνωρίζει σχετική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη και η άνθηση θα συνεχιστεί στο μέλλον, για ν’ ανακοπεί ξανά τον 7ο αιώνα με τις επιδρομές των Αράβων.

 

Όταν βέβαια ομιλούμε για παρακμή κατά τα τέλη των Ρωμαϊκών χρόνων, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι εννοούμε σχετική μόνο καθίζηση, σε σχέση προς τη θέση στην οποία βρισκόταν το νησί στην αρχή της περιόδου. Πάντως η σχετική αυτή παρακμή πολύ απείχε από την εικόνα εξαθλίωσης κι ερήμωσης που δίνουν οι παλαιοί συγγραφείς την εποχή που επεσκέφθη το νησί η αγία Ελένη. Αλλά κι αν ακόμη υπήρχε στην Κύπρο αρκετή ευημερία μέχρι και το τέλος των Ρωμαϊκών χρόνων, δυο νέοι και ιδιαίτερα καταστροφικοί σεισμοί διαφοροποίησαν ουσιαστικά την κατάσταση: Οι μεγάλοι σεισμοί του 332 και του 342 μ.Χ. Η Σαλαμίς επλήγη και πάλι καίρια, κι αυτή τη φορά βοηθήθηκε από τον Κωνστάντιο, γιο και διάδοχο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κι έτσι προς τιμήν του ονομάστηκε Κωνσταντία. Αλλά τούτο συνέβη λίγο μετά τον διαμοιρασμό της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Δυτική και σε Ανατολική.

 

Ο διαμοιρασμός της αυτοκρατορίας έγινε το 330 μ.Χ., και πρωτεύουσα του Ανατολικού κράτους έγινε η Νέα Ρώμη, δηλαδή το Βυζάντιο, που μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη (από το όνομα του Μεγάλου Κωνσταντίνου). Η Κύπρος, που με τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, λίγο πιο πριν, υπαγόταν διοικητικά στη διοίκηση της Ανατολής, με τον διαχωρισμό της αυτοκρατορίας βρέθηκε αυτομάτως να ανήκει στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, σ’ αυτό που εξελίχθηκε σε Βυζαντινή αυτοκρατορία.

 

Θεωρούμε, έτσι, ότι η Ρωμαϊκή περίοδος της ιστορίας της Κύπρου τερματίζεται ειρηνικά το 330 μ.Χ., οπότε αρχίζουν οι Βυζαντινοί χρόνοι. Για τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου και την ένταξη της Κύπρου στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, βλέπε στα πρώτα κεφάλαια του λήμματος Βυζάντιο και Κύπρος.

 

Γενικά, μπορεί να λεχθεί ότι η Κύπρος δεν δεινοπάθησε κατά τη μακρά περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, εάν εξαιρέσουμε τις θεομηνίες (ιδιαίτερα τους σεισμούς του 15 π.Χ. και του 77 μ.Χ.). Οι πανίσχυρες ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν εξασφαλίσει ειρηνικές συνθήκες διαβίωσης και η Κύπρος δεν απειλήθηκε σοβαρά από κανένα εξωτερικό κίνδυνο. Μάλιστα πιστεύεται ότι υπήρξε και αποστρατικοποίηση του νησιού, αφού οι Ρωμαίοι (που κατείχαν κι όλες τις γύρω από την Κύπρο χώρες) δεν είχαν λόγους να διατηρούν στρατεύματα στο νησί. Θα πρέπει όμως να δεχθούμε ότι στην Κύπρο στάθμευε κάποια ρωμαϊκή φρουρά, αφού μεταξύ των αξιωματούχων που μνημονεύονται σε επιγραφές, αναφέρονται και στρατιωτικοί, όπως χιλίαρχοι. Βίαια γεγονότα δεν συνέβησαν, εκτός μόνο από την εξέγερση των Εβραίων το 116 μ.Χ. με πάρα πολλά θύματα. Η αντεπίθεση όμως κατά των Εβραίων και η εκδίωξή τους από την Κύπρο είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτερη επικράτηση του Χριστιανισμού στο νησί.

 

Πέρα από το τραγικό και πολύ σοβαρό αυτό γεγονός, η Pax Romana δεν διασαλεύθηκε στην Κύπρο, ούτε κι από αυτή την κάθοδο των Γότθων μέχρι τα βόρεια παράλια του νησιού, κατά το 269 μ.Χ. Οι Γότθοι*, που είχαν κατεβεί μέχρι την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, πέρασαν και στην Κύπρο που, αποστρατικοποιημένη όπως ήταν, δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Κατά την Vita Claudii, οι Γότθοι (Σκύθαι) προσπάθησαν να λεηλατήσουν την Κύπρο, αλλά λόγω καταστρεπτικής ασθένειας που έπληξε τον στρατό τους απέτυχαν κι απεχώρησαν. Νεώτερες, ωστόσο, ερμηνείες θεωρούν ότι οι Γότθοι δεν κατόρθωσαν ποτέ να φθάσουν μέχρι την Κύπρο, ούτε και να προκαλέσουν «μικρές ζημιές» όπως παραδέχονται μερικοί ερευνητές και ιστορικοί, κι ότι η εκστρατεία τους, επηρεαζόμενη καταστροφικά από τον λοιμό, έληξε άδοξα πριν φθάσει μέχρι το νησί. Αλλά κι αν τελικά ήλθαν, τίποτε το σοβαρό δεν πέτυχαν.

 

Από τη Ρωμαϊκή περίοδο της ιστορίας της Κύπρου έχουμε πολλά — τα περισσότερα — αρχαία κατάλοιπα. Στους κυριότερους και μεγαλύτερους αρχαιολογικούς χώρους του νησιού (όπως η Σαλαμίς, η Νέα Πάφος, το Κούριον) τα περισσότερα από τα αποκαλυφθέντα αρχαία κατάλοιπα είναι των Ρωμαϊκών χρόνων. Από τις διάφορες τέχνες, εκείνη που περισσότερο επάξια εκπροσωπείται από τα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, είναι η γλυπτική. Κοντά στην τέχνη της γλυπτικής θα πρέπει ασφαλώς να προστεθούν και τα θαυμάσιας τέχνης ψηφιδωτά δάπεδα οικιών κι επαύλεων των Ρωμαϊκών χρόνων, ιδίως εκείνα της Πάφου.

Φώτο Γκάλερι

Image