Ασσύριοι και Κύπρος

Image

Η Ασσυρία ήταν τμήμα της Μεσοποταμίας, μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη. Πριν από την άνοδο των Ασσυρίων, στον χώρο εκείνο κυριαρχούσαν οι Σουμέριοι, που άρχισαν να εκτοπίζονται μετά την κατάρρευση της δυναστείας των Ουρ. Οι Ασσύριοι έγιναν μεγάλη δύναμη κατά τον 9ο και 8ο π.Χ. αιώνα, με κυριότερα κέντρα τους την Ασούρ, την Αγάδη και την Νινευή. Όπως ήταν επόμενο, όταν οι Ασσύριοι απέκτησαν μεγάλη δύναμη επεδίωξαν να επεκταθούν προς τα παράλια της ευρωπαλαιστινιακής ακτής. Μεταξύ των πολλών μερών που κατέλαβαν, περιλαμβάνονταν η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος. Η Κύπρος, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης κυρίως, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ότι θα περνούσε κάτω από την κυριαρχία τους, όπως και πέρασε για ένα σύντομο σχετικά διάστημα. Το ασσυριακό κράτος άρχισε να εξασθενεί μετά το θάνατο του βασιλιά Ασσουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλου), και τελικά διαλύθηκε το 605 π.Χ. από τον βασιλιά των Περσών Κύρο.

 

Η ασσυριακή κυριαρχία επί της Κύπρου: Από επιγραφή που βρέθηκε στο ανάκτορο του Khorshabad, μαθαίνουμε πως ο βασιλιάς των Ασσυρίων Σαργών Β' (περ. 724/21 - 705 π.Χ.), κατέλαβε την Κύπρο το 709 π.Χ. και ανάγκασε τους βασιλιάδες της να του προσκυνήσουν τα πόδια, δηλαδή να υποταχθούν σ' αυτόν. Στην κατάκτηση της Κύπρου από τον Σαργών Β' αναφέρεται και μια επιγραφή που βρέθηκε το 1845 στη Λάρνακα και που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου. Η επιγραφή αυτή αναφέρει πως 7 Κύπριοι βασιλιάδες προσκύνησαν τον βασιλιά Σαργών και ανάμεσα σε άλλα δώρα του είχαν στείλει στη Βαβυλώνα χρυσάφι, ασήμι, έβενο και ξυλεία.

 

Ο διάδοχος του Σαργών Β', Σενναχερίμ (705-681 π.Χ.), χρησιμοποίησε μετά την έκτη εκστρατεία του ναυτικούς από την Τύρο, τη Σιδώνα και την Κύπρο για να εργαστούν στον ποταμό Τίγρη.

 

Άλλη επίσης μαρτυρία για την κατάκτηση της Κύπρου από τους Ασσυρίους υπάρχει στο περίφημο πρίσμα του βασιλιά Εσσαρχαδώνος (ή Ασσαρχαδώνος) (680 – 669 π.Χ.) που αναφέρεται στην κατασκευή του ανακτόρου της Νινευή. Δέκα Κύπριοι βασιλιάδες φαίνεται ότι πλήρωναν φόρο υποτέλειας. Στο πρίσμα του Εσσαρχαδώνος, που χρονολογήθηκε στο 673/2 π.Χ., αναφέρονται οι ακόλουθες κυπριακές πόλεις (σύμφωνα προς την ταύτιση που έγινε από τους μελετητές) καθώς και τα ακόλουθα ονόματα βασιλιάδων τους:

1. Ιδάλιον, με βασιλιά τον Ekistura (Ακέστωρ;).

2. Χύτροι, με βασιλιά τον Pilagura (Πυλαγόρας).

3. Πάφος, με βασιλιά τον Huandar (Ετέανδρος).

4. Κούριον, με βασιλιά τον Damasu (Δάμασος).

5. Ταμασσός, με βασιλιά τον Atmesu (Ατμεσού).

6. Κίτιον, με βασιλιά τον Bususu (;).

7. Σαλαμίς, με βασιλιά τον Kisu (;).

8. Σόλοι, με βασιλιά τον Eresu (;).

9. Λήδρα, με βασιλιά τον Unasagusu (Ονασαγόρας).

10. Αμαθούς, με βασιλιά τον Damusi (;).

Μερικές αμφιβολίες υπάρχουν ως προς την 10η πόλη, που ταυτίστηκε με την Αμαθούντα.

 

Ο βασιλιάς των Ασσυρίων Ασσουρμπανιπάλ (ή Σαρδανάπαλος) (668-633) κατά τη διάρκεια του πολέμου που έκανε εναντίον του Taharqua, βασιλιά της Νουβίας (το 667 π.Χ.), ζήτησε βοήθεια και από τους βασιλιάδες της Κύπρου, της Συρίας και της Παλαιστίνης.

 

Διάρκεια ασσυριακής κυριαρχίας: Δεν είναι απόλυτα ακριβής η χρονική διάρκεια της κυριαρχίας των Ασσυρίων επί της Κύπρου. Κατά προσέγγιση η κυριαρχία τους τοποθετείται από το 709 μέχρι το 669 π.Χ.

 

Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφωνία ως προς τον χρόνο έναρξης της κυριαρχίας των Ασσυρίων, που τοποθετείται στο 709 π.Χ., επί βασιλείας του Ασσύριου βασιλιά Σαργών Β'. Σε επιγραφή που βρέθηκε και χρονολογήθηκε στο 667 π.Χ., ο βασιλιάς Ασσουρμπανιπάλ ισχυρίζεται ότι εξακολουθούσε να παίρνει φόρο υποτέλειας από 22 βασιλιάδες της Κύπρου, της Συρίας και της Παλαιστίνης, και τούτο είχε οδηγήσει κατ' αρχήν τους μελετητές να θεωρήσουν ότι η υποταγή της Κύπρου στους Ασσυρίους είχε συνεχιστεί και επί ημερών του Ασσουρμπανιπάλ. Η αντιπαραβολή όμως της επιγραφής του Ασσουρμπανιπάλ με το πρίσμα του Εσσαρχαδώνος απέδειξε πως τα ονόματα των βασιλιάδων και στα δυο κείμενα ήσαν πανομοιότυπα. Η λογική υπόθεση ότι ήταν πολύ απίθανο να μη είχε αλλάξει ούτε ένας βασιλιάς στην Κύπρο στο διάστημα που χωρίζει τις δυο επιγραφές, οδήγησε στην αντίληψη ότι ο κατάλογος του Ασσουρμπανιπάλ ήταν απλώς αντιγραφή του καταλόγου του Εσσαρχαδώνος. Γι' αυτό θεωρείται ως πιο πιθανό ότι η ασσυριακή κυριαρχία επί της Κύπρου τερματίστηκε το 669 π.Χ., με τον θάνατο του Εσσαρχαδώνος.

 

Συνεπώς υποθέτουμε ότι η ασσυριακή κυριαρχία διάρκεσε 40 χρόνια (από το 709 μέχρι το 669 π.Χ.). Από το 669 π.Χ. η Κύπρος είχε καταστεί και παραμείνει ανεξάρτητη για έναν περίπου αιώνα, μέχρι το 565, οπότε υποτάχθηκε στους Αιγυπτίους και, στη συνέχεια, στους Πέρσες.

 

Ο Ηρόδοτος αγνοεί την επί της Κύπρου κυριαρχία των Ασσυρίων, γράφοντας πως ο Αιγύπτιος βασιλιάς Άμασις ήταν ο πρώτος που υπέταξε το νησί. Είτε ο μεγάλος ιστορικός θεωρούσε την ασσυριακή κυριαρχία μόνο τυπική αφού η Κύπρος δεν υποτάχθηκε στους Ασσυρίους μετά από πολεμική ήττα αλλά απλώς είχε συμφωνήσει να καταβάλλει φόρο υποτέλειας διατηρώντας τα αυτόνομα βασίλεια και τους βασιλιάδες της, είτε δεν γνώριζε το γεγονός.

 

Το καθεστώς υποτέλειας: Όπως συνέβαινε κατά κανόνα στην αρχαιότητα με όλες τις κατακτήσεις, οι Ασσύριοι όταν υπέταξαν την Κύπρο αρκέστηκαν στην είσπραξη φόρου υποτέλειας από το νησί και δεν δοκίμασαν ν' αλλάξουν ή να διαφοροποιήσουν τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές. Άφησαν ελεύθερους τους Κυπρίους βασιλιάδες να διαχειρίζονται οι ίδιοι τις υποθέσεις των βασιλείων τους και να απολαμβάνουν κάποιας μορφής πολιτική ανεξαρτησία. Αυτό άλλωστε συνέβη και με τους κατακτητές που ακολούθησαν, Αιγυπτίους και Πέρσες.

 

Συνέπεια της τακτικής αυτής ήταν η ακμή της κυπριακής τέχνης την εποχή αυτή, και ιδίως στον αιώνα της ανεξαρτησίας που ακολούθησε την ασσυριακή κυριαρχία. Η ακμή αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή από τα μοναδικά ευρήματα των βασιλικών τάφων της Σαλαμίνος, που ήταν τότε το πιο σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Κύπρου. Τα ευρήματα αυτής της εποχής από τη Σαλαμίνα αντικατοπτρίζουν το ψηλό επίπεδο στο οποίο έφθασε η τέχνη στην Κύπρο, αλλά ταυτόχρονα και τον πλούτο και τη χλιδή των Κυπρίων βασιλιάδων. Πέρα όμως απ' αυτά, και το εμπόριο είχε αναπτυχθεί και κατ' επέκταση διευρύνθηκαν οι σχέσεις της Κύπρου με τον έξω κόσμο.